Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ


Ralph-Rainer Wuthenow
                          
                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

( Πρόλογος στη μονότομη έκδοση τού έργου τού Jacob Burckhardt «Ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού» )

                                                         Ι.

     Ο Jakob Burckhardt  δεν  έγραψε κάποιαν ιστορία τής ελληνικής τέχνης ή λογοτεχνίας· δεν επρόκειτο επίσης σ’ αυτήν την προσπάθεια γιά μιά ιστορία τού πολιτισμού τής ελληνικής αρχαιότητας, επικεντρωμένης ολοφάνερα στην Αθήνα, για μια μεταφορά ή συνέχεια αυτού που είχε με τόση επιτυχία αναλάβει παρουσιάζοντας τον «Πολιτισμό τής Αναγέννησης στην Ιταλία» (1869). Όφειλαν όμως να εμφανισθούν, κοντά στην πραγματική και μεμονωμένη ιστορία, η πληθώρα – κι αυτό είναι το καινούργιο – και η συνάρτηση των εκδηλώσεων τής ελληνικής ζωής, τις οποίες έπρεπε ωστόσο να τις απομονώση παρατηρώντας και εξηγώντας τες, επειδή σημαίνουν για πρώτη φορά μαζί κάτι που θα το ονομάζαμε ‘πολιτισμό’, την πραγματικότητα δηλ. τής ύπαρξης ανάμεσα στην πολιτική και τη θρησκεία, ορατή στις μορφές έκφρασης τής πραγματικής ζωής.
       Δεν μπορεί να μας εκπλήσση το ότι ο κόσμος τών ειδικών, ακριβολόγος και πάντοτε φθονερός, αντιμετώπισε με άρνηση ή δυσπιστία την «Ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού» (1898-1902) τού Μπούρκχαρντ, που εκδόθηκε απ’ τα κατάλοιπά του, στα οποία και ανήκε ως χειρόγραφο παραδόσεων. Διαφορετικά απ’ ό,τι «Ο πολιτισμός τής Αναγέννησης στην Ιταλία», αυτό το βιβλίο είχε συνταχθή από κάποιον που δεν ανήκε στη «συντεχνία», ο οποίος ήταν περισσότερο ιστορικός παρά φιλόλογος, περισσότερο ιστορικός τής τέχνης παρά «γνήσιος» ιστορικός και βέβαια εξίσου συγγραφέας όπως και πολυμαθής. Ακόμα και σήμερα προσκρούει αυτό το όψιμο έργο σε επιφυλάξεις, έστω κι αν στερεώθηκε προ πολλού η φήμη τού συντάκτη του, τη στιγμή που το όνομα τού Wilamowitz-Moelledorff, που τον είχε κάποτε  προκαλέσει  αγανακτισμένος ο Νίτσε να εγκαταλείψη τη διδασκαλική του έδρα, και που εκφράστηκε επίσης ευτελώς για την «Ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού», μένει ακόμα γνωστό στον στενώτατο μόνο κύκλο τής ειδικότητας – ακριβώς ως το όνομα του φιλόδοξου αντιπάλου τού Νίτσε.
      Το ότι διευκρινίζονται εδώ όχι μόνον όσα αφορούν στην κλασσική αρχαιότητα, αλλά και η ημι-έντιμη δική μας σχέση προς αυτήν, αυτό μπορεί να προκάλεσε πάνω απ’ όλα τη γενική ‘εξέγερση’· ήταν κανείς τόσο σίγουρος για το ‘θέμα’ του, δηλ. την αρχαιότητα, όπως και ο εκπαιδευτής μικροαστός στον Νίτσε για το δικό του. Θεωρούσε πράγματι ο Βιλαμόβιτς πως έχει ‘μισθώσει’ τρόπον τινά την κατανόηση του Ελληνισμού, όντας όμως περισσότερο ένας διαχειριστής  καταλοίπων παρά ένας κληρονόμος.
      Δεν είναι ωστόσο δύσκολο να αποδεχτή κανείς την άποψη τού Μπούρκχαρντ ή έστω να την ανεχθή· αυτό που λέει, οι αντίπαλοί του θεωρούν ότι κι αυτοί το καταλαβαίνουν, αλλά ο Μπούρκχαρντ το εκφράζει χωρίς πάθος (Pathos), χωρίς αυτοδικαίωση, κι αυτό τον καθιστά σημαντικό φιλόλογο και ήδη απ’ την αρχή τής σταδιοδρομίας του τόσο αξιοπρόσεκτο. Ο Μπούρκχαρντ θεωρεί ότι οι Έλληνες, αυτός ο μεγαλοφυής λαός, δεν χρειάζεται να δοξαστούν, «δεν σκεφτόμαστε πουθενά να ‘περιορίσουμε’ τους ενθουσιώδεις ρήτορες του ωραίου. Οι Έλληνες έφθασαν σε κάθε τι το πνευματικό σ’ ένα τέτοιο ύψος, κάτω απ’ το ποίο δεν επιτρέπεται πλέον να υστερήση, τουλάχιστον ως προς την αναγνώριση και την αφομοίωση, η ανθρωπότητα, ακόμα κι αν δεν φθάνη πια τους Έλληνες ως προς τα επιτεύγματά τους».
       Μετριόφρων είναι ακόμα κι ο ‘τόνος’ τού Μπούρκχαρντ: «Το ότι έχουν ήδη εργαστή χιλιάδες άνθρωποι πριν από εμάς, δεν μας απαλλάσσει απ’ τον δικό μας κόπο. Αυτό το είδος τής εργασίας δεν ‘τέλειωσε’ ποτέ, δεν έγινε ποτέ μια φορά για πάντα. Τρόπον τινά, κάθε εποχή θεωρεί το πιο απομακρυσμένο παρελθόν εκ νέου και διαφορετικά· μπορεί π.χ. να αφηγείται ο Θουκυδίδης ένα γεγονός πρώτης τάξεως, που θα αναγνωρισθή για πρώτη φορά ύστερα από εκατό χρόνια».
     Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι ποτέ σταθερή η ιστορική γνώση, πρέπει όλα να ξεκινούν συνεχώς εκ νέου, και πρέπει να παραμερίζουμε συνεχώς κάθε τι το περιττό. Αλλά κι αυτό δεν αρέσει στον καθέναν, και δεν αρέσει κυρίως σε κείνον που διαχειρίζεται τις γνώσεις ως ιδιοκτησία. Ο Μπούρκχαρντ  θέλησε να το ‘συλλάβη’ διαφορετικά στις πολιτισμο-ιστορικές παραδόσεις του, γιατί τον ενδιέφερε να τονίση τα γεγονότα, «τα οποία και είναι σε θέση να συνομολογήσουν μιαν πραγματική εσωτερική σχέση με το πνεύμα μας, να προκαλέσουν μιαν πραγματική συμμετοχή, είτε λόγω συγγένειας είτε και λόγω αντίθεσης. Τα ερείπια όμως τα παραμερίζει».
      Δεν αποτελούν μια ‘εργολαβοποιημένη’ ούτε μια απλώς θετικιστική παρατήρηση, αλλά η επικαιροποίηση και η υποκειμενική συμμετοχή στις προϋποθέσεις, που παρ΄όλο ότι συνομολογούνται και μπορούν επιπλέον να ελεγχθούν και να επαληθευθούν, τόσο λιγότερο μπορεί να είναι αρεστές  στους αυστηρούς εκπροσώπους τής ‘ορθόδοξης’ επιστήμης. Όποιος εννοεί τον εαυτό του ως «εκπρόσωπο του κλάδου», στρέφεται ευχαρίστως κατά τών «ερασιτεχνών».
       Τί σημαίνει όμως εδώ «ιστορία τού πολιτισμού»; Πώς φτάνει να βλέπη ο Μπούρκχαρντ κρυμμένη στα επί μακρόν επενεργούντα συμβάντα της, μια βεβαιότητα, την οποία δεν μπορεί, δεν πρέπει να διαθέτη με τις αποφάσεις και τα περιστατικά της η πολιτική ιστορία;
       Στις «Παρατηρήσεις» του «τής παγκόσμιας ιστορίας» ο Μπούρκχαρντ  πραγματεύεται, ξεχωρίζοντας προγραμματικά απ’ τους «Κενταύρους» τής φιλοσοφίας τής ιστορίας καθώς και απ’ την πίστη στα πραγματικά δεδομένα τού θετικισμού, την πόλη, τη θρησκεία και τον πολιτισμό ως τις τρεις επενεργούσες δυνάμεις, που αποτελούν περισσότερο δομές παρά περιεχόμενα.  Από εδώ φωτίζεται και η συντεταγμένη στα ίδια χρόνια «Ελληνική ιστορία τού πολιτισμού», καθώς ο Μπούρκχαρντ αποδίδει στον πολιτισμό μιαν ιδιαίτερη, συμπτωματική και μάλιστα κριτική λειτουργία,  ορίζοντάς τον ως εξής: «Πολιτισμό ονομάζουμε το σύνολο εκείνων τών εξελίξεων του πνεύματος, που συμβαίνουν αυθόρμητα και δεν απαιτούν καμμιά καθολική ή υποχρεωτική ισχύ». Ο πολιτισμός επενεργεί αδιάκοπα τροποποιώντας και αποσυνθέτοντας τους δυό σταθερούς θεσμούς τής ζωής, την πολιτεία και τη θρησκεία – παντού όπου αυτοί δεν τον εξυπηρετούν πλήρως και τον έχουν περιορίσει ως προς τους σκοπούς του.
      Έτσι κρίνει ο πολιτισμός και τους δυό θεσμούς, είναι το ρολόι που φανερώνει την ώρα, καθώς δεν καλύπτονται πια σ’ αυτούς η μορφή και το ‘πράγμα’. Δεν χαρακτηρίζει λοιπόν η λανθασμένη πολιτική απομόνωση αυτό που αποκαλούμε πολιτισμό· η στενή του συνάρτηση με την πολιτεία και τη θρησκεία οδηγεί μάλλον στο να μπορή να δίνη σήματα , να δηλώνη σημασίες και να επισημαίνη καθυστερήσεις ή οπισθοχωρήσεις. To «πνευματικό πλεόνασμα» γεννιέται σε κάθε αυτοτελή εργασία, που δεν εκφράζεται και δεν εξαντλείται στην απλή χρεία ή ανάγκη, και ωφελεί κάθε παραγωγή, κοσμήματα και αγάλματα, σκέψη και λόγο, «και πριν να το γνωρίση ο ίδιος ο άνθρωπος, ξυπνάει μια εντελώς άλλη ανάγκη σ’ αυτόν από κείνη με την οποία ξεκίνησε την εργασία του, κι αυτή η ανάγκη αναλαμβάνει και επενεργεί τότε περαιτέρω».
     ‘Ετσι γεννιέται μια δεύτερη, ιδεώδης παραγωγή· οι εικόνες επιζούν, έχουν απομακρυνθή απ’ τη χρονικότητα ως σκοπιμότητα, είναι «μια γλώσσα για όλα τα έθνη», μια νέα πραγματικότητα. Η ποίηση δεν θέλει να αφηγηθή αυτά που υπάρχουν, αλλά να φέρη στο φως καινούργιες, πλασματικές πραγματικότητες.
      Στους μεγάλους τόπους μεταφόρτωσης, την Αθήνα και τη Φλωρεντία, «διαμορφώνεται η ισχυρή τοπική προκατάληψη, ότι εδώ πρέπει να τα μπορή κανείς όλα, κι ότι εδώ υπάρχει η καλύτερη κοινωνία και η πιο μεγάλη, μοναδική μάλιστα παρότρυνση και εκτίμηση». Γεννιούνται έτσι και μέσα απ’ τους ίδιους τους δημότες άτομα με μεγαλύτερη τού συνήθους σημασία, με τα οποία και επενεργούν αυτές οι πόλεις στον κόσμο. Κι αυτό είναι ακριβώς που τις διακρίνει απ’ τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις με τις πολυάριθμες δυνατότητες μόρφωσης, που «παράγουν απλώς κουρδισμένες μετριοπάθειες, απέναντι στην αξιοθαύμαστη αφύπνιση των υψίστων δυνάμεων με κάτι το έκτακτο και εξαιρετικό. Δεν “ξυπνούν τα ταλέντα”, αλλά η μεγαλοφυία καλεί τη μεγαλοφυία». Γνώριζαν να υπάρχουν και διαφορετικά οι άνθρωποι: «Η δική μας ζωή είναι μια ασχολία, η τότε ζωή ήταν το να παρευρίσκεσαι και να υπάρχης· μόλις και υπήρχε ένας συνολικός λαός – το λαϊκό στοιχείο όμως ήταν ανθισμένο».
      Ο Μπούρκχαρντ βλέπει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό, μιαν ιδιαιτερότητα μάλιστα υψηλοτέρων πολιτισμών στην «ικανότητά τους να αναγεννηθούν». «Είτε ο ίδιος λαός είτε ένας λαός που έρχεται αργότερα παραλαμβάνει με ένα είδος κληρονομικού δικαίου ή με το δίκαιο του θαυμασμού έναν παρελθόντα πολιτισμό εν μέρει στον δικό του».
       Όταν φτάνη να μιλήση αργότερα για την ελληνική πόλη (Polis), για την πιεστική πανταχού παρουσία τής πολιτείας-κράτους, προσκρούει με όλη του την επιφύλαξη ο Μπούρκχαρντ στις διαφορές προς την δικτατορική κρατική εξουσία τής σύγχρονης εποχής· διαφορετικά απ’ την αρχαία πόλη  η σύγχρονη κρατική δύναμη  σκοπεύει απλώς στην επιδιωκόμενη παντοδυναμία, «ώστε να μην τής ξεφύγη κανείς υλικά, ενώ η αρχαία πόλη ήθελε να την υπηρετή ο καθένας θετικά, και αναμιγνυόταν γι’ αυτό σε πολλά, που έχουν παραχωρηθή τώρα στο άτομο… Στην αγάπη και το μίσος  η πόλη είναι ιδιαιτέρως ορμητική και σφοδρή, απελευθερώνοντας το ατομικό. Κι απ’ αυτό δέχεται ισχυρές παρορμήσεις ο πολιτισμός. Κάθε ρήγμα είναι φοβερό και οδηγεί συχνά σε φρικώδεις, επιζητούντες την εξόντωση του αντιπάλου κομματικούς αγώνες και σε απέλαση ολοκλήρων στρωμάτων, ιδιαιτέρας μορφώσεως, του πληθυσμού». Αυτές είναι λοιπόν οι σκιώδεις πλευρές τής τόσο φημισμένης δημοκρατίας. Συνεχίζει όμως και συμπληρώνει ο Μπούρκχαρντ: «Και μόνον η λάμψη τής δόξας και της μόρφωσης  υπερτερεί στο τέλος σε όλα. Μόνο σε μιαν ελληνική κρατική οντότητα κατόρθωναν όλες οι δυνάμεις τού απελευθερωμένου ατόμου εκείνη την ένταση και τη δόνηση, που επέτρεπε τις υψηλότατες παντού εκπληρώσεις».
     Με τους Αθηναίους βρίσκει αφορμή ο Μπούρκχαντ να σταθή περισσότερο στην πόλη τους και την «ιδιότητά της ως εστία πολιτισμού» παρά στην κρατική της υπόσταση. Δεν είναι κανείς παρά «μόνον πολίτης»· κατόπιν όμως «ελευθερώνεται ταυτόχρονα η ατομικότητα», δίπλα στην περιπαθώς δραστήρια ‘μεσαία τάξη, «την οποία και καταπολεμούν με απλοϊκά αντίδοτα όπως τον οστρακισμό κ.τ.λ., και ύστερα με δίκες στρατηγίας, ασέβειας και δημόσιας οικονομίας. Για να αναπτυχθή τότε εκείνη η απερίγραπτη ζωή τού πέμπτου π.Χ. αιώνα: τα άτομα μπορούν να κρατηθούν στην κορυφή είτε πραγματοποιώντας  το ανήκουστο κατά την έννοια τής πόλης (όπως ο Περικλής) είτε ανοσιουργώντας (όπως ο Αλκιβιάδης). Μ’ αυτό το είδος ενεργητικότητας σύρεται βίαια η Αθήνα σ’ έναν φοβερό υπαρξιακό αγώνα και υποκύπτει. Για να ακολουθήση όμως τώρα μια περαιτέρω ζωή ως πνευματική δύναμη, ως εστία φωτιάς εκείνης τής φλόγας, που έχει ανεξαρτητοποιηθή απ’ την πόλη (Polis) και έχει γίνει στο μεταξύ μια ισχυρή ανάγκη τών Ελλήνων (Hellene)· το πνεύμα καθίσταται ξαφνικά κοσμοπολιτικό». Μ’ αυτόν τον τρόπο «παρέρχεται αμέτρητη ιστορική γνώση γι’ αυτήν την πόλη!» Στην οποία πόλη εκδηλώνεται η πλήρης σημασία ενός αναγνωρισμένου και γενικώς καταξιωμένου τόπου ανταλλαγής.
      Ο Μπούρκχαρντ δεν ξεχνά ωστόσο, ότι οι εξωτερικές προϋποθέσεις σ’ αυτήν την Αθήνα ήταν εντελώς διαφορετικές απ’ ό,τι γενικά μπορούμε να φανταστούμε σήμερα. «Διακρίνεται λοιπόν στην Αθήνα  το ελεύθερο και ανοιχτό πνεύμα ή απαυγάζει τουλάχιστον παντού όπως μέσα από ένα ελαφρό κάλυμμα, εξαιτίας τής απλότητας του οικονομικού βίου, της ικανοποίησης με μιαν ολιγαρκή γεωργία, εμπόριο και βιομηχανία, της μεγάλης μετριοπάθειας της ζωής· εύκολα και ακτινοβόλα απελευθερώνεται απ’ αυτήν την απασχόληση η (συμ)μετοχή στην πόλη, την ευφράδεια, την τέχνη, την ποίηση και τη φιλοσοφία».
      Αναπτύσσεται μια γενική αντίληψη, ένα κοινό λοιπόν, στο οποίο μπορούν να υπολογίζουν ο ρήτορας όπως φυσικά και ο δραματικός ποιητής: «Οι άνθρωποι είχαν χρόνο και πνεύμα για το ύψιστο και το πιο λεπτό, γιατί δεν υπέκυπταν στο πνεύμα τού κέρδους και της τάξης και στη λανθασμένη αξιοπρέπεια.  Ήταν ικανοί για το υπέροχο και για τους πιο λεπτούς υπαινιγμούς, αλλά και για το πιο αναιδές και θρασύ αστείο».
      Εκπληκτικές και συγκρίσιμες πάλι μόνο με τη Φλωρεντία είναι η ποιότητα και η επενέργεια αυτού τού φαινομένου, το οποίο ονομάζουμε Αθήνα και το οποίο μεταβιβάζει επίσης ακόμα στις μεταγενέστερες γενιές αυτό που δεν είναι η δική του ειδική παραγωγή, αλλά η παραγωγή άλλων ελληνικών φύλων. Και δεν πρόκειται εδώ, όπως το επιβεβαιώνει δικαιολογώντας το τρόπον τινά ο Μπούρκχαρντ, «για μια φανταστική προτίμηση, που νοσταλγεί μιαν εξιδανικευμένη αρχαία Αθήνα, αλλά για έναν τόπο, όπου η γνώση ρέει πλουσιώτερα απ’ ό,τι συνήθως, για ένα κλειδί, που ανοίγει κατόπιν και άλλες πόρτες, για μιαν ύπαρξη, όπου εκφράζεται πιο πολύπλευρα το ανθρώπινο».
 
      ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου