Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

«Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις»

Ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν μία ἀπόλυτηφανέρωσις τοῦ Θεοῦ. Ἦταν, πρωταρχικά, ἡ ἀποκάλυψιςτῆς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Λόγος τῆς Ζωῆς» (Α΄ Ἰωάν. 1, 1). Ἡ ἐνσάρκωσις καθ‘ ἑαυτήν, ἀπὸ μιὰ ἄποψι ἦταν ἡ ἐμψύχωσις τοῦ ἀνθρώπου ὅπως καὶ ἡ ἀνάστασις τῆςἀνθρωπίνης φύσεως. Κατὰ τὴν ἐνσάρκωσι ἡ ἀνθρώπινηφύσις δὲν χρίσθηκε ἁπλῶς σὲ οἰκεία καὶ «ὑποστατικὴ» ἕνωσι μὲ τὴν ἴδια τὴ Θεότητα. Στὴν ἀνύψωσι αὐτὴ τῆςἀνθρωπίνης φύσεως σὲ μιὰ διαρκὴ ἐπικοινωνία μὲ τὴ Θεία Ζωή, οἱ Πατέρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὁμόφωνα, διέβλεψαν τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας. «Τοῦτο σώζεται, ὃ καὶ ἑνοῦται μετὰ τοῦ Θεοῦ», λέγει ὁ ἍγιοςΓρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. Καὶ ὅ,τι δὲν ἑνωθῆ κατ‘ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν θὰ σωθῆ καθόλου(Ἐπιστολὴ 101 πρὸς Κληδόνιον). Αὐτὸ ὑπῆρξε τὸ θεμελιακὸ κίνητρο ὅλης τῆς πρώιμηςθεολογίας στὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο, στὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, στοὺς Καππαδόκες, στὸν Ἅγιο ΚύριλλοἈλεξανδρείας, στὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Ἐν τούτοις, τὸ κορύφωμα τῆςἘνσαρκώσεως ὑπῆρξε ὁ Σταυρός, ὁ θάνατος τοῦ Ἐνσαρκωμένου Κυρίου. Ἡ Ζωὴ ἀποκαλύφθηκε πλήρως μέσα στὸ θάνατο. Τοῦτο εἶναι τὸ παράδοξο μυστήριο τῆςΧριστιανικῆς πίστεως: ἡ ζωὴ διὰ τοῦ θανάτου, ἡ ζωὴ ἀπὸ τὸν τάφο, τὸ Μυστήριο τοῦ ζωηφόρου τάφου. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀναγεννῶνται μέσα στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωὴ μόνοδιὰ τοῦ βαπτισματικοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ· ἀναγεννῶνται ἐν Χριστῷ μέσαστὴν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος (Ρωμ. 6, 3-5). Αὐτὸς εἶναι, ἀκριβῶς, ὁ ἀμετάθετος νόμοςτῆς ἀληθινῆς ζωῆς. «Ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ» (Α΄ Κόρ. 15, 36). Ἡ σωτηρία ὁλοκληρώθηκε στὸ Γολγοθά, ὄχι στὸ Θαβώρ, ἂν κι ἐκεῖ ἀκόμη ἔγινε λόγος γιὰ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 9, 31). Ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πεθάνη, γιὰ νὰ κληροδοτήσηστὴν ἀνθρωπότητα τὴν πληρότητα τῆς Ζωῆς. Τοῦτο δὲν ἦταν ἀναγκαιότητα τοῦ κόσμου. Ἦταν ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Ἀγάπης, ἀναγκαιότητα τῆς Θείας τάξεως. Τὸ μυστήριο αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε. Γιατί ἔπρεπε ἡ ἀληθινὴ ζωὴ νὰ ἀποκαλυφθῆ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ «Ἑνός», ποὺ εἶναι «ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή»; Μόνη ἀπάντησις εἶναι ὅτι ἡ σωτηρία ἔπρεπε νὰ εἶναι νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, ἐπὶ τῆς θνητότητος τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἔσχατος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν, ἀκριβῶς, ὁ θάνατος. Ἡ Λύτρωσις δὲν ἦταν οὔτε ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων, οὔτε ἡ «καταλλαγὴ» τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ἦταν ἡ ἐλευθέρωσις ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. «Ἡ μετάνοια δὲν σώζει ἀπὸ τὴν κατάστασι τῆςφύσεως (μέσα στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔχει περιπέσει διὰ τῆς ἁμαρτίας), ἁπλῶς διακόπτει τὴνἁμαρτία», λέγει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία «βυθίσθηκε ὁλόκληροςμέσα στὴ διαφθορά». Τὸ ἔλεος, ὅμως, τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἀφήση «ἐκεῖνα τὰ πάλαιποτὲ λογικὰ πλάσματα, τὰ μετέχοντα τοῦ Λόγου, νὰ καταστραφοῦν καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴνἀνυπαρξία διὰ τῆς διαφθορᾶς». Ἔτσι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «κενώθηκε» καὶ ἐνσαρκώθηκε, ἀνέλαβε τὸ σῶμα μας, «ὥστε, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴ φθορά, Αὐτὸς νὰ κατορθώση νὰ τὸν ἐπαναφέρη στὴν ἀφθαρσία, καὶ νὰ τὸν ζωοποιήση, ἀπὸ τὸ θάνατο μὲ τὴν πρόσληψι τοῦ σώματός του καὶ μὲ τὴ χάρι τῆς Ἀναστάσεως, ἐκδιώκοντας τὸ θάνατο, ὅπως ἡ φωτιὰ τὸ ἄχυρο» (Περὶ Ἐνανθρωπήσεως 6-8). Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, ὁ Λόγος ἔγινεσὰρξ γιὰ νὰ ἀπαλείψη τὴ «φθορά» τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ θάνατος, ὅμως, δὲνκαταργεῖται μὲ τὴν παρουσία τῆς ζωῆς στὸ θνητὸ σῶμα ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸν ἑκούσιο θάνατοτῆς Ἐνσάρκου Ζωῆς. Ὁ Λόγος ἐνσαρκώθηκε, ἐπειδὴ ἡ σὰρξ ἦταν θνητή. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιοςτονίζει πολὺ χαρακτηριστικά· «Γιὰ νὰ δεχθῆ τὸ θάνατο προσέλαβε τὸ σῶμα», ἢ γιὰ νὰ μνημονεύσουμε καὶ τὴν παρατήρησι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, «forma moriendi causa nascendi est» (De carne Christi 6).

Ἡ ἔσχατη αἰτία τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὴ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ὑπέστη τὸ θάνατο, τὸν διὰ– πέρασε καὶ ὑπερνίκησε τὴ θνητότητα καὶ τὴ φθορά. Ἐζωοποίησε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ἑπομένως, εἶναι ἡ προέκτασις τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἔφερεἀποτελέσματα ὄχι ὡς ὁ θάνατος τοῦ Μόνου Ἀμώμου, ἀλλὰ ὡς ὁ θάνατος τοῦ ἘνσαρκωθέντοςΛόγου. «Εἴχαμε ἀνάγκη ἑνὸς Ἐνσάρκου Θεοῦ, Ἑνὸς Θεοῦ προωρισμένου εἰς θάνατον, γιὰ νὰ κατορθώσουμε νὰ ζήσουμε», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν τολμηρὴ αὐτὴ καὶ ἐκπληκτικὴ φράσι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ (Λόγος 45, εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, 28: ἐδεήθημενΘεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου). Δὲν ἦταν ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ἀπέθανε ἐπάνω στὸ Σταυρό. Στὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη ὑπόστασις. Ἡ προσωπικότητά Του ἦταν θεία καὶ ὅμως ταυτόχρονα ἐνσαρκωμένη. «Γιατὶ Αὐτός, ποὺ ὑπέφερε, δὲν ἦταν κάποιος κοινὸςἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ποὺ ἀγωνίσθηκε τὸν ἀγώνα τῆςὑπομονῆς», λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (Κατηχήσεις 13, 6). Θὰ ἦταν, ἴσως, σωστὸ νὰ λεχθῆ ὅτι ὁ Θεὸς ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ μόνο κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύσι Του (ποὺ ἦταντῆς ἰδίας οὐσίας μὲ τὴ δική μας). Ἦταν ὁ ἑκούσιος θάνατος τοῦ Ἑνός, ποὺ ἦταν ὁ ἴδιος ἡ Αἰώνια Ζωή. Πραγματικά, ἕνας ἀνθρώπινος θάνατος, ἕνας θάνατος «σύμφωνος πρὸς τὴνἀνθρώπινη φύσι», καί, ὅμως, θάνατος μέσα στὴν ὑπόστασι τοῦ Λόγου, τοῦ ἘνσαρκωθέντοςΛόγου. Δηλαδὴ ἕνας ἀναστάσιμος θάνατος. «Βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι» (Λουκ. 12, 50).«Ἦταν ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, καὶ τὸ αἷμα, ποὺ χύθηκε μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸςβαπτίσθηκε», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός (Λόγος 37, 17). Αὐτὸς ὁ θάνατοςἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὡς βάπτισμα αἵματος, εἶναι ἡ βαθύτερη οὐσία τοῦ λυτρωτικοῦ μυστηρίουτοῦ Σταυροῦ.

Τὸ βάπτισμα εἶναι καθαρμός. Καὶ τὸ Βάπτισμα τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁ καθαρμὸς τῆς ἀνθρωπίνηςφύσεως, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸ τῆς ἀποκαταστάσεως στὴν Ὑπόστασι τοῦ Ἐνσάρκου Λόγου. Τοῦτο εἶναι λουτρὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μέσα στὸ αἷμα τῆς θυσίας τοῦ Θείου Ἀμνοῦ, καὶ πρωταρχικά, μάλιστα, λουτρὸ τοῦ σώματος, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτιῶν ἀλλὰ τῆς ἀνθρωπίνηςἀδυναμίας καὶ τῆς ἰδίας τῆς θνητότητος. Εἶναι τὸ λουτρὸ προπαρασκευῆς γιὰ τὴ μέλλουσαἀνάστασι, ἕνα λουτρὸ τῆς ὅλης ἀνθρωπίνης φύσεως, ἕνα λουτρὸ τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος στὸ πρόσωπο τοῦ νέου καὶ μυστικοῦ Πρωτοτόκου, τοῦ «Ἐσχάτου Ἀδάμ». Αὐτὸ εἶναι τὸ βάπτισμαδι‘ αἵματος τῆς Ἐκκλησίας, καί, πραγματικά, ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. «Ἐξαγνισμὸς ὄχι γιὰ ἕναἐπὶ μέρους τμῆμα τῆς ἀνθρωπότητος, οὔτε γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Κτίσι καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα», γιὰ νὰ παραθέσουμε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸνΝαζιανζηνὸ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά (Λόγος 45, 13).

Ὁ Κύριος ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἦταν ἕνας ἀληθινὸς θάνατος. Ὄχι, ὅμως, ἀπόλυταὅμοιος μὲ τὸ δικό μας θάνατο, ἁπλῶς γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Ἐνσάρκου Λόγου, ὁ θάνατος μέσα στὴν ἀδιαίρετη Ὑπόστασι τοῦ Λόγου, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ θάνατος τῆς«ἐνυποστάτου» ἀνθρωπότητος. Τοῦτο, βέβαια, δὲν μεταβάλλει τὸν ὀντολογικὸ χαρακτήρατοῦ θανάτου ἀλλὰ μεταβάλλει τὸ νόημά του, τὴ σημασία του. Ἡ Ὑποστατικὴ Ἕνωσις» οὔτεδιακόπηκε οὔτε καταστράφηκε ἀπὸ τὸ θάνατο⋅ ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μετὰ τὸ χωρισμότους, ἔμειναν ἑνωμένα διὰ τῆς Θειότητος τοῦ Λόγου, ἀπὸ τὴν ὁποία οὔτε ἡ ψυχὴ οὔτε τὸ σῶμα ἀποχωρίσθηκαν ποτέ. Ἦταν ἕνας «ἀδιάφθορος θάνατος», ποὺ ὑπερνίκησε τὴ «φθορὰ» καὶ τὴ «θνητότητα» καὶ ἔτσι ἐγκαινίασε τὴν ἀνάστασι. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος τοῦ ἘνσάρκουΛόγου ἀποκαλύπτει τὴν ἀνάστασι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (Ἁγ. Ἰωάνν. τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως 3, 27· πρβλ. Ὁμιλία εἰς τὸ Μέγα Σάββατον 29). «Σήμερατελοῦμε τὴν Θεία Εὐχαριστία, γιατὶ ὁ Κύριός μας προσηλώθηκε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ», διακηρύττει σὲ ὀξεία διατύπωσι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Εἰς τὸν σταυρὸν καὶ εἰς τὸνληστήν, Ὁμιλία 1). Ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ εἶναι νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάστασις, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἡ νίκη αὐτὸς καθ‘ ἑαυτόν. Ἡ Ἀνάστασιςἀποκαλύπτει μόνο καὶ παρουσιάζει τὴ νίκη ποὺ κερδήθηκε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἡ νίκη αὐτὴ ἔχειἤδη τελεσιουργηθῆ μὲ τὴν κίνησι τοῦ Θεανθρώπου, «Σὺ ἀπέθανες καὶ ἐμὲ ἐζωοποίησες». Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς γράφει: «Καταθέτει τὴ ζωή Του, ἔχει, ὅμως, τὴ δύναμι νὰ τὴνἐπανάκτηση: τὸ καταπέτασμα σχίζεται, διότι ἀνοίγονται οἱ μυστικὲς πύλες τοῦ οὐρανοῦ⋅ οἱ πέτρες σχίζονται, οἱ νεκροὶ ἐγείρονται… Ἀποθνῄσκει, ἀλλὰ δίδει ζωή, καὶ διὰ τοῦ θανάτου Τουἀφανίζει τὸ θάνατο. Ἐνταφιάζεται, ἀλλὰ πάλι ἐγείρεται. Κατεβαίνει στὸν Ἅδη, ἀλλὰ ἀνεγείρειτὶς ψυχές» (Λόγος 41).

Τὸ μυστήριο αὐτὸ τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἑορτάζεται εἰδικὰ τὸ Μ. Σάββατο. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς«εἰς Ἅδου καθόδου». Καὶ ἡ «εἰς Ἅδου κάθοδος» εἶναι ἤδη ἡ Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Διὰ τοῦ θανάτου Του ὁ Χριστὸς συναριθμεῖται μεταξὺ τῶν νεκρῶν. Τοῦτο εἶναι ἡ καινούργιαπροέκτασις τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ὁ Ἅδης εἶναι, ἀκριβῶς, ὁ ζόφος καὶ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου, ἕναςτόπος ἀγωνίας, μᾶλλον, τῶν θνητῶν, παρὰ βασανιστηρίων, ἕνα σκοτεινὸ «sheol», ἕναςτόπος ἀπελπισμένης ἀπο–σωματώσεως καὶ ἀποσαρκώσεως, ποὺ ἀμυδρά, μόνο, καὶ ἐλάχισταφωτίσθηκε ἀπὸ τὶς πλάγιες ἀκτίνες τοῦ Ἥλιου, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀνατείλει, ἀπὸ τὴν ἐλπίδακαὶ τὴν προσδοκία, ποὺ ἦταν ἀκόμη ἀνεκπλήρωτη. Ὁ θάνατος ἦταν ἕνα εἶδος ὀντολογικῆςἀνεστιότητος τῆς ψυχῆς, πού, κατὰ τὸ χωρισμὸ τοῦ θανάτου, ἔχασε τὴ δυνατότητα νὰ εἶναιἀληθινὴ ἐντελέχεια τοῦ ἰδίου τοῦ σώματός της, ὁ θάνατος ἦταν ἡ ἀπελπισία τῆς«πεπτωκυίας» καὶ διεφθαρμένης φύσεως. Δὲν ἦταν «χῶρος», ἀλλὰ μᾶλλον πνευματικὴ κατάστασις: «Ἐν φυλακῇ πνεύματα» (Α΄ Πετρ. 3, 19). Σ‘ αὐτὴ τὴ φυλακὴ σ‘ αὐτὴν τὴν«Κόλασι» κατῆλθε ὁ Λυτρωτὴς καὶ Κύριος. Ἀνάμεσα στὸ ζόφο τοῦ παγεροῦ θανάτου ἔλαμψετὸ ἄσβεστο φῶς τῆς Ζωῆς, τῆς Θείας Ζωῆς. Ἡ «εἰς Ἅδου κάθοδος» εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς Ζωῆςμέσα στὴν ἀπελπισία τῆς ἀποσυνθέσεως, εἶναι ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου. «Δὲν ἀπέθανε τὸ σῶμα ἐπειδὴ ἐνυπῆρχε στὸ Λόγο κάποια φυσικὴ ἀδυναμία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερνικηθῆ ὁ θάνατοςμὲ τὴ δύναμι τοῦ Σωτῆρος», λέγει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος (Περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως 26). Τὸ Μ. Σάββατο εἶναι σημαντικότερο ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τοῦ Πάσχα. Εἶναι τὸ «ΕὐλογημένονΣάββατον», τὸ «Ἅγιον Σάββατον», κατὰ τὴ φράσι τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. «Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον⋅ αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντωντῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (ὕμνος τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ Μ. Σαββάτου κατὰ τὸ Ὀρθόδοξο τυπικό). «Ἐγώ ειμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρὸς καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἅδου» (Ἀποκ. 1, 17-18).

Ἡ Χριστιανικὴ «ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας» στηρίζεται καὶ κατοχυρώνεται στὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι σὲ κάποια «φυσικὴ» δωρεά. Τοῦτο σημαίνει ἐπίσης ὅτι ἡ ἐλπίδα αὐτὴ ἔχει τὶς ρίζες τηςσὲ ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, στὴν ἱστορικὴ αὐτο–ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι σὲ κάποια στατικὴ διάθεσι ἢ σύστασι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας», ἐκδ. ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ.
Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΚΗΡΥΓΜΑΤΙΚΗΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΚΟΝΗΣΕ Ο ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΑΝΑΚΗΡΥΧΘΗΚΑΝ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ ΜΑΣ. Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟ.

ΑΥΤΗ Η ΝΕΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΧΑΡΑΖΕΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΙΣΤΗ , ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ. Η ΑΙΧΜΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ, Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΗΡΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΔΡΥΤΗΣ. ΣΤΙΣ Πρ.2.42 ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: 
  Ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· τί ποιήσομεν, ἄνδρες ἀδελφοί;
Πραξ. 2,37               Αφού δε ήκουσαν τα θεόπνευστα αυτά λόγια, κατελήφθησαν από λύπην και κατάνυξιν καρδίας δια την βαρείαν ενοχήν των και είπαν προς τον Πετρον και τους άλλους Αποστόλους· “τι να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;”
Πραξ. 2,38         Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πραξ. 2,38               Είπε δε προς αυτούς ο Πετρος· “μετανοήσατε και ας βαπτισθή ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού δια την άφεσιν των αμαρτιών σας· και θα λάβετε και σεις την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος.
Πραξ. 2,39         ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ πᾶσι τοῖς εἰς μακράν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.
Πραξ. 2,39               Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη δια του προφήτου Ιωήλ περί των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, είναι και δια σας και δια τα παιδιά σας και δι' όλους, που ευρίσκονται μακράν από τον Θεόν εις την πλάνην της ειδωλολατρίας και τους οποίους θα προσκαλέση ο Κυριος και Θεός μας εις την νέαν πίστιν”.
Πραξ. 2,40         ἑτέροις τε λόγοις πλείοσι διεμαρτύρετο καὶ παρεκάλει λέγων· σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης.
Πραξ. 2,40               Και με άλλους περισσοτέρους λόγους, κατά ένα τρόπον ζωηρόν και έντονον, εκήρυττε και εμαρτυρούσε ο Πετρος την περί του Χριστού αλήθειαν και τους παρακινούσε να μετανοήσουν και πιστεύσουν λέγων· “σωθήτε από την πονηράν και διεστραμμένην αυτήν γενεάν, που βαδίζει προς την φοβεράν τιμωρίαν και καταστροφήν”.
Πραξ. 2,41         οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι.
Πραξ. 2,41               Και αυτοί, τότε εδέχθησαν με χαράν την διδασκαλίαν του Πετρου, εβαπτίσθησαν και προσετέθησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού κατά την ημέραν εκείνην τρεις περίπου χιλιάδες ψυχές.
Πραξ. 2,42         ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς.
Πραξ. 2,42               Με επιμονήν και ζήλον μεγάλον ήκουαν την διδασκαλίαν των Αποστόλων, επικοινωνούσαν με αγάπην μεταξύ των, μετελάμβαναν στο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και προσηύχοντο.

Η ζωή στην πρώτη εκκλησία
Πραξ. 2,43         Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο.
Πραξ. 2,43               Επεσε δε φόβος μεγάλος εις κάθε ψυχήν και εις αυτούς που δεν επίστευαν και προηγουμένως περιγελούσαν τους μαθητάς, διότι πολλά καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία εγίνοντο δια των Αποστόλων.
Πραξ. 2,44         πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά,
Πραξ. 2,44               Ολοι δε αυτοί που είχαν πιστεύσει ευρίσκοντο εις συνεχή επικοινωνίαν και ενότητα μεταξύ των και είχαν τα πάντα κοινά.
Πραξ. 2,45         καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε·
Πραξ. 2,45               Επωλούσαν δε τα κτήματα και τα άλλα υπάρχοντά των και τα εισπραττόμενα χρήματα εμοίραζαν στους πτωχούς αδελφούς, ανάλογα με τας ανάγκας που είχε ο καθένας από αυτούς.
Πραξ. 2,46         καθ᾿ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ᾿ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας,
Πραξ. 2,46               Καθε δε ημέραν ήρχοντο με ζήλον και με μίαν ψυχήν όλοι στον ναόν, και αφού έκοπταν το ψωμί, ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, μετείχαν εις την τροφήν που παρετίθετο και έτρωγαν με αγαλλίασιν και απλότητα καρδίας
Πραξ. 2,47         αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ᾿ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ.
Πραξ. 2,47               δοξολογούντες τον Θεόν και έχοντες την εκτίμησιν και εύνοιαν όλου του λαού. Ο δε Κυριος προσέθετε κάθε ημέραν και άλλους πιστούς εις την Εκκλησίαν.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου