Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ (9)

Συνεχίζεται από Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2019
ΠΕΡΙ  ΕΥΤΥΧΙΑΣ 

Του Werner Beierwaltes

10. Η υπέρτατη μορφή Ευτυχίας συνίσταται στην κατάκτηση της αλήθειας

Το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος ισχυρίζεται με αποφασιστικότητα την ιδέα ότι η αληθινή και αυθεντική ζωή πραγματοποιείται μόνον στο εσχατολογικό μέλλον της μακάριας θεωρίας (visio beatificia) δεν σημαίνει ότι αυτοί οι οποίοι είναι «ευτυχείς στην ελπίδα» πρέπει να περιμένουν παθητικά την θεία Χάρη. Δεν μπορούν να αποκτήσουν «με την αξία τους» το επιθυμητό τέλος, αλλά είναι προσκεκλημένοι στην αγαθή ζωή (bene vivere) όπως και στην κατάσταση της ευτυχισμένης ζωής (beate vivere). Αυτή η συνθήκη δεν πρέπει να κατανοηθεί με την ηθική έννοια. Αφορά τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου ο οποίος γίνεται κριτήριο μιας πράξης με σημασία. Η σκέψη πρέπει να ανακαλύψει την προϋπόθεσή της και μαζί μ’ αυτή την δυνατότητα, που περικλείεται σ’ αυτή, να ενωθεί ή να μετέχει «ήδη από τώρα, τώρα», στην αρχή της ευτυχισμένης ζωής μέσω της σκέψης και της γνώσεως[εντελώς απρόσωπη μείωση του ανθρώπου].
Αυτή την θεμελιώδη θέση του Αυγουστίνου θα φανερώσουμε στην συνέχεια με ορισμένα κείμενά του, όπου μεταξύ των άλλων αποκαλύπτεται ότι η θέση του Αυγουστίνου για την ευτυχία, στηρίζεται στην αντίστοιχη του Πλωτίνου.
Όλα αυτά τα κείμενα χαρακτηρίζονται από μια κοινή παραδοχή: η σκέψη του ανθρώπου πρέπει να απομακρυνθεί από την παγίδα και την γοητεία που ζει στην αίσθηση και την χρονικότητα και πρέπει να επιστρέψει στην εσωτερικότητα, διότι αυτή η τελευταία είναι ικανή να ξεκαθαρίσει αυτό που βιώνεται μέσω της αισθήσεως[Αυτή η εσωτερικότης λοιπόν παίρνει ήδη την θέση του νοός και καθίσταται, όπως είδαμε και στον Πορφύριο και όπως δηλώνεται και στην συνέχεια, το υποκείμενο]. Η αντίληψη αυτή του Αυγουστίνου αντιτίθεται στην θέση σύμφωνα με την οποία η αισθητή εμπειρία είναι ικανή, από μόνη της, να προσφέρει την αληθινή γνώση! Μια τέτοια διαμεσολάβηση μπορεί να συμβεί μόνον δυνάμει μιας προκαταρκτικής παρουσίας της έννοιας στα αισθητήρια, αλλά η δύναμις και το εύρος αυτής της έννοιας μπορούν να έλθουν στο φως μόνον μέσω της επιστροφής στην εσωτερικότητα. [η ουσία του υποκειμένου].
Η πιο σημαντική πρόταση του έργου «De vera religione», Περί της αληθινής θρησκείας, έχει σαν αντικείμενο αυτή την εσωτερική αρχή της συνειδητοποιήσεως και της αλήθειας, που γίνεται κατανοητή σαν μια διατύπωση η οποία συστήνεται, οικοδομείται, από την έννοια. [αυτός είναι ο σύγχρονος φιλόσοφος ή φιλο-φιλόσοφος και το Ευαγγέλιό του είναι οι κριτικές του Καντ, η φαινομενολογία του Χούσσερλ και η αποκάλυψή του ο Ζαρατούστρας τού Νίτσε]. “Noli foras irein teipsum rediIn interior homine habitat veritas”, «Μην πας προς τα έξω, προς το εξωτερικό: επέστρεψε στον εαυτό σου. Στον εσωτερικό άνθρωπο κατοικεί η αλήθεια». [αυτός ο εσωτερικός άνθρωπος δεν είναι ο εσωτερικός της καρδιάς άνθρωπος, είναι η θέλησή μας, το γνωμικό μας θέλημα ή η πρόθεσή μας σήμερα. Ο εσωτερικός τής καρδιάς άνθρωπος αποκάλυψε ένα μέρος του στον δεύτερο πλου του Σωκράτη, είναι η αθάνατη πνοή ζωής η οποία αμαυρώθη με την πτώση. Στην Δύση η θέληση αυτή κυριάρχησε σαν Βούληση για δύναμη. Στην Εκκλησιαστική μας παράδοση είναι ο Δαβίδ που πολεμά και σκοτώνει τον Γολιάθ, την Βούληση για δύναμη. Η Δυτική Εκκλησία από το θεμέλιό της, τον Αυγουστίνο, παρανόησε την διδασκαλία του Κυρίου , ονομάζοντας τον αρχαίο φιλόσοφο, χωρίς μετάνοια και μεταμόρφωση, Χριστό]. Ο εσωτερικός άνθρωπος είναι η σκεπτόμενη αυτοσυνειδησία ή η νόηση (mens) που είναι συνειδητή του θεμελίου της, νόηση στην οποία και μέσω της οποίας μπορεί να ανακαλυφθεί η αλήθεια. Με μια παρόμοια παρότρυνση ξεκινά και το χωρίο των Εξομολογήσεων, VII, 10: «Με την καθοδήγησή σου εισήλθα στο εσωτερικό μου και το κατόρθωσα διότι εσύ με βοήθησες. Εισήλθα και είδα…».
Η αισθητή εμπειρία βάζει μπρός την κίνηση της επιστροφής της σκέψης στον εαυτό της, και γι’ αυτό, χρειάζεται η σκέψη, η οποία απομακρύνεται από την αισθητή εμπειρία, να έχει προηγουμένως σε ενέργεια ένα στοιχείο συνειδητότητος το οποίο είναι ικανό να καθορίσει την ίδια την σκέψη σ’ αυτή την επιστροφή. Η σκέψη πρέπει να διαθέτει ήδη από τον εαυτό της μια αδιαφοροποίητη ακόμη γνώση, η οποία δεν είναι τελείως αυθεντική αλλά είναι παρούσα ακόμη και στην αισθητή εμπειρία και μπορεί, μ’ αυτόν τον τρόπο, να αναγνωρίσει την σχετικότητα και την ανεπάρκεια.
Αυτός ο περιορισμός της αξίας της αισθητής εμπειρίας δεν πρέπει να μας οδηγήσει να σκεφθούμε πως ο κόσμος και το σώμα είναι εχθροί: στην βάση του υπάρχει η πρόθεση τής κατανοήσεως τής αισθητής εμπειρίας στην ουσία της, δηλαδή να εκφράσουμε μια αληθινή κρίση σχετικά με αυτή.
Η έννοια της επιστροφής της σκέψης στην εσωτερικότητά της θέτει μ’ αυτή την επιστροφή το ξεκίνημα της εσωτερικής αναβάσεως (ascensus in corde). [Αυτή είναι η υπέρβαση ή αυθυπέρβαση, η βασική έννοια του πρόσωπου]. «Η δωρεά σου μας φλέγει και μας ανεβάζει ψηλά, φλεγόμαστε και ξεκινάμε. Ανεβαίνουμε στις “αναβάσεις εν τη καρδία»”μας και ψάλλουμε την ωδή των αναβαθμών». (Ψαλμοί, 83, 6)! Εξομολογήσεις, XIII 9, 10! Η εσωτερικότης της συνειδήσεως χαρακτηρίζεται από διαφορετικούς βαθμούς εντάσεως. Ο Αυγουστίνος τους ονομάζει ως εξής: «μάτι της ψυχής», πνεύμα, (νους, mens), νοερή ψυχή (ratiocinans mens). Το φως που βρίσκεται πάνω από την νόηση και άρχει αυτής, ο ηγεμών, ταυτίζεται με την απόλυτη αλήθεια, στην άχρονη αμεταβλητότητα, ταυτίζεται με «αυτό που είναι». (Εξ. VII 17, 23). Η περιγραφή του βιώματος αυτού, στις Εξομολογήσεις IX, 10, 24: «Η συζήτηση μάς οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι όσο μεγάλες απολαύσεις και αν προσφέρουν οι σωματικές αισθήσεις, και όση αίγλη και αν διαθέτει ο κόσμος των αισθητών, όχι μόνο δεν συγκρίνονται με την αιώνια ζωή, αλλά δεν αξίζουν ούτε να αναφέρονται. Με μια αίσθηση ασύγκριτα πιο φλογερή ανεβαίναμε «επί τό αυτό». (Ψαλμοί 4,9) Ανεβαίναμε μια μια τις βαθμίδες, πέρα από κάθε τι το υλικό, πέρα από τον ουρανό τον ίδιο, όπου ο ήλιος, το φεγγάρι και τα’ αστέρια καταυγάζουν την γη. Δοσμένοι στον διαλογισμό, στην συζήτηση και στον θαυμασμό των έργων σου, όλο και ανεβαίναμε εντός μας. Τότε εισχωρήσαμε στον νου μας και πήγαμε πιο πέρα από εκεί που φτάνει ο νους, στον τόπο της αστείρευτης αφθονίας, εκεί που χορταίνεις αιώνια τον λαό τού Ισραήλ με τροφή την αλήθεια, εκεί που η ζωή είναι η σοφία, που από αυτή γίνονται όσα είναι και όσα ήσαν και όσα θα είναι, όμως η ίδια δεν έγινε, αλλά είναι όπως ήταν, και έτσι θα είναι στους αιώνες. Σ’ αυτή δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον, αλλά μόνον είναι, γιατί είναι αιώνια. Γιατί αν κάτι ήταν ή θα είναι, δεν είναι αιώνιο.» [Αυτός είναι ο νοητός κόσμος, αυτός που ανακάλυψε ο Σωκράτης με τον δεύτερο πλου, όπως περιγράφεται στον Φαίδωνα. Είναι το αρχέτυπο της Γης της Επαγγελίας, της Γης Χαναάν, στην οποία οδήγησε ο Κύριος τους ελευθερωμένους Ισραηλίτες. Η κατοικία όμως σ’ αυτόν τον κόσμο, η μόνιμη ύπαρξη σ’ αυτόν, είναι ο νους και η νόηση. Η μόνιμη ύπαρξη σ’ αυτόν τον κόσμο είναι προσωπική. Απαιτείται θέληση! Το Φως που άρχει του νοητού κόσμου είναι το φως που περιέχει «εν δυνάμει» ο νους, που γεννά τον νου, η δεύτερη υπόσταση του Πλωτίνου. Αυτό το Φως ονόμασε ο Βαρλαάμ άκτιστο, ακολουθώντας τον Αυγουστίνο. Δεν είναι βεβαίως. Είναι το κατ’ εικόνα, η πνοή της ζωής. Αυτό το αρχέτυπο ονόμασε ο Αυγουστίνος πνεύμα και έντυσε την κτιστή εμπειρία των αρχαίων φιλοσόφων με χριστιανικό ένδυμα, καταργώντας την Καινή Διαθήκη, το Ευαγγέλιο της Ενανθρωπήσεως. Σήμερα ονομάζεται αυθυπέρβαση και παρότι οι άνθρωποι δεν κατέχουν ούτε αυτή την κτιστή, μεταφυσική εμπειρία, στην μνήμη της θεμελιώνουν την φιλοσοφία του προσώπου, μια ερμηνεία της υπάρξεως τού κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Έναν πρόδρομο στην πραγματικότητα της Ενανθρωπήσεως. Αυτή η εικόνα και ομοίωση, θεμελιώνει και την εκκλησιολογία του Ζηζιούλα, και την ανθρωπολογία του Γιανναρά, διότι η αναλογία, η δυνατότης του κτιστού να ζήσει με τους όρους του ακτίστου, όπως λέει, απορρέει από την μίμηση ακριβώς ,από την οντολογία του Πλάτωνος. Από την παρερμηνεία τού καθ’ ομοίωσιν. Σήμερα ξεσήκωσε την σύγχυση του Βαρλαάμ, μέσα στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, ο Ράμφος. Αναγέννησε την πλάνη. Μόνο που ο Θεός τούς είχε ήδη προβλέψει και μας είχε προστατέψει με την θεολογία τού Ρωμανίδη, ο οποίος δυστυχώς στο τέλος του υπέκυψε στην κενοδοξία και κλώτσησε βίαια το έργο της ζωής του]. Έτσι δοσμένοι στον διαλογισμό και την ενατένιση, για μια στιγμή αγγίξαμε την «απαρχή του πνεύματος». [Σ’ αυτή την φράση ντύνεται ο λόγος του Πλωτίνου «θεώτερον το ψυχής προς το άνω γειτόνημα» Ενν. 5, 1, 34-36, με χριστιανικό ένδυμα πάλι]. «Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από το στήθος μας, και την αφήσαμε πίσω μας, εκεί ψηλά, προσκολλημένη στο αιώνιο, ενώ εμείς επιστρέφαμε στον μάταιο θόρυβο των χειλιών μας, εκεί που τα λόγια των ανθρώπων αρχίζουν και τελειώνουν. Αλλά τί μπορεί να συγκριθεί με τον Λόγο σου, Κύριε; Αυτός μένει πάντα “επί το αυτό” και ποτέ δεν γερνά, όμως όλα τα άλλα τα ξαναγεννά» ! [Η απόλυτη σύγχυση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Γι’ αυτό δίδαξε την κτιστή Χάρη ο Αυγουστίνος και πραγματικά αυτό που βίωσε είναι κτιστό και μάλιστα γίνεται και απογίγνεται. Η σύγχυση αυτή οφείλεται στην ταύτιση του “Mεταφυσικού” με το άκτιστο. Και όταν η Δύση του Νίτσε, κήρυξε τον θάνατο του Θεού, τα φτωχά πνεύματα της Δύσεως αρνήθηκαν την Μεταφυσική, την οποία είχαν ταυτίσει με την θεότητα, όπως την είχε αρνηθεί και η Αναγέννηση. Σήμερα προσπαθούν να αναγεννήσουν την ταυτότητα].
Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου