Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ποιος ήταν ο Frank Schirrmacher;


Ποιος ήταν ο Frank Schirrmacher;

Ένα κείμενο του Jakob Augstein. Περιλαμβάνεται ως πρόλογος στον τόμο «Ungeheuerliche Neuigkeiten», 2014 Blessing. Ο τόμος περιέχει μια ανθολογία τών επιφυλλίδων τού Schirrmacher στην FAZ. Την επιλογή τών κειμένων έκανε ο Jakob Augstein, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδας.


O Frank Schirrmacher είχε μια βάρκα. Ήταν παλιά, ξύλινη και πολύ γρήγορη. Σαν άλογο στυλωνόταν στο ξεκίνημα. Σηκώνει την πλώρη και ορμά. Κάθεται πάλι στο νερό και φεύγει σαν σφαίρα. Πίσω μένει το Νησί των Παγωνιών, δεξιά η Heilandskirche (εκκλησία του Σωτήρος) και αριστερά η γέφυρα Glienicker Brücke, μπροστά το ανάκτορο Cecilienhof. Ένα απαλό τοπίο είναι αυτό, με φωτεινά κτίσματα, με μια ομορφιά που υποχρεώνει, με παιχνίδι. Ένα τοπίο για ιστορίες.
Ο Frank Schirrmacher στέκεται στο τιμόνι της παλιάς, γρήγορης βάρκας, αφρίζει πάνω στον ποταμό Havel και την λίμνη Jungfernsee, και πράγματι «αφρίζει γύρω από την πλώρη σαν νυφάδες χιονιού». Είναι ο σημαντικότερος δημοσιογράφος τής χώρας. Το άσπρο του πουκάμισο κυματίζει στον άνεμο. Εδώ και χρόνια στοχάζεται για την Γερμανία. Τα θέματά του καταλήγουν δημόσια θέματα. Είναι αυτό μια υπερβολή, θράσος; Φυσικά. Ολόκληρος ο άνδρας αυτός είναι μια υπερβολή, ένα θράσος, που δικαιολογείται.
«Αν ήταν κανείς Ινδιάνος, αμέσως έτοιμος, και πάνω στο άλογο που καλπάζει…», έτσι ξεκινά το αινιγματικό απόσπασμα του Kafka. Όλα βρίσκονται εν κινήσει, το βλέμμα μπροστά, όλα τρέχουν. Το κείμενο έχει ως θέμα κάτι το αδύνατο. «Επιθυμία να γίνω Ινδιάνος», λέγεται το κείμενο. Να γίνω. Όχι να είμαι. Στο τέλος διαλύονται όλα, ο τόπος, το άλογο,  ο καβαλάρης. Όλα παραμένουν ανεκπλήρωτα. Και η ανεκπλήρωτη επιθυμία βρίσκεται στην αρχή τής ιστορίας.
Ο Schirrmacher στο τιμόνι τής γρήγορής του βάρκας, ένας Ινδιάνος πάνω στο άλογό του που τρέχει, αμέσως έτοιμος. Από την αρχή βρίσκεται σε μια μοναδική κίνηση. «Στις απαρχές μου βρίσκεται ακόμα το αποσπασματικό, η ασαφής και η άτσαλα ωραιοποιημένη διαμόρφωση αναδύεται εμπρός μου ισχυρή, αλλά κάτι νέο πρέπει να γίνει». Ήταν 21 ετών όταν τα έγραφε αυτά στον Sigfried Unseld: κάτι νέο πρέπει να γίνει. Και ποια ήταν η επιθυμία του; Ο Frank Schirrmacher ήθελε να γίνει Frank Schirrmacher.
Καταλαβαίνουμε εν τω μεταξύ ότι δεν μπορούσε να μείνει για πολύ. Ο θάνατος που τον βρήκε στις 12. 6. 2014 στην Φρανκφούρτη ήταν αναπάντεχος-αλλά όχι απροσδόκητος. «Ήταν πολύ εύλογος», είπε στον επικήδειο ο Hans Ulrich Gumbrecht. Δεν είναι και πολύ λογικό να πει κανείς κάτι τέτοιο, στην Pauluskirche στην Φρανκφούρτη, κατά την διάρκεια τής ιερής τελετής, όταν πρόκειται για κάποιον που πέθανε μόλις στα 54. Πριν την ώρα. Πολύ πριν την ώρα. Ο Gumbrecht όμως αναγνώρισε στον Schirrmacher μια «μορφή τής ακρότητας» και «όχι μια ύπαρξη που προσανατολίζεται στην οικονομία τής επιβίωσης μέχρι τα βαθιά γεράματα».
Κατά την ανασκόπησή της, η ζωή αυτή φαντάζει σαν ένα αστραπιαίο πέρασμα: αυτή η μεγάλη πληθώρα θεμάτων, κειμένων, τοποθετήσεων. Ο Schirrmacher ήταν ένας αστραπιαίος ανταποκριτής ιδεών. Το ίδιο πλατύς. Ο Egon Erwin Kirsch, από τον οποίο προέρχεται ο όρος (αστραπιαίος ανταποκριτής) , υπήρξε δεκαετίες πριν μάρτυρας τής έκρηξης τής μοντέρνας τεχνολογικής εποχής, όταν ο χρόνος είχε γίνει μηχανή, η κοινωνία κιβώτιο ταχυτήτων και ο άνθρωπος αναζητούσε την θέση του στα γρανάζια τής ιστορίας. Στην εποχή τής ψηφιοποίησης αλλάζουν οι μεταφορές. Δεν είναι πια οι τροχοί, οι πρέσες και οι κύλινδροι που απειλούν να καταπιούν τον άνθρωπο. Ούτε η ατσάλινη καταιγίδα της Somme και οι αιμάτινοι μύλοι τής Verdun, που τον κατακρεουργούν.
Τον κόσμο κατέλαβε πάλι μια τρομακτική μεταβολή, και ο Schirrmacher έγινε ο μάρτυρας αυτής της μεταβολής. Η αυτοματοποίηση του κόσμου που ξεκίνησε με την εποχή τής ατμομηχανής, δίνει την θέση της στην αυτοματοποίηση του ανθρώπου κατά την εποχή των σκεπτόμενων μηχανών. Που θα καταλήξει τώρα ο άνθρωπος;
Που αρχίζει η μηχανή; Τι μένει από τον έναστρο ουρανό και τον ηθικό νόμο, όταν η δυνατότητα και η θέληση και το μέλλον συντήκονται σε μια μάζα πιθανοτήτων που υπολογίζουν αλγόριθμοι; Ο Schirrmacher ήταν ο ανταποκριτής τής αποσωματοποίησης. Και δεν είναι θαυμαστό, που ένας προερχόμενος από τις επιστήμες τού πνεύματος μπήκε σε αυτό τον ρόλο, ένας διανοούμενος. Ποιος γνώριζε περισσότερα για την ταυτότητα μας , η οποία θα βρισκόταν σε κίνδυνο ήδη από την στιγμή της δημιουργίας της; Για τις ιστορίες, που δεν μας ξεφεύγουν απλά, αλλά μας τις κλέβουν; Περί της φθίνουσας ελπίδας για ελευθερία, κάτω από συνθήκες υπολογισμού και υπολογισιμότητας;
Στον Schirrmacher συνέπεσαν η αληθινή ανησυχία και μια βαθιά κλίση. Ο ίδιος έβλεπε τον κόσμο να απειλείται και ζούσε στην απόλαυση της απειλής. Η καταστροφική προσταγή (katastrophale Imperativ) ήταν η θεμελιώδης μορφή τής γραμματικής των στοχασμών του. Ο φόβος ήταν το θέμα του. Ο φόβος μπρος στην απώλεια της ταυτότητας: ο θάνατος, η τεχνολογία, τα γηρατειά, η απελπισία, η εκμετάλλευση-βρισκόμαστε αδιάκοπα υπό αμφισβήτηση, το όρια μας παραβιάζονται, η αυτονομία μας εισέρχεται σε κίνδυνο.
Κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, η μεταβολή, το γίγνεσθαι, τού ήρθαν ακριβώς όπως έπρεπε. Όταν τίποτα δεν μένει όπως είναι, και πάντα ζυμώνεται το ερχόμενο. Όταν το παρόν διαρκώς αμφισβητείται. Στον Schirrmacher μαζεύονται πάντα όλα μαζί και όλα ορμούν. Πάντα ήταν στο τραπέζι τα πάντα. Για τον Marcel Reich-Ranicki (1920-2013, υπήρξε ο κριτικός της λογοτεχνίας στην Γερμανία) έγραψε: «Τα τηλεφωνήματα ξεκινούσαν βασικά με την πρόταση „δεν γνωρίζετε, τι παίζεται“».
Αυτό ίσχυε όμως και για τον ίδιο. Κάτι νέο έπρεπε να γίνει-και ταυτόχρονα οφείλουμε να φοβόμαστε το νέο. Είναι πάντα μεγαλύτερο ή πιο επικίνδυνο από το παλιό. Αυτό ισχύει για όλα. Ανησυχούμε για την Google ή την Apple; Ο Schirrmacher γράφει: «Ακόμα και οι Google και Apple είναι απλώς start-ups σε σύγκριση με το νέο κοινωνικό λογισμικό, το οποίο ενσωματώνεται στο κέλυφος των κοινωνιών μας». Πάντα υπάρχει μια επέκταση, έστω και του ρίσκου. Το 1991, όταν ήταν μόλις 32 ετών, και ήδη δυο χρόνια διευθυντής του τμήματος λογοτεχνίας της FAZ, είπε: «Έχω το βέβαιο αίσθημα, πως οι μεγάλες τραγωδίες και καταστροφές θα έρθουν, για μένα και την γενιά μου».
Ο Schirrmacher ήταν ουμανιστής. Αναλόγως των περιστάσεων, ένας τέτοιος μπορεί να είναι κάποτε αριστερός, κάποτε συντηρητικός, κάποτε φιλελεύθερος, αλλά ποτέ αντιδραστικός. Όταν ήρθε η μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, ο Jan Fleischhauer τον ρώτησε σε μια συνέντευξη στον Spiegel: «Αισθάνεστε ως προσβολή τον χαρακτηρισμό αριστερός που αποδίδουν;», και ο Schirrmacher απάντησε: «Προσβολή; Αυτό δε θα μου περνούσε από το μυαλό. Επίσης, δεν βρίσκω πως άλλαξα. Είμαι, όπως όλοι μας, απλώς μάρτυρας μιας σκέψης, η οποία οδήγησε αναγκαστικά στην ιδιωτικοποίηση των κερδών και κρατικοποίηση των χρεών». Και ήταν μια ολωσδιόλου αστική οργή, με την οποία κατηγορούσε την αποχαλινωμένη ιδεολογία τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, την οποία ονόμαζε «νεοφιλελευθερισμό», πως «χρησιμοποίησε τις φαντασιακές αποταμιεύσεις της αστικής σκέψης».
Είναι ο ουμανισμός του αυτός που τον πολιτικοποίησε, που τον ριζοσπαστικοποίησε. Τα κείμενα στην παρούσα συλλογή, που είναι και τα ωραιότερά του, περιγράφουν την πορεία τού Schirrmacher: την πολιτικοποίηση ενός εστέτ. Την ριζοσπαστικοποίηση ενός συντηρητικού. Γιατί στράφηκε στην τεχνολογία ο ειδικός για τον Benn και τον George; Ο ειδικός για την λογοτεχνία προς την δημοκρατία; Ο κριτικός του πολιτισμού στην κριτική τής κοινωνίας; Επειδή ο πολιτισμός τού Thomas Mann κατακρημνίζεται.
Ο φόβος είναι πιασάρικος. Άλλοι άνθρωποι έχουν επίσης φόβο. Και όταν ο διανοούμενος Schirrmacher έγραφε για την κοινωνία που γηράσκει, και την απώλεια κοινωνικών δεσμών, τους κινδύνους της ψηφιοποίησης και τις καταστροφές που επέφερε ο διεθνής καπιταλισμός-τον ακολουθούσαν και εκείνοι οι αναγνώστες, που δε θα έπιαναν ποτέ στα χέρια τους την επιφυλλίδα της FAZ.
Το 2004 ο εκδότης της Frankfurter Allgemeine Zeitung, Frank Schirrmacher ήταν στα σοβαρά, πέντε φορές νικητής της ημέρας στην Bild-Zeitung. Ε και; Ο Reich-Ranicki είχε πει: «Μάλιστα, αυτή είναι μια από σημαντικότερες υποχρεώσεις της κριτικής: να φροντίσει ώστε η λογοτεχνία να μπει και να παραμείνει στην συζήτηση. Αυτό είναι το ζητούμενο: να καταστεί η λογοτεχνία δημόσιο θέμα». Ο Schirrmacher κατέστησε τα βιβλία του, τα θέματα του, το πρόσωπό του δημόσια πράγματα.
Η συζήτηση περί γονιδίων, γήρανσης, ίντερνετ, αγορών- ο Schirrmacher δεν επινόησε αυτά τα θέματα. Αλλά τα διαπότισε. Τον κατηγόρησαν για τρομοκράτηση, …εξάρτηση από την δημοσιότητα, έρωτα με την επιτυχία. Και δικαίως τού τα προσήψαν όλα αυτά.
Το ότι πρόκειται περί ενός εξαιρετικού ανθρώπου, όλοι εκείνοι που είναι κανονικοί, μετά δυσκολίας το άντεχαν. Για τον Schirrmacher που νέος έφτασε στην κορυφή, ισχύει ο λόγος του Nietzsche: «Συχνά υπερπηδώ σκαλιά, όταν ανεβαίνω- μά κανένα σκαλί δεν μου το συγχωρεί».
Όταν πέθανε, μια μεγάλη αναταραχή διέσχισε την χώρα. Κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει για άλλο δημοσιογράφο. Τι επικήδειοι! Οι απελπισμένοι των φίλων του, οι γλυκόπικροι των θυμάτων του, οι θαυμαστικοί των παρατηρητών του.
Αλλά ποια είναι η κληρονομιά ενός δημοσιογράφου; Τι απομένει από αυτά που κάνει καθημερινά; Τι αφήνει πίσω του ο επιφυλλιδογράφος Frank Schirrmacher- και τι θα απογίνει η επιφυλλίδα του; Αυτό που μένει, αυτό που αφήνει, η κληρονομιά του είναι: ένα χάσμα, η κενή θέση.
Το πόσο κενή είναι η θέση αυτή φάνηκε όταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε ένα άλλο, που εργάζεται στην FAZ: «Δεν χρειάζεται η FAZ επειγόντως μια ηγετική μορφή;» Η νηφάλια απάντηση ήταν, πως δεν πρέπει να υπερτιμούμε τις ηγετικές μορφές: «Οι ηγετικές μορφές σχηματίζουν την πλώρη του πλοίου και σχίζουν τα κύματα όπως κάποτε ο Μωυσής την Ερυθρά Θάλασσα». Και μετά ήρθε η υπόδειξη περί «δομικών αλλαγών», και πως κάτω από αυτές τις συνθήκες όλα θα είναι αλλιώς.
Με τον Schirrmacher πέθανε ένας, τον οποίο θα χρειαζόμασταν ακόμα, που δεν τέλειωσε ακόμα μαζί μας. Ποιος, μετά από αυτόν θα φρικιάζει για «την ηττοπάθεια μιας κοινωνίας, που κατά τα τελευταία χρόνια , χωρίς να το καταλαβαίνει, βίωσε μια καταστρεπτική εξόντωση των ιδανικών της»; Ποιος θα μεταφέρει την οργή, την οποία χρειαζόμαστε επειγόντως στην πολιτική μας ηθική; Χωρίς τον Schirrmacher, η γερμανική επιφυλλίδα κινδυνεύει φτάσει στο σημείο που την βρήκε ο Ελβετός συγγραφέας Urs Widmer κατά τέλη της δεκαετίας του 1980: «Είναι σαν μην έχει κανένας κάποιο σκοπό. Μια τρομερή νοσταλγία. Μια λόξα έστω. Ένα μέτρο, που να ισχύει προσωπικά τουλάχιστον για αυτόν που γράφει, και με το οποίο θα δέσμευε τους αναγνώστες του. Ένα ενθουσιασμό, μια περιέργεια, ένα θυμό επίσης».
Αν βάλουμε στην άκρη τα βιβλία, τα άρθρα, τις επιφυλλίδες στην FAZ και αυτές τής κυριακάτικης έκδοσης, και είναι πάρα πολλά αυτά που θα μπουν στην άκρη, τότε ο Frank Schirrmacher αφήνει μια ανάμνηση: Στην εποχή τής μεγαλύτερής της κρίσης, ο θάνατος τού Schirrmacher μας θύμισε, τι σημαίνει ζωντανή δημοσιογραφία.
Ήταν ένας εξολοκλήρου απίθανος άνδρας. Μια ιστορία. Όσο ζούσε. Μετά τον θάνατό του ακόμα περισσότερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου