Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Η ώρα του κόσμου 10

Συνέχεια από:Tρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Η ώρα του κόσμου 
Του Frank Schirrmacher
Ένας άνδρας δημιουργεί μια μεγάλη εποχή για τον εαυτό του
Rainer Maria Rilke, ο πόλεμος και η επανάσταση 2

Ο Rilke ήταν πολύ περισσότερο πολιτικός απ’ όσο θα’ θέλε να παραδεχτεί. Με εργατικότητα όμως, ωραιοποίησε κάθε του πολιτική έκφραση και κάθε του σχέση με τον χρόνο (εποχή). Αυτή η χαρακτηριστική κίνηση φυγής από τον χρόνο μπορεί να παρατηρηθεί από την αρχή. Οι ευγενείς Graf και Popov, οι μορφές στις πρώιμες μπαλάντες του, κατοικούν σε μακρινά μέρη: ο Rilke αναζητούσε σε όλη του την ζωή, την δική του κατάσταση μέσα σε αυτές τις απόμακρες κοινωνίες. Ο ίδιος καταγόταν από ένα «παμπάλαιο» ευγενές γένος από την περιοχή Kärnten, ισχυρίστηκε ως εικοσιπενταετής σε ένα λεξικό που ο ίδιος συνέταξε, και δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτό τον θρύλο. «Ο πατέρας μου ήταν ένας διωγμένος/βασιλιάς επί θαλάσσης», γράφει στο Stundenbuch (Βιβλίο των Ωρών).
Αλλά και η διαβόητη σχέση του Rilke με ευγενείς και βαρόνες, και η ασταμάτητη μετακίνηση μεταξύ ανακτόρων, μεγάλων κτημάτων και παλατιών, του ετοίμασαν μια άκαιρη, προμοντέρνα σκηνή, και με το έργο «Weise von Liebe und Tod des Cornets Christoph Rilke» έγραψε ένα κομμάτι για «θέατρο των ευγενών», όπως το ονόμασε ο Thomas Mann.
Με φόβο απέφευγε τις πολιτικές τοποθετήσεις, και στις περιπτώσεις που συναινούσε, όπως στην περίπτωση τής χαλάρωσης τής παραγράφου 175, τόνιζε πάντα πως πρόκειται για εξαίρεση. Χαρακτηρισμοί όπως «αριστερός», «δεξιός», «συντηρητικός», «προοδευτικός» ή «αντιδραστικός» βρίσκονται στις τοποθετήσεις του μόνο στον πολιτικά φορτισμένο Νοέμβριο του 1918. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση όλα συνηγορούν στο ότι πρόκειται για μια ανακατεμένη εργαλειοθήκη αισθητικών όρων. Η σχέση του προς την πολιτική, εάν λάβουμε υπόψη μόνο αυτά που ο ίδιος λέει, είναι της κατηγορίας «πίστη» ή «απιστία», «κακή» και «καλή». Αυτές οι αόριστες εκφράσεις τον απομάκρυναν-ξεχώρισαν, και σύμφωνα με την επιθυμία του τον έδιωξαν από κάθε σχέση προς τον χρόνο.
Μια μερίδα των ερευνητών τού έργου του καταπολεμά εδώ και καιρό αυτή την εικόνα. Ο Wolfgang Leppmann υπέδειξε πριν από πολλά χρόνια την σχεδόν αντικατοπτρική καταγωγή του Rilke και του Hitler, που πλησιάζει τα όρια της μεταμφίεσης (Travestie). Θεωρεί αυτούς τους δυο ως διαμετρικά αντίθετες φιγούρες του «Homo austriacus στον παρατεταμένο 19ο αιώνα», και οι αντιστοιχίες φτάνουν μέχρι τελευταίας κοινωνιολογικής λεπτομέρειας.
Και οι δυο προέρχονται από περιβάλλον «μικροαστικό, μεσαίας δημοσιοϋπαλληλικής βαθμίδας». Ο «μοναχικός τους χαρακτήρας», η «άρνηση τους να καταπιαστούν με ένα βιοποριστικό επάγγελμα», η τραυματική εμπειρία της νεότητας, η πίστη στην μεγάλη «αποστολή της ζωής τους», η «εναλλαγή περιόδων απάθειας που διαρκούσε μήνες με περιόδους σχεδόν νευρικής απασχόλησης», η εκ των υστέρων προσπάθεια διόρθωσης του παρελθόντος τους, ακόμα και ο τόπος που δέχτηκαν την «κλήση» είναι ο ίδιος: Στο Linz, διαβεβαίωσε αργότερα ο Rilke, έλαβε χώρα «η αποφασιστική στροφή», η κλήση της ζωής του. Λίγο αργότερα θα προσθέσει στο όνομα του το «Caesar». Είναι παράξενο το ότι βρίσκουμε στον Hitler την ίδια στροφή. «Στο Linz ξεκίνησε», έτσι εκφράστηκε αργότερα ο Hitler, αναφερόμενος στην εμπειρία που βίωσε κατά την εποχή που ζούσε στο Linz, όπου έγραψε αμέτρητα ερωτικά ποιήματα και μια παράσταση του Rienzi ξύπνησε μέσα του την κλήση προς την τέχνη. Ο Rilke μιλούσε κατόπιν για «το μεταίχμιο του πολέμου», όπου όλες οι πορείες θα λάμβαναν μια άλλη κατεύθυνση, και έχουν μείνει πίσω από τους ανθρώπους, τις ελπίδες και τις προσδοκίες: «εκεί πέρα, σε εκείνο τον προηγούμενο κόσμο», όπως θα γράψει ένα χρόνο πριν τον θάνατο του, όχι χωρίς νοσταλγία. Και αν αναζητούμε την κατάσταση εκείνη, η οποία αποσύρει όλες τις ενέργειες ώστε να τις συγκεντρώσει ακόμα πιο πολύ, τότε πρέπει να μιλήσουμε για τον πόλεμο.
Ο Rilke, όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του, βίωσε τον πόλεμο ως απελευθέρωση και αφιέρωσε στίχους στον «θεό του πολέμου». Πολύ γρήγορα όμως η ευφορία εξανεμίστηκε. Στα επόμενα χρόνια θα περιγράψει με ιδιαίτερα φλύαρο τρόπο την αφωνία του. «Σε ότι αφορά εμένα», θα διαβεβαιώσει κατά τον δεύτερο μήνα του πολέμου, «σχεδόν δεν έχω καμιά γνώμη…και θεωρώ πως πρωτίστως δεν είμαι σχεδόν κανένας, σχεδόν τίποτα, ένας που δεν έχει σημασία». Ο ισχυρισμός, πως δεν έχει γνώμη, είναι η επιθυμία, να μην ερωτηθεί για την γνώμη του-πρωτίστως (και είναι κατανοητό) από την υπηρεσία στρατολόγησης.
Όταν όμως παρόλα αυτά τον στρατολόγησαν, και για κάποιο καιρό υπηρετούσε στο αρχείο πολέμου και ήταν αναγκασμένος να φοράει στολή, βρίσκεται στα όρια μια πλήρους κατάρρευσης. Ο Siegrfried Trebitsch περιέγραψε τι συνέβη στην Βιέννη όταν ο Rilke είπε το όνομα του: «Ποιον θέλετε να πείσετε πως σας λένε Μαρία; Από πότε λέγεται ένας άνδρας Μαρία! Τότε πρέπει να σας λέμε Μίτσι! Έτσι δείχνετε». – «Οχ, δεν είμαι ο μοναδικός που λέγεται έτσι», απάντησε αμήχανα ο Rilke. «Αναλογιστείτε τον Karl Maria von Weber, τον συνθέτη του Freischütz (όπερα)». – «Εμείς εδώ δεν είμαστε ελεύθεροι σκοπευτές (Freischützen), εμείς πυροβολούμε μόνο μετά από διαταγή. Σας συμβουλεύω, κλείστε την Μαρία μέσα, Rainer Rilke». Ο ποιητής στον οποίο απευθύνονταν αυτά τα λόγια, είχε γράψει το «Έρωτας και θάνατος», ένα ερωτευμένο με τον θάνατο, πομπώδες έργο, το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στον γερμανικό στρατό.
Οι Duineser Elegien του Rilke- όπως και το Zauberberg του Thomas Mann- θα διακοπούν για χρόνια από τον πόλεμο. Ενώ όμως ο συνομήλικος ρομανσιέρ γράφει στο Μόναχο, αυστηρός και αποφασισμένος, τις «Παρατηρήσεις ενός απολιτικού» (Betrachtungen eines Unpolitischen), που θεωρεί ως την «διανοητική του υπηρεσία στα όπλα», ο Rilke βιώνει την ιδιαίτερα σημαντική για το έργο του εμπειρία της πλήρους αδιαλλαξίας, του ανερμήνευτου, αλλά και της κατάρρευσης του τρόπου ζωής που ο ίδιος εγκαθίδρυσε. Όχι μόνο έχασε τα περισσότερα από τα υπάρχοντα του στο Παρίσι, αλλά και το καρτέλ χρηματοδοτήσεων που χρησιμοποιούσε κινδύνευε να καταρρεύσει, καθώς οι φορείς του, η προπολεμική αριστοκρατία την οποία κολάκευε, κατέρρεε.
Και έτσι διαβεβαίωσε την βαρόνη Gneisenau, εν μέσω της γενικής καταστροφής, η οποία πίστευε πως απειλείται από τον επαναστατημένο λαό, και πως «στα βάσανα της βρίσκεται ανάμεσα στους κατώτερους, φτωχότερους και πιο περιορισμένους από αυτήν, και ίσως υφίσταται ακόμα πιο μεγάλη αδικία». Ήταν λοιπόν μια λύτρωση, όταν το 1919, μαζί με την μετακόμιση του στην Ελβετία, στην θέση της αριστοκρατίας μπήκε η απλόχερη τάξη των πατρικίων.
Αρχίζει αμέσως να ξεφυλλίζει τις ιστορίες των «παλιών γενών», και αυτός ο ξαφνικός ενθουσιασμός για την αστική αυτή τάξη συνοδεύεται από μια φαντασία που τον προδίδει. Γράφει λοιπόν από την Βέρνη: «Όλα αυτά τα παλιά σπίτια είναι εγγύηση καλής θέλησης. Και αυτά τα αστικά πηγάδια, που με τόση σταθερότητα και αυτοπεποίθηση μοιράζουν το νερό». Δεν έγινε λόγος μόνο περί νερού, αλλά και περί χρημάτων.
Αυτή την απρόσμενη σωτηρία δεν μπορούσε να την φανταστεί κανείς στα χρόνια του πολέμου. Κάθε τόσο επανέρχεται και μιλά για τις άθλιες συνθήκες, γενικές και ατομικές. Σε κανένα όμως σημείο δεν βλέπει να αμφισβητείται η «κλήση» του, σε καμιά περίπτωση μέσα στην «παρούσα κόλαση», δεν αμφιβάλλει για το νόημα της λογοτεχνίας και τις καλλιτεχνικές του προθέσεις. Τίποτα δεν τον βασανίζει τόσο, όσο το ότι δεν μπορεί να γράψει, και έτσι λοιπόν υποφέρει γράφοντας και ψάχνει αυτούς που θα υποφέρουν παρέα μαζί του.
Αυτό τον έφερε πλησίον της πολιτικής. Τα αντιμαχόμενα συναισθήματα του τα μοιράζονταν μαζί με όλα τα ριζοσπαστικά κινήματα της εποχής του, τα οποία ήταν εμψυχωμένα είτε με μνησικακία που τα κατέτρωγε σιγά σιγά είτε με ουτοπική οργή. Με τις «άκρως αριστερές» απόψεις, έγραφε το 1919 στον Karl von der Heydt, «αισθάνομαι πως συμφωνώ». Και σε μια επιστολή προς τον ευεργέτη και τραπεζίτη, η οποία για ευνόητους λόγους δεν εστάλη, εκφράζει την κατανόηση του για την «δικτατορία του προλεταριάτου»: «Πάνω στον δρόμο που τώρα πια έχει επιλεχθεί, βρίσκεται οπωσδήποτε μια τέτοια κατάσταση». Ο ίδιος απαιτούσε μια ριζική στροφή και κατηγορούσε την επανάσταση για ημιτέλεια, είδε να επανέρχονται οι παλιές συνθήκες και θεωρούσε, πως αν ο Θεός δε το είχε ορίσει διαφορετικά, θα γινόταν και ο ίδιος επαναστάτης.
Συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος25/10/19 10:05 μ.μ.

    Αποκαλυπτικό κείμενο, γραμμένο από έναν Γερμανό για τη Γερμανία, ίσως και όλη τη Δυτική Ευρώπη, αλλά κυρίως για τη Γερμανία, που δεν δίστασε, ως ηγεσία και λαός, να αιματοκυλίση δυό φορές στον 20ον αιώνα την Ευρώπη και τον Κόσμο, και αρνείται ακόμα και σήμερα να αποδώση το χρέος της προς τη "φτωχή" Ελλάδα, και ίσως και σε άλλες χώρες... Η περίοδος εκείνη έμεινε στην πρόσφατη ιστορία μας με μια λέξη: ΚΑΤΟΧΗ! Και είναι η περίοδος που ο ελληνικός λαός δοκιμάστηκε τα μέγιστα, και ΔΕΝ ΥΠΕΚΥΨΕ! Ίσως η τελευταία (μέχρι τώρα) φορά... Για να ακολουθήση δυστυχώς η μεγάλη καταστροφή λόγω μιας πανίσχυρης, αλλά όχι και αποδεκτής, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ... - Όσον αφορά στον Ρίλκε, υπήρξε στα νεανικά μας ακόμα μάτια και σαφώς μεταγενέστερα, ένας ποιητής που υπήρχε και ταυτόχρονα ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ, κλεισμένος σ' έναν απολύτως δικό του και φανταστικό κόσμο... Η προσφορά του αποβιώσαντος Γερμανού δημοσιογράφου και μελετητή Φρανκ Σιρμάχερ σε όποιους αναζητούν την αλήθεια και την πραγματικότητα για τον εαυτό τους και τον κόσμο όπου μεγαλώσαμε και ζούμε είναι μεγάλη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καί τό άλλο κείμενο τού Σιρμάχερ είναι συγκλονιστικά διαφωτιστικό γιά τήν γέννηση τού Σολιπσισμού, τής εξατομίκευσης η οποία τροφοδοτεί τόν σκεπτικισμό καί τήν σχετικότητα τής σημερινής μορφής τής μεγαλομανίας.
    «Ο θάνατος τής απελπισίας μετατρέπεται διαρκώς σε κάποια ζωή. Ο απελπισμένος δεν μπορεί να πεθάνει, ‘όσο και το στιλέτο μπορεί να σκοτώσει σκέψεις’, τόσο μπορεί και η απελπισία να καταφάει το αιώνιο, τον εαυτό, που βρίσκεται στην βάση τής απελπισίας, το σκουλήκι τής οποίας δεν πεθαίνει και η φωτιά τής οποίας δεν σβήνει»3. Η πρόταση αναφέρεται στις μυθικές μορφές του Σίσυφου και του Τάνταλου, και στον Δον Κιχώτη, σύμφωνα με την απόδοση του Kafka. Ο Kafka όμως δεν εννοεί μόνο την ματαιότητά τους. Το όπλο που δεν μπορεί να σκοτώσει τις σκέψεις, έγινε για το ίδιο σκέψη, η οποία δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του εαυτού της, καθώς δεν έχει κανένα «ζωντανό σημείο», και καμιά πεπερασμένη διάσταση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή