Jacob Burckhardt
Ιστορικός της τέχνης και του πολιτισμού, γεννήθηκε το
1818 στη Βασιλεία όπου και απεβίωσε το 1897. Δίδαξε ιστορία και ιστορία της
τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης από το
1843 ως το 1893.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
Π Ρ Ο
Λ Ο Γ Ο Σ
Η μετάφραση που προσφέρεται εδώ στον
αναγνώστη χρήζει κάποιων ερμηνευτικών σημειώσεων. Μέλημά μας είναι να
αποδώσουμε όσο γίνεται πιστότερα το πνεύμα στο οποίο ο ίδιος ο Jacob Burckhardt συνέλαβε τo σημαντικό αυτό κείμενο των παραδόσεων που δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της
Βασιλείας από το 1872 ως το 1880. Οι παραδόσεις αυτές εμπλουτίσθηκαν βαθμιαία
με πολλές σημειώσεις, χωρίς να απωλέσουν σε τίποτε τον ουσιαστικά προφορικό
χαρακτήρα τους. Επεδίωκε άραγε ο
συγγραφέας τους να χρησιμοποιήσει αυτό το υλικό για τη σύνταξη ενός
ολοκληρωμένου έργου; Ορισμένες ενδείξεις μάς επιτρέπουν να το υποθέσουμε· είναι
όμως επίσης πιθανό o Burckhardt να οπισθοχώρησε
μπροστά στις εξαιρετικές απαιτήσεις αυτού τού εγχειρήματος. Γεγονός παραμένει
ότι αμέσως μετά τον θάνατο του μεγάλου ιστορικού, ο ανιψιός του Jacob Oeri ανέλαβε την αξιέπαινη αποστολή να εκδώσει
αυτό το μνημειώδες έργο στο διάστημα από το 1898 ως το 1902. Παρότι συνάντησε
σημαντικές δυσκολίες, αυτό είναι ακριβώς το κείμενο που προσφέρεται σήμερα στη
γαλλική του μετάφραση.
Δεδομένης της έκτασης των σημειώσεων που
συνόδευαν το αρχικό κείμενο, μας φάνηκε συνετό να τις περιλάβουμε σε έναν
πέμπτο τόμο, καθώς και τις προσθήκες που εμφανίζονται στους δύο πρώτους τόμους
της γαλλικής έκδοσης. Ορισμένες από αυτές τις σημειώσεις περιλαμβάνουν
προσθήκες μέσα σε εισαγωγικά – πρόκειται για προσθήκες του Jacob Oeri, τις οποίες θεωρήσαμε αναγκαίο να
συμπεριλάβουμε ως έχουν, τιμής ένεκεν!
Σε ό,τι αφορά την καθαυτό μετάφραση θα
πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το κείμενο αυτό, που στην αρχική του μορφή
απευθυνόταν σε ένα ακροατήριο, δεν θα μπορούσε να έχει τη μορφή ενός
επεξεργασμένου λόγου. Επιτρέψτε μου κλείνοντας να συμπεριλάβω σε αυτή τη
μακρόχρονη μεταφραστική εργασία το όνομα του φίλου και συναδέλφου Dominique Barrot, που με την ιδιότητα του έμπειρου και
πάντοτε αφοσιωμένου γερμανιστή, υπήρξε ο αναντικατάστατος βοηθός μου. Θεωρώ
απαραίτητο να του εκφράσω εδώ την πηγαία ευγνωμοσύνη μου.
Fédéric Mugler
(Ο
Fédéric
Mugler μετέφρασε
το τετράτομο έργο του Jacob
Burckhardt από τα
γερμανικά στα γαλλικά)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΤΟΥ 1ου ΤΟΜΟΥ
Εισαγωγή
Μέρος Πρώτο: Οι Έλληνες και ο Μύθος
τους
Μέρος Δεύτερο: Κράτος και Έθνος
Ι. Η πόλη
ΙΙ. Η πόλη στην ιστορική της εξέλιξη
1. Η βασιλεία
2. Η Σπάρτη
3. Πληθυσμοί υπόδουλοι σε άλλες
πόλεις
4. Η δουλεία
5. Η ελληνική αριστοκρατία
6. Η τυραννία
7. Η δημοκρατία και η οργάνωσή της
στην Αθήνα
8. Η δημοκρατία εκτός Αθηνών
9. Η αντοχή τών αστικών πληθυσμών
ΙΙΙ.
Αντικειμενική έρευνα των πολιτικών καθεστώτων
IV. Η ενότητα του ελληνικού έθνους
1. Οι πόλεμοι μεταξύ πόλεων και οι
δυνάμεις εθνικής ενοποίησης
2. Έλληνες και Βάρβαροι
3. Ο ελληνικός πατριωτισμός
Ε Ι Σ
Α Γ Ω Γ Η
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη να αφιερώσουμε
ένα πανεπιστημιακό μάθημα στην ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού, οφείλουμε να
αποδεχτούμε εκ προοιμίου ότι αυτές οι
παραδόσεις είναι και θα παραμείνουν ένα δοκιμαστικό εγχείρημα και ότι σ’ αυτή
την περίπτωση ο διδάσκων είναι και θα παραμείνει ένας μαθητής και
συνδιδασκόμενος· επισημαίνουμε παράλληλα εκ των προτέρων ότι ο διδάσκων δεν
είναι φιλόλογος, ζητώντας να συγχωρεθούν οι κάποιες αδεξιότητες φιλολογικής
φύσεως.
Οι παραδόσεις μας εκ πρώτης όψεως μοιάζουν
παρεμφερείς με αυτές που πραγματεύονται τις αρχαιότητες και την ιστορία τής
Ελλάδας, έτσι που μας φαίνεται αναγκαίο να οριοθετήσουμε τον στόχο τους εν
σχέσει προς αυτές. Οι «αρχαιότητες» όπως τις εξέθεσε στο μνημειώδες έργο του ο Böckh, κατά την εποχή τής δικής μας νεότητάς, ξεκινούσαν με γεωγραφικές και
ιστορικές αναφορές, συνεχίζοντας με την περιγραφή τού εν γένει χαρακτήρα τού
λαού, και ακολούθως ερευνούσαν τις συνθήκες τής ζωής: δηλ. πρώτα μελετούσαν το
Κράτος ως σύνολο σύμφωνα με τις ουσιώδεις μορφές του, ακολούθως ορισμένα
ιδιαίτερα σημαντικά Κράτη στις λεπτομέρειές τους, τους πολιτικούς, διοικητικούς
και δικαστικούς θεσμούς τους, και τέλος τις διεθνείς σχέσεις και τις ηγεμονίες,
τους πολέμους στην ξηρά και τη θάλασσα, καθώς και τον ιδιωτικό βίο (τα μέτρα
και σταθμά, το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη γεωργία, την οικιακή οικονομία,
συμπεριλαμβανομένης και της διατροφής, της ένδυσης, της κατοικίας, του γάμου,
της οικογένειας, της δουλείας, της παιδείας, της ταφής και της απόδοσης τιμής
στους νεκρούς), τη θρησκεία, τη λατρεία και τις τελετές, και ως προς τις
τέχνες, τις οποίες συνήθως παρέδιδαν στην καθαυτό ιστορία τής τέχνης,
επιλέγονταν η άθληση, ο χορός και η μουσική, αφήνοντας για το τέλος την αναφορά
στις επιστήμες που καλλιέργησαν οι Έλληνες. Στο σύνολό της μια τέτοια έρευνα
ακολουθούσε τη μέθοδο των αρχαιολόγων, που συνίσταται στη μελέτη κάθε έκφρασης
ζωής με την ίδια φροντίδα αντικειμενικότητας σε ό,τι αφορά στον πλούτο και την
πληρότητά της, προκειμένου να χρησιμεύσει ως βάση σε μια μελλοντική μελέτη
κάποιου εμπειρογνώμονα· το υλικό αυτό είναι απαραίτητο για τον φιλόλογο, και
μπορεί να κοινοποιηθεί μόνο από έναν ειδικευμένο φιλόλογο και αρχαιολόγο,
κυρίως επειδή είναι ο μόνος κατάλληλος στη διαχείριση της οικονομίας του
σχετικού υλικού.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κατά
πόσο αυτό το μάθημα εξακολουθεί να διδάσκεται σε πανεπιστημιακό επίπεδο.
Άλλωστε και στο παρελθόν είχε συχνά
υποσκελιστεί από εγχειρίδια, όπως το τρίτομο έργο τών C. F.
Hermann και W. Wachsmuth Ελληνική αρχαιολογία, που εξακολουθεί
να κατέχει την πρωτοκαθεδρία. Ρίχνοντας μια ματιά στον πίνακα περιεχομένων τού
έργου Ιδιωτικές αρχαιότητες του Hermann θα αντιληφθούμε αμέσως τί επιλέγεται ως σημαντικό για ένα εγχειρίδιο
και τί είναι αυτό που δεν έχει πλέον καμμιά θέση στις αίθουσες διδασκαλίας·
συναντάμε μόνο ότι είναι ενδεχομένως
απαραίτητο να γνωρίζει κανείς και ό,τι
θα πρέπει να περιέχεται σε ένα εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο. Η δική μας
αναζήτηση δεν περιλαμβάνει παρά έναν ελάχιστο αριθμό παραγράφων σχετικά με αυτά
τα ζητήματα, και αυτές στα πλαίσια ενός εντελώς διαφορετικού συσχετισμού. Από
όλο αυτό το υλικό θα επιλέξουμε μόνο ό,τι μάς είναι απαραίτητο για να
καταδείξουμε με απόλυτο τρόπο την αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για την ύπαρξη.
Θα ήταν εύλογο να αναρωτηθεί κανείς γιατί
να μην διδάξουμε ένα μάθημα για την ελληνική ιστορία, και μάλιστα την ελληνική
πολιτική ιστορία, κάτι που θα μας επέτρεπε να συμπεριλάβουμε ταυτόχρονα προϋποθέσεις και άλλες παράλληλες ενέργειες
με τη μορφή απλών παρεκβάσεων. Εκτός από το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη άριστες
μελέτες σχετικά με την ελληνική ιστορία, θα είχαμε καταναλώσει πολύτιμο χρόνο
στην περιγραφή συμβάντων, και κυρίως στην κριτική διαπραγμάτευσή τους, σε μιαν
εποχή που η έρευνα σε ό,τι αφορά στην ακρίβεια ενός εξωτερικού γεγονότος
απαιτούσε συνήθως από μόνη της ένα ογδοόσχημο βιβλίο. Επιπλέον, αποστολή τών
βιβλίων είναι να μας ενημερώνουν καλύτερα για τα «συμβάντα»· ενώ ο δικός μας
στόχος είναι να προτείνουμε κριτικές απόψεις επί τών συμβάντων. Επομένως, αν ο στόχος μας είναι να μεταδώσουμε,
ακόμη και σε μη-φιλολόγους, μέσα σε περίπου εξήντα ώρες διδασκαλίας αυτό που
πραγματικά είναι το σημαντικότερο για τη γνώση τής ελληνικής αρχαιότητας, δεν
υπάρχει καλύτερος τρόπος από την περιήγηση στην ιστορία τού πολιτισμού.
Το δικό μας χρέος, όπως το έχουμε
συλλάβει, είναι λοιπόν να γράψουμε την ιστορία των αντιλήψεων και της σκέψης
του ελληνικού λαού, και να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τις δημιουργικές και
καταστροφικές ζωντανές δυνάμεις που ενήργησαν στη ζωή τών Ελλήνων. Και τούτο
δεν είναι δυνατόν να το κατορθώσουμε περιγράφοντας γεγονότα, αλλά ερευνώντας
την ιστορική τους εξέλιξη· στον βαθμό που η ιστορία τους αντιπροσωπεύει ένα
μέρος τής παγκόσμιας ιστορίας, θα πρέπει να μελετήσουμε τους Έλληνες μέσα από
τις ουσιώδεις ιδιαιτερότητές τους, αυτές που τους διακρίνουν από την αρχαία
Ανατολή και τα έθνη που εμφανίσθηκαν έκτοτε, αποτελώντας ταυτόχρονα τη μέγιστη
διάβαση και προς τις δύο κατευθύνσεις. Σ’ αυτό ακριβώς το εγχείρημα, δηλαδή
στην ιστορία τού ελληνικού πνεύματος θα επικεντρωθεί η παρούσα μελέτη μας. Το
μεμονωμένο γεγονός, δηλαδή αυτό που αποκαλείται συμβάν, έχει λόγο ύπαρξης μόνο
στον βαθμό που μαρτυρεί το καθολικό, και όχι σαν κάτι αυθύπαρκτο, διότι η
ζητούμενη πραγματικότητα που είναι ο τρόπος ύπαρξης, συνιστά επίσης μια
πραγματικότητα. Ερευνώντας τις πηγές μας σ’ αυτή την προοπτική, οι απαντήσεις που
θα λάβουμε θα είναι εντελώς διαφορετικές από ό,τι αν αρκεστούμε να τις
εξετάσουμε με το πνεύμα τού αρχαιολόγου.
Εξ άλλου η μετάδοση ιστορικών γνώσεων που
απευθύνεται στους πανεπιστημιακούς χώρους βρίσκεται σε περίοδο κρίσεως, γεγονός
που υποχρεώνει τούς ειδικούς να επιλέγουν ειδικευμένες διαδρομές. Το ενδιαφέρον
για την ιστορία εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις γενικές διακυμάνσεις τής
δυτικής σκέψεως, την εκάστοτε γενική κατεύθυνση του πολιτισμού μας· οι
κατατάξεις και οι μέθοδοι του παρελθόντος δεν καλύπτουν πλέον τις ανάγκες ούτε
τών βιβλίων ούτε τής εκ της έδρας διδασκαλίας. Έτσι οι κινήσεις μας αποκτούν πολύ
μεγαλύτερη ελευθερία. Ευτυχώς, αυτό που κλυδωνίζεται δεν είναι μόνο το νόημα
της ιστορίας του πολιτισμού, αλλά επίσης και η πανεπιστημιακή πρακτική (καθώς
και ένα σωρό άλλα ζητήματα).
Η ιστορικο-πολιτισμική ανάλυση έχει κατ’
ουσίαν ένα πλεονέκτημα· τη βεβαιότητα των μεγάλων ιστορικο-πολιτιστικών
γεγονότων, εν σχέσει προς τα ιστορικά γεγονότα με τη συνήθη έννοια του όρου, τα
γεγονότα δηλαδή που αποτελούν συνήθως αντικείμενο αφήγησης. Αυτά τα τελευταία
είναι από πολλές απόψεις αβέβαια, αμφισβητούμενα, παραποιημένα, ή, λαμβανομένου
υπόψη τού ιδιαίτερου χαρίσματος των Ελλήνων ως προς το αναληθές, απόλυτα
εφευρήματα της φαντασίας, ή της ιδιοτέλειας. Αντίθετα η ιστορία τού πολιτισμού
κατέχει μια πρώτης τάξεως βεβαιότητα
(primum gradum certitudinis), διότι τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό απ’ αυτά που οι πηγές και τα
μνημεία μάς προσφέρουν κατά τύχη ή ανιδιοτελώς, σχεδόν ακούσια,
υποσυνείδητα και ορισμένες φορές ακόμα και μέσα από μυθεύματα, ανεξάρτητα από
την αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία όμως ενδέχεται να αποκαλύπτουν, να
επιβεβαιώνουν και να μεγεθύνουν σκόπιμα, προσφέροντας χρήσιμες πληροφορίες στο
ιστορικο-πολιτισμικό επίπεδο.
Μια ανάλυση αυτού τού επιπέδου αγγίζει την καρδιά τής παρελθούσης
ανθρωπότητας και μας μαθαίνει τί ακριβώς αντιπροσώπευαν η ζωής της, οι
επιθυμίες της, οι σκέψεις της, οι αντιλήψεις της, οι ικανότητές της. Αγγίζει
δηλαδή έτσι κάτι το διαρκές, και αυτό το διαρκές εμφανίζεται τελικά ως κάτι
ευρύτερο και σημαντικότερο απ’ το στιγμιαίο, ως μια ευρύτερη και πιο διδακτική
χαρακτηριστική λεπτομέρεια από ότι ένα
γεγονός, διότι τα γεγονότα δεν αποτελούν παρά τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις αυτής
τής εγγενούς δυνατότητας, η οποία δεν παύει να τα αναγεννά. Έτσι, αυτό που
επιδιώκεται και προϋποτίθεται είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που συμβαίνει, ο
τρόπος αντίληψης έχει αντίστοιχη σημασία με την οποιαδήποτε πράξη, διότι στην
κατάλληλη στιγμή μέσα απ’ αυτόν θα συντελεστεί:
«Αν έχω προηγουμένως ερευνήσει την καρδιά
τού ανθρώπου,
Γνωρίζω επίσης αυτό που επιθυμεί και αυτό που πράττει».
Αλλά ακόμη και αν μια προβλεπόμενη πράξη
δεν υλοποιηθεί στην πραγματικότητα, ή συντελεστεί με διαφορετική μορφή, η ιδέα
που προϋπέθεσε την υλοποίησή της, ή τη συγκεκριμένη μορφή της διατηρεί την αξία
της εξ αιτίας των χαρακτηριστικών που την απαρτίζουν· οι αρχαιοελληνική
παράδοση βρίθει από ενδείξεις αυτού του είδους.
Ίσως μάλιστα το διαρκές που προκύπτει από
αυτές τις χαρακτηριστικές ενδείξεις να αποτελεί και το αυθεντικότερο «μέρος τής
πραγματικότητας» των αρχαίων χρόνων, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι
αρχαιότητες. Έτσι ανακαλύπτουμε εδώ την παντοτινή Ελλάδα, ανακαλύπτουμε μια μορφή
και όχι κάποιον ιδιαίτερο παράγοντα.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί όμως ότι
σ’ αυτή την προοπτική δεν παρακάμπτονται μόνο τα συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά
και τα πρόσωπα. Η ιστορία τού πολιτισμού είναι μια ιστορία χωρίς την παρουσία
αυτών τών μεγάλων ανδρών, των οποίων η βιογραφία καταλαμβάνει μέγα μέρος τής
ελληνικής ιστορίας !
Θα είναι ασφαλώς παρόντες, χωρίς το πλήρες
βιογραφικό τους, όπου η απεικόνιση και η μαρτυρία τους θεωρείται απαραίτητη
προς όφελος των πνευματικών συμβάντων. Δεν θίγεται η δόξα τους επειδή δεν
αναφέρονται σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, διότι θα κληθούν να
παραστούν ως εκφραστές και ως βασικοί μάρτυρες τής πλήρους ολοκληρώσεώς του.
Είναι όμως αλήθεια ότι θα χρειαστεί να θυσιάσουμε τα βιογραφικά τους εύσημα.
Γεγονότα όμως γενικού ενδιαφέροντος, όπως
αυτά που απαρτίζουν την ιστορία τού πολιτισμού, είναι ασφαλώς δυνατόν να έχουν
συνολικά μεγαλύτερη σημασία από τα ιδιαίτερα γεγονότα, το επαναλαμβανόμενο να
αποκτά μεγαλύτερη σημασία από το έκτακτο !
Ένα ακόμη πλεονέκτημα που χαρακτηρίζει την
ιστορία τού πολιτισμού είναι ότι μπορεί να συλλέγει τα γεγονότα και να τα
προβάλλει ανάλογα με τη σχετική τους αξία, και ότι δεν χρειάζεται να υποτιμήσει
την έννοια του σχετικού, όπως συμβαίνει όταν τα ερευνώνται από τη σκοπιά τού
αρχαιολόγου, με το κριτικό πνεύμα τού ιστορικού.
Διότι σκοπός της είναι να αναδείξει γεγονότα
ικανά να συντελέσουν στη δημιουργία μιας πραγματικά οικείας σχέσης με το πνεύμα
μας, να αφυπνίσουν μιαν αληθινή συμμετοχή με τη μορφή τής συγγένειας ή τής
αντίθεσης προς εμάς. Αφήνοντας όμως στο περιθώριο τα απορρίμματα.
Δεν θα πρέπει ωστόσο να αποκρύψουμε τις
ουσιαστικές δυσχέρειες της ιστορικο-πολιτισμικής ανάλυσης.
Η βεβαιότητα του ιστορικο-πολιτισμικού
γεγονότος αντισταθμίζεται εν μέρει από της μεγάλες ψευδαισθήσεις που απειλούν
τον ερευνητή από άλλες απόψεις. Πώς διακρίνει αυτό που είναι χαρακτηριστικό και
έχει διάρκεια, αυτό που αποτελεί κινητήρια δύναμη και αυτό που δεν αποτελεί ; Ο
μόνος τρόπος να το συλλέξει είναι μέσα από μακρόχρονες και εκτεταμένες μελέτες·
στο μεταξύ θα συναντήσει επανειλημμένα πολλά πράγματα που δεν έπαψαν ποτέ να
θεωρούνται σημαντικά, και θα κληθεί επίσης να θεωρήσει το μεμονωμένο γεγονός
χαρακτηριστικό και σημαντικό παρότι τυχαίο. Στη διάρκεια της μελέτης του,
ανάλογα με τη διάθεση ή τη στιγμή, ανάλογα με την έφεση ή την κόπωση, και
κυρίως ανάλογα με το επίπεδο ωρίμανσης της έρευνάς του, θα του συμβεί να θεωρήσει
κάποιο αντικείμενο της μελέτης του ασήμαντο και χωρίς αξία, ή αντίθετα
ιδιαίτερα σημαντικό και ενδιαφέρον από κάθε άποψη. Η ισορροπία εξασφαλίζεται με
την επίμονη ανάγνωση διαφορετικών ειδών και τομέων τής ελληνικής λογοτεχνίας·
χρειάζεται ιδιαίτερα μεγάλος μόχθος για να καταλήξει κανείς τουλάχιστον σε ένα
συμπέρασμα: είναι περισσότερο επωφελές να «τείνει κανείς το ους» με μια σταθερή
επιμέλεια.
Είναι όμως αλήθεια ότι η αφθονία τών κειμένων είναι τόσο μεγάλη, που
μπορεί να οδηγήσει σε απελπισία, και θα πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι μέχρι
στιγμής υποκύψαμε στην απόλυτη αυθαιρεσία σε ό,τι αφορά την επιλογή τών υπό
μελέτη θεμάτων.
(συνεχίζεται)
Περιμένουμε με ανυπομονησία για τη συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει, Αμέθυστε, ολοκληρωμένο και δημοσιευμένο το έργο στις εκδόσεις σου;
ΑπάντησηΔιαγραφήAκόμη φίλε. Είναι πολύτομο.Τώρα ετοιμάζουμε τόν πρώτο τόμο σάν ebook,όπως λέγεται. Θέλει υπομονή δυστυχώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη! Σε ευχαριστούμε για τα κείμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο έχω στα αγγλικά αν το βιάζεσαι κ. Μανάτο.
ΑπάντησηΔιαγραφήgabtheo
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ. Δεν μου είναι άμεσα χρήσιμο το αγγλικό κείμενο αλλά εφόσον έχεις την καλοσύνη μπορείς να μου το στείλεις εδώ:spyridonmanatos@gmail.com. Σε ευχαριστώ και πάλι.
Ευχαριστώ για την προσπάθεια του Αριστοτελικού Ομίλου Φιλοσοφίας Κέρκυρας να συμβάλει με τις εργασίες, παρουσιάσεις, μελέτες στο "ζωντάνεμα" της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, που είναι άκρως απαραίτητο στους χαλεπούς καιρούς, που βιώνουμε. Ακολουθώ, ενδιαφέρομαι& επαυξάνω από μέρους μου! Ελένη Κωστέα kostel@hotmail.gr
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε επίσης. Δυστυχώς στήν Ελλάδα εκτός λίγων εξαιρέσεων εγκαταλείψαμε τήν ρίζα μας. Καί δικαίως δέν παράγει καρπό αναγκάζοντας τούς διανοούμενους τής εποχής μας νά στρέφονται στά δάνεια γιά νά μήν μείνουν άγονοι.Μόνο πού τά δάνεια πληρώνονται.Αντίθετα από τούς καρπούς τού κήπου μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή