Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Τα Γνωστικά θεμέλια τού μηδενισμού στον Heidegger α

Τα Γνωστικά θεμέλια τού μηδενισμού στον Heidegger 
Τής Susan Anima Taubes,
The Journal of Religion, Volume XXXIV, Number 3 , July 1954


Ι.
Ο Nietzsche είχε επισημάνει κάποτε, πως η γερμανική φιλοσοφία είναι μια λαθραία εισηγμένη θεολογία. Είχε υπόψιν του τον γερμανικό ιδεαλισμό, ο οποίος στα βαθύτερά του στρώματα περιστρέφεται κυρίως γύρω από ερωτήματα με τα οποία ασχολείται η θεολογία. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να ερμηνεύσει την φιλοσοφία τού Heidegger μέσα στο πλαίσιο αναφοράς όπου θεωρούμε τον Γνωστικισμό ως την κρυμμένη θεολογία τού Heidegger.
Θεωρείται συνήθως πως ο Γνωστικισμός αποτελείται από διδασκαλίες διάφορων θρησκευτικών αιρέσεων που άνθισαν από τον 1ο μέχρι τον 5ο μετά Χριστόν αιώνα. Ωστόσο, αν και οι αιρέσεις και πρακτικά όλα τα γραπτά τους έχουν καταστραφεί και η γνώση μας γι’ αυτές προέρχεται από τους αντιπάλους τους, οι έννοιες του Γνωστικισμού έχουν παραμείνει ενεργές στην σύγχρονη σκέψη της Δύσεως. Η ανάδυση των Γνωστικιστικών τάσεων σκέψης στους κλάδους της μοντέρνας φιλοσοφίας, όπως και στις σύγχρονες θρησκευτικές υποθέσεις και λογοτεχνικά κινήματα,  έχει επισημανθεί στην περίπτωση του γερμανικού ιδεαλισμού (F. C. Baur, Die christliche Gnosis oder christliche Religions-Philosophie in ihrer geschichtlichen Entwicklung, Tübingen 1835), του σουρρεαλιστικού κινήματος (M. Carrouges, Andre Breton et les dnees fondamentales du surrealisme, Paris 1950) και στα γραπτά της Simone Weil (M. More, La Pensee religieuse de Simone Weil, inDieu VivantNo. 17). Η έκθεση των Γνωστικιστικών θεμελίων του μηδενισμού στον Heidegger αποτελεί ένα κεφάλαιο στην αξιολόγηση της επανεμφάνισης των Γνωστικιστικών χαρακτηριστικών στην μοντέρνα πνευματική κρίση.
Καμιά συζήτηση για τον Heidegger δεν μπορεί να γίνει χωρίς νά επισημανθεί πως χρησιμοποιεί και εξουδετερώνει θεολογικές κατηγορίες. Το ερώτημα όμως γιατί η φαινομενολογική οντολογία αναγκάζεται να δανειστεί τις κατηγορίες της από θεολογικούς στοχαστές όπως οι Kierkegaard, Pascal, Luther και Αυγουστίνος, δεν έχει απαντηθεί ακόμα. Χριστιανοί θεολόγοι αναγνώρισαν αμέσως στον Heidegger έναν «αιρετικό». Η «αίρεση» όμως υπονοεί μια πολύ στενή και περίπλοκη σχέση προς την ορθοδοξία, όπου η έλξη και η άπωση πάνε χέρι-χέρι. Ο Erich Przywara (Augustinus, Leipzig 1934, σελίδες 72-97) έδωσε την κατεύθυνση για την αρμόζουσα ερμηνεία στα πλαίσια τού καθολικισμού. Ο Przywara ανακαλύπτει την διείσδυση των γνωστικιστικών μανιχαϊστικών και νεοπλατωνικών στοιχείων στον μηδενισμό του Heidegger. Επειδή όμως για τον Przywara και τους καθολικούς ακόλούθους του, ο γνωστικισμός εκφράζει τις πιο επικίνδυνες «σατανικές» δυνατότητες για τον άνθρωπο, ο Heidegger απλά αναθεματίζεται στην κριτική τους, και δεν προχωρούν την διαπίστωση τους ώστε να εκθέσουν περαιτέρω την σχέση τού Heidegger με τον γνωστικισμό.
Η δουλειά μας είναι εντοπίσουμε το σύμπαν εκείνο των στοχασμών, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι έννοιες τού Heidegger και να εκθέσουμε τα βαθύτερα ρεύματα σκέψης, τα οποία δεν ρέουν ακριβώς δια μέσου τής φιλοσοφίας του, αλλά μάλλον την ωθούν μυστικά και καθορίζουν την κατεύθυνσή της. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως η πηγή αυτών των ρευμάτων δεν βρίσκεται στην ακαδημαϊκή αλλά στην θεολογική παράδοση, και μάλιστα στην Γνωστικιστική αίρεση.
Ο τίτλος τού κύριου έργου τού Heidegger, Είναι και Χρόνος, παρουσιάζει ένα παράδοξο. Στο έργο αυτό αποσκοπεί στο να θέσει εκ νέου το ερώτημα για την σημασία τού Είναι. Η ερμηνεία τού χρόνου ανοίγει τον ορίζοντα για οποιαδήποτε κατανόηση του Είναι. Το πλαίσιο αναφοράς τής οντολογίας δεν είναι το άχρονο, αλλά ο ίδιος ο χρόνος. Το παράδοξο τής ένωσης αυτού που είναι συνήθως αποδεκτό ως έννοια τής μονιμότητας (Είναι) με την δυνατότητα τής τρεπτότητας (χρόνος) πρέπει να εξηγηθεί.
Η κριτική που ασκεί ο Heidegger στην παραδοσιακή οντολογία μάς δίνει μια πρώτη ένδειξη περί της τοποθέτησής του. Το Είναι κατανοείται στην παραδοσιακή οντολογία ως η πιο γενική έννοια. Ταυτίζοντας το Είναι με ότι πιο γενικό, η παραδοσιακή οντολογία απορρίπτει από την αρχή την οποιαδήποτε δυνατότητα «ορισμού» του Είναι. Ο Heidegger συνεπώς προσπαθεί να περιορίσει το Είναι στην έννοια τού πιο συγκεκριμένου. Το περί του Είναι ερώτημα δεν  είναι μια ευκαιρία για διασκεδαστικές υποθέσεις περί των πιο γενικών γενικοτήτων. Είναι από την μια στιγμή στην άλλη το πιο θεμελιώδες και συγκεκριμένο ερώτημα.
Από την εποχή του Αριστοτέλη, το οντολογικό ερώτημα κατευθύνεται προς την κατανόηση του γενικού υποβάθρου όλων των πραγμάτων που είναι. Το σύνολο όλων όσα είναι συνιστά τον κόσμο. Επομένως, η οντολογία έχει ως στόχο τον κόσμο, και προσπαθεί να δομήσει τις κατηγορίες της έτσι, ώστε να μπορέσει ο κόσμος να κατοικίσει σ’ αυτήν. Η οντολογία τείνει προς ένα κοσμολογικό σύστημα κατηγοριών. Από αυτήν την άποψη, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ρεαλιστικής (Αριστοτέλης) και ιδεαλιστικής (Καντ) οντολογικής προσέγγισης. Γιατί, ακόμα και αν οι κατηγορίες έχουν ως πηγή το υποκείμενο, προσανατολίζονται προς τον κόσμο (φαινόμενα). Οι κατηγορίες υπηρετούν ως εργαλεία για την κατανόηση του «αντικειμένου», του κόσμου.
Η θεμελιακή οντολογία (Fundamentalontologie) του Heidegger προσανατολίζεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο σκοπός τής οντολογίας (του) δεν είναι να διατυπώσει κατηγορίες για την κατανόηση του κόσμου, αλλά να διατυπώσει Existenzialien ως δομές του Dasein ή του Εαυτού. Το Dasein είναι ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιεί ο Heidegger για να σημάνει το Είναι (being) το οποίο είμαστε εμείς. Αυτό το «ον» βεβαίως συλλαμβάνεται «οντολογικά» ως η πράξη αυτό-συλλογισμού πριν από κάθε «οντικό» προσδιορισμό εμπειρικής, διανοητικής ή πνευματικής τάξεως. Το «Dasein» λοιπόν μπορεί να εκφραστεί με τον όρο «self», υποδεικνύοντας απόλυτη αντανακλαστικότητα χωρίς αναφορά στην έννοια της προσωπικότητας. Η θεμελιακή οντολογία δεν υπεισέρχεται στην αντίφαση μεταξύ ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Δεν ενδιαφέρεται για την απόδοση πρωτείου ούτε στο υποκείμενο, ούτε στο αντικείμενο μέσα στην «επιστημολογική σχέση», καθώς η ίδια βρίσκεται εκτός του προβλήματος τής θεμελίωσης μιας αντικειμενικής γνώσης.
Το Είναι (Being) η σημασία του οποίου εξετάζεται δεν είναι το Είναι του κόσμου αλλά του εαυτού (self). Για τον λόγο αυτό, οι κατηγορίες υποκειμένου και αντικειμένου έχουν αντικατασταθεί από υπαρκτικές κατηγορίες (Existenzialien), κατηγορίες δηλαδή της σχέσης του εαυτού προς τον εαυτό του. Ο εαυτός ορίζει όλες τις κοσμικές κατηγορίες. Ανακαλύπτεται ως αντίθεση προς τον κόσμο και όχι δια του κόσμου. Η έννοια της θεμελιακής οντολογίας συνίσταται στην επικέντρωση στον εαυτό ως όντος (Seiendes), οι τρόποι αυτό-αναφοράς (self-relation) του οποίου πρέπει να ερμηνευθούν κάτω από την προοπτική του ορισμού της σημασίας του Είναι. Και μόνο επειδή η οντολογία πρέπει να θεμελιωθεί πάνω σε μια υπαρκτική ανάλυση  του εαυτού, και επειδή «επειδή ο εαυτός στην εσώτατη ουσία του ταυτίζεται εξ’ αρχής με τον χρόνο»1, μπορεί η ερμηνεία του χρόνου να χρησιμεύσει ως ορίζοντας κάθε κατανόησης του Είναι. Από που όμως πηγάζει αυτή η ριζικά ακοσμική θεώρηση του εαυτού;
Μια υπόδειξη που δίνει ο Heidegger ίσως μας δείξει τον δρόμο προς την απάντηση. Στην υποσημείωση του σημαντικού κεφαλαίου για τον φόβο (Angst), o Heidegger αναφέρει τους Αυγουστίνο, Λούθηρο και Kierkegaard ως εξαιρέσεις του κανόνα τής «παράλειψης της υπαρκτικής ανάλυσης του Dasein»2. Η επισήμανση είναι αποκαλυπτική, εάν λάβουμε υπ’ οψιν την καλά γνωστή αντι-χριστιανική στάση του Heidegger. Μήπως δεν είναι τα βαθιά, αλλά τα καταπιεσμένα ρεύματα σκέψης εντός της χριστιανικής θεολογίας, που έρχονται σε πλήρη έκφραση στην αντιθεολογία του Heidegger; Η υπόθεση αυτή δεν είναι καθόλου παράξενη, εάν λάβουμε υπόψιν πως η επίθεση που εξαπολύει στην χριστιανική θεολογία δεν στηρίζεται σε νατουραλιστικό έδαφος. Στην πραγματικότητα κατηγορεί το θεολογικό πλαίσιο του Χριστιανισμού χαρακτηρίζοντας το υπερβολικά νατουραλιστικό. Η επίθεση που χρησιμοποιήθηκε εναντίον της κλασικής οντολογίας εφαρμόζεται και στην θεολογία: η θεολογία κινείται ακόμα μέσα στα κοσμολογικά πλαίσια. Η κλασική οντολογία και η χριστιανική θεολογία «συμφωνούν στο σημείο, πως η humanitas του homo humanus θεωρείται από την σκοπιά της προδιαγεγραμμένης ερμηνείας της φύσεως, ιστορίας, του κόσμου και του θεμελίου του»3.
Η αντιθεολογική πολεμική του Heidegger κατευθύνεται από μια πιο ριζοσπαστική θεολογική θέση. Πρέπει να θυμηθούμε πως η χριστιανική θεολογία είναι συγκρητιστική. Έχουμε να κάνουμε με μια παράδοση που πηγάζει από μια (γνωστικιστική) ιουδαϊκή αίρεση, που όχι μόνο απορρόφησε ετερογενή στοιχεία των ελληνιστικών μυστηριακών λατρειών, αλλά χρειάστηκε να συμφιλιώσει τον εαυτό της μέ συστήματα ασύμβατα με αυτήν και ξένα ακόμα και μεταξύ τους, όπως είναι η Παλαιά Διαθήκη και η μεταφυσική του Αριστοτέλη. Η πολεμική του Heidegger στρέφεται εναντίον της βιβλικής και μεταφυσικής μείωσης της χριστιανικής θεολογίας, και για τον λόγο αυτό φέρει μια μυστική, εσωτεριστική, αιρετική «χριστιανική» παράδοση. Η αναφορά στον Αυγουστίνο είναι σημαντική καθώς  ο Αυγουστίνος, ο οποίος ανακάλυψε τον «εαυτό» για την Δύση, ήταν μανιχαϊστής γνωστικιστής, ο οποίος προσηλυτίστηκε αργότερα στον Χριστιανισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως και ο Kierkegaard ανακάλυψε εκ νέου τον εαυτό για τον σύγχρονο κόσμο, αφού τον είχε διαλύσει η αντικειμενική χριστιανική φιλοσοφία του Hegel. Ο εαυτός στην ανθρωπολογία του Kierkegaard αποστρέφεται τον κόσμο. Βρίσκεται γυμνός σε απομόνωση, υπερ(δια)φυσικός (transnatural), υπερ(δια)ηθικός (transethical), ενώπιον του απόλυτου πνεύματος, ένας θεός που δεν είναι εκ του κόσμου4. Η θεμελιακή οντολογία κατασκευάστηκε με τις υπαρκτικές κατηγορίες του Kierkegaard. Η πραγματική σχέση όμως του Kierkegaard με τον Heidegger, και η σημασία της επιλογής του Heidegger να χρησιμοποιήσει θεολογικά φορτισμένους όρους σε ένα αθεϊστικό σύστημα, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσω αναφοράς στο Γνωστικισμό.
Όταν ο Heidegger ανακοινώνει πως η καταστροφή ολόκληρης της ιστορίας της οντολογίας είναι το νήμα που διασχίζει την ανάπτυξη της φιλοσοφίας του, τότε «επαναστατεί»-μέσα στην πραγματικότητα της θεωρίας-εναντίον του ίδιου κλασικού πλαισίου του κόσμου, εναντίον του οποίου εκφράστηκε ο γνωστικισμός. Η οντολογία για τον Heidegger αντιστοιχεί στην «ελληνική οντολογία και ιστορία, η οποία δια μέσου διαφόρων στροφών και διακλαδώσεων καθορίζει το εννοιολογικό πλαίσιο της φιλοσοφίας μέχρι τις μέρες μας»5. Η πορεία της παράδοσης μπορεί να ανιχνευθεί μέχρι την ελληνική θεώρηση, πως «το Dasein κατανοεί τον εαυτό του και το Είναι εν γένει, δια του „κόσμου“»6.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου