Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε; Είναι ζήτημα ενδιαφέροντος, αντίληψης, ή επιπέδου;

«Ο άλλος παίρνει από σένα όχι αυτό που του δίνεις, αλλά αυτό που μπορεί». Με αυτή τη φράση ο Ευάγγελος Παπανούτσος ξεκινάει ένα δοκίμιο στο οποίο καταπιάνεται με τις δυσκολίες της συνεννόησης στις ανθρώπινες σχέσεις. Το κείμενο γράφτηκε τον Απρίλιο του 1964 από τον Ευάγγελο Παπανούτσο και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Πρακτική Φιλοσοφία», Ε. Π. Παπανούτσου. 
Την ίδια χρονιά, ο διακεκριμένος δοκιμιογράφος συνέταξε το σχέδιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, ως γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας. Βασικά σημεία η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και οι βαθμίδες Γυμνασίου – Λυκείου.
Το βασικό ερώτημα είναι γιατί συνεννοούμαστε τόσο λίγο και τόσο δύσκολα με τον συνάνθρωπο και παραπονιόμαστε ότι δεν μας καταλαβαίνει και δεν τον καταλαβαίνουμε, ακόμη κι όταν του ανοίγουμε την καρδιά μας;
Κάποτε συμβαίνει να βρίσκεται κοινωνικά πολύ κοντά μας, να έχουμε μεγαλώσει ή να έχουμε ανατραφεί μαζί, να εργαζόμαστε μαζί ή να ζούμε μαζί. Κι όμως, έρχεται ώρα που με κατάπληξη, με οδύνη, με τρόμο ανακαλύπτουμε ότι δεν μιλούμε την ίδια γλώσσα. Άλλα λέμε εμείς και άλλα αυτός εννοεί, όσο και αν του προσφέρουμε εκείνο που έχουμε μέσα μας αυτός δεν το παίρνει ή το παίρνει τόσο στραβά, ώστε μας αδικεί, μας πληγώνει ή μας εξευτελίζει. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να μην το κάνει αυτό από κακή πρόθεση ή από βλακεία. Ότι όντως είναι ειλικρινής και έξυπνος. Κι όμως η συνεννόηση μαζί του είναι δύσκολη, κάποτε και αδύνατη.
Το δυσάρεστο τούτο φαινόμενο θα το εξηγήσουμε, άμα σκεφτούμε ότι τότε και τόσο εννοούμε τον άλλο άνθρωπο όταν και όσο τον σχηματίζουμε μέσα μας με υλικά και τον τρόπο που μας είναι οικεία από την προσωπική μας υφή και εμπειρία. Το ίδιο κι εκείνος πρέπει να μας φτιάξει μέσα του, να μας πλάσει από τα στοιχεία και με τη δομή που ξέρει καλά και που δεν μπορεί να είναι άλλα από τα στοιχεία και τη δομή τη δική του. Το «εξ οικείων τα αλλότρια» του αρχαίου αποφθέγματος αυτό θέλει να πει.
Η κοινωνική αγωγή κατορθώνει να δημιουργήσει μια κρούστα από κοινούς τρόπους συμπεριφοράς και αυτή είναι η γέφυρα που μας ενώνει με τους συνανθρώπους.
Αλλά η επικοινωνία από τούτο τον δρόμο δεν πάει πολύ βαθιά. Αν δεν έχουμε τη δική του ωριμότητα, τη δική του παιδεία, το δικό του ύφος ζωής, τη δική του ψυχική σύσταση, αν δεν συμπίπτουν ή δεν συγκλίνουν οι διαθέσεις και οι επιδιώξεις μας, οι γωνίες του χαρακτήρα και τα μέτρα των αξιολογήσεών μας, ούτε να προσπελάσουμε τον άλλο μπορούμε ούτε ο άλλος να μας προσπελάσει. Κι ας χρησιμοποιούμε το ίδιο γεφύρι επικοινωνίας.
«Ήτανε λάθος μου» και «ήταν λάθος του»
Με τον καιρό, όπως απομακρυνόμαστε από μερικούς συντρόφους, με τους οποίους είχαμε στενά, στενότατα συνδεθεί, έτσι ερχόμαστε κοντά, πάρα πολύ κοντά σε άλλους που πριν ποτέ δεν είχαμε φαντασθεί ότι θα μπορούσαμε να τους συναναστραφούμε, να τους πιστέψουμε, να τους αγαπήσουμε.
«Ήτανε λάθος μου» ή «ήταν λάθος του», λέμε για να δώσουμε μια εξήγηση. Αλλά δεν ήταν λάθος, ούτε φταίει εντελώς η σύμπτωση που δεν έδωσε τάχα ευκαιρίες καλύτερης γνωριμίας. Αλλού βρίσκεται η αιτία: ο ένας δεν είχε φτάσει στο επίπεδο και τα μέτρα του άλλου. Γι΄ αυτό τόσο καιρό δεν μπορούσαν να συναντηθούν, παρά το ότι είχαν ανέκαθεν κάτι κοινό για να γίνει ο δεσμός.
Αλλά αυτό δεν είχε ακόμη ξεκαθαρίσει και αναπτυχθεί σε βαθμό που επιτρέπει τη βαθύτερη συνεννόηση. Όταν η φόρτιση έφτασε στο σημείο της επάρκειας άστραψε ο ηλεκτρικός σπινθήρας και εγένετο φως…
Καλές και κακές συμβουλές
Όταν ο συνάνθρωπος που έρχεται να τον συμβουλέψουμε, να τον διδάξουμε ή να τον βοηθήσουμε σε μια ώρα ανάγκης, παραπονιέται λέγοντας: «Δεν μου έδωσες ότι σου ζητούσα και φεύγει αποκαρδιωμένος», ένα από τα δύο συμβαίνει: δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τι του λείπει ή πραγματικά του προσφέραμε το σωστό, αλλά αυτός πήρε αυτό που μπορούσε να πάρει. Η καλή θέληση είναι βασική προϋπόθεση για να γίνει η επαφή. Πηγαίνουμε να συμβουλευτούμε έναν άνθρωπο που εκτιμούμε για την ευθυκρισία του, αλλά δεν είμαστε αποφασισμένοι να ακούσουμε τη δική του γνώμη, γιατί στο βάθος εκείνο που επιθυμούμε είναι να μας δώσει τη γνώμη που θέλουμε. Έχουμε πάρει την απόφασή μας και πηγαίνουμε με την ελπίδα να μας την επιβεβαιώσει για να μοιραστούμε την ευθύνη σε περίπτωση που πέσουμε έξω. Συνένοχο τον θέλουμε τον σύμβουλό μας, όχι οδηγό!
Η θέληση λοιπόν να προσφέρουμε τη βοήθειά μας είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη. Μόνο με τη θέληση δεν φτάνουμε στη συνάντηση. Σε τελευταία ανάλυση, παίρνω ότι είμαι σε θέση να πάρω, όχι εκείνο που εσύ προσφέρεις.
Το αγεφύρωτο χάσμα
Υποθέστε τώρα ότι αυτό που μου προσφέρεται στον διάλογο δεν είναι ένας απλός άνθρωπος ή ένα μικρό κεφάλαιο ζωής, αλλά ένας μεγάλος νους, μια αρετή, μια αγάπη που δεν ανέχεται περιορισμούς και μόνο με το απόλυτο συμβιβάζεται.
Τι θα πάρω από αυτόν τον εξαίσιο θησαυρό, αν τύχει και βρεθεί στον δρόμο μου;
Ασφαλώς τόσο μόνο όσο μπορούν να σηκώσουν οι ώμοι χωρίς να πέσουν, να πιάσουν τα χέρια μου χωρίς να καούν, να χωρέσει η ψυχή μου χωρίς να σπάσει.
Και επειδή τα μέτρα των περισσοτέρων μας είναι μικρά, πολύ μικρά για τέτοια μεγέθη, ή τίποτα δεν παίρνουμε και προσπερνούμε ή το χειρότερο, κατεβάζουμε, ακρωτηριάζουμε, ευτελίζουμε το Ψηλό και το Μεγάλο σύμφωνα με τις ασήμαντες διαστάσεις μας και η μικροψυχία μας μετατρέπεται σε εχθρότητα προς ότι ξεπερνά τη δική μας κλίμακα.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτό που μας υπερβαίνει και επειδή μας πιέζει, το βρίζουμε, το σαρκάζουμε, το μισούμε…
«Δεν μπορείτε», είπε ένας σοφός της μακρινής Ανατολής, «να μιλήσετε για ωκεανό σ΄ έναν βάτραχο του πηγαδιού. Δεν μπορείτε να μιλήσετε για πάγο σ΄ ένα έντομο του καλοκαιριού. Δεν μπορείτε να μιλήσετε για τον Τάο σε ένα δασκαλάκι. Ο ορίζοντάς του είναι πολύ περιορισμένος».
πηγή: Πρακτική Φιλοσοφία, Ε. Π Παπανούτσου, εκδόσεις Δωδώνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου