Το όνομά του ήταν Νίκος Μουγιάρης. Πέθανε στις 5 Ιανουαρίου, στη Νέα Υόρκη όπου ζούσε. Οι εφημερίδες τον προσδιόρισαν ως «επιχειρηματία και φιλάνθρωπο» («Κ» 6.1.2019). Μοιάζουν και οι δυο λέξεις άδειες. Ηταν φίλος μου, με τιμούσε η φιλία του. Αυτή η επιφυλλίδα είναι αποχαιρετισμός, που θα μου επιτρέψει ο αναγνώστης να τον καταθέσω δημόσια. Πιστεύω ότι αφορά τον «δήμο».
Οταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, τελειώνουν όλα τα γιγνόμενα και φαινόμενα που, για τους ζώντες, τους περιλειπόμενους, συνιστούν και χαρακτηρίζουν την «ύπαρξη»: Σβήνει ο νους, χάνεται η λαλιά, το βλέμμα, η έκφραση, αφανίζονται οι αισθήσεις, τελειώνει η «ψυχή», που ο Αριστοτέλης βεβαίωνε: «τα όντα πως έστι πάντα» – όπως και τα «μόρια» (μέρη) της ψυχής που «τρόπον τινά άπειρα φαίνεται». Το κορμί του ανθρώπου, που φανερώνει την ψυχή και την καθιστά κοινωνούμενη (χαμόγελο, χειρονομία, βάδισμα), νεκρό πια είναι άχρηστο αντικείμενο σε διαδικασία ραγδαίας αποσύνθεσης – ολόιδια με το κουφάρι ψόφιου ζώου.
Γράφει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε: «Παλιά, θα πρέπει να ήταν διαφορετικά. Εκείνο τον καιρό ξέραμε (ή τουλάχιστον διαισθανόμασταν) πως κουβαλούσαμε τον θάνατο μέσα μας, όπως ο καρπός το κουκούτσι. Τα παιδιά κουβαλούσαν έναν μικρό και οι ενήλικες έναν μεγάλο θάνατο. Οι γυναίκες τον κουβαλούσαν στον κόρφο τους και οι άνδρες στο στήθος τους... Ολοι είχαν τον δικό τους θάνατο... Πόσο μελαγχολική ομορφιά προσέδιδε αυτό στις γυναίκες όταν έμεναν έγκυες και στέκονταν ορθές, ενώ τα μικρά τους χέρια ακουμπούσαν αυθόρμητα στη φουσκωμένη τους κοιλιά, όπου συνυπήρχαν δυο καρποί: το παιδί και ο θάνατος. Μήπως το αφράτο, σχεδόν θρεπτικό χαμόγελο πάνω στο εντελώς άδειο τους πρόσωπο προερχόταν από το ότι σκέφτονταν πως μεγάλωναν μέσα τους και τα δυο;».
Ο Ρίλκε πέθανε το 1926. Σήμερα, τι απομένει, στέρεο, πραγματικά υπαρκτό, από τον ποιητή; Οι πληροφορίες για την κάποτε φυσική του παρουσία; Ή τα λόγια του – κάθε στιγμή και για τους πάντες υπαρκτά; (Οφείλουμε οι ελληνόφωνοι στον Αλέξανδρο Ισαρη το πέρασμα στη γλώσσα μας του ποιητικού θάμβους που «είναι» ο Ρίλκε – Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, Εκδόσεις Κίχλη). Στο ερώτημα: τι πραγματικό, τι εφήμερο, πρόλαβε να δώσει απάντηση, να ρίξει φως στην απορία, ο καταδικός μας (εντελώς) Σεφέρης: «Οπως τα πεύκα / κρατούνε τη μορφή του αγέρα / ενώ ο αέρας έφυγε, δεν είναι εκεί / το ίδιο τα λόγια / φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου / κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί».
Την ύπαρξη του ανθρώπινου εμβρύου πώς θα την ονομάσουμε: «ζωή ή θάνατο; «Δυνάμει» (σε προοπτικές ανάπτυξης το έμβρυο έχει τις προϋποθέσεις για να ζήσει, όμως ακόμα δεν ζει. Πρέπει να «γεννηθεί» για να ζήσει. Η «γέννηση» (η εγκατάλειψη της μήτρας με κοπή του ομφάλιου λώρου που μεταγγίζει δάνεια ζωή από το μητρικό σώμα) είναι μια τραυματική εμπειρία και αποτυπώνει ίχνη στον ψυχισμό μας. Ομως χωρίς αυτή τη δοκιμασία ούτε το έμβρυο θα συνεχίσει να υπάρχει, ούτε θα συγκροτηθεί ποτέ λογικό υποκείμενο.
Με τα μέτρα (προϋποθέσεις, εμπειρίες) της συνειδητής ζωής, η γέννηση του ανθρώπου είναι ένας θάνατος: Τελειώνει με τη γέννηση όχι μια φάση, αλλά ένας τρόπος ύπαρξης – το έμβρυο παύει να υπάρχει και παύει βίαια: κόβεται ο λώρος που του μεταγγίζει την ύπαρξη, ξεριζώνεται το έμβρυο από το αγκάλιασμα υπαρκτικής προστασίας που του παρείχε η μήτρα.
Δεν «ξέρει» το έμβρυο τίποτα για τη μετά τον θάνατό του ζωή, για τον τρόπο της ύπαρξης τον μετά τη γέννηση. Αυτό που υφίσταται είναι ότι με τη γέννησή του παύει να υπάρχει, και ότι αυτό το υπαρκτικό «τέλος» το βιώνει κάθε έμβρυο απόλυτα μόνο. Η γέννηση είναι γεγονός ολοκληρωτικής μοναχικότητας, ασυντρόφευτη εμπειρία.
Κανένα έμβρυο δεν «γύρισε πίσω» ποτέ, να ξαναγίνει έμβρυο μετά τη γέννησή του, ποτέ δεν επέστρεψε ως βρέφος στα έμβρυα, να τα «πληροφορήσει» ποια θα είναι η υπαρκτική τους πραγματικότητα μετά τη γέννησή τους! Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή με πλήρη άγνοια και απόλυτη μοναξιά, όπως και φεύγει από τη ζωή με πλήρη άγνοια για τα μετά τον βίο, και απόλυτη μοναξιά.
Οι λέξεις «ζωή» και «θάνατος» πριν από κάθε άλλη παράπλευρη σημασία, παραπέμπουν στη βιολογική φαινομενικότητα: Διαστέλλουν το έμβιο υπαρκτό από την άβια ύλη. Επιβάλλουν όμως, ως εμπειρικό δεδομένο, και τη διαστολή του «είναι» από το «φαίνεσθαι». Ο Μότσαρτ δεν ζει πια, όμως είναι ενεργά υπαρκτός στη μουσική του δημιουργία – παραμένει ενεργός υπαρκτική μοναδικότητα. Οποιος ξεχωρίζει την ετερότητα της μουσικής του (σχετίζεται - αγαπάει τη μουσική εκφραστική του) γνωρίζει τον Μότσαρτ (την ύπαρξή του, το είναι του) ασυγκρίτως πληρέστερα και εναργέστερα από όσο τον γνώριζε ένας σύγχρονός του, άσχετος γείτονας, που ίσως κάθε μέρα απλώς πιστοποιούσε το φαίνεσθαι της αισθητής παρουσίας του.
Ο Νίκος Μουγιάρης έχτισε, στην κάθε μέρα και στην κάθε ώρα των εβδομήντα δύο του χρόνων, την κοινωνική του ακαταπόνητη δημιουργική παρουσία, τον φωτισμένο πατριωτισμό του, τη χαμογελαστή, διάφανα ανιδιοτελή «φιλανθρωπία» του.
Είναι μέτρο ποιότητας της ζωής μας.
ΣΧΟΛΙΟ:Υπαρξη καί ξερό ψωμί. Τό πετρωμένον φαγείν αδύνατον. Στυφά καί λακωνικά αποκαλύπτεται η αλλοίωση τού Ελληνικού πνεύματος από τήν μακροχρόνια συναναστροφή του καί υποταγή του στό Γερμανικό ανίερο πνεύμα. Ο Χάιντεγκερ, ο ποιμένας τού θανάτου, στόν οποίο οφείλει τό πνεύμα του ο Γιανναράς, όταν έφτασε μπροστά στήν πύλη τού θανάτου, πανικοβλήθηκε. όπως καταθέτει ο Σάρτρ καί άρχισε νά ψάχνει στηρίγματα στήν ανατολική σοφία. Η τριάδα τών φιλοσόφων μας φανέρωσε καί δίδαξε μιά ανεξάρτητη ψυχή, από τό σύνθετο ψυχής καί σώματος, στόν άνθρωπο. ιδιαίτερο δώρο τού Θεού, τήν οποία ονόμασε Αγαθό επέκεινα τής ουσίας. Αυτή τήν διδασκαλία μάς τήν αποκάλυψε καί ο Αριστοτέλης στόν Περί τού Αγαθού λόγο του καί όπως μάς πληροφόρησε ο Πλάτων στήν έβδομη επιστολή του δέν τήν μετέφερε στά γραπτά του διότι η αλήθεια δέν χωρά στόν γραπτό λόγο. Αυτό τό επέκεινα τής ουσίας αρνήθηκε η φιλοσοφία τών αρχαίων σχολών πού ακολούθησαν τόν Αριστοτέλη μέχρι νά ξαναγεννηθεί μέ τόν Πλωτίνο. Αυτό τό θεικό στοιχείο στηρίζει τήν διδασκαλία περί τής αθανασίας τής ψυχής τών αρχαίων αλλά καί τής Εκκλησίας. Στήν Γένεση διδάσκεται σάν πνοή ζωής. Σήμερα αγνοούμε καί τούς αρχαίους φιλοσόφους καί τούς Πατέρες τής Εκκλησίας. Μάς ικανοποιούν απλά οι ερμηνείες τών Δυτικών.
Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής :
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
Mετάφραση :
Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής :
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
Mετάφραση :
H ψυχή πού είναι νούς κατά τήν δύναμή της, έχει οπωσδήποτε ως αγέννητο τόν εαυτό της πού γεννά νοητά γιά τόν εαυτό του, ώστε νά υπάρχει ο λόγος πού είναι μέσα στό νού καί από αυτόν νά γεννιέται άλλος, [κι έτσι ο πρώτος είναι ο νούς πού γεννά καί ο νούς πού γεννιέται ο δεύτερος], έχοντας τήν ιδιότητα πού συνοδεύει τή γέννηση πού μέ κανένα τρόπο δέν επιδέχεται αντιστροφή.
Διότι τίποτε δέν είναι απόλυτο (ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ τά άλλα όσα είναι έπειτα από τόν Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό, αποτελούνται από ουσία καί ποιό ήτοι δύναμη, δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.
Διότι τίποτε δέν είναι απόλυτο (ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ τά άλλα όσα είναι έπειτα από τόν Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό, αποτελούνται από ουσία καί ποιό ήτοι δύναμη, δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.
Αυτός λοιπόν ο λόγος, αυτός πού έτσι είναι καί γεννιέται, παίρνοντας τή φωνή τής υπηρέτριας φύσης, προφέρεται καί γεννά λόγο σέ άλλο νού καθώς παραπέμπεται μέ τήν ακοή εκείνου πού τόν δέχεται στό νού.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου