Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

«Ἡ ἐμή ἀπολογία τοῖς ἐμέ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί» (Α΄ Κορ. θ΄ 3

Ἀπάντηση στόν μοναχό π. Παΐσιο Καρεώτη.

 Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Φραγκάκη, ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Κρήτης
Μελέτησα μέ προσοχή τήν κριτική τοῦ μοναχοῦ π. Παϊσίου Καρεώτου σέ προσγενόμενη συνέντευξή μου.  Χάρηκα γιατί δίνεται ἡ εὐκαιρία ἑνός γόνιμου καί ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου ἀλλά καί πικράθηκα γιά τήν ἔντονη παρανόηση, τό ἐπιθετικό ὕφος, τή συγκρουσιακή διάθεση καί τούς βαρυτάτους χαρακτηρισμούς.  
Ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἡμᾶς δέ μακράν ἀπεσκυβάλισεν καί ἀπέρριψεν, ὡσανεί συρφετόν τινα καί ἄχνην καί κῦμα θαλάσσιον».

Εἶναι πάγια πεποίθησή μου, ὅτι ἡ ἐκφραστική πολυπραγμοσύνη καί ἡ ἀκαδημαϊκή ἀπεραντοσύνη κουράζουν ἀλλά καί ἀποκαλύπτουν πολλάκις ἔνδεια ἐπιχειρημάτων, κατά τό κοινῶς λεγόμενον «τά πολλά λόγια εἶναι φτώχεια».

Ὅμως, ἐδῶ, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά μακρηγορήσω, παρ’ ὅλο πού δέν τό ἐπιθυμῶ, καθ’ ὅτι ὁ ἀξιοσέβαστος ἐλεγκτής μου ἐρειδόμενος σέ λίγες φράσεις ἀπό τήν διεξαχθεῖσα συνέντευξη, παρέθεσε σχεδόν ὅλη τήν θεματολογία τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας, τήν ὁποία κατά τήν ἄποψή του ὁλοσχερῶς ἀλλοιώνω καί ἀνορθόδοξα δημοσιοποιῶ.  Ὡς ἐκ τούτου, θεωρῶ ἀναγκαῖο νά προβῶ σέ κάποιες καίριες ἐπεξηγήσεις, ὄχι γιά νά ἀντιδικήσουμε ἤ νά ἀρχίσουμε διελκυστίνδα, (δέν θά ἐπανέλθω ἀπό τήν πλευρά μου στό θέμα αὐτό), ἀλλά γιά μία πιό εὐρυγώνια θεολογική θέαση τῶν θεμάτων πού ἐτέθησαν.
Διαπίστωσα ἔκπληκτος μετά ἀπό προσεκτική μελέτη τῆς κριτικῆς του, ὅτι ἐντάσσει τά ἐγκαλούμενα θέματα σέ μία δική του προοπτική καί ἐξάγει τό συμπέρασμα, ὅτι μέ τά λεγόμενά μου παραχαράσσονται τά βασικά σημεῖα τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας καί εἰσάγεται ἕνας συγκεκαλυμμένος περσοναλισμός πού λυμαίνεται, ἀπροκάλυπτα πλέον, τά τελευταῖα χρόνια, τήν θεολογική κατάθεση τῆς δικῆς μας ἐπικράτειας (ἐν Ἑλλάδι) καί ὄχι μόνον...  Θά ἀποτολμήσω νά ψελλίσω «ὀλίγα τινά» πάνω στίς ἀντιρρήσεις του, μέ συνοπτική μέν διάθεση ἀλλά ἴσως καί μέ στωμιλίστικη κατάθεση, ἀναγκαζόμενος ἀπό τά πολλά θέματα γιά τά ὁποῖα κατηγορήθηκα, παρ’ ὅ,τι - ἐπαναλαμβάνω – μέ ἐκφράζει ἀπόλυτα ὁ σχετικός μέ τήν τεχνική τῆς ἔκφρασης  λόγος, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τό λακωνίζειν οὐ τοῦτο ἐστί, ὅπερ οἴει, ὁλίγας συλλαβάς γράφειν, ἀλλά περί πλείστων ὁλίγας.  Οὕτως ἐγώ καί βραχυλογότατον Ὄμηρον λέγω, καί πολύν τόν Ἀντίμαχον. Πῶς; Τοῖς πράγμασι κρίνων τό μῆκος ἀλλ΄οὐ τοῖς γράμμασιν».

Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος  
Τό θεμελιακῆς σημασίας δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν εἶναι θέμα νοητικῆς συλλήψεως, οὔτε θέμα μιᾶς διανοητικῆς ἐπεξεργασίας ἤ παραδοχή μιᾶς «θεωρητικῆς» διδασκαλίας, πού συναντοῦμε σέ ὅλες τίς θρησκεῖες. Ἐξ’ ἄλλου ἡ ὀρθόδοξη πίστη δέν εἶναι διανοητική ἀνακάλυψη ἀλλά θεϊκή ἀποκάλυψη. Δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ζωή.  Εὑρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος «ἐν τῇ ἀποκαλύψει» μέ τίς προϋποθέσεις πού ὁρίζει ἡ ὀρθόδοξη παράδοση, βεβαιώνεται γιά τήν ἀΐδια ὕπαρξη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ δεχόμενος τήν ἀποκάλυψη εἰσέρχεται στήν ὑποστατική ὁδό.  Ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀδυνατοῦμε οἱ κτιστοί καί πεπερασμένοι ἄνθρωποι μέ κοσμικά παραδείγματα καί ἐξωτερικές ἀποδείξεις νά γνωρίσουμε τό Θεό, ἀλλά μόνο ζώντας «ἐν τῇ ἀποκαλύψει», ἤτοι μέ τήν ἐσωτερική ἀναγέννηση, τήν μετοχή κατά διαφόρους βαθμούς στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργειά Του.
Τά διάφορα παραδείγματα καί οἱ ἐκφραστικές διατυπώσεις μποροῦν νά βοηθήσουν στή διατύπωση αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας.  Οἱ βιωματικοί ἐκφραστές τῆς ἀκραιφνοῦς θεογνωσίας, ἤτοι οἱ θειότατοι Πατέρες, χρησιμοποίησαν ὅρους ἀπό τήν περιεκτική σέ φρασεολογία ἑλληνική φιλοσοφία.  Ἀποφόρτισαν τήν σημειολογία τῶν ὅρων αὐτῶν ἀπό τό στοχαστικό τους περιεχόμενο καί τούς χρησιμοποίησαν ἔπειτα ὡς κατάλληλα μέσα προκειμένου νά διατυπώσουν τήν ἐμπειρία τους. Ἔχουμε ἄκτιστα-ἄρρητα ρήματα, πού ἀποδίδονται, ὅσο μποροῦν νά ἀποδοθοῦν, μέ κτιστά ρήματα.  Αὐτή τήν ἀντιστοιχία, τήν χρησιμοποιοῦσε πολύ ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ὁ  ἀδελφός π. Παΐσιος, ξενίστηκε πολύ ἀπό τή διατύπωσή μου «ἄκτιστα νοήματα».  Δέν εἶναι ὅμως δική μου. Κορυφαῖος καθηγητής μας στό Πανεπιστήμιο, μελετητής καί θαυμαστής τοῦ πατρός Ἰωάννου, χρησιμοποιοῦσε αὐτόν τόν ὅρο.  Ὄχι ὡς ἐννοήθηκε, ἐπειδή ἀποδίδουμε νοήματα ἀπό τόν ὑπέρτατο νοῦ τῆς θεότητος, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἐλλαμπόμενος νοῦς, ὁ πάσχων τά θεῖα, ὁ δεχόμενος τήν ἄρρητη ἀποκάλυψη, ἀποκτοῦσε ἄκτιστα βιώματα.  Ἤτοι ἐννοοῦσε (ἔστω καί κατ’ ὀλίγον) ἀπερινοήτως τόν ἀκατάληπτο Θεό.  Λάμβανε ὅσα «συμφέρει ἡμῖν γνῶναι καί  δυνάμεθα  φέρειν».  Ἀποκτοῦσαν γνώση ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἀπροσπέλαστος, ἀνύπαρκτος, ἀφηρημένος καί ἑπομένως ἄγνωστος ὅπως διατείνεται ὁ ἀγνωστικισμός.  Οὔτε πάλι ταυτίζεται μέ τά κτίσματά του ὅπως διδάσκει ὁ πανθεϊσμός πού δέν διακρίνει τήν οὐσία ἀπό τίς ἐνέργειές Του.
Ὁ  Ἄναρχος Θεός εἶναι τρία πρόσωπα Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα.  Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Παναγίας Τριάδος, ἀφοῦ, κατά τόν ὅσιο Θαλάσσιο, «ἁγιασμός καί θέωσις ἀγγέλων καί ἀνθρώπων ἡ γνῶσις τῆς Ἁγίας Τριάδος».  Αὐτή ἡ κοινή ἐνέργεια, ἡ ἄκτιστη θεία Χάρις εἶναι «σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (πρός Τίτ. Β΄, 11). Ἐνηνθρώπησε τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιατί ὁ Παντεχνήμων Λόγος εἶναι τό ἀρχέτυπον τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, «εἰκών τοῦ Θεοῦ  τοῦ  ἀοράτου» (Κολ. Α΄,15), ἀλλά καί γιά νά μείνει ἡ ἰδιότητά του ἀκίνητη.  Κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει μία ἀκίνητη ἰδιότητα.  Ὁ Πατήρ εἶναι Πατήρ καί ὄχι Υἱός, ὁ Υἱός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὄχι Πατήρ, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀϊδίως Ἅγιον Πνεῦμα καί ὄχι Πατήρ ἤ Υἱός.  Ἡ ἰδιότητα αὐτή δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει, νά κινηθεῖ καί νά μεταβληθεῖ.  Τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα προαιωνίως ἔπρεπε νά γεννηθεῖ καί ἀπό τήν Θεοτόκο ἐν χρόνω, κατά τήν ἐνσάρκωσή Του. Τοιουτοτρόπως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά παραμείνει ἡ ἰδιότητά Του ἀκίνητη καί ἀμετάθετη.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναφέρθηκαν στά ἐνδότερα τῆς θεότητος.  Ἄλλωστε εἶναι ἀμέθεκτη ἡ κοινή θεία οὐσία.  Δέν μπορεῖ ὁ  ἀνιχνευστῆρας τῆς πεπερασμένης νοητικῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου νά παρεισφρήσει στόν πυρῆνα τοῦ μυστηρίου.  Γι’ αὐτό καί δέν ἀπετόλμησαν νά μιλήσουν οἱ θεοφόροι νόες γιά «νοήματα» καί «διανοήματα» ἀναφερόμενοι στήν θεότητα. Προσωπικά, μόνο μιά φράση σχετική ἔχω συναντήσει στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο πού συνδέεται μέ τήν δημιουργία τῶν Ἀγγέλων. Ὁ  Θεός, λέγει, «ἐννοεῖ τάς ἀγγελικάς δυνάμεις καί οὐρανίους· καί τό ἐννόημα ἔργον ἦν».  Δηλαδή δημιουργοῦνται οἱ  ἀσώματες δυνάμεις μέ τό πού συλλαμβάνει ὁ Θεός τήν ἰδέα τῆς δημιουργίας τους.Ἡ φράση «ἄκτιστα νοήματα» εἶχε τήν ἔννοια, ὄχι τῆς σύλληψης καί τῆς κατανόησης, ἀφοῦ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «Θεόν φρᾶσαι ἀδύνατον,νοῆσαι δε ἀδυνατότερον», ἀλλά τήν σημασία τῆς μετοχῆς,τοῦ  βιώματος  καί τῆς  πρόσληψης.Ἴσως μία φράση τοῦ ἉγίουἸωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀποδίδει αὐτό πού ἤθελε να ἐκφράσει ὁ σεβαστός μας δάσκαλος: «Πολλά τοίνυν τῶν περί Θεοῦ ἀμυδρῶς νοουμένων οὐ καιρίως ἐκφρασθῆναι δύναται, ἀλλά τά καθ’ ἡμᾶς ἀναγκαζόμεθα ἐπί τῶν ὑπέρ ἡμᾶς λέγειν, ὥσπερ ἐπί Θεοῦ λέγομεν ὕπνον καί ὀργήν καί ἀμέλειαν, χείρας τε καί πόδας καί τά τοιαῦτα» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 28).  Στήν ἴδια γραμμή κινεῖται καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Νοῦς μέν καθαρός ὀρθά βλέπει τά πράγματα, λόγος δέ  γεγυμνασμένος ὑπ’ ὅψιν ἄγει τά ὁραθέντα».
Αὐτά πού διετυπώθησαν προφορικά στήν συνέντευξή μου καί ἔπειτα κατεγράφησαν, θέλουν νά τονίσουν ὅτι οἱ  ὀνομασίες καί οἱ περιγραφές εἰς τά περί Θεοῦ μέ ἐρανισμό χαρακτηρισμῶν ἀπό τήν γήινη πραγματικότητα, εἶναι τέλειοι μέν ἀπό πλευρᾶς τῆς συμβολικῆς θεολογίας,  πολλοί ἐξ αὐτῶν θεοπαράδοτοι στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἰδικα τῶν Εὐαγγελίων,ὅλοι οἱ  ἄλλοι  ἁγιοπνευματικῶς ἐπιλέχθησαν ἀπό τούς «πείρᾳ μεμυημένους» ὡς ἡ πλέον κατάλληλη ἐκφραστική διατύπωση πού μπορεῖ νά ἀποδώσουν τά ὑπερφυῆκαι ἀκατάληπτα, ἐπικυρώνονται ἀπό κάθε χαρισματικό ἀποδέκτη τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ὑπερβαίνονται ὅμως βάσει τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας, γιατί τό θεῖο,που εἶναι ἀνέκφραστο καί ἀσύλληπτο, εἶναι και ὑπεράνω κάθε φραστικῆς  ἀπόδοσης και ὀνομασίας. Ἑπομένως, στή θεολογία, ὅ,τι εἶναι συμβολικῶς περιγραπτό, εἶναι καί ἀποφατικῶς ἀπερίγραπτο.
Αὐτά πού ἀνεφέρθησαν, ἤτοι ὁ Θεός δέν εἶναι οὔτε Πατήρ, οὔτε Υἱός, δέν εἶναι δική μου ἔμπνευση καί ἀπόδοση.  Ἀλοίμονο!  Μελετῶντας τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τόν βλέπουμε νά ἐρωτᾶ:  «Ἄν ἡ ὑπερούσια θεότης εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε λόγο καί γνώση, καί εἶναι ἐδραιωμένη ὑπεράνω νοῦ καί οὐσίας... ἀκατάληπτη δέ ἀπ’ ὅλα γενικῶς, καί δέν ὑπάρχει γι’ αὐτήν λόγος οὔτε ἐπαφή οὔτε ἐπιστήμη, πῶς θά διαπραγματευθοῦμε τό θέμα περί τῶν θείων ὀνομάτων, ἀφοῦ ἡ θεότης ἀποδεικνύεται ἄκλητη καί ὑπερώνυμη;» (Κεφ. Α΄). Καί παρακάτω τονίζει: «Ἡ θεότητα πού εἶναι ὑπεράνω ὅλων, ἄν καί ὑμνεῖται καί ὡς μονάδα καί ὡς τριάδα, δέν εἶναι οὔτε μονάδα,οὔτε τριάδα, ὅπως ἐμεῖς ἤ κάποιο ἄλλο ὄν μπορεῖ νά συλλάβει μέ τό νοῦ του, ἀλλά γιά νά ὑμνήσουμε μέ τρόπο ἀληθινό τόσο τήν ἀπόλυτη ἑνότητά της, ὅσο καί τήν θεία γονιμότητα, ὀνομάζουμε τήν ὑπεράνω ὀνομάτων θεότητα μέ τίς ὀνομασίες τῆς τριάδας καί τῆς μονάδας, δηλαδή ὀνομάζουμε μέ τά ὄντα αὐτήν πού εἶναι ὑπερούσια.  Καμμία ὅμως μονάδα ἤ τριάδα, κανένας ἀριθμός ἤ ἑνότητα ἤ γονιμότητα, κανένα ἄλλο ἀπό τά ὄντα ἤ κάτι πού ἀποτελεῖ διανόημα κάποιου ὄντος, δέν εἶναι σέ θέση νά ἀποκαλύψει τήν ὑπεράνω κάθε λόγου καί νοῦ ἀπόλυτη μυστικότητα τῆς ἀπόλυτης θεότητας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπεράνω ὅλων κατά τρόπο ἀπόλυτο καί ὑπερούσιο» (Κεφ. 13).  Αὐτά τά ἔχει ἐντάξει καί ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁὁμολογητής στή Φιλοκαλία καί αὐτά ἤθελε νά ἐκφράσει καί ἡ οὐδενία μου, μέ ὅσα στήν συνέντευξη εἶπε. Ἄλλωστε, μήπως καί ἡ Ἁγία Γραφή ἀποφατικά δέν ἀναφέρει, «καί τό ὄνομά μου οὐκ εἶπον αὐτοῖς» (Ἔξ. στ΄3). Ἑπομένως, γιά τόν Τριαδικό Θεό ἐκφραστικά χρησιμοποιοῦμε τήν ὁρολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅτι ἔχει μία οὐσία ἤ φύση, θέληση, βούληση καί τρεῖς ὑποστάσεις, μέ τά ὑποστατικά ἰδιώματα, τό ἀγέννητο τοῦ  Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  Δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων (ὅπως διατείνεται κακόδοξα ἡ σύγχρονη περσοναλιστική μεταπατερική θεολογία γιά νά δικαιολογήσει κατ’ ἀντανάκλαση ἄγαν ἐφάμαρτες δικές μας καταστάσεις), ἀλλά κοινωνία φύσεως καί περιχώρηση προσώπων.  Ὁ ἄναρχος Πατήρ, κοινωνεῖ προαιωνίως τήν οὐσία Του στόν Υἱό γεννώντας Τον, καί στό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύοντάς Το.  Τό μέν ὑποστατικό ἰδίωμα οἱ Πατέρες ὀνόμασαν γέννηση, τό δέ ἐκπόρευση.  Δέν κινοῦνται τά ἀμετάθετα ὑποστατικά ἰδιώματα, γι’ αὐτό καί δέν ἐναλλάσσονται τά θεῖα ὀνόματα πού ἀποδίδουν αὐτά.  Ἀπό πλευρᾶς τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας εἶναι ἀνεξήγητο τό νοηματικό περιεχόμενο τῶν ὅρων  πού χρησιμοποιοῦνται.  
Ἐρωτηθείς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τί σημαίνει «ἐκπόρευση» ἀπάντησε.  Ἐξήγησέ μου ἐσύ τί σημαίνει προαιώνια γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί ἀγεννησία τῆς Πηγαίας Θεότητος τοῦ Πατρός, μήπως μπορέσω νά σοῦ εἴπω καί ἐγώ κάτι γιά τήν ἐκπόρευση. Καί «παραπληκτήσομεν ἀμφότεροι ἐγγύπτοντες εἰς μυστήρια Θεοῦ». Ὁπότε, ὅσοι δέν ὁδηγοῦν σέ ἐξυλισμό τήν Θεολογία, νά προσέξουν μήπως ἀνθρωποποιοῦν τήν Θεότητα...
Αὐτά πιστεύω καί αὐτά διδάσκω, παντελῶς ἄγευστος τοῦ φοβεροῦ μυστηρίου, ἀλλά καί «ἑπόμενος - ὅπως θεωρῶ - τοῖς ἁγίοις πατρᾶσι». Δέχομαι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς ἉγίαςΤριάδος ὅπως τά διδάσκει ἡἉγία μας Ἐκκλησία,  ἀλλά τά ὀνόματα – εἴτε το θέλουμε, εἴτε ὄχι-εἶναι ἐρανισμένα ἀπό τήν γήινη πραγματικότητα. Τώρα, ἀπό ποῦ ἔβγαλε τά συμπεράσματά του, ὁ πολυσεβάσμιος ἐλεγκτής μου, ἐκεῖνος γνωρίζει.  Μόνο Σαβελιανιστή καί Πατροπασχίτη δέν μέ χαρακτήρισε.
Εἰλικρινῶς, φρονῶ ὅτι εἶναι  εὐαίσθητος σέ θέματα πίστεως, ἀγωνιστής καί καλοπροαίρετος.  Φαίνεται, ὅμως, νά διαθέτει πλούσια φαντασία καί ἐξησκημένο στοχασμό.  Ἄν ἦταν ζωγράφος θά διέπρεπε σέ πρωτοτυπία ἀριστουργημάτων.  Ἐπειδή ὅμως, τυγχάνει ἐμβριθής μελετητής τῶν Πατέρων καί, ὡς πληροφοροῦμαι, ἁγιογράφος, τοῦ εὔχομαι ἀδελφικά μέ  ἁγιοπνευματική ἔμπνευση καί ὄχι μέ φανταστικές συλλήψεις νά προβαίνει στήν ἐπίτευξη τοῦ μυσταγωγικοῦ ἔργου του.
Φυσικό καί γνωμικό θέλημα  
Μία ἀπό τίς βασικές κατηγορίες τοῦ σεβαστοῦ καί ἀγαπητοῦ π. Παϊσίου, πού ἀποτελεῖ καί διήκουσα ἔννοια ὁλοκλήρου τοῦ κειμένου του, εἶναι ὅτι εὑρίσκομαι σέ πλήρη σύγχυση, ὅτι διδάσκω μία ἀντιφατική καί κακόδοξη  ἀνθρωπολογία καί ὅτι ἐνῶ παριστάνω τόν ἀκόλουθο τῶν Πατέρων, ἐπειδή πιθανόν δέν τούς κατανοῶ, περιπίπτω σέ ἀντιφάσεις, ἀσάφειες ἤ καί κραυγαλέες παραποιήσεις γύρω ἀπό τήν διδασκαλία τους, σέ βαθμό ὄχι ἁπλῶς νά μήν ἀποδίδω σωστά τίς δικές τους ἁγιοπνευματικές παραθέσεις, ἀλλά οὐσιαστικά νά τούς ἀναιρῶ στήν πράξη, ἤ ἀνεπιγνώστως, εὑρίσκομαι στό χῶρο τοῦ περσοναλισμοῦ, τοῦ σχολαστικισμοῦ καί τῆς μετανεωτερικότητας.  Θά ἀπαντήσω σέ πρώτη φάση, μέ ὅσα ἔχω γράψει πρό εἰκοσαετίας, στήν μελέτη μου «Ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως» σελ. 79-84.
«...Οἱ   Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄμεσο προϊόν τῆς γνώμης κάθε ἀνθρώπου καί ἡ γνώμη εἶναι “προσώπου ἀφοριστική”, προσδιορίζει δηλαδή πρόσωπα ὄχι φύσεις... Ὁ κάθε ἄνθρωπος ὡς ξεχωριστή ὑπόσταση εἶναι ἕνα “ἐνεργοῦν” ὑποκείμενο, πού χρησιμοποιεῖ τήν φύση ὡς ὄργανο καί μέσο στήν προσπάθειά του νά ἱκανοποιήσει τίς φυσικές ἤ ἀφύσικες ἐπιθυμίες του.  Ὅταν π.χ. θελήσει νά ἴδη, βλέπει δυνάμει τῆς ὁπτικῆς λειτουργίας πού ἐμπεριέχεται στήν ἀνθρώπινη φύση του, τήν ὁποία στήν περίπτωση αὐτή μεταχειρίζεται μέσα στόν αὐθεντικό της χῶρο.  Ὅταν ὅμως, θελήσει νά ἁμαρτήσει, πάλι τήν ἴδια φύση χρησιμοποιεῖ γιά νά ἱκανοποιήσει τό ἄλογο πάθος του, ἀλλά αὐτή τή φορά ἔχουμε βιασμό τῆς φύσεως, γιατί ἡ μεταχείριση γίνεται ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῶν θεοχαράκτων ὁρίων καί δυνάμεών της.  Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μόνο φύση, ἡ πτώση στήν ἁμαρτία θά ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατη.  Γιατί ἄν ἡ φύση ἦταν καθ’ ἑαυτή γενεσιουργό αἴτιο ἁμαρτίας, ὑπεύθυνος θά ἦταν ἄμεσα ὁἴδιος ὁ δημιουργός της.  Οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅμως ἐπισημαίνουν ὅτι ἄν καί “οὐκ ἔχομεν πρός γένεσιν κακίας φυσικήν δύναμιν”, ἐν τούτοις “πάσχομεν παρά φύσιν, γνώμη κατά σύμβασιν τήν κακίαν”.  Ἁμαρτάνουμε μᾶς λέγουν μόνο ὡς πρόσωπα, δηλαδή ὡς μοναδικές καί ἀνεπανάληπτες ἑτερότητες, πού οἰκειοθελῶς  ξεφεύγουμε ἀπό τήν ὁμοήθεια τῆς φύσεως καί πάσχουμε ἔτσι ἀναπόφευκτα τήν κακία.  Τό γεγονός ὅτι “οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει” ἀναφέρεται στόν τρόπο χρήσεως αὐτῆς τῆς φύσεως ἀπό τούς φορεῖς της, μιά καί ὁ ἄνθρωπος δέν διαθέτει μόνο φύση ἀλλά καί ὑπόσταση.  Κάθε ὑπόσταση ὅμως ἔχει τόν τρόπο ὑπάρξεώς της, ἀντίθετο κατά κανόνα, ἄλλοτε περισσότερο καί ἄλλοτε λιγότερο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι ἡ λογική ἐλευθερία ἡ οὐσιωδῶς δεδωρημένη στόν ἄνθρωπο, εἶναι καθ’ ἐαυτή κακή.  Ἀπεναντίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά τοῦ  Δημιουργοῦ πρός αὐτόν (τόν ἄνθρωπο δηλαδή), ὥστε ὄχι μόνο νά μήν εἶναι δέσμιος τῆς ἀνάγκης, ἀλλά τουναντίον νά εἶναι ὅ,τι καί ὁ Θεός, σέ ἄλλο φυσικά ἐπίπεδο.  Αὐτεξούσιος δηλαδή καί δημιουργικός.  Ἡ αὐτοπροαίρετη τώρα ἀπομάκρυνση, αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας  ἀπό τήν φυσική της ὁριοθεσία, δημιουργεῖ τό παρείσακτο μόρφωμα τῆς ἁμαρτίας. Στήν Παναγία καμία γνωμική τροπή δέν ἀποπροσανατόλισε τήν φυσική της θέληση ἀπό τό θεοχάρακτο προορισμό της, ὥστε νά δημιουργηθοῦν καί σ’ Αὐτήν προσωπικές ἐπιλογές, ὀρέξεις καί τάσεις, καθώς καί ὅ,τι θά συνιστοῦσε διαφοροποίηση ἀπό τήν κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.  Γι’ αὐτό καί τήν χαρακτήριζε ἡ ἀληθινή ἐλευθερία, γεγονός πού τήν συνῆψε ἄμεσα μέ τόν Θεό καί ὄχι μόνο δέν τήν ἄφησε νά διακριθεῖ ὡς αὐτόνομη ὑπόσταση δηλαδή νά ἁμαρτήσει, ἀλλά ἐναντιθέτως τήν ἀνέδειξεὡς τό κατ’ ἐξοχήν πρόσωπο, ὡς τόν ὅντως ἄνθρωπο, τόν μόνο πού κατόρθωσε νά πραγματώσει κατά τρόπο μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τόν προορισμό του, ἀπό κτίσεως κόσμου μέχρι τῆς συντελείας αὐτοῦ.
» Οἱ  Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζουν τήν φυσική θέληση μέ τήν ἐλευθερία καί τήν γνώμη μέ τήν ἁμαρτία. Βέβαια δέν ὑπάρχουν δύο θελήματα στόν ἄνθρωπο φυσικό καί γνωμικό, ἀλλά τό δεύτερο δημιουργεῖται ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά ἐπαναστατήσει κατά τῆς κοινῆς φύσεως, σφετεριζόμενος τήν θελητική δύναμη τῆς φύσεώς του, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει ἀφύσικες ὁρμές καί ἐπιθυμίες.  Ἡ Παναγία δέν ἀνέπτυξε “ἴδιον θέλημα” ἐπειδή ἀκριβῶς κατέστησε τόν προσωπικό της τρόπο ὑπάρξεως πειθήνιο στήν φύση της,  μέ ἀποτέλεσμα νά μήν διχαστεῖ ὁ ἐσωτερικός της κόσμος, γιά νά κατακτηθεῖ δυναστικά ἀπό τήν ἁμαρτία. “Αὕτη γάρ καί μόνη ἡ θεόσδοτος ἡμῶν θέλησις καί ἐνέργεια -λέγει ὁ Ἅγιος  Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης- ἐστίν αἰτία καί ἐργάτης πάσης τῆς σωτηρίας ἡμῶν.  Θέλησις δέ ψυχῆς λογικῆς ἐστίν δύναμις λογιστική καί ἐπιθυμητική πρός τό συνάπτεσθαι τῷ Θεῷ τήν ψυχήν, ὑπό Θεοῦ οὐσιωδῶς αὐτή δεδωρημένη, δι’ ἧς εἰργάζετο καί ἐφύλαττεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τά θεῖα προστάγματα, ἐκ θελήσεως ψυχικῆς εἰς ἐνέργειαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενος”.
» Ὅταν βέβαια κάνουμε λόγο γιά τήν ἐκούσια ὑποταγή τῆς Παναγίας στήν φυσική θελητική της δύναμη, ἐννοοῦμε τήν παραμονή της σέ ὅ,τι ἐνδογενῶς ὑπάρχει στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κτίσεως αὐτῆς. Ἤτοι στήν ἀρετή καί στήν ἀναμαρτησία. Γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀπ’ ἀρχῆς “πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένη” καί κατά συνέπεια ὁ ἄνθρωπος γεύεται τούς καρπούς τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας ὅταν θεληματικά ἐμμένει “ἐν τῷ οἰκείῳ αὐτοῦ ὅρῳ τε καί λόγῳ”
» Ἄν ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ προσωπικό ἀγῶνα κατακτᾶ τίς θεόσδοτες αὐτές χορηγίες, εἶναι σάν νά λέμε ὅτι συμπληρώνει τό δημιουργικό ἔργο τοῦ  Πανυπερτελείου Θεοῦ, τόν ὁποῖον ὑπερβαίνει σέ ἀγαθά ἐπιτεύγματα!  Ἡ ἀρετή ὅμως καί ἡ ἀναμαρτησία δέν προστίθενται ὡς ἐπιθέματα στή φύση τοῦ  ἀνθρώπου.  Γι’ αὐτό καί ἡ παρουσία τους δέν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινο κατόρθωμα.  Ἐναντιθέτως ἐνυπάρχουν οὐσιωδῶς στόν ἄνθρωπο ὡς θεόθεν φυσικές χορηγίες, καί ἀποτελεῖ προσωπικό κατόρθωμα μόνο ἡ θεληματική παραμονή τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτά τά φυσικά δεδομένα, ὅπως ἔκανε στόν ἀνώτατο βαθμό ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος.
» Λέγουν σ’ αὐτό τό σημεῖο οἱ θειότατοι Πατέρες: “ Φυσικαί γάρ εἰσίν αἱ ἀρεταί καί φυσικῶς καί ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσιν, εἰ καί μή πάντες ἐνεργοῦμεν τά τῆς φύσεως. Εἴπερ πάντως ἴσως, ἐφ’ ᾧ καί γεγόναμεν ἐνηργοῦμεν τά φυσικά, μία ἄρα ἐδείκνυτο ἐν πᾶσιν, ὥσπερ ἡ φύσις οὕτω καί ἡ ἀρετή, τό μᾶλλον καί ἦττον οὐκ ἐπιδεχομένη”.
» Ἡ Παναγία γεννήθηκε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί ἔφερε καί ἐκείνη τούς δερματίνους χιτῶνες ἤτοι τήν φθορά καί τήν θνητότητα.  “Ἔξεστι - ὅμως -  καί  θνητόν ἔχοντας σῶμα μή ἁμαρτάνειν” ὁ ἄνθρωπος κατά τούς Ἁγίους Πατέρες.  Γιατί ἡ ἀναμαρτησία εἶναι φυσικό χαρακτηριστικό τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καί ἄν αὐτή ἔχει νοσήσει καί τυγχάνει πεπτωκυΐα.  Ὅταν ἀκοῦτε περί ἀρετῆς νά μήν παραξενεύεσθε μέ τή λέξη καί τή σημασία της.  Μή φοβᾶστε, δέν εἶναι μακριά μας, οὔτε εἶναι κάτι ἔξω ἀπό μᾶς, ἔξω ἀπό τήν φυσική μας σύνθεση, ἀλλά μέσα μας γίνεται τό ἔργο τῆς ἀρετῆς καί εἶναι εὔκολη, ἀρκεῖ μόνο νά θελήσομε... λοιπόν, ἡ ἀρετή δέν ἔχει ἀνάγκη παρά μόνο ἀπό τήν θέλησή μας κι αὐτό βέβαια ἐπειδή εἶναι μέσα μας καί ἀπό μᾶς πραγματοποιεῖται.  Διότι ἡ ἀρετή δημιουργεῖται ὅταν ἡ ψυχή μας θέλει φυσιολογικά τά νοερά (πνευματικά).  Καί εἶναι φυσιολογική ἡ ψυχή μας ὅταν μπορεῖ νά μένει ὅπως πλάστηκε ἀπό τόν Δημιουργό μας, καί ἔχει πλαστεῖ καλή καί “εὐθύς λίαν” (Ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος).
» Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν ἀναμαρτησία τῆς Παναγίας καί αὐτῆς τοῦ σαρκωθέντος Λόγου γιά τόν ὁποῖο λέγει ἡ Ἐκκλησία ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος ἔγκειται στό ἐξῆς:  ἡ μέν Παναγία δέν ἁμάρτησε ἐπειδή ἐνεργοῦσε πλήρως τά τῆς φύσεως, ἐνῶ ὑπῆρχαν καί σ’ αὐτήν οἱ προϋποθέσεις καλλιέργειας ἁμαρτωλῶν ἕξεων, ἀφοῦ ἦταν μέτοχος τῶν ἀδαμιαίων κληροδοτημάτων.  Ἀντίθετα ὁ σαρκωθείς Κύριος δέν ἁμάρτησε, ὄχι ἁπλῶς γιατί πορευόταν σύμφωνα μέ τό κοινό θέλημα τῆς φύσεως ὅπως ἡ μητέρα Του, ἀλλά γιατί δέν διέθετε κἄν δυνατότητα διολισθήσεως στήν ἁμαρτία, ἐφ’ ὅσον ὁ τρόπος ὑπάρξεώς Του ἦταν ἀνεπίδεκτος τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως“ἔρχεται γάρ ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων καί ἐν ἐμοί οὔκ ἔχει οὐδέν” (Ἰωάν. ΙΔ΄ 30).
» Καί τοῦτο γιατί ἀποτέλεσμα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἦταν νά“μείνει σάρξ κατά τήν οὐσίαν ἡ σάρξ, καί γένηται θεία κατά τήν ὑπόστασιν” ὅπως διδάσκουν οἱ θεοφόροι Πατέρες».
Στά περί ἐνοχικῆς ἐκδοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος
Παραπέμπω στό ἴδιο βιβλίο σελίδα 110.
«Τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν ἔχει βέβαια χαρακτῆρα ἐνοχῆς ὅπως μᾶς ἔμαθε νά τό βλέπουμε ἡ δικανική ἀντίληψη τῆς δυτικῆς “Θεολογίας”.  Εἶναι ἡ διαιωνιζομένη ἀσθένεια πού ἀρχικῶς προσέβαλε τήν φύση τοῦ Ἀδάμ καί συγκεκριμένα τά ἐνδεικτικά της ἤτοι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα.  Δέν νοεῖται δηλαδή σέ καμία περίπτωση μέ τήν ἔννοια τῆς συνευθύνης, ἤ μέ τήν σημασία τῆς παράβασης ὅπως τήν ἐκλαμβάνει ὁ νομικός καί ἠθικός χαρακτῆρας τοῦ ὅρου.  Προπατορικό ἁμάρτημα κυρίως ἀποκαλοῦμε, τήν ἀσθένεια τοῦ νοῦ καί τήν ἀδρανοποίηση τῆς σωστῆς λειτουργίας του στούς προπάτορες.  Τό γεγονός αὐτό λαμβάνει χώρα καί στούς ἀπογόνους τους μέσω τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητας, πού διαιωνίζονται κληρονομικά καί συμβάλλουν ἀποτελεσματικά (μαζί μέ ἄλλους δευτερογενεῖς παράγοντες) στήν ἐπανάληψη τοῦ φαινομένου, ἤτοι στόν σκοτασμό τοῦ νοός καί στήν ἀπώλεια τῆς Θεοκοινωνίας».
Ἕνα σύντομο σχόλιο ἀφοῦ ἀρχικά ὑποσχέθηκα κατά τό δυνατόν λακωνικότητα.  Εἶναι προφανές βάσει τῶν ἀνωτέρω, ὅτι προπατορικό ἁμάρτημα εἶναι ἀσθένεια τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ ἀπώλεια τῆς θείας χάριτος, ἡ εἴσοδος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ αἰχμαλωσία στό διάβολο.  Κληρονομοῦνται οἱ συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἤτοι ἡ φθορά, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα.  Αὐτά δημιουργοῦν τό «εὔκρατο κλῖμα» ὥστε διά τῆς ἀνασφάλειας μπροστά στόν πόνο, τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καί τῆς ἐπιρροῆς τοῦ σατανᾶ νά ἐκδηλώνονται καί νά ἐνεργοῦνται ὅλα τά πάθη.  Ἄν μελετήσει κάποιος προσεκτικά τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στή μοναχή Ξένη, θά καταλάβει πῶς τά τρία ἡγεμονικά πάθη, ἤτοι ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία καί ἡ φιλαργυρία ἀρχίζουν νά ἐκδηλώνονται ἀπό τήν παιδική ἀκόμη ἡλικία...
Περί αὐτεξουσίου
Κάποτε τήν ἄνοιξη τοῦ 2014,ἐπισκέφθηκα στό ἐρημητήριό του, τόν ὅσιο κατ’ ἐμέ καί τρισμακάριο Γέροντα Νεῖλο τόν ἁγιοφαραγγίτη.  Τότε μοῦ ἔθεσε τρία θεολογικά ἐρωτήματα.  Τά δύο πρῶτα ἦταν προσωπικά του.  Τό τρίτο ἦταν περί αὐτεξουσίου καί προαιρέσεως.  Τί εἶναι καθ’ ἕνα καί ποιά ἡ διαφορά.  Προσπάθησα μέ συστολή ψελλίζοντας τά ἐλάχιστα πού γνωρίζω νά δώσω μία πενιχρή ἔστω ἀπάντηση.  Τό μειράκιο ἤ μᾶλλον τό μορμολύκειο στόν γίγαντα τοῦ πνεύματος, στόν ὑψιπέτη ἀετό τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας.  Ζήτησε στό τέλος, ὅ,τι συζητήσαμε νά τά ἀφήσω γραπτά.  Ὅντως κάτι ἔγραψα, ὅταν ἐπανῆλθα στό δικό μου χῶρο καί δεδομένης εὐκαιρίας τοῦ τό ἀπέστειλα. Μετά τήν ὁσιακή τελευτή του,παρακάλεσα δύο πρόσωπα πού τούς εἶχε δώσει μέρος τοῦ ἀρχείου του, νά μοῦ ἐπιστρέψουν τίς σημειώσεις ἐκεῖνες.  Βρῆκα τά δύο ἀπό τά τρία θέματα πού ἀνέπτυξα τότε στοιχειωδῶς καί ἀνεπαρκῶς.  Ἀπ’ ὅσα ἔγραψα περί αὐτεξουσίου καί προαιρέσεως, θά μεταφέρω ἐδῶἕνα μέρος:
«Τό αὐτεξούσιο προσδιορίζει “τό κατ’ εἰκόνα”.  Ὅπως διδάσκει ὁἍγιοςἸωάννης ὁ Δαμασκηνός, τό μέν“κατ’ εἰκόνα” τό νοερόν δηλοῖ καί αὐτεξούσιον, τό δέ “καθ’ ὁμοίωσιν” τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν».  Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀπό τήν φύση του εἶναι αὐτεξούσιος καί θελητικός.  Γι’ αὐτό γράφει καί πάλι ὁ ἴδιος ἅγιος: «Τό αὐτεξούσιον θέλησιν ὡρίσαντο οἱ πατέρες».  Δηλαδή δέν εἶναι κάτι τό ἠναγκασμένο τό φυσικό θέλημα ἀλλά αὐτεξούσιο.  Εἶναι ὁρμή πρός τό Θεό.  Ἐμπεριέχει τήν ἔννοια τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ἄν καί οἱ Πατέρες μέ τόν ὅρο ἐλευθερία ἐννοοῦν κυρίως τήν ἀποδέσμευση ἀπό τά πάθη.  Ἡ ὁρμή αὐτή πρός τόν Θεόν εἶναι “αὐτοκρατής τοῦ θελήματος κίνησις”.  Ἐκεῖ τώρα παρεμβαίνει ὁ διάβολος καί εἰσηγεῖται: “Γιατί κοιτᾶς μόνο τό Θεό καί πορεύεσαι ἀκάθεκτα καί ρωμαλέα πρός Αὐτόν; Κοίταξε καί κάτι ἄλλο...παρατήρησε καί αὐτό πού σοῦ δείχνω ἐγώ...”».
«Τότε ἡ φυσική ὁρμή ὑφίσταται στροφή, ἀλλαγή κατεύθυνσης.  Ἀρχίζει νά σκέπτεται τήν νέα πρόταση (βουλή), νά ἀποφασίζει τί θά πράξει (κρίση), νά ὁδηγεῖται στό ἀποτέλεσμα τῆς φθοροποιοῦ εἰσηγήσεως (διάπραξη - ἁμαρτία). Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος-πού τόσο ἐσεῖς γέροντα ἀγαπᾶτε καί σέβεσθε,- λέγει καί γράφει ὅτι ἔτσι ἐνεργεῖ ἡ προαίρεση πού εἶναι “ὄρεξη διασκεπτική”. Ἡ θέληση δέν ἐπιλέγει ὅπως ἡ προαίρεση.  Ἡ προαίρεση εἶναι κίνηση συμπεπλεγμένη ἀπό πολλά στοιχεῖα: θέληση – σκέψη – γνώμη-ἐπιλογή. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει κάπου ὅτι ὅλα τά ὄντα ἐπλάσθησαν ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ἀδελφά μεταξύ τους.  Ἡ διαφορά εἶναι στήν προαίρεση πού διασχίζει τήν ὅμοια φύση σέ φιλική καί ἐχθρική.  Δέν ὑπάρχουν δύο θελήματα στόν ἄνθρωπο.  Τό γνωμικό δημιουργεῖται ὅταν κάνει στροφή πρός τά δελεάσματα τοῦ διαβόλου τό φυσικό θέλημα.
» Ὁπότε, ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι προσωπικό θέμα ἀλλά φυσική χορηγία.  Εἶναι καλή λίαν ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑποδουλωνόμαστε σέ καμία ἀναγκαιότητα, ἐμεῖς μόνοι μας σκλαβωνόμαστε στήν ἁμαρτία, ἐπειδή κάνουμε κατάχρηση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας μας.  Οἱ μεταπατερικοί λένε ὅτι τό πρόσωπο μέσω τῆς ἐλευθερίας ὑπερβαίνει τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως.  Ὁ ἄνθρωπος, πολυσέβαστε γέροντά μου (ἐνν. τόν ἀείμνηστο γέροντα Νεῖλο τόν ἐρημίτη), ὅπως καί σεῖς θά ἔχετε διαπιστώσει τόσα χρόνια στήν ἐπίπονη κονίστρα τῆς ἐρήμου, δέν εἶναι ὅμηρος τῆς ἀνάγκης.  Μπορεῖ ἀκολουθώντας τήν θέλησή του πού εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως νά παραμείνει στόν “ὁικείῳ αὐτοῦ ὅρῳ τε καί λόγῳ”.  Δύναται νά ἐξαχρειωθεῖ ἄν ἀναπτύξει γνωμικό θέλημα καί νά καταλήξει στό παρά φύσιν.  Καί μπορεῖ μέσω τῆς πίστεως πού εἶναι “ὅρασις καί νόησις καρδιᾶς”(Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)καί κοινωνία μέ τό Θεό, νά ἀναχθεῖ πέραν τῶν ὁρίων τῆς φύσεώς του καί νά φθάσει στό ὑπέρ φύσιν.  Ἡ Παναγία μας διέσωσε ἀπολύτως τό κατά φύσιν διότι καμία γνωμική ἐπιτηδειότητα οὔτε ἀκροθιγῶς δέν καλλιέργησε. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ὁ προσωπικός της ἀγῶνας, ὄχι μόνο τήν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς φύσεώς της, ἀλλά τήν κατέστησαν “μεθόριον κτιστοῦ καί ἀκτίστου”.  Ἄλλα παραδείγματα εἶναι οἱ τρεῖς παῖδες στό καμίνι τοῦ πυρός, ὁ προφήτης Δανιήλ στόν λάκκο τῶν λεόντων καί ὅλα τά ἄλλα πού ἀναφέρει ὁἈπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή: “Οἱ Ἅγιοι Πάντες διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας... ἔφραξαν στόματα λεόντων κ.λ.π.”.  Αὐτό τό βλέπουμε περιφραστικά καί στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Προδρόμου: “Εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος”.
» Ἡ φύση, πολυσέβαστε γέροντα, ἔχει ὅλες τίς θεϊκές χορηγίες, τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωσιν.  Ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη φυσική, ὥστε μέ ἐφαλτήριο τίς χορηγίες αὐτές, αὐτεξουσίως νά κινεῖται πρός τά ἄνω, σέ μία διαρκῆ ἀναπτυξιακή πορεία καί νά ὁδηγεῖται πρό τόν Θεό.  Τό αὐτεξούσιο εἶναι δύναμη γιά νά κινεῖται ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό.
»Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: “Πρός τήν ἀρετήν αὐτοκίνητοι πεφύκαμεν ἅπαντες”.  Τίς ἀρετές τίς ἔχει βάλει ὁ Θεός μέσα μας καί ἐμεῖς πρέπει αὐτά τά σπέρματα νά τά κάνουμε χαρίσματα, θέωση κ.λ.π., ὅταν δέν ἐκτρέπεται ἡ θέλησή μας σέ γνωμική παραλλαγή, ἀλλά ἐλευθέρως, αὐτοκινήτως πορευόμαστε πρός τό ὑπέρ φύσιν, σέ μία διαρκῆ πορεία μέ ἐναλλαγές χάριτος.  Αὐτή τήν πορεία, αὐτή τήν πνευματική ἀνάπτυξη κινητοποιεῖ ἡ δύναμη τοῦ αὐτεξουσίου.  Ἡ ὑπόσταση δέν ἔχει τίποτα μόνο τήν προαίρεση δηλαδή τήν ἁμαρτία.  Δέν εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι στήν ἀναγκαστική δέσμευση τῆς φύσεως ἀλλά μέ ἀφετηρία τήν φύση, ὁδηγούμεθα πέρα καί πάνω ἀπ’ αὐτήν, σέ διαρκῶς νέες ἐκπλήξεις καί διαβαθμίσεις χάριτος.  Ἡ προαίρεση ἐκφυλίζει τό αὐτεξούσιο, τοῦ ἀλλάζει πορεία, τό σκλαβώνει στά πάθη καί αὐτό εἶναι ἡ παραμόρφωση, ὁ φρικαλέος ὑποβιβασμός τοῦἀνθρώπου στό παρά φύσιν.
» Νά ἀναφέρω παραδείγματα: Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει κάπου ὅτι δέν ὑπάρχει κάποιο φαγητό ἀπό τή φύση του ἀκάθαρτο. “Οὐκ ἀκάθαρτον τό ὑεῖον” λέγει.  Δηλαδή δέν εἶναι ἀκάθαρτο τό χοιρινό κρέας.  Πότε; “ὅταν μετά εὐχαριστίας λαμβάνηται, ὅταν μετά σφραγῖδος”.  Ὅταν τό τρῶμε μέ εὐχαριστιακή καί δοξολογική ἀναφορά πρός τόν Θεό, κάνοντας τόν Σταυρό μας.  “Ἀκάθαρτος ἡ προαίρεσις ἡ μή εὐχαριστοῦσα τῷ Θεῷ”.  Ἀλλοῦ ἀναφέρει: “ Πανταχοῦ ἡ προαίρεσις αἰτία, πανταχοῦ ἡ γνώμη κυρία ”.  Δέν μᾶς ἐμποδίζει ὁ Θεός νά χαιρόμαστε τά ἀγαθά τῆς δημιουργίας καί νά δημιουργοῦμε ἀπ’ αὐτά.  Αὐτό πού μᾶς διαστρέφει εἶναι ἡ κακή χρήση ὅλων αὐτῶν μέσω τῆς προαιρέσεως.  Σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “ Εἰ γενέσει πάντα καί οὐ προαιρέσει γίνεται, ταύτης μείζων οὐκ ἐστιν ἀπολογία.  Εἰ μέν γάρ κυρία καί δυνατωτέρα ἐστί τῆς γενέσεως ἡ προαίρεσις, οὐκ ἄν εἴη γένεσις”.  Ἄν ὅλα πού μᾶς συμβαίνουν εἶναι ἀποτέλεσμα εἰμαρμένης ἤ εἶναι ἐμβόλιμα στή φύση μας, τότε δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη δικαιολογία γιά τό κακό ἐπειδή θριαμβεύει ὁ διάβολος στόν ὁποῖο οἰονεί ἀναγνωρίζουμε θεϊκές ἰδιότητες.  Ἄν ὅμως ἡ προαίρεση εἶναι δυνατότερη ἀπό τήν γέννηση, τότε εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη φυσικῶν δεδομένων κακίας μέσα στόν ἄνθρωπο ἤ εἰμαρμένης…»
Δέν ξέρω σέ ποιά αἵρεση θά καταταγῶ γι’ αὐτά πού ἔγραψα τότε καί δημοσιεύω ἐνταῦθα.  Πάντως τόν ὅσιο Γέροντα τόν ἀνέπαυσαν.  Συμπληρώνω ἐδῶ κάτι ἐπίκαιρο ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: “Ἔνι ἔργον ποιῆσαι ἀγαθόν, οὐκ ἀπό προαιρέσεως ἀγαθῆς. Καί οὐ μόνον οὐ κεῖται μισθός ὑπέρ τούτου, ἀλλά καί κόλασις..” (Ε.Π.Ε. 21,398).  Μπορεῖ π.χ. κάποιος μοναχός ἤ ἱερωμένος ἤ λαϊκός νά ἔχει τόση κρυφή ὑπερηφάνεια γιά τίς θεολογικές του τάχα γνώσεις καί ἐνασχολήσεις, πού παριστάνει ἔπειτα τόν κριτή τῶν πάντων... Καί μελετᾶ τούς Ἁγίους, ὄχι γιά νά τόν κρίνουν, βλέποντας τά χάλια του στό ἀστραπηβόλο κάτοπτρο τῆς δικῆς τους ἀναγεννημένης ζωῆς καί νά ἀναπτύξει τήν ζωοποιό ταπεινοφροσύνη καί μετάνοια ἀλλά γιά νά τούς κρίνει ἐκεῖνος, ἐπειδή τάχα κάποια ὁρολογία τους δέν συμφωνεῖ μέ τό consensuspatrum. 
Μοῦ ἔλεγαν π.χ. γιά ἕναν ἁγιορείτη μέ περίσσευμα γνωσιολογικῆς πατερικῆς κατάρτισης πού ἐπισκέφθηκε ἕνα ἄλλο Κελλιώτη καί τοῦ εἶπε μέ ἀγανάκτηση: «Μελετῶ αὐτόν τόν Σωφρόνιο (τόν ἅγιο γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ) καί βρίσκω λάθη, λάθη, λάθη... θά τόν περιποιηθῶ καλά… Καί ὁ ἄλλος μοναχός, μέ ταπεινό καί ὄχι πεφυσιωμένο ὕφος ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀδελφέ μου δέν μελετῶ τόν Γέροντα Σωφρόνιο γιά νά τόν κρίνω ἀλλά γιά νά με κρίνει, για να ὠφεληθῶ.  Ἐγώ δέν κρίνω ἁγίους, μελετῶ καί ἀφήνω αὐτούς νά μέ κρίνουν.  Ἄλλωστε “ο ἱἍγιοι τόν κόσμον κρινοῦσι”.  Ὅσον ἀφορᾶ δέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, μέ ἀπασχολεῖ ἡ ἡσυχαστική του βιοτή καί τό ἀποτέλεσμά της, ἡ πλήρης ἐν-Χρίστωσή του,τό ὑψηλόβαθμο πνευματικό βίωμά του καί ὄχι ἡ ὁρολογία του.  Ἦταν Ρῶσος ὁ Γέροντας, δέν γνώριζε τήν πλήρη ὁρολογία τῶν δικῶν μας Πατέρων.  Θά ἀφήσουμε τό ψωμί καί θά κοιτάζουμε τήν χόβολη»;

συνεχιζεται...
ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ

ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ ΜΑΣ ΑΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΑΘΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΗ. ΟΛΑ ΟΣΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΗΡΧΑΝ. Ο ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ. ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙ ΤΟΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟ.
ΜΑΣ ΦΤΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ.
ΣΤΟΝ ΗΘΙΚΟ ΛΟΓΟ H' ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΖΩΝΤΑΝΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΔΙΟΥ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου