Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (63)

Συνέχεια από: Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
  
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).            


2. Ο αντινομικός χαρακτήρας, αντιφατικός δηλαδή, όλων των εννοιών και όλων τών πραγμάτων, εκτίθεται καθαρά στην έκθεση ακριβώς τού Εγελιανού συστήματος και επικυρώνεται θεωρητικά στο πρώτο μέρος του δηλαδή στην Λογική. Με την Λογική ο Χέγκελ εγκαινιάζει μία νέα λογική, διαφορετική από την παραδοσιακή, διότι θεμελιώνεται άμεσα στην αντίφαση, την διάσημη διαλεκτική λογική. Η πρώτη διατύπωση της Εγελιανής λογικής η οποία έφθασε σε μας έρχεται από τα πανεπιστημιακά μαθήματα της Ιένας το 1804-1805, και είναι γνωστή σαν Λογική και μεταφυσική της Ιένας. Εδώ το θέμα της αντιφάσεως εμφανίζεται αμέσως στην έννοια τού «ορίου», στην οποία πέφτουμε από την αρχή ακόμη τής πραγματείας, τής οποίας λείπουν οι πρώτες σελίδες οι οποίες περιείχαν την αληθινή αρχή της, την κατηγορία της ποιότητος. Το «όριο» πράγματι παρουσιάζεται από τον Χέγκελ σαν ενότης της ενότητος και της πολλαπλότητος, με την έννοια ότι αυτό πραγματοποιεί την ποιότητα, δηλαδή την αποφασιστικότητα, σαν σχέση ανάμεσα σ’ ένα πράγμα και ένα άλλο, δείχνοντας ότι ένα πράγμα στέκει δίπλα σε ένα άλλο, είναι η άρνηση ενός άλλου! «Στο όριο-δηλώνει ο Χέγκελ-τίθεται το τίποτα τής πραγματικότητος και τής αρνήσεως και τό ότι αυτά είναι έξω από αυτό το τίποτα. Μ’αυτόν τον τρόπο η ποιότητα πραγματοποιείται η ίδια σ’αυτό το «όριο», καθότι το όριο εκφράζει την έννοια της ποιότητος σαν το καθαυτό Είναι των καθορισμών, μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο καθορισμοί νά έχουν τεθεί σ’αυτό κάθε μία καθαυτή, αδιάφορη η μία έναντι τής άλλης και καθεμιά νά εκφράζει ταυτόχρονα σύμφωνα με το περιεχομενό της όχι την ακρίβεια γενικώς, όπως στην έννοια αλλά νά την εκφράζει σαν καθορισμένη αποφασιστικότητα, σαν πραγματικότητα και άρνηση, δηλαδή σε καθεμιά εκφράζεται αυτό που η ίδια θα ήταν σε αντίθεση, σε σχέση με την άλλη». Πρόκειται για μία νέα διατύπωση του λόγου τού Σπινόζα omnis determinatio est negatio, ο οποίος για τον ίδιο σκοπό θα αναφερθεί ξανά από τον Χέγκελ στην Επιστήμη της Λογικής!
          Από την άποψη τής διάνοιας δύο καθορισμένες πραγματικότητες υφίστανται η μία δίπλα στην άλλη σαν καθαυτές υπάρχουσες, απομονωμένες απολύτως, χωρίς σχέση μεταξύ τους. Είναι η γνωστή σύλληψη του Χέγκελ της νοήσεως σαν σκέψης μόνον αφαιρετικής, διαχωριστικής. Ενώ η νόηση εγκαθιστά μία σχέση ανάμεσα τους, της οποίας ο πιο απλός τύπος είναι η απλή σύνδεση (ένωση των αντιθέτων), το Είναι, σαν όριο ή σύνορο, ανάμεσα τους! Αυτό το όριο, καθώς είναι το σημείο στο οποίο κάθε μία από τις δύο πραγματικότητες βεβαιώνεται και μαζί ακυρώνεται, έχει δηλαδή αρχή και μαζί τελειώνει, εισάγει σε κάθε μια τους μια αληθινή αντίφαση!
          Εμφανίσθηκε ο Ισχυρισμός τελευταία ότι ο Χέγκελ, αφιερώνοντας ολόκληρο το πρώτο μέρος της Λογικής και μεταφυσικής της Ιένας, δηλαδή την λεγόμενη «απλή Σχέση», στον σύνδεσμο «είναι», η οποία εκφράζεται από την έννοια του ορίου, θέλει να εξασφαλίσει την παρουσία της αντιφάσεως πολύ πρίν κατέβει στο πεδίο της βεβαιώσεως και της αρνήσεως. Από ιστορικής απόψεως η στιγμή κατά την οποία ο Χέγκελ αποδέχεται αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να την πούμε προκατηγορική της αντιφάσεως, φαίνεται να υπήρξε η μελέτη, κατά την περίοδο της Φραγκφούρτης, της απειροστής ανάλυσης στα μαθηματικά! Στην ίδια Λογική και μεταφυσική της Ιένας επιστρέφοντας στην έννοια του ορίου σχετικά με την ποσότητα, ο Χέγκελ δηλώνει : «αυτό είναι ταυτόχρονα η αληθινή σημασία των βαθμιαίων εξαφανίσεων των μεγεθών τής ανάλυσης (απειρότης). Απείρως μικρό δεν πρέπει να είναι τίποτε και παρ’όλα αυτά δεν πρέπει να έχει πια κανένα μέγεθος». Αυτό γίνεται κατανοητό στοχαζόμενοι στο πιο απλό και κοινό παράδειγμα του ορίου, το γεωμετρικό σημείο, στοιχείο διαχωρισμού και ενώσεως μαζί ανάμεσα σε δύο μεγέθη, για παράδειγμα δύο ημιευθείες ή μία καμπύλη και μία ευθεία στην οποία εφάπτεται, το οποίο πρέπει να είναι απειρως μικρό, για να μην είναι διαιρετό με την σειρά του σε άλλα σημεία, αλλά ταυτοχρόνως πρέπει να είναι διαφορετικό από το μηδέν, διαφορετικά δεν θα ήταν πιά ένα αποτελεσματικό στοιχείο χωρισμού και επαφής. Έτσι, όπως τελευταίως παρατηρήθηκε μέσω μιας έρευνας στις σπουδές του Χέγκελ στα μαθηματικά του απείρου, η έννοια τού απείρως μικρού, δηλαδή τού διαφορετικού είναι από την μαθηματικά άποψη μία αληθινή και πραγματική αντίφαση, διότι είναι ένα μέγεθος ταυτοχρόνως διαφορετικό από το μηδέν και ίσο με το μηδέν.
          Αυτή η έννοια εμβαθύνεται περισσότερο από τον Χέγκελ μέσω τής χρήσεως τής έννοιας τού απείρου, εξίσου παρμένης από την απειροστή ανάλυση! Το απείρως μικρό είναι αυτό στο οποίο πλησιάζουμε μέσω μιας άπειρης προόδου, η οποία όμως δεν φτάνει ποτέ στο μηδέν. Ενώ, όμως, μία πρόοδος στο άπειρο η οποία θα παρέμενε πάντοτε ανοιχτή θα ήταν για τον Χέγκελ, ένα κακό άπειρο, δηλαδή μία έννοια απλώς διανοητική, αφαιρετική, αντιθέτως μέσω της έννοιας τού ορίου αποφεύγεται αυτή η απροσδιόριστη πρόοδος και το άνοιγμα και αποκτάται το «αληθινό άπειρο». «Το αληθινό άπειρο-λέει ο Χέγκελ-είναι η πραγματοποιημένη απαίτηση, η αφαίρεση της απροσδιοριστίας : α-Α=0. Αυτή δεν είναι μία σειρά η οποία ολοκληρώνεται πάντοτε σε άλλο, αλλά έχει πάντοτε το άλλο έξω από αυτή, το άλλο όμως είναι μέσα στο ίδιο το καθορισμένο, αυτό το καθορισμένο είναι καθαυτό η απόλυτη αντίφαση και αυτή είναι η αληθινή ουσία του καθορισμού. Το άπειρο, όπως αυτή η απόλυτη αντίφαση, είναι επομένως η μοναδική πραγματικότης του καθορισμένου». Έτσι εάν σκεφτούμε ότι σε όλο το πεπερασμένο είναι παρόν το όριο, μπορούμε να κατανοήσουμε πως φτάνει ο Χέγκελ στην συνέχεια να δηλώσει ότι «όλα τα πράγματα είναι καθ’ αυτά αντιφατικά».

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου