Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας

Παρά τα τεράστια λάθη των κυβερνήσεων μας, οι ευρωπαϊκές και οι διεθνείς συνθήκες που επικρατούν μας προσφέρουν μία ακόμη ευκαιρία που ίσως δεν την αξίζαμε. Εάν όμως δεν την εκμεταλλευθούμε, επιτρέποντας να συνεχιστεί η διχόνοια και να παραμείνει κυρίαρχο το ανίκανο και βρώμικο κομματικό πελατειακό κράτος που κατασκευάσαμε και που είναι το μοναδικό που μπόρεσε να επιβιώσει από τα μνημόνια συνεργαζόμενο με τους ξένους, τότε θα χάσουμε τα πάντα και δεν θα μας συγχωρήσουν ποτέ τα παιδιά μας για το αποτρόπαιο έγκλημα – για το ότι μία και μόνο γενιά κατάφερε να καταστρέψει και να υποδουλώσει στους Γερμανούς μία από τις πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη, στη νούμερο ένα γεωπολιτική του θέση.
Ανάλυση
Είναι πλέον δεδομένο πως η Οικονομία μας δεν εξελίσσεται καθόλου καλά – αντίθετα, οδηγείται ξανά σε κρίση. Επιγραμματικά, ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε στο 1,3% το πρώτο τρίμηνο, όπου όμως το σημαντικότερο είναι το γιατί συνέβη ή, καλύτερα, το από πού προήλθε. Εν προκειμένω, η μείωση οφείλεται κυρίως στην πτώση των εξαγωγών και στην άνοδο των εισαγωγών – γεγονός που σημαίνει ότι, μειώθηκε ξανά η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, μετά από κάποια χρόνια ανόδου της.



Είναι εύλογο δυστυχώς, επειδή η άνοδος της ανταγωνιστικότητας στο παρελθόν οφειλόταν μόνο στην πτώση των μισθών και άρα του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος – η οποία όμως (πτώση των μισθών) δεν συνοδεύθηκε από επενδύσεις σε νέες διαδικασίες, σε σύγχρονα μηχανήματα κλπ., οπότε είναι αδύνατον να αυξάνει από μόνη της την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας στο διηνεκές, αφού ο περιορισμός των μισθών έχει κάποια ανώτατα όρια που έχουν πλέον ξεπεραστεί.
Οφείλουμε να τονίσουμε εδώ πως οι μισθοί δεν αυξάνονται με εντολές της κυβέρνησης σε μία οικονομία της ελεύθερης αγοράς, όπως σε μία κεντρικά κατευθυνόμενη σοβιετικού τύπου – στην οποία ακόμη και οι ποσότητες των προϊόντων που παράγονται είναι το αποτέλεσμα των αποφάσεων και των εντολών της «σοβιετικής» κυβέρνησης. Ειδικότερα, η αγορά εργασίας στην ελεύθερη οικονομία λειτουργεί όπως όλες οι άλλες αγορές – αφού υπόκειται στην προσφορά και στη ζήτηση, η οποία καθορίζει τις τιμές (=μισθούς) και τις συνθήκες (=ωράριο, ασφάλεια κλπ.).
Όταν λοιπόν η προσφορά είναι πολύ μεγαλύτερη της ζήτησης, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας που η πραγματική ανεργία σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και αξιοπρεπώς αμειβόμενων εργαζομένων είναι ουσιαστικά ακόμη στο 30% (με κριτήριο τις ώρες απασχόλησης που δεν αυξήθηκαν ή το στάσιμο ΑΕΠ), ενώ το εργατικό δυναμικό συνεχίζει να αυξάνεται με την είσοδο των μεταναστών, οι μισθοί και οι συνθήκες δεν βελτιώνονται ποτέ – οπότε το να υπόσχεται κάτι τέτοιο ένας πολιτικός είναι απλά λαϊκίστικο.
Όσον αφορά δε το πώς θα έπρεπε να αυξάνονται ορθολογικά οι μισθοί, είναι προφανές πως οφείλουν να συνδέονται με την άνοδο της παραγωγικότητας των εργαζομένων, καθώς επίσης με τον πληθωρισμό – επειδή διαφορετικά είναι εις βάρος της ανταγωνιστικότητας και της Οικονομίας, οπότε δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν ως έχουν, πόσο μάλλον να αυξηθούν.
Επομένως, η φροντίδα της κάθε κυβέρνησης όσον αφορά τους μισθούς των εργαζομένωνείναι η άνοδος της ανταγωνιστικότητας – η οποία όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές μπορεί να προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων, από την παροχή φθηνής χρηματοδότησης στις επιχειρήσεις που είναι ικανές να παράγουν πλούτο, από τον κεντρικό σχεδιασμό της πρωτογενούς παραγωγής, της μεταποίησης της και της βιομηχανίας κοκ. Όλα τα υπόλοιπα είναι λόγια κενά περιεχομένου και πολιτική δημαγωγία που δεν θα έπρεπε πια να πείθει κανέναν.
Ειδικά όσον αφορά τις επενδύσεις, ο στόχος δεν πρέπει να είναι οι εξωτερικές, αλλά οι εγχώριες – αφού οι εξωτερικές ήταν ανέκαθεν χαμηλές ενώ έχουν υπερβεί ήδη τα επίπεδα του 2008 (γράφημα). Είναι δε συνήθως ευκαιριακές, όταν οι εγχώριες έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει – από τα περίπου 60 δις € ετήσια πριν από την κρίση, σε λιγότερα από 20 δις € τα χρόνια που ακολούθησαν. Επομένως οι δηλώσεις της ΝΔ, σύμφωνα με τις οποίες θα οδηγήσει σε ανάπτυξη τη χώρα προσελκύοντας ξένες επενδύσεις, τεκμηριώνουν απλά και μόνο την άγνοια της.
Άλλοι λόγοι τώρα, με κριτήριο τους οποίους συμπεραίνουμε πως η οικονομία μας δεν εξελίσσεται καθόλου καλά, είναι η μείωση της βιομηχανικής μας παραγωγής, η πτώση του τουρισμού αλλά και των τιμών των ξενοδοχείων λόγω του ανταγωνισμού της Τουρκίας και της Αιγύπτου, η συνεχιζόμενη μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνης των τουριστών (γράφημα) που σημαίνει ότι προσελκύουμε συνεχώς χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, οι μειωμένες επενδύσεις στον τουρισμό (είμαστε στην 120η θέση σε 185 χώρες), καθώς επίσης η αύξηση των ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Συνεχίζοντας, οι μη ειδικοί στην οικονομία ισχυρίζονται πως η κατάσταση στην Ελλάδα βελτιώνεται, επειδή έχουν μειωθεί τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων στις διεθνείς αγορές στο 2,74% (πηγή) – κάτι που είναι εντελώς λανθασμένο. Εν πρώτοις, αυτό που παίζει ρόλο δεν είναι τα επιτόκια, αλλά τα spread – η διαφορά τους δηλαδή με τα γερμανικά, η οποία είναι στη 300 μβ. περίπου (=3%), όσο ήταν τον Ιανουάριο του 2018, αφού η Γερμανία δανείζεται σήμερα με -0,25%.
Φυσικά τα επιτόκια έχουν μειωθεί ανάλογα σε όλες τις άλλες χώρες, με την Πορτογαλία να πληρώνει μόλις 0,61% – επειδή οι επενδυτές προβλέπουν ύφεση, οπότε προσπαθούν να τοποθετήσουν έγκαιρα τα χρήματα τους εκεί που αναμένουν υψηλότερες αποδόσεις. Η Ελλάδα βέβαια είναι η πιο χρεοκοπημένη χώρα στην παγκόσμια ιστορία, τόσο όσον αφορά το δημόσιο χρέος (άνω του 180%), όσο και το κόκκινο ιδιωτικό (πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ) – παραμένει όμως σχετικά ασφαλής, επειδή έχουν επιμηκυνθεί τα 96 δις € του χρέους της τον Ιούνιο του 2018 για μετά το 2032, θεωρείται ήδη γερμανική αποικία, ενώ το κόκκινο ιδιωτικό χρέος θα μειωθεί με τις κατασχέσεις και με τους πλειστηριασμούς των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων (με την υφαρπαγή της χώρας ουσιαστικά).
Κατά δεύτερο λόγο, το κριτήριο δεν είναι τα ονομαστικά επιτόκια, αλλά τα πραγματικά – τα οποία προκύπτουν από την αφαίρεση του πληθωρισμού που είναι σήμερα στο 0,2% στην Ελλάδα (ή την πρόσθεση του αποπληθωρισμού). Με απλά λόγια, όταν ένας επενδυτής δανείζει την Ελλάδα (=αγοράζει τα ομόλογα του δημοσίου της) με ονομαστικό επιτόκιο 3% και ο πληθωρισμός είναι 2%, τότε κερδίζει πραγματικά μόλις 1% – ενώ όταν δανείζει την Ελλάδα ξανά με 3% αλλά ο πληθωρισμός είναι 0,5%, τότε κερδίζει πραγματικά 2,5%, παρά το ότι το ονομαστικό επιτόκιο είναι το ίδιο. Στην περίπτωση δε που η Ελλάδα οδηγηθεί σε αποπληθωρισμό, υποθετικά σε ύφεση -1%, τότε με το ίδιο ονομαστικό επιτόκιο του 3% το κέρδος του είναι 4%. Ακριβώς λοιπόν για αυτόν το λόγο οι επενδυτές, προβλέποντας ύφεση στην Ευρωζώνη, αγοράζουν περισσότερα ομόλογα – οπότε αυξάνεται η ζήτηση τους και πέφτουν τα επιτόκια. Όλα είναι πολύ απλά θέμα ζήτησης και προσφοράς σε μία ελεύθερη αγορά.   
Περαιτέρω, αυτό που οφείλει να μας ενδιαφέρει είναι το τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να ξεφύγει από την παγίδα – στην οποία έχει οδηγηθεί από το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων που συνεχίζεται και όχι ουσιαστικά από τις κυβερνήσεις της (οι οποίες είναι όμως υπεύθυνες για όλα όσα υπέγραψαν, καταδικάζοντας ενδοτικά την Ελλάδα σε θάνατο).
Η «συνταγή» εδώ είναι πάρα πολύ απλή αλλά και η μοναδική: (α) η δραστική μείωση των φόρων (για παράδειγμα των επιχειρήσεων στο 15% με μία πολύ μικρή προκαταβολή) και (β) η άνοδος των δημοσίων δαπανών, ειδικά των επενδύσεων – όπου ασφαλώς θα βοηθούσε η στήριξη της ρευστότητας του κράτους με τα φορολογικά χρήματα που σχεδιάζει η Ιταλία (ανάλυση).
Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα αυξανόταν η κατανάλωση, θα ακολουθούσαν οι ιδιωτικές επενδύσεις και θα κατάφερνε η Ελλάδα να αναπτυχθεί βιώσιμα – να αυξήσει δηλαδή το ΑΕΠ της, υπενθυμίζοντας πως η εξίσωση και οι συντελεστές του είναι οι εξής: ΑΕΠ = Κατανάλωση + Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + Εμπορικό ισοζύγιο (από μία άλλη οπτική γωνία ΑΕΠ = Κατανάλωση + Αποταμιεύσεις + Φόροι). Φυσικά η χώρα θα πρέπει ταυτόχρονα να παράγει πλούτο από τους βασικούς της πυλώνες και ειδικά από τον πρωτογενή με τη μεταποίηση του, με τις λιγότερες δυνατές επενδύσεις – καθώς επίσης οι Πολίτες να αγοράζουν μόνο ελληνικά προϊόντα. Έτσι θα αυξανόταν το ΑΕΠ και θα μειωνόταν το Χρέος/ΑΕΠ – οπότε η Ελλάδα θα είχε ξανά μέλλον.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε πως είναι η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας που πρέπει να εκμεταλλευθούμε – αφού αφενός μεν μας βοηθάει ο τρόπος που αντιδράει η Ιταλία απέναντι στη Γερμανία, αφετέρου δεν έχουν ακόμη επιδεινωθεί οι διεθνείς συνθήκες (αν και οι κίνδυνοι τόσο από το Ιράν σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και από την Τουρκία σε τοπικό που είναι σε δεινή οικονομική θέση, απομονωμένη γεωπολιτικά και σε σύγκρουση με τις Η.Π.Α., είναι εξαιρετικά μεγάλοι).
Εάν όμως δεν την εκμεταλλευθούμε, επιτρέποντας να συνεχιστεί η διχόνοια και να παραμείνει κυρίαρχο το ανίκανο και βρώμικο κομματικό πελατειακό κράτος που κατασκευάσαμε, τότε θα χάσουμε τα πάντα και δεν θα μας συγχωρήσουν ποτέ τα παιδιά μας για το αποτρόπαιο έγκλημα – για το ότι μία και μόνο γενιά κατάφερε να καταστρέψει και να υποδουλώσει στους Γερμανούς μία από τις πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη, στη νούμερο ένα γεωπολιτική του θέση.
Εάν δε εμείς οι Έλληνες ψηφίσουμε ξανά ως θύματα τους θύτες μας, ξεχνώντας ποιοι κατέστρεψαν, χρεοκόπησαν και ξεπούλησαν την πατρίδα μας, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας – κάτι που θα επαναλαμβάνουμε για να μην υπάρξει ξανά η δικαιολογία στο μέλλον, σύμφωνα με την οποία δεν είμαστε υπεύθυνοι, επειδή  δεν γνωρίζαμε πως δεν θα τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις. Σήμερα γνωρίζουμε ακριβώς τι έκαναν όλες οι κυβερνήσεις του παρελθόντος και ποιες είναι οι δυνατότητες τους – οπότε δεν θα είμαστε πια άμοιροι ευθυνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου