Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς «κρίνεται» γιατί δέν πίστεψε στήν Ἐκκλησία. Ἡ «καλή ἀπιστία» ὅμως ἦταν εὐεργετική γιά τό ἀνθρώπινο γένος

Ἡ Ψηλάφισις τοῦ Θωμᾶ
Τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου
Νά ἀναλύσουμε σήμερα τήν εἰκόνα τῆς Ψηλαφήσεως τοῦ Θωμᾶ, πού λέγεται, κατά τά μέτρα τῆς λειτουργικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας μας, «Κυριακή τοῦ Ἀντίπασχα», γιατί εἶναι ἡ ἑπομένη, ἡ ὀγδόη μέρα ἀκριβῶς μετά ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπου συντελεῖται αὐτό τό γεγονός τῆς συναντήσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τό Θωμᾶ.
Θυμάστε πολύ καλά τήν ἀναστάσιμη περικοπή. Τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του, τήν πρώτη μέρα αὐτή τοῦ Σαββάτου, πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, «ἦλθεν ὁ Χριστός καί ἔστη», λέει τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἐν μέσῳ αὐτῶν· καί «οἱ μαθηταί ἐχάρησαν ἰδόντες τόν Κύριον» καί Ἐκεῖνος ἔδειξε τάς χεῖρας καί τούς πόδας Αὐτοῦ καί εἶπε: «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».
«Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, οὐκ ἦν μετ᾽ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Κύριος», λέει τό κείμενο. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, λοιπόν, δέν ἦταν [ὁ Θωμᾶς]. Ξέρετε πολύ καλά τήν ἱστορία· εἶπαν οἱ μαθητές ὅτι: «ἑωράκαμεν τόν Κύριον» καί ἐκεῖνος εἶπε: ὅτι ἄν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τόν τύπον τῶν ἥλων στήν χεῖρα του καί εἰς τήν πλευρά αὐτοῦ «οὐ μή πιστεύσω». Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί λειτουργεῖ τό θέμα ἀντίστροφα στό θέμα τῆς πίστεως τοῦ Θωμᾶ.
Πρῶτο γεγονός πού πρέπει νά δοῦμε, εἶναι τό ἐρώτημα τό ὁποῖο προκύπτει, τοῦ γιατί δέν πιστεύει ὁ Θωμᾶς. Κατά τά μέτρα τῆς πατερικῆς προσεγγίσεως εἶναι πάρα πολύ φυσικό νά μήν...
πιστεύει, ὑπό τήν ἔννοια τοῦ ὅτι δέν εἶναι εὔκολο νά πιστέψεις ὅτι ἕνας νεκρός ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι δηλαδή κάτι «τακτικό» πού νά τό πιστέψεις. Ὁ Θωμᾶς, ἄν μπορούσαμε νά ποῦμε τή λέξη, «κρίνεται» -ἄν μπορούσαμε νά τήν ποῦμε τή λέξη «κρίνεται»- ὄχι γιατί δέν πίστεψε στό Χριστό· αὐτό εἶναι κατανοητό. Θά ἦταν πολύ καλό νά πιστέψει κατευθείαν, ἀλλά ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο «κρίνεται» εἶναι τό ὅτι δέν πίστεψε στήν Ἐκκλησία. Ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Οἱ ὑπόλοιποι μαθητές. Ὑπάρχουν μαθητές πού εἶπαν: «ἑωράκαμεν τόν Κύριον».

Γι᾽ αὐτό κι ἐμεῖς δέν ἀπαιτοῦμε κάποιος νά ἔχει ἄμεση ἐμπειρία γιά νά πιστέψει, ἀλλά νά πιστέψει τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί τί εἶναι αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας; Τό σῶμα μας. Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα καί ζοῦμε στό σῶμα, δέν εἴμαστε αὐτοτελή κύτταρα καί μονάδες. Ἀνήκουμε σέ αὐτό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει αὐτή ἡ ἐκκλησιολογική ἐμπειρία ὅτι, ὅ,τι ἔχεις ἐσύ, Ἐκκλησία, ἀπό παλιά μέχρι σήμερα, εἶναι ἐμπειρία ὅλων μας κι ἔτσι, ὅποιος θέλει νά ζήσει τήν ἐμπειρία καί αὐτός, εἶναι ἐγωιστική ἀπαίτηση. Ἀφοῦ τό ζεῖ τό σῶμα του; Δέν σᾶς τό ἔχω πεῖ ἄλλη φορά; Εἶναι ἀρκετό τό δάκτυλό μου ὅταν ἀκουμπάει πάνω σ᾽ ἕνα ἀντικείμενο γιά νά καταλάβει τή θερμότητα ἤ τήν ψυχρότητα τοῦ μετάλλου. Δέν χρειάζεται ὅλα τά δισεκατομμύρια κύτταρα τοῦ σώματός μου νά καταλάβουν αὐτή τήν ἔκφραση. Αὐτό εἶναι τό πιό συγκλονιστικό γεγονός, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας· γι᾽ αὐτό ἐμεῖς δέν ἀπαιτοῦμε νά δοῦμε ἤ νά ζήσουμε αὐτά πού ἔζησε ἡ Ἐκκλησία, κατά τά μέτρα τῶν θαυμάτων, πού εἶδαν τό Χριστό ἤ δέν Τόν εἶδαν... ἡ ἱστορική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶναι μές στήν Ἐκκλησία, ἐφόσον πιστεύουν τό Χριστό.

Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό κέντρο τῆς λεγομένης, θά τό πῶ καί πάλι μέσα σέ εἰσαγωγικά, «ἀπιστίας» τοῦ Θωμᾶ καί λέω μέσα σέ εἰσαγωγικά παρόλο πού εἶναι, ἄς τό ποῦμε, «κατακριτέα» καί πάλι μέσα σέ εἰσαγωγικά, ἡ στάση αὐτή, νά μήν πιστεύει στήν Ἐκκλησία, καί τούς ἄλλους μαθητές καί στέκομαι μέ αὐτό τόν τρόπο στή λέξη «ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ, γιατί τά τροπάρια τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ μᾶς παρουσιάζουν τό Θωμᾶ μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, τελείως ἄλλο τρόπο. Μᾶς μιλᾶνε γιά τήν «καλή ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ. Μπορεῖ νά γίνει «καλή ἀπιστία»; Ἔτσι λένε· καί μάλιστα μιλᾶνε καί λένε πώς αὐτή ἡ «ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ ἦταν εὐεργετική γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Γι᾽ αὐτό μέ βλέπετε νά γίνομαι ἐφεκτικός ὅσον ἀφορᾶ τήν κριτική ἀκόμη καί τῆς λέξεως «ἀπιστία». Βέβαια, στέκομαι στό θέμα τῆς κριτικῆς τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀπιστίας, ἀλλά δεδομένων τῶν τροπαρίων αὐτῶν καί τῆς «καλῆς ἀπιστίας» τοῦ Θωμᾶ καί δεδομένης τῆς ἐκφράσεως ὅτι ἦταν πολύ καλή ἡ «ἀπιστία» του, εὐεργετική γιά τό ἀνθρώπινο γένος, πρέπει νά σταθῶ καί νά δῶ γιατί αὐτή ἡ «ἀπιστία» ἦταν πολύ καλή.

«Ὤ τῆς καλῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ», πρῶτα-πρῶτα σημαίνει ὅτι ἔχει κάτι καλό αὐτή ἡ «ἀπιστία» μέσα. Ἔχει μιά τόλμη, τόλμη τό λένε, τολμᾶ νά ἀγγίξει τό Χριστό. Ὁ Χριστός δέν τό ἀρνεῖται. Ὁ Χριστός ποτέ δέν ἀρνήθηκε σέ κάποιον νά ψάξει τό πράγμα, ὅσο μπορεῖ νά πάει τό μυαλό του.
Γι᾽ αὐτό, παρενθετικά τό λέω, ἐμεῖς δέν λειτουργοῦμε κατά τά μέτρα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἐκφράσεως: «πίστευε καί μή ἐρεύνα». Αὐτό εἶναι ἀρχαιοελληνικό, δέν τό ἔχουμε ἐμεῖς. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό χριστιανικό μέγεθος. Ὁ Χριστιανός ἔχει νοῦ καί μπορεῖ κατά τά μέτρα τῆς διανοητικῆς του λειτουργίας καί τοῦ νοῦ του νά ψάξει τά πράγματα - ὅσο μπορεῖ νά ψάξει φυσικά, γιατί τό μυαλό του δέν μπορεῖ νά πάει παραπάνω καί νά ἐρευνήσει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα, λοιπόν, [στήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ] λειτουργεῖ καί τό ἀνθρώπινο μυαλό καί δέν εἶναι κακό νά λειτουργήσει τό ἀνθρώπινο μυαλό. Θά ἦταν πολύ καλό, σίγουρα, νά κάνει μιά ὑπέρβαση καί νά λειτουργήσει ὅπως οἱ: «μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες», ἀλλά δέν καταργεῖται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι πάρα πολύ καίριο· γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας θεραπεύει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί γι᾽ αὐτή τήν αἰτία, γιά νά μπορεῖ τό πράγμα νά τό καταλάβει ἔστω κατά τά μέτρα τῆς λογικῆς καί λογικά, γι᾽ αὐτό μιλᾶμε καί γιά λογική λατρεία μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ, λοιπόν, αὐτό εἶναι κάτι εὐεργετικό: Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, μπορεῖ νά ψάξει καί ὁ Χριστός λέει, ἐντάξει. Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, εἶναι καί εὐεργετικό γιά τόν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι καλή εὐεργεσία, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀγγίζει τό Χριστό καί ἡ προοπτική μας εἶναι νά ἀγγίξουμε τό Χριστό.


Βέβαια, στό κείμενο πού ἔχουμε δέν ξέρουμε ἄν πραγματικά ἀκούμπησε ἤ ὄχι τόν Χριστό - οὔτε ἀπεικονίζεται στήν εἰκόνα. Ὁ Χριστός λέει, ἐντάξει, ψηλάφησον. Δέν ξέρουμε ἄν ἀκούμπησε, ἄν πῆγε μέχρι ἐκεῖ. Ἀκόμη καί στήν εἰκόνα δέν φαίνεται νά ἀκουμπάει. Εἶναι ἕνα μυστήριο. Ἀκουμπάει, δέν ἀκουμπάει... δέν τό ξέρουμε, δέν ἔχει σημασία δηλαδή. [Σημασία ἔχει] τό ὅτι πιστεύει πιά, ἔστω μέ αὐτό τόν τρόπο, μέ τή λογική αὐτή διεργασία, κατά τά μέτρα τῆς λογικῆς διεργασίας, δέν πάει παρακάτω, ἐκεῖ φτάνει καί ὁ Χριστός ἀνοίγεται, δέν φοβᾶται νά Τόν ἀκουμπήσει κάποιος, ἀλλά ταυτόχρονα καί αὐτός τολμάει νά Τόν ἀκουμπήσει. Ἄσχετα ἄν γίνεται ἤ δέν γίνεται σέ τελική ἀνάλυση τό γεγονός αὐτῆς τῆς ἁφῆς· πιά δέν μᾶς νοιάζει. Εἶναι τό ἄνοιγμα τῶν δύο - ἡ τόλμη τοῦ ἑνός καί τό ἄνοιγμα τοῦ Χριστοῦ.
Η συνέχεια orthodoxia-ellhnismos

ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΚΙ' ΕΛΕΓΕ ΤΕΤΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ Ο ΣΧΩΡΕΜΕΝΟΣ! ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΕΜΦΑΝΙΣΘΕΙ ΣΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΕΙΧΕ ΠΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!
Κεφάλαιο 1
1.1 ῝Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· 1.2  - καὶ ἡ ζωὴ   ἐφανερώθη,   καὶ   ἑωράκαμεν   καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· - 1.3  ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 1.4 καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη.

3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος6/5/19 1:48 π.μ.

    Νέες απαράδεκτες πλάνες του ιστολόγου!Η Α' Επιστολή Ιωάννου δεν απαντάει στον π.Στρατηγόπουλο(ούτε το "Μη μου άπτου" του Χριστού).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σέ ταίζουμε, έτσι δέν είναι; Καλοφάγωτα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος6/5/19 3:51 π.μ.

    Και ο π.Στρατηγόπουλος τα κάνει θάλασσα,αλλά και εσύ και ο π.Ψαριανός(Κοζάνης).

    ΑπάντησηΔιαγραφή