Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Η ερωτική ζωή των φιλοσόφων α


Η ερωτική ζωή των φιλοσόφων α
Επίμετρο τού βιβλίου:
Heidegger und Wittgenstein, Die letzten Philosophen
(Heidegger και Wittgenstein, Οι τελευταίοι φιλόσοφοι)
Του Manfred Geier

(Διετέλεσε καθηγητής γλωσσολογίας και λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια Μαρβούργου και Αννόβερου. Εργάζεται ως ελεύθερος συγγραφέας στο Αμβούργο)
Η προστασία τής ιδιωτικής σφαίρας, βάσει της οποίας πολίτες μπορούν να επικαλεστούν το δικαίωμα τους για σεξουαλικές δραστηριότητες, διασφαλίζεται από την Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το σύνταγμα, αλλά όχι μόνο από αυτά. Και η εργασία των βιογράφων πρέπει να κατευθύνεται από αυτή την υποχρέωση προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας, και να μην ρίχνει περίεργα βλέμματα στις σεξουαλικές προτιμήσεις και πρακτικές. Η έκθεση της ερωτικής ζωής δικαιολογείται μόνο, εάν είναι σε θέση να καταδείξει, πως σε αυτήν εμπλέκονται ιδιαιτερότητες του χαρακτήρος, που σχετίζονται ουσιαστικά με την σκέψη και την κοσμοθεωρία των δρώντων. Και αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση του Heidegger όσο και του Wittgenstein. Γιατί και στους δυο υπήρχε μια ιδιαίτερα τεταμένη σχέση μεταξύ του παθιασμένου φιλοσοφείν και της ερωτικής επιθυμίας. Η επιθυμία αυτή έφερε και στους δυο τεράστια προβλήματα, στον Heidegger δια της ανεξέλεγκτης υπερδύναμης της ορμής, στον Wittgenstein μέσω της υπεράνθρωπης προσπάθειας να ελευθερωθεί πλήρως από αυτήν.
Ο αχαλίνωτος έρως τού Heidegger.
Σεξουαλικά άργησε να πάρει στροφές. Μόνο μετά την απελευθέρωση του από μια αυστηρή καθολική ηθική, που τον οδήγησε στο να απορρίψει «το θέλημα της σαρκός»1 και να κατευθύνει ολόκληρη την προσπάθεια του στην λάμψη της χριστιανικής αλήθειας και μιας υπερφυσικής χάριτος, ανακάλυψε τις χαρές των αισθήσεων. Για όλη του την ζωή αισθανόταν υποταγμένος στην εξουσία τους, μέχρι που τον Απρίλιο του 1970 όλα τελείωσαν, όταν ο 81-χρονος Heidegger, κατά την διάρκεια ενός ραντεβού υπέστη εγκεφαλικό. Και έτσι «όλα βγήκαν επιτέλους στο φως». «Από τότε δεν χωρίσαμε πια», σημείωσε η Elfriede2 (σύζυγος του Heidegger). Είχε ξαλαφρώσει, γιατί τώρα πια ήρθε ένα τέλος σε αυτό, που την έκανε για πέντε δεκαετίες να υποφέρει. Τα βάσανα της άρχισαν, όταν διαπίστωσε, πόσο δύσκολο είναι να αντέξεις τον γάμο με ένα φιλόσοφο, του οποίου το πάθος για την φιλοσοφία ήταν συζευγμένο με μια ορμή, που δεν έδινε δεκάρα για τους κανόνες ενός αστικού γάμου, και αισθανόταν υποχρεωμένη μόνο στον πνευματικό και σαρκικό «Έρωτα», «τον αρχαιότερο των Θεών σύμφωνα με τον Παρμενίδη»3.
Μέχρι το 1913, αποτελούσε για τον καθολικό φοιτητή θεολογίας Heidegger μια αδιαμφισβήτητη, αιώνια αλήθεια, πως για να κερδίσει μια αληθινά πνευματική ζωή γεμάτη χάριν Θεού, πρέπει να λάβει μέρος στην εκστρατεία εναντίον κάθε πράγματος ηδονικού και κατώτερου που προσφέρει η μοντέρνα ζωή, και ακολουθούσε το σύνθημα: «Ατρόμητο χτύπημα σε κάθε γήινη, υπερεκτιμημένη αντίληψη προσκολλημένη στο εδώ και τώρα»4. Το ξέσπασμα και η διάρκεια του μεγάλου πολέμου (Α’ ΠΠ), συντάραξε τις βεβαιότητες που είχε για την πίστη και του έδειξε τις υπαρκτικές ιδιαιτερότητες του Dasein, οδηγώντας τον στην ρήξη των αλυσίδων του παπικού αντιμοντερνισμού. Όταν είχε λάβει το διδακτορικό του δίπλωμα, και η εκρηκτική ακαδημαϊκή καριέρα βρισκόταν μπροστά του, ο Heidegger αρραβωνιάστηκε προς το τέλος του 1914 με την Marguerite Weniger, την αδελφή ενός συμφοιτητή του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κοπέλα αρρώστησε από φυματίωση και αναγκάστηκε να περάσει πολύ καιρό στο Davos, πράγμα που πιθανόν να συνέβαλε αποφασιστικά στην διάλυση του αρραβώνα. Ο Ernst Laslowski, φίλος του Heidegger, προσέλαβε με ευχαρίστηση την είδηση του χωρισμού, καθώς θεωρούσε την κίνηση του Heidegger προς τις γυναίκες ως προδοσία του χριστιανικού-φιλοσοφικού προορισμού του.  Στις 21 Νοεμβρίου 1915 του γράφει: «»Είδα, πως μεγάλωνες, γιγαντώθηκες πάνω από την σφαίρα, που μόνο μέσα σε αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει η ‘αγάπη’ και η ‘ευτυχία’. Ήξερα από πολύ καιρό, πως θα πρέπει να διαβείς δρόμους - πρέπει, για να πλησιάσεις τους στόχους σου, να παγώσει η ‘αγάπη’ στους δρόμους αυτούς»5.
Ο Laslowski δεν μπορούσε να ξέρει πως η προφητεία του προδιέγραψε την μοίρα του Heidegger, ο οποίος γι’ αυτό το «πρέπει» αναζητούσε μια ζωή τον δικό του δρόμο. Προ πάντων, στη σχέση του με την «αγαπημένη ψυχούλα» (liebes Seelchen) Elfriede, στην οποία έλπιζε να βρει συζυγική αγάπη και οικογενειακή ευτυχία, την οποία όμως εξέθετε κάθε λίγο σε ψυχρολουσία με την αδιάφορη ιδιοτέλεια του, η οποία την έκανε να παγώνει από την κατάθλιψη.
Γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1915 στις παραδόσεις που έκανε ο Heidegger για την μεταφυσική του Καντ. Ήδη τα πρώτα γράμματα μαρτυρούν, πως ο Heidegger προσπαθούσε να ενώσει την πνευματική σφαίρα, στην οποία προσπαθούσε να διεισδύσει φιλοσοφικά, με την ερωτική του επιθυμία. Μέσα στον έρωτα τους προσδοκούσε να αρθούν οι αντιθέσεις του αισθητού και του υπεραισθητού. Ως φιλόσοφος στόχευε τις θεϊκές πηγές του Dasein, τις οποίες αποζητούσε να βιώσει στην «θαυμαστή ευτυχία»6 αυτών που βιώνουν τον έρωτα. Ο γάμος, που έλαβε χώρα παρά την θέληση των γονέων του Heidegger τον Μάρτιο του 1917, φαινόταν πως τον φέρνει πιο κοντά στον στόχο του. Πίστευε, πως με την Elfriede θα έβρισκε την «μεταφυσική-ιστορική ενότητα της ζωής μας»7, για να μπορέσει να συνενώσει την φιλοσοφική εργασία με την αισθησιακή απόλαυση. Στο γράμμα του για τα 25α γενέθλια της, 3 Ιουλίου 1918, [που μετά τον θάνατο του Heidegger η Elfriede παρέδωσε στο Αρχείο Γερμανικής Λογοτεχνίας στο Marbach, και το οποίο η ίδια περιγράφει ως παράδειγμα για όλα του τα ερωτικά γράμματα, προς αυτή και τις ερωμένες του], ο Heidegger εκφράζει την επιθυμία του αυτή με τον τίτλο: Μέσα στο εσύ προς τον Θεό (Im Du zu Gott). Δημιουργείται η αίσθηση, πως το βάρος της καθολικής πίστης δεν μπορεί έτσι απλά να παραμεριστεί. Σιγά σιγά έπεσαν τα θραύσματα. Ο δρόμος προς τον Θεό δεν έπρεπε πια να ακολουθεί τα δόγματα του Χριστιανισμού, αλλά τις υποσχέσεις της ερωμένης γυναίκας. «Το ‘εσύ’ της ψυχής σου που αγαπά με χτύπησε... Εκεί έγινε το θεμελιώδες βίωμα του εσύ μια ολότητα που πλημμυρίζει το Dasein... η θεμελιώδης εμπειρία ζωντανής αγάπης  και αληθινής εμπιστοσύνης  οδήγησε το Είναι μου σε έκπτυξη και ανάβαση»8.
 Λίγους μήνες αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου 1919, γεννήθηκε ο γιος τους Jörg. Η ευτυχία της αγίας οικογένειας φαινόταν εξασφαλισμένη. Η Elfriede όμως πρέπει να είχε ήδη αισθανθεί, πως όσον αφορά την ύπαρξη του Heidegger, που την πλημμύρισε η αγαπώσα ψυχή της, και το Είναι του, που μέσω αυτής εκπτύχθηκε και ανέβηκε, και την χρησιμοποίησε για το θεμέλιο του βιώματος και της εμπειρίας, στο κέντρο ήταν πάντα το δικό του Da-Sein, ενώ αυτή ως πρόσωπο είχε παραγκωνιστεί. Μόνο αν ταίριαζε στην παθιασμένη του βούληση για φιλοσοφία, θα μπορούσε να ικανοποιήσει την ερωτική του απαίτηση.
Η «αληθινή εμπιστοσύνη» πρέπει να είχε πολύ γρήγορα διαλυθεί. Δεν είναι σίγουρο αν η Elfriede έκανε το πρώτο βήμα. Έκανε πάντως νωρίς την προσπάθεια να απελευθερωθεί από τον γάμο της, όταν ξεκίνησε μια σχέση με τον νεανικό της φίλο Dr. Med. Friedrich Caesar, που εργαζόταν ως γιατρός στην πανεπιστημιακή κλινική του Freiburg. Ο Heidegger δεν ξαφνιάστηκε. Στην επιστολή της 1ης Σεπτεμβρίου 1919 έγραψε στην γυναίκα του, πως δε θα παρασυρθεί σε ψυχολογικές ερμηνείες, αυτής της «σχιζοφρενικής» σχέσης. «Παραξενεύτηκα που δεν μου το είπες πιο νωρίς»9. Το ότι η Elfriede γέννησε στις 20 Αυγούστου 1920 τον δεύτερο γιο της, Hermann, ο πατέρας του οποίου ήταν ο «Friedel», δεν ανησύχησε ιδιαιτέρα τον Heidegger. Όχι από αγάπη, αλλά από ενδιαφέρον, ρώτησε την γυναίκα ενώ ήταν ακόμα στην κλινική: «Ήταν εδώ ο Friedel όταν ξεκίνησαν τη γέννα; Και ο «ανθρωπάκος», πως φαίνεται; Είμαι πολύ περίεργος»10.
Ο Heidegger αναγνώρισε τον Hermann ως παιδί του. Συνέχισε να επικαλείται την αληθινή αγάπη, που θα έπρεπε να επικρατεί μεταξύ αυτού και της γυναίκας του. Υποδείξεις για πιθανές δυσκολίες εμφανίστηκαν σε μια ασαφή σκέψη, την οποία ο Heidegger ανακοίνωσε τρεις μέρες μετά την γέννηση του Hermann στην «από καρδιάς αγαπημένη ψυχούλα»: «Συχνά σκέφτομαι, πόσο χλωμό, αναληθές και συναισθηματικό είναι συνήθως ότι λέγεται για τον γάμο. Και μήπως θα έπρεπε να διαμορφώσουμε μια νέα μορφή στην ζωή μας -χωρίς πρόγραμμα και σκοπό- αλλά μόνο να αφήσουμε να ξεπροβάλει παντού η αληθινότητα»11. Ως νέα μορφή δεν εννοούσε μια ελευθεριάζουσα σχέση, την οποία θα ζούσαν και οι δυο σύντροφοι. Η αστική συζυγία δεν τέθηκε υπό ερώτημα και προς τα έξω έπρεπε να δείχνει τόπος ευτυχίας και αγάπης, έστω και αν μέσα το ψυχρό ρεύμα δυνάμωνε.
Ο Heidegger, δικαιολογώντας την συνέχιση της ερωτικής του ζωής με την απιστία της Elfriede, είχε μέχρι τα βαθιά γεράματα πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες, οι οποίες ακολουθούσαν πάντα το ίδιο μοτίβο, την αποτελεσματικότητα του οποίου είχε δοκιμάσει πρώτα στην Elfriede: ως φιλόσοφος δάσκαλος προσπαθούσε να αποπλανήσει τις γυναίκες με την πνευματική του λάμψη, την οποία με τέχνη συνέδεε με την ερωτική του επιθυμία, ώστε οι αγαπητικές να πιστεύουν πως είχαν τόσο για την σκέψη, όσο και την επιθυμία του, την ίδια σημασία.
Ιδιαίτερο ρόλο στην ερωτική του ζωή έπαιξε η Hannah Arendt, η οποία τον συνάντησε στο πανεπιστήμιο του Μαρβούργου κατά το χειμερινό εξάμηνο 1924/25. «Μέσα στην καρδιά» τον πέτυχε το βλέμμα της, «που του άστραψε στην καθέδρα»12, ενώ μιλούσε για τον Σοφιστή του Πλάτωνος. Και όταν τον Φεβρουάριο του 1925, η πανέμορφη 18χρονη Εβραία φοιτήτρια μπήκε στο γραφείο του, πρέπει να συνέβη αυτό που ο 35χρονος παντρεμένος καθηγητής και πατέρας δυο μικρών γιων, περιγράφει με θρησκευτικές-ερωτικές εικόνες: «Αγαπητή Hannah! Το δαιμονικό με χτύπησε. Η σιωπηρή προσευχή  των αγαπημένων χεριών σου και το φωτεινό σου μέτωπο το φύλαξαν με γυναικεία καθαρότητα. Ποτέ μέχρι τώρα δεν μου συνέβη κάτι τέτοιο»13.
Η Hannah Arendt απομακρύνθηκε τοπικά από τον αγαπημένο της ένα χρόνο αργότερα, και πήγε στην Heidelberg, όπου κοντά στον Karl Jaspers έγραψε το διδακτορικό της με θέμα την «Έννοια της Αγάπης στον Αυγουστίνο», όπου αναπτύσσει βάσει της ιστορίας της φιλοσοφίας, αυτό που ο Heidegger της έγραψε στο ερωτικό του γράμμα της 13ης Μαΐου 1925, γεμάτος ευγνωμοσύνη, «που εσύ με προσέλαβες στην αγάπη σου-αγαπημένη. Ξέρεις, πως το πιο βαρύ είναι, αυτό που δόθηκε σε ένα άνθρωπο να μεταφέρει; Για όλα υπάρχουν δρόμοι, βοήθεια, όρια και κατανόηση-εδώ όμως όλα σημαίνουν: το να είναι κανείς στην αγάπη=να είναι σπρωγμένος στην ίδια του την ύπαρξη. «Amo» σημαίνει «volo, ut sis» λέει κάπου ο Αυγουστίνος: σε αγαπώ-θέλω να είσαι αυτό που είσαι»15.
Αυτός ο μυστικός έρωτας, που παίχτηκε με μεγάλη δραματικότητα σε ένα πνευματικό-συναισθηματικό επίπεδο, προσέδωσε ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα σε αυτή την σχέση που κράτησε για όλη τους τη ζωή. Η αγαπημένη όμως δεν ήταν η μόνη. Γιατί ο Heidegger, όπως μαρτυρεί ο φοιτητής του Hans Jonas, στις «Αναμνήσεις» του, «ενδιαφερόταν κάθε τόσο για φοιτήτριες, και δεν άκουσα για κάποια που αντιστάθηκε»16. Και η Hannah δεν ήταν η μόνη που έβαλε τον γάμο του σε μεγάλη δοκιμασία. Με τον καιρό αναπτύχθηκε ένα σχήμα, από το οποίο δεν υπήρχε διέξοδος.
Σαν να βρισκόταν κάτω από τον καταναγκασμό επανάληψης, ο Heidegger αισθανόταν νικημένος από το δαιμονικό και σπρωγμένος σε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες. Στην αρχή προσπαθούσε να το κρύψει, αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα. Όταν η Elfriede το ανακάλυπτε της ορκιζόταν την μεγάλη, αληθινή και αδιάρρηκτη αγάπη, αν και πίστευε πως ήξερε για τον εαυτό του, πως δεν μπορεί να παραμείνει πιστός. Ήταν ένα μείγμα αποκρύψεων και παραδοχών, απολογιών και υποσχέσεων, που ο Heidegger  το 1931, κατά την διάρκεια της περιπέτειας του με την φοιτήτρια Elisabeth Krumsiek, άφησε να φανεί, πως γνωρίζει πως με τον τρόπο αυτό ρίχνει την Elfriede σε ένα μεγάλο εσωτερικό βάσανο. Για τον εαυτό του όμως αναγνώριζε μόνο μια μικρή αδυναμία. Απέναντι στην «αυστηρότητα και σκληρότητα» με την οποία η γυναίκα του προσπαθούσε να σώσει τον γάμο της, αυτός αισθανόταν μικρός και ανασφαλής, «γιατί ακόμα βλέπω πολύ τον εαυτό μου και πέφτω θύμα του θαυμασμού και παρόμοιων»17.
Όταν το 1950 η Hannah Arendt επισκέφτηκε τον Heidegger στο Freiburg, και η Elfriede έμαθε για την σχέση τους, αντέδρασε πολύ έντονα. Ο Heidegger την διαβεβαίωσε πως δεν ήθελε να χάσει την αγάπη της, αν και καταχράστηκε πολύ συχνά την εμπιστοσύνη της. Είναι απλώς η προδιάθεση του να ξεγλιστρά στην «καθαρή αισθησιακότητα» όταν έχει κάνει στην σκέψη του ένα βήμα μέσα στο απάτητο, και αισθάνεται τότε τό άγγιγμα από το «φτερούγισμα εκείνου του θεού»18 Έρωτα, που κυριαρχεί στην σκέψη και τον έρωτα του.
Κατά την διάρκεια του πολέμου, το 1942, ξεκίνησε κοντά του τις σπουδές της η πριγκίπισσα Margot von Sachsen-Meiningen, με την οποία είχε μακρόχρονη σχέση, μέχρι που το 1946 η Elfriede τον έθεσε προ της επιλογής, αυτή ή η Margot. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση. Έλπιζε πως και με τις δυο θα έβρισκε «το αληθινά κρυμμένο και αποκαλύπτον», που θα μπορούσε να εμπλουτίσει την ζωή του. «Και έτσι πιστεύω, πως η εσωτερικότητα, η δική σου και της Margot, κάθε τρόπο, με τον δικό της ιδιαίτερο τόνο, βοηθά τον λόγο να γεννηθεί και με χαρά τον φυλάσσει»19.
Μετά τον χωρισμό από την πριγκίπισσα ήρθε η βαρόνη Sophie Dorothee Gräfin von Podewils, που από το 1952 έδινε φτερά στον έρωτα του Heidegger.  Και πάλι κατηγορούσε τον εαυτό του στην Elfriede, πως δεν έχει την δύναμη να απαλύνει «την αγωνία της καρδιάς» που προκαλεί στον εαυτό του και την γυναίκα του. Και ενώ μπορούσε να καταλάβει πως με τις ερωτικές του περιπέτειες έριχνε την σύζυγο του σε βάσανα και απελπισία, για τον εαυτό του διαπίστωνε: «Αλλά η δική μου φύση είναι πιο ποικίλη από την δική σου. Και δεν μπορώ με επιχειρήματα να σου αποδείξω, πως πρέπει να βιώσω στον έρωτα, ώστε να εκφράσω έστω σε μια ατελή προμορφή το δημιουργικό, το οποίο αισθάνομαι μέσα μου ως άλυτο και έσχατο. Με την απλή βούληση δεν γίνεται τίποτα»20.
Η σχέση όμως που βασάνισε περισσότερο από όλες την Elfriede ήταν αυτή με την Marielene Putscher, η οποία παρακολουθούσε τις παραδόσεις του το 1955. Η πρόσοψη του γάμου ήταν ακόμα παρούσα προς τα έξω, αν και η αποξένωσή τους καθιστούσε την κοινή ζωή όλο και πιο δύσκολη, και η ομολογία του Heidegger δεν ήταν καμιά παρηγοριά πια γι’ αυτήν: «Προσπαθώ όμως να τα καταφέρω με τον δαίμονα. Ίσως εσύ να έχεις γι’ αυτό μόνο την λέξη «αδυναμία». Παρ’ όλα αυτά, κατανοώ και στο σημείο αυτό την κρίση σου. Και σε παρακαλώ, ακόμα και τώρα, μετά από τόσο μάταιο χρόνο, να μου αφήσεις χρόνο. Αν το Dasein μου είναι χωρίς πάθος, σιγεί η φωνή και πηγή δεν βγάζει»21.
Μέσα στο βαρύ της βάσανο, η Elfriede θέλησε να κοινοποιήσει στον άνδρα της μια ομολογία. Για να διασαφηνίσει τα αισθήματα της, του έγραψε μια επιστολή, την οποία όμως δεν έστειλε, αλλά την έβαλε μαζί με τα άλλα γράμματα που της τα έστειλε από το 1915. Αισθάνεται ως απάνθρωπη την κατάχρηση της εμπιστοσύνης της, που την απελπίζει και την κάνει να ρωτά: «Και εγώ πρέπει να μπορώ να το αντέξω -όχι μια φορά- αλλά κάθε τόσο για τέσσερις δεκαετίες; Μπορεί να το καταφέρει ένας άνθρωπος αν δεν είναι επιφανειακός ή πετρωμένος; Κάθε φορά λές και γράφεις, πως είσαι ενωμένος μαζί μου-τι δεσμός είναι αυτός; Αγάπη δεν είναι, εμπιστοσύνη δεν είναι, στις άλλες γυναίκες βλέπεις «πατρίδα» - αχ Μάρτιν -πως είναι μέσα μου τα πράγματα- και αυτή η παγερή μοναξιά»22.
Και το τέλος δεν είχε φανεί ακόμα. Ο Heidegger είχε και άλλες ερωτικές σχέσεις, ενώ η Elfriede προσπαθούσε να διατηρήσει την θέση της μέσα στον γάμο. Δεν δίστασε να επικοινωνήσει με τις αγαπητικές του, για να βρει μια ανεκτή λύση. Μερικές φορές όμως μόνο με υπνωτικά και ψυχοφάρμακα μπορούσε να απαλύνει την κατάθλιψη της. Άλλες φορές αναζητούσε την ησυχία σε ήσυχα θέρετρα. Το 1970 ένα εγκεφαλικό σίγησε τον ερωτικό δαίμονα του Heidegger, και έτσι το ζευγάρι μπόρεσε να βιώσει μέχρι τον θάνατο του Μάρτιν την ησυχία της γεροντικής ηλικίας. Το πρωί της 26ης Μαΐου 1976 ο Heidegger δεν ξύπνησε. Την επόμενη νύχτα πέρασε η Elfriede στο πλευρό του νεκρού άνδρα της23.

Συνεχίζεται με τον Wittgenstein

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου