Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη «την κορυφή των κορυφών»

Πίνακας ζωγραφικής Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κώστας Ντίος (Σύγχρονος ζωγραφος)

Εργασία της Σοφίας Ντρέκου

«Όπου σας εύρει το κακό, 
όπου θολώνει ο νους σας...
μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.» 
Οδ. Ελύτης, Το Άξιoν Εστί 1959

Αν και οι σύγχρονοί του δεν τον εκτίμησαν δεόντως (ίσως γιατί η παραγωγή πολιτισμού εν τη γενέσει της δεν γίνεται πλήρως αντιληπτή ούτε αξιολογείται επαρκώς) αρκετοί μεταγενέστεροι συμπεριλαμβανομένου του Οδυσσέα Ελύτη έγραψαν γι αυτόν και του απέδωσαν τα εύσημα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911) «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικόσημείωμα ιστορεί τη ζωή του:



«Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α' καὶ Β' τάξιν. Τὴν Γ' ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ' τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτήρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.» 


«Ἡ φιλοδοξία εἶναι ἡ νόσος τῶν χορτάτων, 
ἡ λαιμαργία εἶναι τῶν πεινασμένων τὸ νόσημα.» 
Ἀλ. Παπαδιαμάντη «Οἱ Χαλασωχώρηδες» (1892)

 Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν κλειστὸς τύπος. Μιὰ φορὰ ὅμως πῆρε τὸ θάρρος καὶ ἀπήγγειλε στὸν Μητσάκη ἕνα ἐρωτικό του ποίημα. Ἐκεῖνος θέλοντας νὰ τὸν πειράξει: -Ὥστε ἔτσι, κύριε Ἀλέξανδρε! Ἔχουμε ἔρωτες καὶ τοὺς τραγουδοῦμε τόσο ὄμορφα! -Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔρωτες, ἀποκρίθηκε ὁ Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τὰ μάτια. Ὁ ἥρωάς μου ἔχει ! [Από το Επετειακό λεύκωμα: «Εις μνήμην Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911).] 

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι μεγάλοι του πνεύματος, σαν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έχουν ένα μοναδικό προσόν να αντιλαμβάνονται τα πράγματα και να τα επεξεργάζονται σε διαχρονική βάση! Υπήρξε μια τομή στην ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κυρίως εξαιτίας του ότι γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας. Είναι ένας πεζογράφος-ποιητής. Εκφράζει την Ελληνική ψυχή με τον εναργέστατο τρόπο και αρνείται πεισματικά να μπει στα «σαλόνια». Παραμένει ταπεινός ενώ το έργο του το διαπερνά η βαθιά θρησκευτική του πίστη.

Ο Παπαδιαμάντης, μορφή ρακένδυτη εξωτερικά. Τον φαντάζομαι περιφερόμενο στην πλάκα και το θησείο με τα παλιά του ρούχα και τη θλιμμένη όψη. Τί αντίθεση στο όμορφο και περιποιημένο τοπίο. Αν γινόταν όμως να ενδυθεί την ομορφιά της ψυχής του σαν χιτώνα, τότε ποιο φως θα φώτιζε καλύτερα το βράχο της ακρόπολης !!!

★ Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πρωτοπήγε να δουλέψει στο «Άστυ», ο διευθυντής της εφημερίδας Δημήτριος Κακλαμάνος, με κάποια δειλία και επιφύλαξη, του μίλησε και για την αμοιβή:
- Ο μισθός σας θα είναι 150 δραχμές, είπε. 

Ο Παπαδιαμάντης έμεινε σκεπτικός, σα να λογάριαζε κάτι. 
- Μήπως είναι λίγα; ρώτησε δειλά ο Κακλαμάνος, έτοιμος να αυξήσει το ποσό.
- Πολλές είναι 150 ! αποκρίθηκε ο «κοσμοκαλόγερος». Με φθάνουν 100.
Κι έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χωρίς να προσθέσει λέξη.

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

Γεννήθηκε τὸ 1851 στὴν Σκιάθο. Τὸ 1874 τελείωσε τὸ Σχολαρχεῖο στὴν Ἀθήνα. Γράφτηκε στὴν Φιλοσοφική Σχολή Ἀθηνῶν χωρὶς νὰ ὁλοκληρώσει ποτὲ τὶς σπουδὲς του. Ἔγραψε ἐπιφυλλίδες, χρονογραφήματα, διηγήματα καὶ μεταφράσεις σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἡμερήσιο καὶ τὸν περιοδικό τῦπο. Τὸ ἔργο του μπορεῖ νὰ χωριστεῖ στὸ ἀναφερόμενο στὴ γενέτειρά του Σκιάθο καὶ στὴν Ἀθήνα. Τὰ λαογραφικά στοιχεῖα ποὺ παραθέτει στὰ γραπτά του, ἡ ἰδιότυπη ψυχογραφική του, τὸ γλωσσικό του ὕφος καθὼς καὶ οἱ πλουσιότατες ἀναφορὲς στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα τὸν καθιστοῦν ἕνα ἀπὸ τοὺς πιὸ πρωτότυπους συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Α. Ο βίος του [DOC]



Κύρια έργα: Πρὸς τὴν μητέρα μου (1880), Ἡ Μετανάστις (1879), Δέησις (1881), Ἔκπτωτος ψυχή (1881), Οἱ Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν (1883), Ἡ Γυφτοπούλα (1884), Χρῆστος Μηλιόνης, Ἡ Φόνισσα, Ἡ κοιμαμένη βασιλοπούλα (1891), Τὸ ὡραῖον φάσμα (1895), Ἕρως -Ἥρως (1896), Ὄνειρο στὸ κῦμα (1900), Οἱ μάγισσες (1900), Ὑπό τὴν βασιλικήν δρύν (1901).


«Όταν πάτησες πάνω στη σκιά του Άθους
δεν φαντάστηκες ότι θα ήσουν σε νησί
αλλά μόλις είδες το σπίτι του Παπαδιαμάντη
κατάλαβες ότι δεν είχες κάνει λάθος
και κάπου πάνω σου υπήρχε
το Άγιον Όρος της προστασίας.» Ν. Λυγερός


Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Λάμπρος Πορφύρας (1879 - 1932)

Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.

κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.

Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.

Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ' οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν' ανθίζουν οι γαζίες.

Κ' ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ' αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.

Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ' ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ' έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ' αυτόν ν' άγιάση!.

Μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για να ξεθολώσει ο νους και για να ξορκιστεί το «κακό» που μας βρήκε, γιατί έχουμε χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς. Αιωνία η μνήμη Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, του ανθρώπου που έζησε ενάντια στο ρεύμα της εποχής του και που δεν ήθελε παρά να «ομοιάζει μόνο με τον εαυτόν του» και να «ασχολείται με το Ωραίον». www.sophia-ntrekou.gr


«Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου»
«Το Μοιρολόγι της Φώκιας» 1908

Από το 1906 είχε σαν στέκι το καφενείο στη Δεξαμενή Κολωνακίου. 
Καθόταν στο πιο απομακρυσμένο τραπεζάκι, συλλογιζόμενος 
και έπινε τον καφέ του που κόστιζε μια δεκάρα.

★ Ο κυρ- Αλέξανδρος στην ιστοσελίδας μας 
    «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη»
    Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη 


    «...Να που βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη και όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μία στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να'χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το «θα μπορούσαμε» είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. Σα να' χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου».



    Εργογραφία Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


    Μυθιστορήματα: Η Γυφτοπούλα (1884) [εδώ PDF] κ' Ἡ Γυφτοπούλα [μέρος I] [μέρος ΙΙ]Οι Έμποροι των Εθνών (1883), Ἡ Μετανάστις (1879)

    Νουβέλες

    ★ Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893) Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893) διηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, πού μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση. Το διήγημα ωστόσο δεν αναδίδει οσμή θανάτου, όπως εύστοχα είχε επισημάνει και η Ακρόπολις (13.8.1893) που το φιλοξένησε, στο σχετικό σημείωμα της: Πρόκειται περί χολερικών αναμνήσεων. Άλλα μακράν πας φόβος. Εις τον Βαρδιάνον δεν εκτυλίσσονται στυγναί και άπαίσιαι εικόνες τόπων έρημουμένων οπό της χολέρας. Δεν προβάλλει εις την ιστορίαν αυτήν η απελπισία και το πένθος της χολέρας [...]. Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων είναι διήγημα έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, άλλ' έξεικονιζομένας υπό του τερπνού και εύθυμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον Βαρδιάνον εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατάκτηση, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ' ας ημέρας δεν λείπει ό λόγος περί χολέρας, ό Βαρδιάνος θα άποτελέση εϋθυμον άντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά ή άνάγνωσις των περί των προόδων της φοβέρας νόσου ειδήσεων. Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα πρωτοδημοσιεύτηκε σε σειρά επιφυλλίδων στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 14 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου του 1893. 


    • Ολόκληρη η Νουβέλα – Βαρδιάνος στα σπόρκα

    ★ Η Φόνισσα (1903) Η Φόνισσα είναι νουβέλα του συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για το δεύτερο συγγραφικό έργο του και θεωρείται ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και αποτελείται συνολικά από 17 κεφάλαια. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τη Σκιάθο.

    Τα ρόδινα ακρογιάλια (1908) «Τα ρόδινα ακρογιάλια», που δίνουν τον τίτλο τους στο μυθιστόρημα, συνθέτουν μια απέραντη υπαίθρια θεατρική σκηνή·μια παραθαλάσσια Αρκαδία. Το μυθιστόρημα περιέχει έναν ειδυλλιακό έρωτα που δεν τολμάει να εκδηλωθεί μπροστά στους άλλους, βοσκούς με τις προλήψεις και τα αλλόκοτα ήθη τους που διαιωνίζουν την ειδωλολατρία, ναυτικούς προσηλωμένους στο μικρό γενέθλιο νησάκι τους του Αιγαίου, κοσμοπολίτες που προσπαθούν να δείξουν πως είναι διαφορετικοί, απελευθερωμένοι από τις ξεπερασμένες συνήθειες και τα παρωχημένα ήθη, που ισχυρίζονται πως αδιαφορούν για όλα αυτά και που καταλήγουν στο μοναστήρι. Ένας μικρός κόσμος που ξαναπαίζει αιώνια τον τρόπο της ζωής του, που αυτοαναπαριστάνεται με άκρα αυταρέσκεια, με τη βεβαιότητα ότι αυτό το παιχνίδι δεν θα έχει τέλος, που σφυρηλατεί για χιλιοστή φορά την ταυτότητά του. Μια ταυτότητα; Αλλά ας ακούσουμε αυτό το «όχι». Ας ακούσουμε ακόμα αυτό το «όχι» του τέλους... 


    Χρήστος Μηλιόνης (1885) Η νουβέλα "Χρήστος Μηλιόνης" αποτελεί έργο-ορόσημο στην πορεία του συγγραφέα, καθώς απομακρύνεται από το ιστορικό μυθιστόρημα και εγκαινιάζει τη στροφή του στο διήγημα. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Ακαρνανία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.


    Διηγήματα

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου