Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ (10)

ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11


Μαρτυρίες των αγίων ότι η ουσία του Θεού υπέρκειται της οικείας άκτιστης ενεργείας και παρ’ όλο τούτο το θείο δεν εξέρχεται από την απλότητα καθώς και περί των αυτομετοχών.


39. Ότι δε και η ενέργεια της θείας φύσεως, που ονομάζεται θεότης, έρχεται δεύτερη απέναντι στη φύση, άκουσε να σου το παραγγέλλει ο μέγας Αθανάσιος, γράφοντας κατά του Μακεδονίου, «γνώριζε ότι το είναι Θεός είναι δεύτερο της φύσεως», και προσθέτει την αιτία· «διότι η μεν θεότης είναι μεθεκτή η δε ουσία αμέθεκτη. Και «εμείς», λέγει, «αν γίνουμε μιμητές του θεού, γινόμαστε θεοί, αλλά δεν μπορούμε να γίνουμε της ίδιας με αυτόν φύσεως». Γράφοντας δε κατά Αρειανών, λέγει, «αν αποδίδουν στον Θεό το βούλεσθαι περί των μη όντων, γιατί δεν αναγνωρίζουν το υπερκείμενο της βουλήσεως του Θεού; Είναι υπεράνω της βουλήσεως το να είναι αυτός Πατήρ του Λόγου του». Και πάλι· «Το αντίθετο στη βούληση το έχουν δει οι Αρειανοί, το δε μεγαλύτερο και υπερκείμενο δεν το έχουν παρατηρήσει. Όπως πράγματι αντίκειται στη βούληση το παρά γνώμην (πέρα από τη γνώμη) γινόμενο, έτσι υπέρκειται και προηγείται του βούλεσθαι το κατά φύσιν». Άραγε λοιπόν η βούλησις του Θεού είναι καταριθμημένη με τα κτίσματα, επειδή υπέρκειται αυτής το κατά φύσιν; Και πώς εβούλετο για τα κτίσματα ο Θεός, όταν δεν υπήρχαν ακόμη τα κτίσματα, αν και το βούλεσθαι είναι ένα από τα κατ’ αυτόν τον τρόπο όντα (δηλ. κτίσμα); Αλλά ο ίδιος (ο μέγας Αθανάσιος) αποτεινόμενος προς τον Άρειο στη σύνοδο λέγει, «δεν είπε για τα κτιστά πράγματα ο Σωτήρ, “όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι δικά μου”». Και ποιά είναι αυτά, ο λόγος πρόβαλε ανωτέρω τον ίδιο να τα απαριθμεί.

40. Ο δε μέγας Βασίλειος είπε μεγαλύτερο από αυτά τα απαριθμημένα τον Πατέρα. Γράφοντας δηλαδή προς τους λέγοντες ότι δεν γνωρίζει ο Υιός όλα τα του Πατρός, προβάλλει τη δεσποτική φωνή· «όπως με γνωρίζει ο Πατήρ, κι’ εγώ γνωρίζω τον Πατέρα», και προσθέτει έπειτα, «αν άλλο είναι το να γνωρίζει τον Πατέρα κι’ άλλο το να γνωρίζει τα του Πατρός, ανώτερο (μεγαλύτερο) δε είναι το ειδέναι (γνωρίζειν) τον Πατέρα, διότι ο καθένας είναι ο ίδιος ανώτερος από τα δικά του (τα του εαυτού του), εκείνος που γνωρίζει το μεγαλύτερο ("διότι κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα, λέγει, παρά ο Υιός"), πώς δεν γνώριζε το μικρότερο;». Κατά τον ίδιο τρόπο και ο θείος Κύριλλος κατοχυρώνοντας ότι και ο Υιός έχει την πρόγνωσιν περί του τέλους της κτίσεως, λέγει, «αν το γινώσκειν τον Πατέρα είναι υπέρτερο από κάθε γνώσιν, πώς εκείνος που γνωρίζει το μεγαλύτερο, θα αγνοήσει το λιγότερο;».

41. Ο δε άγιος Μάξιμος στα Περί αγάπης κεφάλαια λέγει, «ο Θεός, αφού είναι αυτοΰπαρξις και αυτοαγαθότης και αυτοσοφία, μάλλον δε, για να εκφρασθούμε αληθέστερα, αφού είναι και υπεράνω όλων τούτων, δεν έχει τίποτε απολύτως εναντίον». Τι λοιπόν; Την θεία πρόγνωσιν και την αυτοΰπαρξιν, και τα παρόμοια (διότι και τα μεγαλύτερα και υπερκείμενα τούτων ενθεωρούνται  μέσα στο Θεό), αυτά θα τα συναριθμήσουμε εμείς με τα κτιστά, πειθόμενοι σε σένα που διδάσκεις ότι καθετί που κατά οποιοδήποτε τρόπο είναι κατώτερο πρέπει να το νομίζουμε κτιστό και που προβάλλεις φρενοβλαβώς εκείνο το κομψό, «αν μεν είναι κατώτερο δεν είναι άκτιστο, αν δε είναι άκτιστο πώς είναι κατώτερο»; Πράγματι για εκείνον που και μετρίως θα σκεφθεί για ποιο πράγμα είναι ο λόγος και ποιος είναι ο τρόπος τής κατ’ αυτόν υπερθέσεως ή μάλλον υφέσεως (διότι το υπερκείμενο και το υφειμένο συνεισάγουν εξ ανάγκης άλληλα)· για εκείνον λοιπόν που θα σκεφθεί για ποιο λόγο γίνεται αυτό, αυτή η κομψή σου έκφρασις δεν θα φανεί χαριτωμένη αλλά καταγέλαστη, διότι είναι μεν αμφίκρημνη, αλλά στέλλει εκατέρωθεν (κι’ από το ένα κι’ από το άλλο μέρος) στο βάραθρο εσένα που την είπες.

42. Αλλά όταν και o μέγας Διονύσιος γράφει, «o λόγος δεν επαγγέλλεται να εκφράσει την αυτοϋπερούσια αγαθότητα, την επάνω από κάθε αγαθότητα και θεότητα, αλλά την αποκαλυμμένη αγαθοποιό πρόνοια υμνεί υπεροχικώς ως αγαθότητα και αιτία όλων των αγαθών», αυτήν λοιπόν εσύ την αιτία των όλων πρόνοια και αγαθότητα θα την πεις κτιστή, για τον λόγο ότι υπέρκειται αυτής η αυτοϋπερούσια αγαθότης; Και πάλι, όταν ο ίδιος γράφει προς τον Γάϊο αυτό που πολλές φορές είπαμε σε πολλά σημεία, ότι «ο Θεός είναι και υπέρθεος, διότι ως υπεράρχιος είναι επέκεινα της θεαρχίας και της αγαθαρχίας και της θεοποιούσης θεότητος», άραγε εσύ αυτήν την θεότητα θα την τοποθετήσεις μαζί με τα κτιστά, χωρίς να φοβηθείς ούτε της θεαρχίας και της αγαθαρχίας το ύψος, πράγμα που ούτε από τους αιρετικούς κανείς δεν τόλμησε να πει έως τώρα;

Ή μήπως σε καταρρίπτει το αμίμητον τού υπερθέου μίμημα, που όπως φαίνεται είναι τελείως αποξενωμένο από τη γνώμη και τη γνώση σου; Άλλα άκουσε ότι υπάρχει και άκτιστο μίμημα και φέρε τη διάνοιά σου κοντά στην αλήθεια. Διότι ο θεολόγος Γρηγόριος λέγει στον δεύτερο λόγο Περί τον Υιού, «εικών ο Υιός του Πατρός ως ομοούσιος, και διότι τούτο το έχει αυτός από εκείνον κι’ όχι ο Πατήρ απ’ αυτόν. Πράγματι αυτή είναι η φύσις της εικόνος, να είναι μίμημα του αρχετύπου με το οποίο ονομάζεται· μόνο που εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο από μίμημα». (Διότι στην περίπτωση των άλλων εικόνων η εικόνα είναι ακίνητος εικόνα ενός κινουμένου αρχετύπου, ενώ στην περίπτωση της θεότητος ο Υιός είναι ζωντανού Πατρός ζωντανή εικών, και περισσότερον έχει το απαράλλακτον από όσον έχει ο Σηθ το του Αδάμ και κάθε γεννώμενον του γεννώντος).

43. Αλλά ο μέγας εκείνος Διονύσιος τοποθετεί μαζί με τα άκτιστα και τις μετοχές, διότι δεν μετέχουν αλλά μετέχονται· κι έπειτα λέγει ότι «ο αμέθεκτος αίτιος είναι υπεριδρυμένος όλων των μετεχόντων και των μετοχών». Μετοχές δε είναι αυτές που είπε και ο άγιος Μάξιμος, «η αυτοΰπαρξις, η αυτοαγαθότης, η αυτοσοφία»  και τα παρόμοια με αυτά, με τα οποία εκείνος χαρακτήρισε τον Θεό, και επάνω από τα οποία πάλι με άλλον τρόπο χαρακτήρισε τον Θεό. Άραγε λοιπόν κι’ αυτοί όλοι συνθέτουν το θείο από υπερκείμενο και υφειμένο, πράγμα το οποίο και για το οποίο μας κατηγορείς; Αν δε πει κανείς ότι μόνο η αυτοΰπαρξις είναι μετοχή, διότι μόνο αυτή δεν μετέχει αλλά μετέχεται, ενώ οι άλλες μετέχουν αυτής, ο λόγος δεν καταστρέφει τίποτε από την υμνουμένη από εμάς υπεροχή του Θεού· διότι κι’ αυτής της αυτοϋπάρξεως που δεν μετέχει καθόλου με κανένα τρόπο υπέρκειται το θείον. Ας γνωρίσει όμως αυτός πού λέγει κι’ εκείνο, ότι δεν σκέπτεται συνετά και για τις άλλες μετοχές· διότι τα ζώντα ή τα άγια ή τα αγαθά δεν λέγεται ότι ζουν κατά μέθεξη και αγιάζονται και αγαθύνονται μόνο για το γεγονός ότι υπάρχουν και μετέχουν της αυτουπάρξεως, αλλά για το ότι μετέχουν της αυτοζωής και αυτοαγιότητος και αυτοαγαθότητος. Η δε αυτοζωή, όπως και τα άλλα τέτοια πράγματα, δεν γίνεται αυτοζωή από μέθεξη άλλης αυτοζωής· γι’ αυτό και κατ’ αυτό είναι αυτοζωή των μετεχομένων και όχι των μετεχόντων. Το δε μη μετέχον ζωής, αλλ’ αυτό μετεχόμενον και ζωοποιούν τα ζώντα, πώς θα μπορούσε να είναι κτίσμα; Το ίδιο ισχύει ομοίως και για τις άλλες μετοχές.

44. Εκείνος δε ο ουρανονόφρων ύμνησε και αλλού πάλι περιεκτικώτατα εκείνη την υπερβατική υπεροχή, λέγοντας «όλα τα αποφάσκουμε και όλα τα καταφάσκουμε επί του Θεού, και οι αφαιρέσεις υπερέχουν των θέσεων· αυτός όμως είναι πάλι όχι μόνο επάνω από κάθε θέσιν αλλά και επάνω από κάθε αφαίρεσιν». Αν λοιπόν είναι τα πάντα κι’ επάνω από τα πάντα, κι’ ακόμη επάνω από τούτο, και δεν χάνει με αυτά το να είναι ένας, πώς σ’ αυτόν το κατά οποιοδήποτε τρόπο κατώτερο και ανώτερο θα αφαιρέσει την απλότητα και ενότητα του Θεού; Εμείς λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό αγαθό και υπεράγαθο, Θεό και υπέρθεο, αρχή και υπεράρχιο, και απλώς όντα και υπερόντα, και ακόμη επάνω από όλα αυτά. Και ούτε ως όντα και αρχήν όντα, ως αγαθόν και Θεόν και τα τοιαύτα, τον συναριθμούμε με τα κτιστά, ούτε ως υπερκείμενον αγαθότητος και θεότητος και τον παραπλησίων, αλλ’ ούτε και ως θεολογούμενον επέκεινα (πέρα ακόμη) και από το υπερκείμενον τούτο. Και της μεν αγαθότητος του θεού μετέχουν όλα, μερικά δε μετέχουν και της θεότητος και των παρομοίων, αλλά του επέκεινα τούτων καθόλου. Αλλά κι’ έτσι ένας είναι για μάς ο Θεός, που έχει μίαν και απλήν θεότητα, και μάλιστα θεωρουμένην όχι μόνο μέσα στην ουσία αλλά και μέσα στην δια πάντων τελειότητα. Ποιων δηλαδή; Αυτεξουσιότητος, απλότητος, σοφίας, δημιουργικής, θεοποιού, θελητικής δυνάμεως και των ομοίων, πού δεν συγχέονται μεταξύ τους ούτε συντάσσονται με τα κτιστά, για το λόγο ότι διαφέρουν μεταξύ τους.

(Συνεχίζεται)

ΣΧΟΛΙΟ: Σήμερα ταυτίζουμε τήν γνώμη μέ τήν άποψη, η οποία απορρέει από τήν υποκειμενικότητα. Η γνώμη είναι γνώση η οποία δημιουργείται μέ τήν βοήθεια τών αισθητηρίων καί αποτελεί μέρος καί θεμέλιο τής πραγματικότητος. Η άποψη δέν απορρέει από τά αισθητήρια αλλά από τήν θέληση, γιά τήν ακρίβεια από τήν βούληση γιά δύναμη καί ευτυχία.
Αποτέλεσμα τής συγχύσεως είναι η αδυναμία μας νά κατανοήσουμε τούς Πατέρες καί η αγχωτική ανάγκη τής πράξεως έτσι ώστε τά φαντασιοκοπήματα τής απόψεως νά αποκτήσουν πραγματικότητα, η οποία μπορεί μόνον νά προστεθεί στήν πραγματική πραγματικότητα.
Η άποψη είναι τό ένδυμα τής υπερηφανείας καί ο φορέας της, τό υποκείμενο, τραυματίζεται από τήν μεγαλομανία. Η μόνη του διέξοδος σήμερα είναι η επινόηση τής φιλοσοφίας τού Προσώπου καί τό δικαίωμα τής αξιοπρέπειας.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου