Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ἀπὸ τὶς Διδαχὲς τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη


Γέρων Ἐφραίμ Κατουνακιώτη.

Διάλογος νός ποτακτικο μέ τόν γέροντά του, (το πατέρα φραίμ τόν Κατουνακιώτη):

- Γέροντα, λέω τήν εχή, «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με», λλά δέν καταλαβαίνω τίποτα.
- Δέν καταλαβαίνεις σύ πού τή λές τήν εχή, λλά καταλαβαίνει διάβολος καί καίγεται, καί φεύγει.
, καλά παιδί μου, θέλεις νά δες θαμα, πό τήν εχή, π’ τήν προσευχή;
- Καί βεβαίως θέλω!
- Καλά, το λέει, θά προσευχηθ στόν Θεό νά σο δείξει να θαμα νά καταλάβεις πόση δύναμη χει εχή. Ατό τό «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με» πού στήν ποίαν εχή ναφέρονται λα τά πατερικά μας βιβλία∙ καί εδικότερα βέβαια Φιλοκαλία.
κανε προσευχή γέροντας, κανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο μέ λίγο νερό.
- λα δ παιδί μου τώρα,
το λέει, στερα πό τίς τρες μέρες, το δωσε να καλάθι – ξέρετε τί ταν τά καλάθια;- καί
- Πήγαινε νά τό γεμίσεις νερό.
- Γέροντα, λέει, με συγχωρες, τά μυαλά τά χω, τό λογικό τό χω, πς θά γεμίσει ατό νερό; Γεμίζει τό καλάθι νερό; Βρέχεται, ναί, λλά νά γεμίσει νερό;
- Καλά, παιδί μου, το λέει, δέν θελες νά δες να θαμα;
Λέει:
- Μάλιστα.
- , καί νά δες τί δύναμη χει εχή; Τό «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με» τί δύναμη χει; Γιατί τήν παντοδυναμία τς εχς τήν παίρνει π’ τόν παντοδύναμο Θεό, διότι Κύριος μν ησος Χριστός εναι καί σωτήρας το κόσμου, λλά εναι καί Θεός ληθινός, κ Θεο ληθινο. Δέ θέλεις νά τή δες;
- Πς, πς, πς!
- , κάνε ατό πού λέω, λλά θά λές τήν εχή, λο τήν εχή. Θά πς καί θρθεις χωρίς νά τήν διακόψεις καθόλου. Θά λές συνέχεια «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με».
- Ν’ναι ελογημένο.
Πάει λοιπόν στό δρόμο, περπατάει νά πάει μέχρι τήν, κε πού ταν τό νερό,
- «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με», «Κύριε σηο Χριστέ λέησόν με».
Καί βάζει τό καλάθι στη βρύση καί κάτω. Τό νερό γεμίζει τό καλάθι! Καί τό καλάθι δέν τρέχει! Δέν βγάζει οτε πό τά πλάγια, οτε πό κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια μως, δέν διακόπτει τήν εχή καί τή λέει.
- «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με», «Κύριε, ησο Χριστέ λέησόν με».
ννοεται βέβαια τι γέροντας, στό κελάκι του προσηύχετο γιά νά δείξει Θεός θαμα στόν ποτακτικό του. Τό γέμισε τό καλάθι. Μόλις τό εδε, τρέχει λοιπόν, νά τό δείξει στόν γέροντά του. Νά το πε δηλαδή τι «Γέροντα, τό καλάθι γέμισε νερό, καί δέν τρέχει».
Στόν δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας ατά τά πενήντα μέτρα, φανερώνεται διάβολος, λλά μέ νθρώπινη μορφή. Σάν καλόγεροι, σάν καλόγερος. 

Το λέει:
- Καλόγερε, το λέει, πο πς;
- Πάω στό γέροντά μου.
- Πς σέ λένε;
- Γεώργιο.
- Πόσα χρόνια χεις δ;
- Λέει, πέντε – ξι.
- Καί τί δουλειά κάνεις; Τί διακόνημα κάνεις;
- Φτιάχνουμε σφραγίδια.
Μέ τό διάλογο, δειάζει τό καλάθι καί τό νερό φεύγει πό κάτω λόκληρο. πιασε ργολογία, φησε τήν εχή. Πγε στό γέροντά του μέ δειο τό καλάθι.
- Τί συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μο φέρνεις τό καλάθι δειο;
- Γέροντα τσι κι’ τσι.
αα. φησες τήν εχή παιδί μου. Καί πιασες διάλογο καί διάλογο μέ ατόν πού φαινόταν σάν καλόγερος λλά δέν ταν καλόγερος, λλά ταν διάβολος. άν δέν το μιλοσες, τό καλάθι θά ταν γεμτο νερό. Τώρα μως πού μίλησες καί φησες τήν εχή, φυγε τό νερό. Βλέπεις λοιπόν, ταν λεγες καί σο λεγες τήν εχή τό καλάθι κρατοσε τό νερό. ταν τή σταμάτησες καί ρχισες τήν ργολογία σου, φυγε τό νερό. προσευχή, τό κομποσχοίνι μέ τό «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με», λεημοσύνη, πνευματική, διότι τό «Κύριε ησο Χριστέ λέησόν με» εναι πνευματική λεημοσύνη, νικ τό λεος το Θεο. Καμμιά μαρτία δέν εναι μεγαλύτερη π’ ατό τό λεος το Θεο (δηλ. τό λεος το Θεο μπορε νά σβήσει κάθε δική μας μαρτία). Τό λεος το Θεο εναι μεγάλο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου