Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

HEIDEGGER (17).

Συνέχεια από: Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

HEIDEGGER 
Enrico Berti.
    
5. Η οικειοποίηση τής πρακτικής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη (συνέχεια).     

Μία άλλη αντιστοιχία την οποία εντόπισε ο Volpi ανάμεσα στις αριστοτελικές κατηγορίες και εκείνες που χρησιμοποίησε ο Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος αφορά εκείνον τον χαρακτήρα τού υπαρκτού (Dasein) που είναι η «μέριμνα» (sorge) η οποία δεν είναι άλλη από την οντολογικοποίηση τής αριστοτελικής όρεξης! Αυτή η αντιστοιχία αποδεικνύεται πρώτα απ’όλα από το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ μεταφράζει την διάσημη αρχή τής Μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία «όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως ορέγονται τού ειδέναι», με «στο Είναι τού ανθρώπου ενυπάρχει ουσιωδώς η μέριμνα τού βλέπειν», αλλά αποδεικνύεται επίσης και από μία δήλωση τού ιδίου τού Χάιντεγκερ, σύμφωνα με την οποία η σύλληψή του τής μέριμνας αναδύθηκε στην διάρκεια μιας ερμηνείας τής ανθρωπολογίας τού Αυγουστίνου η οποία αφορούσε τα ουσιώδη θεμέλια τα οποία είχαν κατακτηθεί στην αριστοτελική οντολογία!
          Οι δομικές στιγμές στις οποίες αναπτύσσεται η μέριμνα, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, δηλαδή η «πραγματική κατάσταση» (Befindlichkeit) η κατανόηση (verstehen) και η ομιλία (Rede) αντιστοιχούν, σύμφωνα με τον Volpi, αντιστοίχως στα πάθη, τα οποία αναλύονται από τον Αριστοτέλη στο ΙΙΙ βιβλίο της Ρητορικής, στην οποία παραπέμπει επίσης, στον νού, ο οποίος κατανοείται όμως σαν νούς πρακτικός, δηλαδή εκείνον που ο Χάιντεγκερ ονομάζει «η αληθινή και πραγματική σημασία τής πράξεως» και στον λόγο, τον οποίο ο Αριστοτέλης παρουσιάζει σαν μεσάζοντα ανάμεσα στον νού και την όρεξη στο VI βιβλίο της Νικομάχειας! (1139 b 4-5).
          Ιδιαίτερη αξία τέλος έχουν η αντιστοιχία ανάμεσα στην «συνείδηση» (Gewissen) και την φρόνηση, και εκείνη ανάμεσα στην «αποφασιστικότητα» (Entschlosenheit) και την προαίρεση! Αναφορικά με την πρώτη, υπάρχει μία διάσημη μαρτυρία τού Gadamer σύμφωνα με την οποία απέναντι στην δυσκολία να μεταφράσει τον όρο φρόνησις, ο Χάιντεγκερ θα είχε αναφωνήσει: “das ist das Gewissen”. Το Gewissen όπως είναι γνωστό δείχνει στην Γερμανική την ηθική συνείδηση, διαφορετική από την συνείδηση γνωστικού τύπου, η οποία σημαίνεται με τον όρο Bewusstein. Όπως παρατηρεί σχετικώς ο Volpi στο Είναι και Χρόνος η ηθική συνείδηση είναι ο τόπος τής «μαρτυρίας εκ μέρους τού υπαρκτού ανθρώπου (Dasein) ενός εφικτού αυθεντικού Είναι», ο τόπος δηλαδή στον οποίο το «έχω (υποχρέωση) να είμαι», ο πρακτικός θεμελιώδης καθορισμός, εμφανίζεται στον εαυτό του με τον πιο αυθεντικό τρόπο. Αυτό αντιστοιχεί στην αριστοτελική εννοιολόγηση τής φρόνησης σαν τής γνώσεως η οποία συστήνει τον ορίζοντα στον οποίο η πράξις μπορεί να επιτύχει, δηλαδή μπορεί να πραγματοποιηθεί σαν «εύ ζείν» (Ηθ. Νικ. VI 5). Ο Χάιντεγκερ όχι μόνον οντολογικοποιεί την φρόνηση τού Αριστοτέλη, όπως παρατηρεί ο Volpi, με την έννοια ότι την μεταμορφώνει σε έναν μόνιμο τρόπο υπάρξεως τού «είμαστε» (του Dasein), αλλά την υπολογίζει σαν τον θεμελιώδη τρόπο αυτού, κάτι που συνεπάγεται την αναγνώριση ενός πρωτείου τής φρόνησης απέναντι στις άλλες αρετές τής διάνοιας (την σοφία και την τέχνη), το οποίο (πρωτείο) αντιστοιχεί στο πρωτείο που όρισε ο Χάιντεγκερ στην πράξη απέναντι στην θεωρία και στην ποίηση, αλλά είναι ένας βιασμός αναφορικά με την θέση τού Αριστοτέλη.
          Αυτός ο τελευταίος, πράγματι, παρότι αναγνωρίζει στην φρόνηση μία κατευθυντήριο λειτουργία (επιτακτική) απέναντι σ’ολόκληρη την πρακτική ζωή, δηλώνει ξεκάθαρα ότι αυτή η λειτουργία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά υπάρχει εν όψει της Σοφίας, η οποία συνιστά τον αυθεντικό τελικό σκοπό τού ανθρώπου, δηλαδή την ευτυχία του! (Ηθ. Νικ. VI 13, 1145 Α 5-11). Για τον Αριστοτέλη επιπλέον η κατεύθυνση προς τον σκοπό είναι καθορισμένη, στο επίπεδο τής καθημερινής ζωής, από την «φυσική αρετή», δηλαδή από ένα ένδυμα το οποίο ήδη διαθέτουμε από γεννήσεως ή από τής παιδείας, αλλά στο φιλοσοφικό επίπεδο αυτό είναι εξατομικευμένο και σε κάποιο μέτρο και καθορισμένο από την «πρακτική φιλοσοφία», ή την «πολιτική τέχνη», η οποία είναι μία μορφή στοχαστικής γνώσεως, διαλογικής, παρότι δεν είναι ακριβής όπως για παράδειγμα, τα μαθηματικά και επομένως είναι βαθειά διαφορετική από εκείνη την άμεση γνώση, ή διαισθητική, που είναι η φρόνησις! (Ηθ. Νικ. 1144 b 16). Και πράγματι η πρακτική φιλοσοφία, καθότι φιλοσοφία, διακρίνει στην σοφία τον τελευταίο σκοπό τού ανθρώπου και καθότι πρακτική, βοηθά στην πραγματοποίηση αυτού τού σκοπού στην ζωή! Ο Χάιντεγκερ όμως τείνει να δεί την πιο υψηλή μορφή γνώσεως, μάλιστα δε την μοναδική αληθινή πρακτική γνώση, στην φρόνηση, δηλαδή στην ηθική συνείδηση, καθορίζοντας μ’αυτόν τον τρόπο ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά τής «αποκαταστάσεως» της πρακτικής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη η οποία θα αντλήσει από αυτόν την έμπνευσή της!
          Τέλος η αντιστοιχία ανάμεσα στην «βεβαιότητα» ή «απόφαση» (Entschlossenheit) τού Χάιντεγκερ και την φρόνηση τού Αριστοτέλη πιστοποιείται από το γεγονός ότι κάθε φορά που πρέπει να μεταφράσει τον όρο φρόνησις, ο Χάιντεγκερ ανατρέχει στην βεβαιότητα ή απόφαση, ακόμη και στο διάσημο χωρίο τής Μεταφυσικής στο οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει την φιλοσοφία από την σοφιστική μέσω τής προαίρεσης του βίου, δηλαδή τής «επιλογής τού τύπου τού βίου», την οποία ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει σαν «απόφαση για την επιστημονική έρευνα»!
          Παρ’όλα αυτά, ενώ για τον Αριστοτέλη η «επιλογή» είναι μόνον μία ορισμένη στιγμή τής πράξης, για τον Χάιντεγκερ η «βεβαιότης» είναι ένας μόνιμος χαρακτήρας του Είναι του ιδίου τού Dasein. Παρατηρούμε λοιπόν και σ’αυτή την περίπτωση, την γνωστή «οντολογικοποίηση» τών κατηγοριών τής πρακτικής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη, η οποία αποκαλύπτει πώς ο Χάιντεγκερ, την στιγμή στην οποία την οικειοποιείται, την διπλώνει σε ένα σκοπό εντελώς διαφορετικό από εκείνον που είχε στον Αριστοτέλη, δηλαδή κατασκευάζει ένα ισότιμο ομοίωμα εκείνου που για τον Αριστοτέλη ήταν η θεωρητική φιλοσοφία, η πρώτη φιλοσοφία, την οποία απέρριψε ο Χάιντεγκερ σαν οντο-θεολογία, παρότι Μεσαιωνικής, Σχολαστικής προέλευσης!
          Συμπερασματικά λοιπόν ανάμεσα σε εκείνα που ήταν για τον Αριστοτέλη τα διαφορετικά μέρη τής φιλοσοφίας, ο Χάιντεγκερ απορρίπτει την θεωρητική φιλοσοφία, δηλαδή την Μεταφυσική, επηρεασμένος από την σχολαστική ερμηνεία της σάν «οντο-θεολογίας» και από την απόρριψή της από την θεολογία τού Λούθηρου ή από έναν ιδιαίτερο κλάδο της, εκείνον που ανέπτυξε ο Μπούλτμαν. Ο Λούθηρος πάντως δεν του πρόσφερε τις κατηγορίες, δηλαδή τις φιλοσοφικές έννοιες μέσω των οποίων θα μπορούσε να ερμηνεύσει την ζωή, την πραγματικότητα, την ύπαρξη, αυτό δηλαδή που για τον Χάιντεγκερ συνιστά το ιδιαίτερο αντικείμενο της φιλοσοφίας μάλιστα δε εκείνης που θα ονομάσει την «θεμελιώδη του οντολογία. Για να το κατορθώσει όμως και για να είναι συνεπής με τον Λούθηρο, χρησιμοποιεί τον πρακτικό Αριστοτέλη, τον ηθικό και τον πολιτικό, ξεκινώντας μ’αυτόν τον τρόπο τήν ανανέωση της αριστοτελικής πρακτικής φιλοσοφίας η οποία θα αποτελέσει ένα από τα πεδία τής σκέψης τού δεύτερου μισού τού ‘900 στο οποίο ο Αριστοτέλης υπερέχει με την παρουσία του!
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου