Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Τά μαῦρα τετράδια τοῦ Χάιντεγκερ καί ὁ δοκιμιογράφος Ν. Σινιόσογλου – γράφει ὁ Ἀντώνης Ζέρβας

«Προκειμένου νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὸν “κακὸ” ἑαυτό της,
ἡ φιλοσοφία ὀφείλει κάποτε νὰ θυσιάζει κάτι
ἀπὸ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἔντασή της.
Χωρὶς ἕνα τέτοιο φιλοσοφικὸ συμβόλαιο,
ὁ στοχασμὸς γίνεται ἀνενδοίαστος».
Ν. Σ.
«Τὰ βραβεῖα κατὰ βάθος ἐπιβραβεύουν ἐκείνους ποὺ τὰ ἀπονέμουν», γράφει ἕνας σύγχρονος φιλόσοφος. Σωστά. Οἱ θεσμοὶ ἀποβλέπουν στὴ συντήρηση καὶ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία τοῦ ἑκάστοτε κράτους δικαίου. Ἔτσι, βραβεύοντας τὰ ἔργα ποὺ συμπλέουν μαζί τους, ἐπιβραβεύουν τὸν ἑαυτό τους. Ποῦ τελειώνει ἡ σύμπλευση καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ δημιουργία;
Ἐπὶ δεκαετίες δὲν εἶχε βραβευθεῖ κανεὶς ἀριστερὸς συγγραφέας. Ὁ ἀποκλεισμὸς ὅμως εἶχε ὡς ἀντιστάθμισμα τὸ ἀναγνωστικό τους κοινό. Σήμερα, εἶναι τόσο ἀπίθανο νὰ βραβευθεῖ ἕνα ἔργο ποὺ δὲν συμπλέει μὲ τὰ πάσης φύσεως προοδευτικὰ ἰδεολογήματα, ὅσο καὶ νὰ βρεῖ ἀναγνῶστες ἐκτὸς FB.
Ὁ Νικήτας Σινιόσογλου εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προοδευτικοὺς δοκιμιογράφους τῶν Ἀθηνῶν. Χάρη στὸ ἰδιάζον ταλέντο καὶ τὶς ἀκόμη πιὸ ἰδιάζουσες ἑρμηνευτικὲς καὶ βιβλιολογικές του συνήθειες, κέρδισε τὴν ἀναγνωσιμότητα τῶν ἐντυπώσεων μὲ τὸ «πρῶτο λάκτισμα», χωρὶς πολλὲς καὶ ἀνώφελες λογομαχίες. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐνδιαφέρουσα, πλὴν πολλὰ συζητήσιμη, ἐφαρμογὴ τῆς θεωρίας τῶν παρεκκλίσεων στὸν Ἀλλόκοτο Ἑλληνισμό (2017), ἐπανακάμπτει τώρα μὲ μία ἐν πολλοῖς αὐτοβιογραφικὴ μελέτη, ἀφορμὴ τῆς ὁποίας στάθηκαν τὰ Μαῦρα τετράδια (SCHWARZE HEFTE 1931-1941) τοῦ Χάιντεγκερ καθὼς καὶ τὸ ἡμερολογιακοῦ χαρακτήρα Glossarium τοῦ γερμανοῦ νομικοῦ καὶ φιλοσόφου Κὰρλ Σμίτ. Τὸ ἔργο τοῦ τελευταίου, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοῦ Χάιντεγκερ, φωτίζει πολλὲς πτυχὲς τῶν θεωρητικῶν βάσεων τοῦ Ἐθνοσοσιαλισμοῦ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ κυρίως τῆς ἔννοιας τοῦ Κράτους καὶ τοῦ Νόμου. Ἔχει συνεπῶς ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν ἱστορία τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας, ὅσο κι ἕνας Ντὲ Μαίστρ ἢ ἕνας Κόντ. Εἶχα μελετήσει παλαιότερα τὰ τρία βασικά του συγγράμματα, δυό τρία αἰσθητικά δοκίμια καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ ημερολογιακό Ex Captivitate SalusἘμπειρίες τῶν ἐτῶν 1945-1947. Τὸ ἱστορικὸ ζήτημα δὲν μ’ ἐνδιαφέρει πλέον. Θρηνεῖ ὁ νικημένος, χάθηκε ὁ νικητής, λέει ὁ ἀρχαῖος Σιβύλλειος χρησμός. Μ’ ἐνδιαφέρει μόνο αὐτὸ ποὺ ἐξακολουθεῖ «νὰ μὲ κοιτάζει», δηλ. ἡ σκέψη τοῦ Χάιντεγκερ.
Σύμφωνα μὲ τὸ σημείωμα τοῦ ἐκδότη τους Peter Trawny, τὰ Μαῦρα τετράδια ἢ «Σημειωματάρια» συμπεριλαμβάνονται σὲ πέντε τόμους ποὺ ἐκδόθηκαν κατὰ τὰ ἔτη 2014, 2015 καὶ 2018 καὶ ἀποτελοῦν τοὺς ὑπ. ἀριθ. 94 ἕως καὶ 98 τόμους τῶν Ἁπάντωντοῦ Χάιντεγκερ (GESAMTAUSGABE, Clostermann). Καλύπτουν δὲ τὴν περίοδο ἀπὸ τοῦ 1931 ἕως τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70, δηλαδὴ λίγο πρὶν τὸν θάνατο τοῦ φιλοσόφου (1889-1976). Ὁ τίτλος Μαῦρα τετράδια δὲν ὑπονοεῖ τίποτε τὸ σατανικό, ἀντιστοιχεῖ ἁπλῶς στὸ χρῶμα τοῦ ἐξωφύλλου τους. Τὸ σύνολο ἀριθμεῖ 34 τετράδια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ὑπ’ ἀριθ. 1 θεωρεῖται ὡς ἀπολεσθέν.
Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἕνα γιγαντιαῖο ἀνάγνωσμα γιὰ τὸ ὁποῖο, κατὰ τοὺς ὑπολογισμούς μου, ἀπαιτοῦνται 4 μὲ 5 μῆνες ἀποκλειστικῆς ἀνάγνωσης, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἀρκετὰ ἐξοικειωμένος μὲ τὴν ἐξαιρετικὰ δύσβατη ὁρολογία τοῦ Χάιντεγκερ, ἰδίως μάλιστα τῆς δεύτερης περιόδου, τοῦ «νέου ξεκινήματος». Ἐξοικειωμένος δηλαδὴ μὲ τὴν ἴδια τη σκέψη τοῦ Χάιντεγκερ.
Tὸ 2017, μὲ τὸν τίτλο PONDERINGS (Λογισμοί), κυκλοφόρησαν σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση τρεῖς τόμοι τῶν Μαύρων τετραδίων (ΙΙ-VἹ 1931-1938, VII-XI 1938-1939, XII-XV, 1939-1941) ποὺ συναποτελοῦν τὸν 94ο τόμο τῶν Ἁπάντων. Καὶ πέρυσι, ἀκολούθησε ἡ γαλλικὴ μετάφραση τῶν δέκα πρώτων τετραδίων σὲ δύο τόμους (ΙΙ-VἹ 1931-1938, VII-XI 1938-1939) ὑπὸ τὸν τίτλο RéFLEXIONS (Στοχασμοί), Gallimard 2018.
Δὲν ἔχω προλάβει νὰ διαβάσω παρὰ μόνο τὸν δεύτερο τόμο 1938-1939 τῆς γαλλικῆς μετάφρασης, σκόρπιες σελίδες ἀπὸ τὸν πρῶτο 1931-1938, καθὼς καὶ τὴν ἀγγλικὴ μετάφραση τῆς συλλογῆς ἐξειδικευμένων μελετῶν γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα τοῦ Ἀντισημιτισμοῦ στὸν Χάιντεγκερ: Heidegger’s Black Notebooks: Responses to Anti-Semitism, 2017, ἀνεξάντλητη πηγὴ τοῦ Ν. Σινιόσογλου. Σύμφωνα πάντως μὲ τοὺς εἰδικοὺς μελετητές, φρονοῦντες καὶ ἀντιφρονοῦντες, τὸ μόνο τετράδιο στὸ ὁποῖο ἀπαντοῦν ρητῶς ἀντισημιτικὲς ἀναφορὲς καὶ μνεῖες εἶναι τὸ Τετράδιο XII-XV, 1939-1941. Δὲν ἀνευρίσκεται ἄλλο ἴχνος ἀντισημιτισμοῦ στὰ δημοσιευμένα ἔργα τοῦ Χάιντεγκερ.
Χωρὶς περιστροφές· θεωρῶ συγκλονιστικὰ τὰ τέσσερα Μαῦρα τετράδια (1938-1939), ἔχουν δὲν ἔχουν κλείσει οἱ σχετικοὶ λογαριασμοὶ μαζί τους. Ὄχι μόνο δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ φιλοναζισμό, ἀλλὰ καὶ διαπνέονται ἀπὸ δριμύτατο πνεῦμα κριτικῆς τῶν θεωρητικῶν βάσεων τοῦ Ἐθνοσοσιαλισμοῦ, ἔστω κι ἄν μιὰ πιὸ καχύποπτη ματιὰ θὰ διέκρινε ἴσως ἕνα αἴσθημα ἀπογοήτευσης ἀπό τήν “προδοσία” τοῦ Ἐθνοσοσιαλιστικοῦ κινήματος πού δέν στέκεται στό ὕψος τῆς φιλοσοφικῆς του θέασης. Στάση πού διαπιστώνεται ἄλλωστε καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους γερμανοὺς ἐθνικιστὲς ἢ συντηρητικούς τοῦ μεσοπολέμου [1], οἱ ὁποῖοι εἶχαν θεωρήσει ἀρχικὰ ὅτι ὁ Ἐθνοσοσιαλισμὸς θὰ μποροῦσε ἐνδεχομένως νὰ ἐνσαρκώσει τὴ γερμανικὴ ἀπάντηση ἀφ’ ἑνὸς πρὸς τὸν Μπολσεβικισμὸ καὶ τὸν κίνδυνο μίας βίαιης σοβιετοποίησης τῆς Γερμανίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου πρὸς τὸν δυτικὸ φιλελευθερισμό [2].
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικὸ ζήτημα πολὺ πιὸ σύνθετο ἀπὸ ὅσο νομίζεται συνήθως. Δὲν προσεγγίζεται μὲ ἰδεολογικὲς ἁπλουστεύσεις καὶ ἀνεκδοτολογίες. Ὁ Ἐθνοσοσιαλισμὸς προέκυψε ὡς ἀντίδραση πρὸς τὸν Μπολσεβικισμό, ἐξοῦ καὶ ἡ βιαιότητά του, ἐνῶ ἦταν ἠπιότερος ἔναντι τοῦ δυτικοῦ κοινοβουλευτισμοῦ. Δυὸ ἀπὸ τὰ πιὸ συναρπαστικὰ μυθιστορήματα τοῦ μονίμως καταδιωκόμενου Ernst Von Salomon [3] περιγράφουν τὶς λυσσαλέες μάχες τῶν γερμανῶν ἐθνικιστῶν τῆς ἐποχῆς κατὰ μπολσεβίκων, δημοκρατικῶν ἀλλὰ καὶ ναζιστῶν ἐξίσου. Πῶς τώρα οἱ ἐθνικιστὲς ταυτίσθηκαν θέλοντας καὶ μὴ μὲ τοὺς ναζὶ εἶναι ἄλλο θέμα. Ὅπως καὶ νά ‘χει, θεωρεῖται πλέον ἱστορικὸ σφάλμα νὰ ταυτίζονται ἀδιακρίτως ναζί, ἐθνικιστὲς καὶ συντηρητικοί. Οἱ ἱστορικὲς διακρίσεις δὲν εἶναι ἀσφαλῶς πρὸς συμφέρον τῶν ἰδεολόγων. Τοὺς ἀρκεῖ τὸ κατηγόρημα «φασίστας» γιὰ νὰ δρέψουν γρήγορα πρόχειρες δάφνες. Ὅταν ἐν ἔτει 2018 ἀκοῦς ἤ διαβάζεις τοὺς κάθ΄ ὅλα δικαιολογημένους μύδρους κατὰ τοῦ Φασισμοῦ, πλὴν ἐκτὸς ἱστορικοῦ πλαισίου, δηλ. χωρὶς τὴν παραμικρὴ μνεία στὸ ἱστορικὸ φαινόμενο τοῦ Μπολσεβικισμοῦ, νοιώθεις ἐκ προοιμίου ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ πολὺ σοβαρὰ πράγματα. Ἀλλὰ κάθε πνευματικὴ λιμνοθάλασσα θρέφει συνήθως νόστιμα χέλια.
Στὴν Ἑλλάδα, οἱ μελετητὲς τοῦ Χάιντεγκερ εἶναι λιγοστοὶ καὶ προσηλωμένοι στὰ ἔργα τους, ἡ δὲ γενικότερη χαϊντεγκεριανὴ ὀπτικὴ μᾶλλον ἄγνωστη χώρα. Ἡ φιλοσοφία ἄλλωστε δὲν ἀποτελεῖ ἐθνικό μας σπόρ. Ἐθνικό μας μέλημα εἶναι οἱ ἰδεολογικὲς κατατάξεις, οἱ λαχανιασμένες ἀποτιμήσεις βάσει τῶν εὐρωπαϊκῶν ἢ ἀμερικάνικων προτιμήσεών μας.
Ἕως καὶ τὴ δεκαετία τοῦ ΄80, ὁ Χάιντεγκερ ἐθεωρεῖτο ἀδιαμαρτύρητα ὁ μέγας στοχαστὴς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Δὲν ὑπῆρξε σκεπτόμενος ποὺ δὲν τὸν ἐμελέτησε. Ποὺ δὲν καθηλώθηκε ἀπὸ τὴ ματιά του. Θετικὰ ἢ ἀρνητικά, ρητὰ ἢ ὑπόρρητα, ἡ μεταπολεμικὴ διανόηση εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἐμποτισμένη ἀπὸ τὴ σκέψη του. Ἀλλὰ ἐνῶ ὑπάρχει λ.χ ἕνας ἀριστερὸς καὶ ἕνας δεξιὸς νιτσεϊσμός, ἡ ριζικὰ καινοτόμος ἀναρώτηση τοῦ Χάιντεγκερ δὲν εὐνοεῖ προσαρμογὲς τοῦ εἴδους, παρὰ τὶς ἐνδιαφέρουσες προσπάθειες τῆς Σχολῆς Φραγκφούρτης.
Κατὰ τὶς ἑπόμενες δεκαετίες, ἀφοῦ θὰ ἔχει βγεῖ στὸ φῶς τὸ ἐπεισόδιο τῆς σύντομης πρυτανείας του ἐπὶ Ἐθνοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος, καὶ ἐνῶ τὰ πράγματα στὴν Εὐρώπη ἀρχίζουν ν’ ἀλλάζουν ραγδαῖα κάτω ἀπὸ τὶς νέες τεχνικὲς τῆς χρηστικῆς δεοντολογίας, τῆς ἀποτελεσματικότητας καὶ τοῦ politically correct —εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση στρέφεται πρὸς τὸν νεοφιλελευθερισμό—, θὰ ἐπιχειρηθεῖ ἀγρίως ἡ ἀποκαθήλωσή του.
Μὲ ἐκλαϊκευτικὰ βιβλία [4] μεγάλης ἀπήχησης καὶ ποικίλες δημόσιες παραστάσεις θὰ ἐπιτευχθεῖ μιὰ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴ σκέψη ὄσμωση χαϊντεγκεριανῆς φιλοσοφίας, Ναζισμοῦ καὶ ἀντισημιτισμοῦ. Ἔκτοτε, καλοὶ καὶ κακοὶ θὰ ἔχουν πρόχειρη τὴν ἀπόφανση: «Ποτὲ πιὰ τὰ ἴδια». «Ποτὲ πιὰ Χάιντεγκερ.» Θὰ περισσεύσει ἡ τηλεοπτικὴ κακοβουλία καὶ ἀμάθεια, ἡ ἠθελημένη παρεξήγηση, ἡ ἰδεολογικὴ λύσσα, ὁ εὐτελισμὸς αὐτοῦ ποὺ ξεπερνάει τὰ κοινὰ μέτρα. Ὁ Χάιντεγκερ δὲν εἶναι γιὰ «βιαστικούς». Πάει αὐτό. Εἶναι ὅμως ἀντιδημοκρατικὸς ὡς ἄνθρωπος τῶν πνευματικῶν ἱεραρχιῶν καὶ συνεπῶς ἀντιπαθής.
Τὰ λίγα τοῦτα δημοσιογραφικὰ δὲν ἔχουν ἀσφαλῶς μεγάλη σημασία. Ἁπλῶς, μειδιᾶ κανεὶς μὲ τὸν ντόρο ποὺ ἐπιδιώκεται σὲ ὁρισμένα δίκτυα τῶν Ἀθηνῶν, σὰν νὰ ὑπῆρχαν φιλοσοφικὲς σχολὲς χαϊντεγκεριανῶν καὶ ἀντιχαϊντεγκεριανῶν, μὲ τοὺς πρώτους νὰ ἀνήκουν στοὺς ἀντιδραστικοὺς καὶ τοὺς ἄλλους στὴ φωτεινὴ μερίδα τῆς Προόδου. Ὁ συνήθης ἐγκλιματισμὸς ἐπίκαιρων ἰδεολογημάτων δὲν ἀποτελεῖ τεκμήριο προσωπικῆς ματιᾶς καὶ σκέψης, εἴτε δοκίμιο λέγεται ὁ φορέας του, εἴτε ἡμερολόγιο. Τὸ θέμα δὲν φωταγωγεῖται, οὔτε ὁ ἀναγνώστης. Ἀποσκληραίνει μόνο τὸ πετσὶ τῶν κοινῶν καὶ παραδεδεγμένων ἀντιλήψεων. Κι αὐτὸ νομίζω ἔχει κάποια σημασία γιὰ τὴν τοπικὴ διανόηση ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ σκέπτεται τὰ παρελθόντα καὶ τὰ παρόντα ἐξίσου μανιχαϊστικά. Οἱ φιλελεύθεροι τῆς Εὐρώπης καταδικάζουν πλέον ἀπερίφραστα καὶ τὸν κόκκινο καὶ τὸν μουσταρδὶ ὁλοκληρωτισμό. Οἱ δικοί μας φιλελευθερίζοντες παραμένουν ἐν πολλοὶς ἀναποφάσιστοι. Ἀσφαλῶς, κάποιος λόγος θὰ ὑπάρχει.
***
Τὰ Μαῦρα τετράδια εἶναι τὰ σημειωματάρια τῆς καθημερινῆς ἐργασίας τοῦ φιλοσόφου. Διατάσσονται ὑπὸ μορφὴ στοχαστικῶν ἀποσπασμάτων, ὅπως τοῦ Νίτσε, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἴδια λογική. Καταγράφονται παράλληλα με τὴν κυρίως συγγραφὴ καὶ ἀνταποκρίνονται ὑποβολιμαίως στὴν ἐπικαιρότητα. Δὲν πρόκειται γιὰ τὰ συνήθη ἡμερολόγια τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, καθότι ἡ χαϊντεγκεριανὴ φιλοσοφία δὲν παραδέχεται τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, δηλ. τὸ κυριαρχικὸ καὶ κατακτητικὸ ὑποκείμενο τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Τουναντίον, ὁ νέος ἄνθρωπος ποὺ ὁραματίζεται ὁ Χάιντεγκερ εἶναι ὁ «μεταμορφωμένος ἄνθρωπος» μιᾶς νέας δυτικῆς «χώρας» ποὺ θὰ ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν μεταφυσική ἀρχὴ τοῦ ὑποκειμένου, στην ὁποία θεμελιώνονται οἱ ἀντιλήψεις περὶ ἀλήθειας καὶ ἀντικειμενικότητας ἀπὸ τὸν Καρτέσιο καὶ μετά. Ἐδῶ λοιπὸν τίποτε τὸ ἐξομολογητικὸ, τίποτε τὸ σωματικό, μόνο στοχασμός, πυκνότης καὶ αὐστηρότητα στὴν προοπτικὴ μιᾶς ἄλλης ἀλήθειας.
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, καὶ τηρουμένων ὅλων, μὰ ὅλων τῶν ἀναλογιῶν, τὸ μόνο ἡμερολογιακὸ κείμενο παρόμοιας ἀ-σωματότητας ποὺ διαθέτει ἡ νεοελληνικὴ εἶναι τὰ Collectanea τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου. Πρόκειται ὅμως γιὰ κείμενο πίστεως στὶς ἀρχὲς τῆς παράδοσης καὶ ὄχι γιὰ ριζικὴ καινοτομία τῆς σκέψης. Στὰ σημειωματάρια, ἡ ἡμερήσια πνευματικὴ παραγωγὴ τοῦ Χάιντεγκερ σὲ παραλύει, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀσυστηματοποίητοι στοχασμοὶ τοῦ Νίτσε. Οἱ ἰδέες ἔρχονται, δὲν θηρεύονται. Ἔρχονται στὴ σιωπή, ἀναταράσσουν καί, φωταγωγωγικές, πτοοῦν καὶ προκαλοῦν δέος. Παντοῦ, ὅπως καὶ στὸν Νίτσε, ἀπηχεῖται ἡ ὁρμὴ τῆς «δημιουργικῆς σκέψης» ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ ἀντιτίθεται κριτικὰ πρὸς κάθε γνωστὴ καὶ παγιωμένη φιλοσοφικὴ ἀντίληψη.
Ὁ Χάιντεγκερ ξεκινάει ἀπὸ τὴ διαδεδομένη ἰδέα τῆς ἐποχῆς του ὅτι ἡ Δύση βρίσκεται σὲ στάδιο παρακμῆς, διότι ἔπαψε πιὰ νὰ ἀναζητεῖ νόημα. Ἀφήνεται καὶ πάει ἀπὸ πολέμους σὲ ἀνάπτυξη καὶ ἀπὸ ἀνάπτυξη σὲ πολέμους. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἰδέα ποὺ βλέπουμε νὰ ἐπανεργοποεῖται δραστικὰ καὶ στὶς μέρες μας. Πλὴν ὅμως ὁ Χάιντεγκερ δὲν ἀναζητεῖ τὴ συνέχεια, ἀλλὰ ἕνα «δεύτερο ξεκίνημα» στὴν προοπτικὴ ἑνὸς νέου καὶ ἀσχημάτιστου νοήματος ποὺ θὰ ἀκολουθήσει μετὰ «τὸ πρῶτο ξεκίνημα» τῆς δυτικῆς σκέψης, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν ὀπτική του, ὁλοκληρώνει πλέον τὴ μεταφυσική τοῦ ὑποκειμένου, δηλαδὴ τὴ μεταφυσική τῆς ἰσχύος. Ὥστε ἡ παρακμὴ τῆς Δύσης δὲν ἔγκειται στὴ μειωμένη ἰσχύ της, ἀλλὰ στὴν κολοσσιαία ἀνάπτυξη τῆς ἰσχύος της. Στὴν «ὀργάνωση τοῦ γιγαντισμοῦ», ὅπου θα στηριζόταν ἡ γιγαντιαία ἐξολόθρευση τῶν Ἑβραίων, ἡ πρώτη ἀτομικὴ βόμβα, τὸ ἀκατάπαυστο ρήμαγμα τοῦ κόσμου. 
Βρίσκουμε ἐδῶ τὸν Χάϊντεγκερ τῆς «στροφῆς», τῶν ἔργων δηλαδὴ ποὺ κυκλοφόρησαν κατά τὴ δεκαετία τοῦ ’60 καὶ μετά. Βρίσκουμε τὸν στοχαστὴ τῶν ἀπαιτούμενων ἀποφάσεων ποὺ θὰ παράσχουν ἐν καιρῷ, ἄδηλο πότε, τὶς δυνατότητες νὰ κατανοηθεῖ ἀπολύτως διαφορετικὰ ὁ κόσμος γιὰ τὸν «ἐπαναπατρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ πληρότητι τῆς οὐσίας του». Ὁ ἄνθρωπος, ἤτοι τὸ κτητικὸ ὑποκείμενο, πρέπει νὰ σπάσει, νὰ διαρραγεῖ.
Μὲ δεδομένο τὸ ἀπελπιστικὸ θέαμα «τῆς ἄπειρης ἐκμετάλλευσης ὅλων τῶν μέσων ὀργανώσεως τοῦ ὄντος, νοουμένου ὡς παραγώγιμης ὕλης», παρακολουθοῦμε νὰ συναρμόζεται σιγὰ σιγὰ μία σκέψη γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς δυτικῆς ἱστορίας συνολικῶς, τὴν ὑπέρβαση τοῦ ὑποκειμένου ποὺ μέσω τῶν λογικῶν κατηγοριῶν συλλαμβάνει τὸν κόσμο ὡς ἀναπτυξιακὴ πηγή. «Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ διασωθεῖ τὸ αἰσθητό;» ρωτάει. «Μόνο μὲ μιὰ ἀπάντηση πρὸς τὴν ἠθικὴ ποὺ ἀνέκαθεν τὸ ὑπέβλεπε καὶ τὴν ἐπιστήμη ποὺ τὸ ἐξηγεῖ». Μόνο δηλαδὴ μὲ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὶς καταστατικές ἀρχὲς τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Προϋπόθεση εἶναι ἡ κρίσιμη «ἀπόφαση» τῆς σκέψης νὰ ἐξέλθει γιὰ νὰ συναντήσει «αὐτὸ ποὺ συνεχῶς ἔρχεται» καὶ κανεὶς δὲν βγαίνει πρὸς συνάντησή του. «Βγαίνω» σημαίνει λοιπὸν πλανιέμαι ἐκτὸς ὑποκειμένου καὶ τῶν συναφῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Σημαίνει ἀναζητῶ τί εἶναι πλέον ἔγκυρο καὶ τί δὲν εἶναι στὴν προοπτικὴ τῆς «συνοικείωσης ἀνθρώπου καὶ κόσμου», ἐκτὸς τοῦ λογικού δικτύου ποὺ «συλλαμβάνει» τὸν κόσμο καὶ ἄρα τὸν ὑποτάσσει.
Στὸ πλαίσιο τοῦ καινοφανοῦς αὐτοῦ ἐγχειρήματος, ἡ ἀναζήτηση  ὰποβαίνει πράγματι ἄκρως ἐπικίνδυνη, ἀφενὸς διότι κρίνεται ἡ Νεώτερη δυτικὴ σκέψη στὸ σύνολό της καὶ ἀφετέρου διότι τὰ κριτήρια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τεκμηριωθοῦν βάσει τῶν παραδοσιακῶν τρόπων σκέψεως περὶ «ἀνθρώπου», ἀφοῦ στὴ βάση τους ὑπάρχει, κατὰ Χάϊντεγκερ, τὸ «ἄνευ θεμελίου θεμέλιο, ἡ θέση πού, ἄν καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποιὸς δρόμος ὁδηγεῖ ἕως ἐκεῖ, νοιώθεται ἐντούτοις ἀπὸ τοὺς ἀπομονωμένους ποιητὲς και στοχαστὲς, γιατὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ξεκινοῦν ὅλοι οἱ δρόμοι πρὸς ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπινου πεπρωμένου». Ὅλες οἱ ἀδογμάτιστες καὶ στιγμιαῖες διαισθήσεις ποιητῶν καὶ στοχαστῶν τῆς παράδοσης ἐνσωματώνονται στὴν «κατεπείγουσα» σκέψη, τὴν ὁποία ἐπιχειρεῖ νὰ διατυπώσει ὁ Χάιντεγκερ. Τὸ κατεπεῖγον ὅμως δὲν νοεῖται μὲ τὴ χρονικὴ ἔννοια ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε συνήθως.
Βρίσκουμε λοιπὸν τὶς προκαταρκτικὲς σημειώσεις τῆς συνταρακτικῆς πραγματείας τῶν χρόνων ἐκείνων BEITRÄGE ZUR PHILOSOPHIE (VOM EREIGNIS) (Συμβολὲς στὴ φιλοσοφία, (Περὶ αὐτοῦ πού μᾶς κοιτάζει), τὸ δεύτερο μέγα βιβλίο τοῦ Χάϊντεγκερ μετὰ τὸ Εἶναι καὶ Χρόνος, ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ, καὶ ποὺ ὥς τὸν θάνατό του εἶχε κρατηθεῖ ἀνέκδοτο.
Ἀκοῦμε τὶς σιωπηρὲς διαμαρτυρίες του σχετικὰ μὲ τὴν ἀπαγόρευση τῆς διδασκαλίας τῶν ποιητῶν ποὺ δὲν εἶναι Γερμανοί. Τὴν ἀπόφασή του νὰ σωπάσει, νὰ ἀποτραβηχθεῖ ἀπὸ τὸν δημόσιο λόγο. Νὰ καυτηριάζει μὲς στὴ σιωπή του τοὺς ὑμνητὲς τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας: «Ποιὸς εἶναι σὲ θέση νὰ βεβαιώσει μιὰ γιὰ πάντα τί εἶναι γερμανικὸ καὶ τί εἶναι λαὸς σὲ μία ἐποχὴ ὅπου κυβερνάει ἡ σύγχυση, ἀπόρροια τῆς ἐθνικιστικῆς ἀντίληψης ἡ ὁποία καὶ ἀγνοεῖ παντελῶς τί εἶναι γερμανικό;». Νὰ ἀντιδρᾶ στὶς καθεστωτικὲς ἀπόψεις περὶ τῆς διδακτέας ὕλης στὸν κλάδο τῆς φιλοσοφίας.
«Ἡ σκέψη ριζώνει ἐκτὸς φιλοσοφίας» γράφει μία μέρα. Εἶναι ἀπαράδεκτο ὅμως νὰ ἐπιδιώκεται ἡ ἀποβολὴ τοῦ Κὰντ ἀπὸ τὴν ὕλη τοῦ καθεστωτικοῦ Πανεπιστημίου. Διότι χωρὶς τὴ φιλοσοφικὴ μάθηση τῆς παράδοσης, εἶναι ἀδύνατο νὰ καταρτισθεῖ ἡ «νέα σκέψη» δυνάμει τῆς ὁποίας θὰ μεταμορφωθεῖ τὸ ὑποκείμενο σὲ dasein, δηλ. σὲ ὄν τελείως ἀποδεσμευσμένο ἀπὸ τὸν κλασικὸ ὁρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ὡς λογικοῦ ζώου. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει «νὰ διατηρηθεῖ ὁρατὴ ἡ ἱστορία τῆς μεταφυσικῆς». Δὲν πρόκειται λοιπὸν γιὰ καμμιὰ ἐξολόθρευση τῆς φιλοσοφικῆς παράδοσης, ὅπως διαμαρτύρεται ὁ Ν. Σινιόσογλου, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἐγκαινιασμὸ μιᾶς νέας φάσης της. Τὸ νέο σέρνει πάντα μαζὶ καὶ τὴ σκιά του, σημειώνει ὁ Χάιντεγκερ. Σκέψη καὶ ἐπαναστατικὴ αὐθαιρεσία δὲν εἶναι ταυτόσημες.
Οἱ στοχασμοὶ προχωροῦν μὲ μοναδικὲς ἐκλάμψεις. Διαταράσσουν τὶς βεβαιότητες, ἀνατρέπουν τὰ προφανῆ, δοκιμάζουν τὶς εὐκαιρίες τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς, θέλουν νὰ τὶς ἐκμεταλλευτοῦν ὅσο ἀντέχουν, ὥσπου νὰ ἀποδειχθοῦν ἀλυσιτελεῖς. Εἶναι τάχα ἡ Γερμανία σὲ θέση νὰ πρωτοστατήσει στὸ νέο «ἄνοιγμα», στὴν κίνηση τῆς Δύσης πρὸς μιὰ νέα ἐποχή; Ὄχι. Ἡ κριτικὴ κατὰ τῆς ναζιστικῆς ἀνθρωπολογίας εἶναι ἀμείλικτη. Ἀπορρίπτονται ὅλες οἱ βιολογικὲς καὶ ἰδεολογικὲς ἀξίες της: τὸ αἷμα, ἡ φυλή, ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα, ὁ ἐθνικισμός, ἡ ἴδια ἡ γερμανικότητα, τὸ πεπρωμένο της, ἡ ἐργασία, ὁ ψυχικὸς ζῆλος, ὅλα ὅσα μάθαμε νὰ βλέπουμε στὶς μεταπολεμικὲς ταινίες γύρω ἀπὸ τὸν Β΄ΠΠ. Ὁ Ἐθνοσοσιαλισμὸς μὲ τὴν «ὀργάνωση τοῦ γιγαντισμοῦ» δὲν εἶναι παρὰ μιὰ μεταμόρφωση τῆς χριστιανικῆς σωτηριολογίας ἀπ’ ὅπου, διὰ μέσου τῆς ἐκκοσμικεύσεώς της ἀπὸ τὸν Ἕγελο, ἀπέρρευσαν ὅλες οἱ ἐγκόσμιες ἰδεολογίες. Γιὰ τὸν Χάιντεγκερ, μαρξισμοί, ναζισμοί, φιλελευθερισμοὶ δὲν ἔχουν οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξύ τους. Εἶναι ἀπότοκοι τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ κυριαρχεῖ σὲ πλανητικὴ κλίμακα, μεταλλαγμένος σὲ ὀρθολογικὴ τεχνοκρατία. Μιὰ βόλτα ὥς τὴ Σιγκαπούρη πείθει, ἂν βλέπει κανείς.
Πράγματι, τὸ κέντρο τῶν φωτόμαυρων αὐτῶν σελίδων δονεῖται ἀπὸ τὸ ἐρώτημα ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῶν Νεώτερων χρόνων καὶ ποιές οἱ προϋποθέσεις ἐνόψει τοῦ μεγάλου «ἀνοίγματος», τῆς «μετάβασης» ἐκείνης πού, ὁλοκληρώνοντας τὴν παρακμὴ τῆς μεταφυσικῆς Εὐρώπης, θὰ διανοίξει καὶ νέα ἐποχή. Ἡ σκέψη τοῦ Χάιντεγκερ εἶναι ἀκόμη(;) καθαρῶς εὐρωκεντρική. Ἐφόσον ἡ Οἰκουμένη ζεῖ καὶ θὰ ζεῖ μέσω τοῦ δυτικοῦ τεχνικοῦ ὀρθολογισμοῦ, μόνο μέσω τῆς Δύσης μπορεῖ νὰ ἐπιτελεσθεῖ ἕνα τέτοιο «ἄνοιγμα» πρὸς τὸν κόσμο.
Μὲ βαθειὰ ἐπίγνωση ὅτι ἡ νεώτερη τεχνοκρατικὴ περίοδος ποὺ διανύουμε δὲν εἶναι ἀναστρέψιμη, καὶ συνεπῶς δὲν πρέπει νὰ κατακωλύεται μὲ ἰδεολογικὲς ἐνστάσεις, ἀλλὰ νὰ ἀφεθεῖ στὴν ὁλικὴ ἐκδίπλωση τῆς οὐσίας της, ὁ Χάιντεγκερ προσπαθεῖ νὰ παρακάμψει τὸ δέλεαρ τῶν ὁριστικῶν προτάσεων. Δὲν ὑπάρχουν ἕτοιμες λύσεις, ἐπαναλαμβάνει. Ὑπάρχουν μόνο ἀτραποί, κι ἂς μὴ βγάζουν σὲ ξέφωτα. Μόνο δρομάκια στοχασμοῦ μὲ προσήλωση καὶ ὑπομονὴ στὸ κρίσιμο ἐρώτημα περὶ Εἶναι καὶ ὄντος. Δηλαδή, ἐπικίνδυνες διαπορεύσεις μὲς ἀπὸ συγχύσεις καὶ συμφυρμούς. Δὲν διασκεδάζονται εὔκολα. Οὔτε συνειδητοποιοῦνται αὐτομάτως. Ὅλα ὅμως πρέπει νὰ δοκιμασθοῦν ἀπὸ τὴ σκέψη. Ἐδῶ, θυμᾶται κανεὶς τὸν Μπατάιγ καὶ τὴν ἀκρότητα τῆς δικῆς του πνευματικότητας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λιγοστοὺς μοντέρνους ποὺ ἔνοιωσε στὸ πετσί του τί ὄντως σημαίνει «σκέπτομαι καὶ νοῶ».
Κοροϊδευόμαστε, γράφει ὁ Χάιντεγκερ, μὲ τὰ σύγχρονα πνευματικὰ ἔργα, ἐνῶ ἀπουσιάζει παντελῶς ἡ «δημιουργικὴ σκέψη». Καὶ κοροϊδευόμαστε, γιατί μοίρα τῆς νεώτερης συνθήκης εἶναι νὰ μεταβάλλει τὰ πάντα σὲ βιωματικὲς ἐμπειρίες πολιτισμοῦ, νὰ μένει δηλαδὴ ἀνέπαφη ἡ κυριαρχικὴ προέκταση τοῦ ὑποκειμένου πάνω στὰ πράγματα, ἀνεξαρτήτως πολιτεύματος. Κανόνας ἀπαράβατος, ἡ ἀναγωγὴ τοῦ ἀγνώστου σὲ γνωστὸ μέσω τῶν γνωσιολογικῶν μεθόδων ὑποταγῆς τοῦ κόσμου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξουδετερώνεται κάθε ἀληθινὸ ἐρώτημα καὶ ἑπομένως κάθε δυνατὴ ἀπάντηση πού, λογικῶς ἢ διαισθητικῶς, ἀντιλαμβάνεται ἢ νοιώθει τὴ «διαφορά». Καὶ σὰν τὸν Νίτσε, μὰ ἐναντίον τοῦ αἰσθητικοῦ «ὕφους», κοροϊδεύει μὲ τὴ σειρά του καλλιτέχνες, συγγραφεῖς καὶ στοχαστὲς ποὺ δὲν φιλοδοξοῦν ἐν τέλει παρὰ νὰ ἐγγραφοῦν στὰ δημοτολόγια τῆς σύγχρονης συνθήκης. Καὶ πράγματι, τί μένει ἄραγες ἀπὸ τὰ χιλιάδες βιβλία ποὺ ὅλα πάνω κάτω λένε τὸ αὐτὸ καὶ τὸ ἴδιο; Τί μένει ἀπὸ τὴν ἀκατάσχετη ἀνεκδοτολογία περὶ τοῦ τάδε καὶ τοῦ δείνα; Ρίξτε π.χ. μία γρήγορη ματιὰ στὴ σύγχρονη βιωματικὴ ποίηση μὲ ρίμες καὶ χωρὶς ρίμες.
Ὅποιος εἶναι εἰλικρινὴς μὲ τὸν ἑαυτό του, θὰ ἔχει νοιώσει τὴν ἀπόγνωση μπροστὰ στὴν ἀπουσία ἀπόγνωσης ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐποχή μας. Θὰ ἔχει νοιώσει τὴν ἀπελπισία ἀπὸ τὶς παντὸς εἴδους πολιτισμικὲς δραστηριότητες τοῦ σύγχρονου, «καλλιεργημένου» ἀτόμου πού, κατὰ βάθος, τελεῖ ἐν πλήρει πνευματικῆ ἀφασία. Ὅλοι ἔχουμε στὸ στόμα τὴ λέξη «βίωμα» νομίζοντας ὅτι κατοικοῦμε στὴν ἀλήθειά μας, χωρὶς νὰ διανοούμαστε ὅτι μᾶς φέρει ἀδιάγνωστα ἕνας συγκεκριμένος Πολιτισμὸς καὶ συνεπῶς ὅτι ἡ ἁπλή, βιωματική μας μαρτυρία δὲν ἔχει ξεχωριστὸ προσωπικὸ βάρος, ὅπως εἶχαν λόγου χάρη οἱ Λατίνοι ἐλεγειογράφοι τῆς μεγάλης ἐποχῆς τοῦ Αὐγούστου, ἀποστρεφόμενοι τὴ Ρωμαϊκὴ ἰσχύ.
Πέρασα πολὺ ὡραῖα. Εἶδα κάτι πολὺ ὡραῖο. Διάβασα κάτι πολὺ καλό. Καὶ λοιπὸν! Ἐπιστροφὴ στὸ κενό, ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ἐπιστρέφεις σπίτι μετὰ ἀπὸ μία παρουσίαση βιβλίου. Μολαταῦτα, ἐπειδὴ κατὰ Χάιντεγκερ, πολιτισμὸς εἶναι «ἡ ὀργάνωση τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας», δὲν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος ἀπὸ τὴν πολιτισμικὴ καὶ πολιτικὴ πολυπραγμοσύνη καὶ τὸν ἀνάλογο συγχρωτισμό. Εἶσαι ἀναγκασμένος νὰ ὑποστεῖς τὴ διάρκεια τῆς παρούσας φάσης μὲ προσωπικὲς ἐπιλογὲς βίου καί, ἂν εἶσαι ἀρκετός, νὰ τὴν σκεφθεῖς. Τὸ τίποτε δὲν εἶναι ἁπλῶς τίποτα, περικλείει δυνατότητες.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς πυρήνας τῶν Μαύρων τετραδίων 1931-1939, ὅπως τὸν καταλαβαίνω μὲ τὴ βοήθεια βεβαίως χαϊντεγκεριανῆς σκέψης.  Χάρη στὰ Τετράδια ὅμως, πολλὰ ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ σημεῖα τῶν διεξοδικῶν ἔργων του ἀποκτοῦν τώρα ἰδιαίτερη σαφήνεια.  Πράγμα ποὺ γιὰ μένα εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερο.
***
Οἱ Μαῦρες διαθῆκες τοῦ Ν. Σινιόσογλου θέλουν να ἐξορκίσουν τὴ μαύρη γοητεία τῶν δαιμόνων τῆς σκέψης. Μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἀρθρώνουν λόγο προσωπικῆς ἀλήθειας, καὶ μάλιστα λόγο κριτικό, ἀντιπροτάσσουν τὴ βιωματικὴ ἐμπειρία τῶν ἰδεῶν (sic) καὶ τὴ βιωματικὴ συνάντηση μὲ τὸν κόσμο. Μὲ θάρρος καὶ ἀποφασιστικότητα, λαμβάνουν θέση στοὺς ἀντίποδες τοῦ Χάιντεγκερ : «… ἡ γενικὴ γραμμὴ τοῦ βιβλίου (μου) εἶναι … ἀπὸ τὸ ἔξω πρὸς τὰ μέσα, ἀπὸ τὴν παρατήρηση στὴν ἐμπειρία, ἀπὸ τὴν κριτικὴ στὸ βίωμα.» Ἀλλὰ τί μπορεῖ νὰ σημαίνει «ἀπὸ τὸ ἔξω πρὸς τὰ μέσα», ἂν ὄχι κατὰ τρόπον ἀντικειμενικό; Δηλαδή ὅτι βιώνω καὶ κάνω κτῆμα μου τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων∙ ἐντάσσομαι ἀσυνειδήτως σὲ μιὰ γνωστὴ καὶ ἀσφαλῆ ὀπτική.
Μὲ λίγα λόγια, ἀκολουθοῦν εἰρηνικὰ καὶ ἀναμάρτητα τὴ γραμμὴ τῆς δυτικῆς λογικῆς, σὰν μὴν εἶχε φανεῖ οὔτε ὁ Νίτσε, οὔτε κανεὶς ἀπὸ τοὺς λοιποὺς κριτὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ∙ λὲς καὶ ἡ ἀντικειμενικότητα εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ὑποκειμενικότητας∙ λὲς καὶ σκοπὸς τῆς «ὕπουλης», τῆς σατανικῆς σκέψης τοῦ Χάιντεγκερ εἶναι νὰ μᾶς πετάξει δολίως ἔξω ἀπὸ τὸν κτιστό μας παράδεισο. Καὶ τί σοβαρότερο πνευματικὸ «βίωμα» ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη τῶν σκοτεινῶν καὶ ἐπικίνδυνων ἰδεῶν, δυνάμει τῆς προφανοῦς ἐξίσωσης : Χαϊντεγκεριανὴ φιλοσοφία = Φασισμὸς !
Ἰδού τί ἔχει διαφύγει «τὴν προσοχὴ τῶν εἰδικῶν μελετητῶν», τονίζει ὁ Ν. Σινιόσογλου, προφανῶς διότι δὲν εἶχαν δημοσιευθεῖ τὰ Μαῦρα τετράδια. Καὶ ἰδού τί ἔρχεται στὸ φῶς, χάρη στὴν ἄκρως προσωπικὴ καὶ πρωτόφαντη ἀναλυτικὴ τῆς ἡμερολογιακῆς γραφῆς: «Ἐπειδὴ εἶναι ὑπεράνω ὑποψίας, ἡ ἡμερολογιακὴ γραφὴ (δηλ. ὡς ἀτομικὸ βίωμα τῆς ἀλήθειας) μπορεῖ νὰ διαδίδει τὶς πιὸ σκοτεινὲς ἰδέες». Ἑπομένως λοιπόν, χωρὶς τὴ δημοσίευση τῶν Μαύρων τετραδίων, ὁ Χάιντεγκερ θὰ περνοῦσε ἁπλῶς ὡς ἕνας ἐκ τῶν σεβαστῶν καθηγητῶν φιλοσοφίας!
Ἔτσι, μὲ θαυμαστὴ ἄνεση γιὰ ἕναν ἀναγνώστη τοῦ Μπατάιγ ὑποθέτω, ὁ Σινιόσογλου ἐκθέτει ὡς ἑξῆς τὸν δικό του πνευματικὸ πυρήνα :
«Προκειμένου νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὸν “κακὸ” ἑαυτό της, ἡ φιλοσοφία ὀφείλει κάποτε νὰ θυσιάζει κάτι ἀπὸ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἔντασή της. Χωρὶς ἕνα τέτοιο φιλοσοφικὸ συμβόλαιο, ὁ στοχασμὸς γίνεται ἀνενδοίαστος».
Τί παράδοξο, ἂν ὄχι ἀλλόκοτο, νὰ ἐπιστρατεύονται κριτήρια ἀντιδραστικῶν χρόνων πρὸς στήριξη τοῦ μοντέρνου πλαισίου ἀμοιβαίων συμβιβασμῶν καὶ δεοντολογικῶν συμβολαίων συνύπαρξης! Ἀλλὰ ποῦ θεμελιώνεται ἡ ἀντίληψη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ τάξη τῆς σκέψης εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένη μὲ τὴν τάξη τῆς κοινωνίας καὶ ἡ τάξη τῶν πνευματικῶν ἔργων ἀρρήκτως συνδεδεμένη μὲ τὴ βιογραφία, ἄν ὄχι στὴν μεταφυσικὴ ἀρχὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν ποὺ ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῆς χαϊντεγκεριανῆς κριτικῆς; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ λαμβάνεται ὑπόψη ἡ νεώτερη κριτικὴ τῶν σχετικῶν θεωριῶν στὸν τομέα τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν;
Ἂν «ἀνενδοίαστος» σημαίνει ἄνευ ἐνδοιασμῶν ὡς πρὸς τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας ποὺ κρύβει κάθε φορὰ ἡ ἀλήθεια, τότε ναὶ ! ὁ στοχασμὸς πρέπει νὰ γίνεται ὄντως ἠθικὰ ἀνενδοίαστος. Διαφορετικά, εἶναι κατάλληλος μόνο γιὰ τὴν περιτοίχιση τῶν κεκτημένων καὶ ἄσχετος μὲ τὴν ἄκρως ἐπώδυνη ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς σκέψης. Ὅσο περισσότερο ἐπιδιώκεται ὁ μετριασμὸς τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τόσο μειώνεται καὶ ἡ χαρά, ἔγραφε ὁ Νίτσε. Σκέψη ἀπαράδεκτη, ἀντιπροοδευτική, ἀντιρεαλιστική, ἀλλὰ πόσο φωτίζει!
Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ταλαντοῦχος δοκιμιογράφος ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν παρωχημένη, πλὴν βολικότατη, αἰτιακὴ σχέση μεταξὺ σκέψεως καὶ πράξης. Ἔχουμε πείρα πιὰ ὅτι ἡ σκέψη δὲν κρίνεται ἀπὸ τὶς ἐπακόλουθες πράξεις, ὅσο κι ἂν τὶς ἐπηρεάζει. Ἡ σκέψη ἔχει νόημα, ὅταν ἀκριβῶς διαταράσσει τὶς προφάνειες τῆς συλλογικῆς καὶ ἀτομικῆς συνείδησης μὲ τὴν ἁρμόδια διατύπωση κρίσιμων ἐρωτημάτων. Αὐτὸ ζητοῦμε ἀπὸ τὴ σκέψη, ὄχι νὰ μᾶς χτίσει παλάτια. Αὐτὸ ζητοῦμε ἀπὸ τὴ Λογοτεχνία, ὄχι τὶς ποικίλες, συναισθηματικὲς ἐπιβεβαιώσεις τοῦ δεδομένου. Εἶναι ἀστεῖο νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι ἡ σκέψη καὶ ὁ στοχασμὸς ὑλοποιοῦνται μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκπονεῖται καὶ ὑλοποιεῖται ἕνα πρόγραμμα.
Ἐπὶ τοῦ προκειμένου, μιὰ ἀπορία: πῶς ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ δοκιμιογράφος μας θαυμάζει μὲν τὸν «ἀνενδοίαστο» Μπουκόφσκι, μὰ ταυτοχρόνως στιγματίζει συνολικὰ τὴν «ἀνενδοίαστη» σκέψη; Ἐὰν ἦταν συνεπὴς ἢ ἀποφασιστικός, δὲν θὰ ὄφειλε τάχα νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι τὰ κριτήρια ποὺ ἐφαρμόζει στὸν Μπουκόφσκι, ἰσχύουν ἀπολύτως καὶ γιὰ τὸν Χάιντεγκερ; Ἡ ἐπαφὴ μὲ πράγματα καὶ θεσμοὺς μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο ἀκραία, ὅσο καὶ ἡ σκέψη. Καὶ μὰ τὴν ἀλήθεια, ποιὸς σοβαρὸς συγγραφέας ἢ διανοητὴς δὲν εἶναι κατὰ βάθος ἐπικίνδυνος; Ποῦ ἔγκειται λοιπὸν ἡ εἰδοποιὸς διαφορά; Στὴ βολικὴ αἰτιοκρατία ἰδεολογικῆς χρήσεως. Ἂς ποῦμε: ὁ ἕνας εἶναι μιὰ βιωματικὴ περίπτωση ἀπολιτικοῦ συγγραφέα πού μας ἀφήνει στὴν ἡσυχία μας, μόλις πάψει τὸ μικρό μας πολιτισμικὸ γλέντι. Ἀντιθέτως, ὁ δεύτερος, ὡς φιλόσοφος, ἀποβλέπει στὴ λογικὴ θεμελίωση ἑνὸς ὁλοκληρωτισμοῦ ὑπὸ τὴ μοιραία μορφὴ τῆς γερμανικῆς παγκυριαρχίας. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο δὲν ἔπραξαν καὶ οἱ θεωρητικοί τοῦ σοβιετικοῦ μπολσεβικισμοῦ;
Ἡ παραδοσιακὴ ἱστορικὴ ἐξήγηση παραθεωρεῖ τὴν ἔννοια-κλειδὶ τῆς χαϊντεγκεριανῆς φιλοσοφίας, τὴν ἔννοια τῆς «ἱστοριακῆς» θεώρησης, οὐσία τῆς ὁποίας εἶναι ἡ παροντοποίηση τοῦ κρίσιμου ἐρωτήματος περὶ Εἶναι (ποὺ εἶναι Χρόνος). Πράγμα ποὺ στὰ γρήγορα ἐδῶ θέλει νὰ πεῖ: Μπολσεβικισμός καὶ Ἐθνοσοσιαλισμὸς εἶναι ἀδιαχώριστοι ἀπὸ τὶς θεωρητικές τους βάσεις, καὶ αὐτὲς μὲ τὴ σειρὰ τοὺς ἀδιαχώριστες ἀπὸ τὴ δυτικὴ μεταφυσική. Τουναντίον, ἡ ἀποφασιστικὴ ἀναρώτηση τοῦ Χάιντεγκερ δὲν ἐξαντλεῖται ἀπὸ τὶς ἐνδεχόμενες ἱστορικὲς ἀπαλλοτριώσεις της. Εἴμαστε ἐλεύθεροι νὰ ἀπορρίψουμε ὁποιοδήποτε φιλοσοφικὸ ἐρώτημα. Δὲν μποροῦμε ὅμως καὶ νὰ τὸ ἀμαυρώνουμε μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες, ἐπειδὴ τρομάζει. Πρὸς τί οἱ φρικτοὶ ἐξορκισμοί, ἄν ὄντως ἀρκοῦσε ὁ Διαφωτισμὸς γιὰ τὴν τελειοποίηση τοῦ ἀνθρώπου;
Κατὰ τὸν Χάιντεγκερ, οἱ ἐπαναστάσεις θρέφονται μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ἐγκαινιάζουν νέα ἀρχή, ἐνῶ κατ’ οὐσίαν δὲν κάνουν παρὰ νὰ ἐπεκτείνουν τὴ διάρκεια τῆς ἴδιας τῆς Ἱστορίας στοὺς κόλπους τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Τὸ ζητούμενο εἶναι ἀκριβῶς ἡ προετοιμασία γιὰ τὴ διάνοιξη μιᾶς ἐποχῆς ἡ ὁποία θὰ ἀφήσει πίσω της ὁριστικὰ τὴν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ ὑποκειμένου ποὺ κατέληξε στὸν σύγχρονο τεχνοκρατικὸ γιγαντισμὸ καὶ στὴν καταστροφή τοῦ ἀνθρώπινου καταλύματος. Δὲν εἶναι καιρὸς ἄραγε νὰ συνειδητοποιηθοῦν οἱ ἀρχὲς ποὺ διέπουν τὴν κατεύθυνση αὐτή; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὴ ἡ συνειδητοποίηση χωρὶς ριζικά, «ἀνενδοίαστα καὶ ἐπικίνδυνα» ἐρωτήματα;
«Ἱστοριακὴ» θεώρηση σημαίνει «ὅτι ἡ ἑστία τῆς ἱστορίας καθορίζεται ἐκ νέου βάσει αὐτοῦ ποὺ μᾶς κοιτάζει». Μᾶς κοιτάζει ὁ κόσμος, ὅπως κοίταζε τὸν ὁμηρικὸ ἄνθρωπο, χωρὶς τὶς διχοτομήσεις τοῦ μέσα καὶ ἔξω. Ἐδῶ ἔγκειται τὸ φιλοσοφικὸ κέντρο τοῦ Χάϊντεγκερ καὶ ἐδῶ ἀρχίζει ἡ συζήτηση. «Βάσει αὐτοῦ πού μᾶς κοιτάζει». Αἴσθηση ἀρχαϊκή! Ἀνατριχίλα συγκλαδοκορμόριζη, θὰ ‘λεγε ὁ Πεντζίκης! Αὐτὸ ποὺ ἀνέκαθεν κοιτοῦσε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς κοιτάζει στὸ παρόν μας. Διότι ἄν ἡ ἀλήθεια, ὅπως καὶ ἡ Ιστορία, εἶναι ἁπλῶς δημιουργήματα τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου, τότε δὲν ἰσχύει καμμία ἔνσταση ὡς πρὸς τὸν ὑπὸ συνεχῆ διαμόρφωση κόσμο. Δὲν μετράει τότε παρὰ μόνο ἡ δύναμη καὶ ἡ ισχύς.
Οἱ μεταφυσικὲς κυριαρχίες μὲ τὶς κάθε λογὴς ὑλοποιήσεις τοῦ Πνεύματος φοβίζουν κι ἐμένα. Δὲν ἔχουν πάψει ὡστόσο νὰ ἄρχουν μὲ ἀλλαγμένο ὄνομα. Ὅτι ὑπάρχει ἴσως ἕνας κρυφός, ἂν καὶ ἀντιεγελειανός, μεσσιανισμὸς στὸν Χάιντεγκερ ποὺ καταργεῖ τὸ κοινωνικό παρόν, εἶναι κάτι ποὺ ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται κανεὶς μὲ τὰ χρόνια καὶ ὅσο περισσότερο μελετᾶ τοὺς Ἀρχαίους. Ἐπανέρχομαι στὰ ἀνεκδοτολογικά.
Στὴν περίφημη μελέτη του Περὶ Κοσμοαντιλήψεων, ὁ Χάιντεγκερ σημειώνει μὲ προφανὴ δυσαρέσκεια:
«…οἱ θλιβεροὶ συρφετοὶ παράλογων ἰδεῶν, ὅπως οἱ φιλοσοφίες τῶν Ἐθνοσοσιαλιστῶν, μόνο σύγχυση προκαλοῦν.» (HOLZWEGE).
Δὲν ξέρω ἂν ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ ἡ φράση αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ 1962, οὔτε ἂν προστέθηκε μετὰ τὴν ἀρχικὴ διάλεξη τοῦ 1938. Ξέρω μόνο πὼς εἶναι αὐτούσιος λόγος τοῦ φιλοσόφου ποὺ τὸν πρωτοβρίσκω τώρα στὸ Τετράδιο τοῦ 1938. Τὸν παραθέτω ξανά: «Ποιὸς εἶναι σὲ θέση νὰ βεβαιώσει μιᾶς διὰ παντὸς τί εἶναι γερμανικὸ καὶ τί εἶναι λαὸς σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου κυβερνάει ἡ σύγχυση, ἀπόρροια τῆς ἐθνικιστικῆς ἀντίληψης, ἡ ὁποία καὶ ἀγνοεῖ παντελῶς τί εἶναι γερμανικό;» Γερμανικὸ εἶναι μεταξὺ ἄλλων ὁ Χαίλντερλιν, ὁ Νίτσε, ὁ Ρίλκε ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν εἶναι διόλου Γερμανοὶ καὶ τοὺς ὁποίους ἐξακολουθοῦμε νὰ μελετᾶμε σὲ πεῖσμα τῶν «τριῶν αἰώνων Διαφωτισμοῦ»!
Ἔχω κι ἐγὼ ὑπόψη κάτι ἀπὸ τὶς σοφὲς δολιότητες τῆς Ἱστορίας ἀλλὰ καὶ τῶν φιλοσόφων. Χαμογελάω μόνος μου ἀλλὰ καὶ χαίρομαι, ὅταν μοῦ δίνουν τροφὴ στοχασμοῦ. Ὁ Ἀντονὲν Ἀρτὼ λ.χ. δὲν ἀπέσυρε ποτὲ τὴν τυπωμένη ἀφιέρωση τοῦ βιβλίου του στὸν Χίτλερ. Ὁ Φρόυδ ἀπέκρυψε τὴν ἰδιόχειρη ἀφιέρωση στὸν Μουσσολίνι. Ὁ Φουκὼ στήριξε τοὺς ἀγιατολάδες τοῦ Ἰράν. Ἀναρίθμητα τὰ συναφῆ παραδείγματα τοῦ 20οῦ αἰώνα ποὺ κάνουν αἰσθητὴ μιὰ τραγικὴ ἀνεπάρκεια καὶ μαζἰ τὴ μοιραία σύγχυση τοῦ ἰδεολογικοῦ γίγνεσθαι. Ἐὰν ὅμως οἱ συγγραφεῖς καὶ στοχαστὲς κρίνονταν μόνο καὶ μόνο ἀπὸ ἱστορικὴ καὶ ἰδεολογικὴ σκοπιά, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπορρίπτονται ἕνας ἕνας στὴ σειρά, καὶ κατὰ προτεραιότητα, οἱ καθαρὰ ἰδεολόγοι, ὅσοι δηλαδὴ ἐκλαμβάνουν τὴ σκέψη ἁπλῶς καὶ μόνο ὡς πολιτικὴ συνείδηση καὶ δράση. Κάτι ἄλλο μᾶς τραβάει κοντά τους, ἄν ὄντως ἀξίζουν, καὶ μάλιστα τὸ σφάλμα τους. Αὐτὸ ὀφείλει νὰ φωτίσει ἕνας δοκιμιογράφος, ἂν δὲν εἶναι σὰν τὸν κυριακάτικο ἄμβωνα τοῦ Τόμας Χάρντυ.


Ἄλλο πράγμα ἡ ἱστορικὴ προσέγγιση, ἄλλο ἡ «ἱστοριακή» ἑρμηνεία, (ἢ κατὰ Γκάνταμερ, ἡ συνείδηση τῆς πρακτήριας ἱστορίας: wirkungsgeschichtliches Bewusstsein). Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἁπλούστερα. Ὡς σύγχρονος ἀναγνώστης δὲν ἀποδίδω πρωτεύουσα σημασία στὴν πολιτικοκοινωνικὴ κατάσταση τῆς Ἰλιάδας, μ’ ἐνδιαφέρει ἡ ἀκραία συμπεριφορὰ τοῦ Ἀχιλλέα ποὺ μὲ κοιτάζει καὶ σήμερα μὲς ἀπὸ διαφορετικὸ κοινωνικὸ ἔνδυμα. Δὲν κολλάω στὸν ἱστορικὸ φασισμὸ τοῦ Πάουντ, προσπαθῶ νὰ σκεφθῶ ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ἰδεατῆς πόλης καὶ οἱ τραγικοὶ ὅροι τῆς ἐπὶ γῆς οἰκοδομήσεώς της. Μὲ ἀπωθεῖ ὁ σκαιὸς ἀντισημιτισμὸς τοῦ Σελίν, δὲν ξεχνῶ ὅμως πὼς ἦταν ἀνέκαθεν ὁμοούσιος τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν ἐπακόλουθων παραλλαγῶν του. Ἂς θυμηθοῦμε μόνο τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινωνιολογίας καὶ θεωρητικό του θετικισμοῦ Αὔγουστο Κόντ. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Μὰρξ διαπνέεται ἀπὸ ἀντισημιτικὰ αἰσθήματα. Δὲν θὰ ἀπαλλαγοῦμε ποτὲ ἀπὸ τὸ θλιβερὸ φαινόμενο τοῦ ἀντισημιτισμοῦ, ἐὰν δὲν κατανοηθοῦν μὲ ψυχραιμία τὰ περίπλοκα πνευματικά του αἴτια.


Ἔτσι κι ἀλλοιῶς, ὁ χριστιανικὸς μεσσιανισμὸς παραμένει ὁλοζώντανος μὲ τὴν ἐγκόσμια μορφὴ τῆς Προόδου. Μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ μέλλον. Ἀλλὰ μὲ μόνη τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ μέλλον, δὲν διαφαίνεται πλέον περιθώριο γνήσιας ἀτομικῆς ἐμπειρίας παρὰ μόνο στὸν τομέα τῶν ἐπιστημῶν τῆς ζωῆς μὲ τρομακτικές, καὶ ὄντως «ἀνενδοίαστες» ἀποφάσεις. Αὐτὰ θὰ ἔπρεπε νὰ φοβᾶται ἡ ἠθικολογικὴ στάση του Ν. Σινιόσογλου. Τί κατέστησε δυνατὴ τὴ μεταλλαγὴ τῆς Ἐπιστήμης σὲ Τεχνολογία. Ὑφίσταται ἄραγε σχέση μεταξὺ ἀνενδοίαστης ἐπιστημονικοτεχνικῆς λογικῆς καὶ ἀνενδοίαστου φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ καὶ ποιὰ εἶναι ἡ διαφορά τους, ἄν πράγματι ὑπάρχει διαφορά;
Στὴν Ἱστορία, ὅπως καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ εἶναι σύμφυτα, ἀπολύτως ἀντιδιαλεκτικά. Οἱ κατατρεγμένες καὶ ἀνυπεράσπιστες Ἱκέτιδες μεταμορφώνονται σὲ στυγνὲς φόνισσες μόλις τοὺς δοθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία. Ἡ πάλη τῶν ἀξιῶν εἶναι μοιραῖο νὰ διαιωνίζει καὶ νὰ μηδενίζει ἐν ταυτῷ τὶς ἀξίες. Ὁ Χάιντεγκερ, ὅπως καὶ ὁρισμένοι ἄλλοι, ἐπιχείρησε νὰ διανοίξει πεδία πνευματικῶν προϋποθέσεων ἐνόψει μελλοντικῶν ἐπιλογῶν καὶ ἀποφάσεων πέρα ἀπὸ τὴν ἀλεξίσφαιρη μεταφυσικὴ τῶν ἀξιῶν. Καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐν λόγῳ προϋποθέσεις εἶναι ἀκριβῶς ὁ «ἀνενδοίαστος στοχασμός», τὸ ξύπνημα ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ νηπιότητα, ἔστω κι ἂν ὕστατο τίμημα εἶναι καὶ πάλι τὸ τραγικό.
Πάντως, ἂν ἡ πνευματικὴ ἔνταση εἶναι τὸ ἀλάθητο κριτήριο τῆς δημιουργίας, ὅπως πιστεύω, στὰ Μαῦρα τετράδια ποὺ πρόλαβα νὰ διάβασω, ἀποτυπώνεται ἡ ἀγωνιώδης πορεία, ὁ ὀργιαστικὸς χορὸς τῆς ἴδιας της δημιουργικῆς σκέψης. Ἐμμέσως, ἄλλωστε, ὁμολογεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Σινιόσογλου. Ὁπωσδήποτε, τὰ ἱστορικὰ παραστρατήματα, τὰ «Παραπατήματα», ποὺ θά ‘λεγε κι ὁ Μπλανσό, ἦταν σοβαρὰ καὶ ἐνίοτε μάλιστα σοβαρότατα. Δὲν γίνεται ἀλλοιῶς, ἂν δὲν θέλουμε νὰ πλαντάξουμε τελείως στὰ πολιτιστικὰ μαθήματα κοπτικῆς-ραπτικῆς ἐδῶ καὶ στὴ Σιγκαπούρη. Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθο βαλέτω. Ὅσα ἔγιναν, ἔγιναν καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα, θὰ ξαναγίνουν, ἔστω καὶ ὑπὸ μορφὴ ἀνέκδοτη, εἴτε προοδευτικοὶ εἴμαστε, εἴτε ὄχι. Πὲς τὸ Μοίρα ἢ ὅπως ἀλλοιῶς θέλεις. Μὰ ἡ ἀληθινὴ σκέψη θὰ εἶναι πάντα ἐπικίνδυνη, ὅσο καὶ ἡ ἔννοια τοῦ ἱεροῦ. Θὰ ἦταν ἰδεολογικὸ κακούργημα νὰ κλείσει ἤ νὰ ἀπαγορευθεῖ ἡ εἴσοδος στὸ γήπεδό τους.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἴσως ἡ μόνη χώρα τῆς Εὐρώπης ποὺ δὲν ἔχει καταφέρει ἀκόμη νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ ἐμφυλιακὸ παρελθόν της, ἐνῶ τὰ ἤθη της ἔχουν μεταλλαχθεῖ ἀπολύτως. Στὸν τόπο μας, ἡ ἧττα τῆς Ἀριστερᾶς ἀποδείχθηκε μεγαλειώδης θρίαμβος. Ἀποσυνδέθηκε ἀπὸ τὸ ΚΚΕ καὶ κάλυψε δυναστικὰ τὸ πνευματικό μας σύμπαν μὲ τὴ μορφὴ προοδευτικοῦ πνεύματος. Πῶς γίνεται τώρα νὰ συντηρεῖται ἄμωμη ἡ ἰδέα τῆς κόκκινης ἐπανάστασης καὶ τῶν ἀγωνιστῶν της εἶναι νομίζω ἕνα ἀπὸ τὰ σοβαρότερα ἐρωτήματα τοῦ παρόντος.
Ἀσφαλῶς, οἱ ἐπικίνδυνες σκέψεις αἴρουν τὴν πνευματική μας ἀσφάλεια, μᾶς κάνουν νὰ χάνουμε τὸν μπούσουλα. Θέτουν ζητήματα ἀναθεώρησης τῆς ἱστορικῆς μας συνείδησης. Ἄρα εἶναι καὶ ἀπορριπτέες βάσει τοῦ «φιλοσοφικοῦ συμβολαίου» ποὺ προστατεύει τὴ σκέψη ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Ἕνα εἶδος κοινωνικῆς βαλβίδας, δηλαδή, ἀλλὰ καὶ πόσο εὔθραυστης. Καὶ ἐπειδὴ ἡ φιλοσοφία, κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ δοκιμιογράφου, ἔχει ἕναν «κακὸ ἑαυτό, ὀφείλει κάποτε νὰ θυσιάζει κάτι ἀπὸ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἔντασή της», διαφορετικὰ «ὁ στοχασμὸς γίνεται ἀνενδοίαστος».
Δηλαδή, γίνεται ἀληθινὰ δημιουργικὸς καὶ συνεπῶς ἐξοβελιστέος, θὰ πρόσθετα.
Ἀθήνα, 26 Ἰαν. 2019
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. μεταξὺ ἄλλων: Moeller Van Den Bruck, Le Trosième Reich (1922), Sorlot, Paris 1981· Oswald Spengler, Années Décisives (1933), Copernic 1979· Hosrst Möller, La République de Weimar 1919-1933 (1985), Tallandier 2007· Ernst Nolte, La geurre civile Européenne 1917-1945 (1987), Syrtes 2000.
2. Βλ. ἐνδεικτικῶς: Stefen Breuer, Anatomie de la Révolution conservatrice, Paris 1996, ὅπου ἀσκεῖται κριτικὴ στὰ δυὸ σχετικὰ ἔργα τοῦ Π. Κονδύλη.
3. Les Réprouvés (1930), πρόλογος Μichel Tournier, BARTILLAT 2007. La Ville (1932), Imaginaire-Gallimard, καθὼς καὶ τὸ αὐτοβιογραφικὸ Le destin de A D (1960), Imaginaire-Gallimard.
4. Βλ. τὸ πρῶτο πρῶτο χρονολογικῶς: Victor Farias, Heidegger et le nazisme, 1987 καὶ Α. Ζέρβα, «Χάνα Ἀρεντ – Μάρτιν Χάϊντεγκερ», περ. Ἴνδικτος τ. 6, 1996 καὶ Ἐπισκέψεις 2, Ἴνδικτος 2001.
[Τελευταῖο βιβλίο του Α. Ζέρβα, Στάση Λυσσιατρείου [Περὶ ἐκδιαιτήσεως, ἤτοι τὸ αὐτοξερρίζωμα], Περισπωμένη 2018.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου