Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟ ΕΝΑ. Ο Πλωτίνος και η οντολογία.(2)

Συνέχεια από: Τετάρτη 15 Μαίου 2019

Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ.
Του Matteo Bianchetti.
         
Image result for plotino 4) Το όνομα που μοιάζει το πιό ταιριαστό (αλλά όχι εντελώς κατάλληλο) για αυτή την αρχή την απολύτως απλή, είναι "ΈΝΑ" (Εννεάδες ΙΙΙ, 9,4,7). Σε ένα χωρίο πολύ πυκνό, ο Πλωτίνος καταχωρεί το μεγαλύτερο μέρος τών χαρακτηριστικών που του αποδίδει : "Πρίν απο κάθε πράγμα (πρό πάντων) λοιπόν πρέπει να υπάρχει κάτι απλούν, έτερον (διαφορετικόν) απο όλο αυτό που προέρχεται απο αυτό (μετ'αυτό), υπάρχον καθαυτό (εφ'εαυτού όν), ού μεμιγμένον με τα πράγματα που προέρχονται απο αυτό (απ'αυτού) και απο το άλλο μέρος ικανού, με άλλο τρόπο να είναι παρόν (παρείναι) σ'αυτά. Όντως έν, δέν διαθέτει το είναι διαφορετικό απο το Ένα (ούχ έτερον όν), και επίσης η έκφραση έν είναι ψευδής αναφερόμενη σ'αυτό, του οποίου δέν διαθέτουμε ούτε λόγο, μηδέ επιστήμη και γι'αυτό λέγεται επέκεινα ουσίας (τού Είναι). Και εάν πράγματι δέν ήταν απλούν (μή απλούν), ξένο (έξω) απο κάθε συμφωνία (συμβάσεως), ή συνθέσεως, πραγματικώς Ένα, δέν θα ήταν αρχή, αυταρκέστατον, καθότι απλούν και προηγούμενο όλων των υπολοίπων (πρώτον απάντων) - διότι αυτό που δέν είναι πρώτο (μή πρώτον) έχει ανάγκη (ενδεές) αυτού που υπάρχει πρίν απο αυτό (του πρό αυτού) και αυτό που δέν είναι απλό (μή απλούν) έχει ανάγκη (δεόμενον) απλών στοιχείων που να το συστήνουν, για να υφίσταται. Μία παρόμοια αρχή πρέπει οπωσδήποτε να είναι μόνη. Διότι εάν υπήρχε κάτι άλλο παρόμοιο, και τα δύο θα ήταν Ένα. Και εμείς δέν ομιλούμε για δύο σώματα, ούτε για το Ένα σαν ένα πρώτο σώμα. Τίποτε απλό δέν μπορεί να διαθέτει σωματική φύση, επί πλέον το σώμα γεννάται, αλλά δέν είναι αρχή. Η αρχή είναι αγέννητος. Εάν λοιπόν δέν είναι σωματική αλλά είναι πραγματικά Ένα, η αρχή για την οποία γίνεται λόγος είναι η πρώτη αρχή, το πρώτον!"(Εννεάδες V,4[7],1,5-24).
Το απλό είναι η συνθήκη του πολλαπλού και επομένως όπως παρατηρήσαμε ήδη είναι ανάγκη το πρώτο να υπάρχει ξεχωριστά από το δεύτερο, δηλαδή επειδή όλο το υπαρκτό είναι πολλαπλό, είναι ανάγκη το Ένα, να είναι ξεχωρισμένο από κάθε πράγμα. Και ακριβώς γι'αυτό όμως, αυτό είναι παρόν σε κάθε όν. (Εν.VI,9,8,33-34! "Το Ένα λοιπόν επειδή δέν έχει καθόλου διαφορά είναι πάντοτε παρόν"). Προκειμένου να είναι απλό με συνέπεια, δέν μπορούμε να του αποδώσουμε κανένα κατηγόρημα, διότι αυτό θα είχε σαν συνέπεια να πούμε ότι κάτι, είναι κάτι άλλο, εισάγοντας τοιουτοτρόπως την πολλαπλότητα στο Ένα. Ούτε μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι είναι Ένα ούτε να το ονομάσουμε με κανένα τρόπο. Ούτε μπορούμε συνεπώς να το σκεφθούμε, διότι η σκέψη προϋποθέτει την πολλαπλότητα (V,6,3,22-23), αρθρώνοντας αναγκαίως κάτι σύμφωνα με μία κάποια άλλη άποψη (V,3,10,31-39). Επομένως δέν υπάρχουν για το Ένα ούτε έννοια, ούτε επιστήμη! Δέν μπορούμε να του αποδώσουμε ούτε το Είναι, δηλαδή δέν είναι δυνατόν ούτε να πούμε απλώς ότι είναι, διότι διαφορετικά θα ήταν δυνατόν να το συμπεριλάβουμε με όλα τα άλλα πράγματα τα οποία είναι σε ένα μοναδικό γένος, κάτι το οποίο σύμφωνα με το σημείο 3), συνεπάγεται ότι το Ένα, είναι πολλαπλό. Στην ολοκληρωτική του απομόνωση, το Ένα, μή έχοντας ιδιότητες, δέν σχετίζεται με τίποτα! Γι'αυτό δέν χρειάζεται τίποτα, είναι μοναδικό και αγένητο. Τα όντα δέν υπάρχουν στην τύχη, αλλά είναι καθορισμένα μόνον από το Ένα, διότι αυτό είναι η μοναδική αρχή (και δέν μπορούμε να πούμε πώς το Ένα υπάρχει κατά τύχην, διότι η τύχη συμβαίνει πάντοτε σε σχέση με άλλο κατά το οποίο θα μπορούσε να είχε συμβεί διαφορετικά και είναι αναγκαίως μέσα στο γίγνεσθαι). VI, 8,7,32-34.
          Το Ένα είναι άπειρο και όχι επειδή δέν είναι ολοκληρωμένο αλλά επειδή δέν το καθορίζει τίποτα. Μάλιστα δέ εάν ήταν πεπερασμένο θα είχε ένα όριο, δηλαδή μία μορφή, επομένως θα ήταν πολλαπλό! Είναι άπειρο, όχι λόγω μεγέθους (που δέν έχει, αλλά λόγω δυνάμεως (V,5,10,16-17).
          Να είναι κάτι, να έχει ποιότητα ή ποσότητα, να είναι σε κίνηση ή σε ακινησία, σε έναν  τόπο και στον χρόνο και να έχει μία μορφή, είναι όλα χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούν πολλαπλό αυτόν που τα κατέχει, επομένως δέν ανήκουν στο Ένα. Δέν μπορεί να διαχωρισθεί, διαφορετικά θα αποτελείτο από μέρη. Και ακριβώς επειδή δέν διαθέτει μέρη μπορεί να είναι παντού και είναι, διαφορετικά θα συναντούσε ένα όριο στα πολλά πράγματα, επομένως δέν θα ήταν άπειρο και θα είχε μορφή, δηλαδή μέρη!
          Το Ένα καθότι πέραν του Είναι, της σκέψης και της γλώσσας, δέν συλλαμβάνεται με καμμία περιγραφή. Προσπαθούμε να πούμε κάτι περί αυτού μόνον αρνούμενοι ότι είναι καθορισμένα πράγματα, αλλά και αυτός ο τρόπος προόδου δέν είναι εντελώς κατάλληλος, διότι η άρνηση είναι πάντοτε μία συζήτηση, επομένως μία συνθήκη ανίκανη να συλλάβει το καθαυτό Ένα. Ακόμη και το ίδιο το όνομα Ένα δέν του είναι κατάλληλο (V,3,13,1-9).
          "Και όμως αυτό το όνομα "Ένα" δέν περιέχει παρά την άρσιν των πολλών" (V,5,6,26).
          Η γλώσσα και η σκέψη δέν είναι εις θέσιν να σεβαστούν την ανάγκη να θεωρήσουμε το Ένα σαν απολύτως απλό. Ακόμη και αν το ονομάσουμε άλλο από το Είναι, από τα πολλά, από την συζήτηση, και από την σκέψη, το καθιστούμε αναπόφευκτα κάτι που είναι και είναι πολλαπλότης με όνομα και σκέψη!
          Θα ήταν πολύ σημαντικό εάν το επιχείρημα του Πλωτίνου υπέρ της υπάρξεως μίας τέτοιας αρχής ήταν σωστό. Νόμίζω πώς δέν είναι, τουλάχιστον στην μορφή που την σχημάτισα.
          Α) Ο Chiaradonna μας θύμισε την εξής ιστοριογραφική θέση: στο ελληνικό φιλοσοφικό λεξικό δέν υπάρχει ένα ρήμα με την ίδια σημασία με του δικού μας "υπάρχω". Είναι συμπληρωμένο πάντοτε απο ένα κατηγόρημα (τί). Υπάρχουν πάντοτε εκφράσεις του τύπου Χ είναι (έστι) οι οποίες πολλές φορές παρότι μεταφράζονται σαν "Χ υπάρχει", είναι πάντοτε, εξ'αρχής, συμπληρωμένες με ένα κατηγόρημα (Χ είναι Π) και αυτό, με τις λέξεις του Burnyeat, σημαίνει ότι για τους Έλληνες φιλοσόφους, "το Είναι είναι πάντοτε κάτι ή κάτι άλλο"! Ενα όν λοιπόν υπάρχει μόνον εάν έχει τουλάχιστον μία ιδιότητα. Προσδιορίζοντας την ύπαρξη σε κάτι, το καθορίζουμε σε σχέση με άλλο διότι εννοούμε ότι είναι ίδια και ίση με τον εαυτό της, ότι πάνω σ'αυτή ή δι'αυτής μπορούν να διατυπωθούν αληθινές κρίσεις και διακρίνουμε απο αυτή μία συμπληρωματική-τάξη! Δέν θα μπορούσαμε λοιπόν να έχουμε ποτέ την περίπτωση να υπάρχει κάτι χωρίς να έχει τουλάχιστον μία ποιότητα, διότι σ'αυτή την περίπτωση θα ήταν ένα πράγμα που δέν είναι αυτό που είναι και επομένως η ύπαρξή του θα ενέπλεκε μία αντίφαση! Επειδή λοιπόν η απόκτηση μίας ιδιότητος τουλάχιστον, είναι αναγκαία συνθήκη ώστε κάτι να υπάρχει, είναι δυνατόν να ορίσουμε την ύπαρξη σαν να έχει, εκ μέρους ενός όντος, τουλάχιστον μία ιδιότητα. Εάν λοιπόν υπάρχει ένα πράγμα Χ, πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον μία ιδιότητα Π.     
          Β) Στο προηγούμενο σημείο 3) επαναδιατύπωσα το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο τα όντα μπορούν να συμπεριληφθούν στο εσωτερικό τής ίδιας κατηγορίας και είχα εξηγήσει ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνον εάν αυτά τα στοιχεία i) διαθέτουν τουλάχιστον μία κοινή σε όλα ιδιότητα και ii) έχουν τουλάχιστον άλλη μία ιδιότητα λόγω της οποίας διαφοροποιούνται το ένα απο το άλλο. Απο εδώ ο Πλωτίνος συμπέρανε ότι αυτό που είναι απολύτως απλό δέν μπορεί να είναι κάτι υπαρκτό, διαφορετικά θα ήταν δυνατόν να το συμπεριλάβουμε στο ίδιο γένος αυτού που υπάρχει και έτσι διαθέτοντας τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά θα ήταν πολλαπλό. Όμως η κοινή πλευρά σε όλο το υπαρκτό (από τα αισθητά αντικείμενα στην νοητή νόηση) δέν μπορεί να είναι το ίδιο το υπάρχειν, υπολογιζόμενο σαν μία ιδιότητα, δηλαδή λόγω του σημείου Α), η ιδιότης "είναι κάτι". Εάν όμως υπολογίζουμε ότι "είναι κάτι"=είναι ένα όν με μία ιδιότητα τουλάχιστον τότε η ιδιότης "είναι κάτι" τίθεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με κάθε άλλη ιδιότητα, την οποία κατέχει αυτό που υπάρχει (υψηλό, κόκκινο, ελαφρύ κ.τ.λ). "Είναι κάτι" θα εξισούτο λοιπόν με το "έχω την ιδιότητα να έχω ιδιότητα". Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα πράγμα Χ. Από το Α) συνεπάγεται ότι "Χ είναι Π". Η ιδιότης να έχει μία ιδιότητα πρώτης τάξεως Π είναι μία ιδιότης δευτέρας τάξεως η οποία ανήκει σε κάθε πράγμα που υπάρχει καθόσον υπάρχει και εκφράζει την συνθήκη λόγω της οποίας αυτό που υπάρχει πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον μία ιδιότητα. Ας δείξουμε αυτή την ιδιότητα της δευτέρας τάξεως με το γράμμα Ρ. Να πούμε λοιπόν ότι κάτι υπάρχει σημαίνει να πούμε ότι υπάρχει ένα Χ με την ιδιότητα Ρ να έχει μία ιδιότητα Π.
          Το λάθος του Πλωτίνου λοιπόν συνίσταται στο ότι δέν διέκρινε τις διαφορετικές τάξεις των ιδιοτήτων στις οποίες απευθύνεται με τον λόγο του.
          
                                 Τέλος.
          
Σχόλιο: Αποκαλυπτική αστοχία! Ο συγγραφεύς ταυτίζει το Ένα, με το Είναι στα ίχνη τού Αριστοτέλη, την Αρχή με την Αιτία. Κάτι που επέβαλλε στις μέρες μας ο Χάϊντεγκερ με διαφορετικό σκοπό από του Αριστοτέλη, χάριν τής σωματοποιήσεως τής Μεταφυσικής, πού είναι ο καρπός τού υπαρξισμού. Η ύπαρξις ενός σώματος χωρίς ψυχή. Αυτή την ταύτιση προσπάθησαν να εισάγουν στην ορθοδοξία ο Ζηζιούλας και ο Γιανναράς μιλώντας για αιτιώδη αρχή στην Αγία Τριάδα, συστήνοντας ταυτοχρόνως μία Θεολογία της θελήσεως στα χνάρια του Αυγουστίνου.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου