Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

† Μνήμη πατρὸς Ἰωάννου Ρωμανίδου (1η Νοεμβρίου 2001)


Ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης 
(2 Μαρτίου 1927 - 1 Νοεμβρίου 2001) 
ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ὀρθοδόξους (ακαδημαικούς) θεολόγους τοῦ 20οῦ αἰώνα καὶ ἀνακαινιστής τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, μὲ τὴν ἐπιστροφή της στὴν γνησιότητα τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως.
Οἱ γονεῖς του ἦταν ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκή Καστρόπολη τῆς Ἀραβησσοῦ τῆς Καππαδοκίας. Γεννήθηκε στόν Πειραιὰ, στίς 2 Μαρτίου 1927. Ἔφυγε ἀπὸ τήν Ἑλλάδα καὶ μετανάστευσε στήν Ἀμερική, στίς 15 Μαΐου 1927 (σὲ ἡλικία 72 ἡμερῶν), μὲ τοὺς γονεῖς του καὶ μεγάλωσε στὴν πόλη τῆς Νέας Ὑόρκης στό Μανχαταν στήν 46η ὁδὸ μεταξύ τῆς 2ας καὶ τῆς 3ης Λεωφόρου.
Ἦταν ἀπόφοιτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολεγίου Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ...
Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences). Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτέλειου Πανεπιστήμιου στὴν Θεσσαλονίκη καὶ Ἐπισκέπτης Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Μπαλαμαντ, τοῦ Λιβάνου ἀπό τό 1970.

Σπούδασε ἀκόμη στὸ Ρωσικὸ Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Βλαδίμηρου τῆς Νέας Ὑόρκης, στὸ ἐπίσης Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο Ἁγίου Σεργίου στό Παρισι καὶ στό Μόναχο τῆς Γερμανιας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος τό 1951 καὶ ἔκτοτε διακόνησε ὡς ἐφημέριος σὲ διάφορες ἐνορίες τῶν ΗΠΑ. 
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1958 καί 1965 ὑπηρέτησε ὡς καθηγητὴς στήν Θεολογικὴ Σχολὴ Τιμίου Σταυροῦ, παραιτήθηκε ὅμως τό 1965, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ π. Γεωργίου Φλορόφσκι ἀπό τὴν Σχολή.

Ἡ ἐκλογή του γιὰ τὴν Ἕδρα τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἔγινε στίς 12 Ἰουνίου 1968, ἀλλὰ δὲν διωρίζετο, διότι κατηγορεῖτο ὡς "κομμουνιστής". 
Τελικὰ ὁ διορισμὸς του ἔγινε τό 1970. Τό 1984, γιὰ προσωπικοὺς λόγους παραιτήθηκε μὲ πλήρη σύνταξη.
Ἀπεβίωσε την 1 Νοεμβρίου 2001, ἀφήνοντας πίσω του πλούσιο θεολογικὸ καὶ ἱστορικὸ ἔργο.

Ἔχει συγγράψει πλῆθος μελετῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὅποιες εἶναι ἀκόμη ἀνέκδοτες καὶ πρέπει νὰ συνεκδοθοῦν σὲ σειρὰ τόμων. Τὰ κατάλοιπά του εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀσφαλισθοῦν διότι ἔχουν πολλὰ νὰ προσφέρουν καὶ ἀποκαλύψουν. Ἡ διδακτορική του διατριβὴ περὶ τοῦ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος κυριολεκτικά ἐπαναστατική, ἄνοιξε νέους δρόμους στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀκολούθησαν δὲ τὰ βιβλία του γιὰ τὴν Ρωμιοσύνη, ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια σημασία, γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἱστορίας. Καὶ τῶν δύο αὐτῶν χώρων, τὴν ἔρευνα καὶ κατανόηση, ἀνανέωσε ὁ π. Ἰωάννης.

Τὸ ἔργο καὶ ἡ προσφορά του στὴν ἐπιστήμη ἔχουν διερευνηθεῖ συστηματικὰ στὴν διδακτορικὴ διατριβὴ του Andrew Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy – The Theology of John Romanides, Canada, 1998.[1]

Ἐξ ἴσου ὅμως μεγάλη ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ καὶ ἡ προσφορὰ του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τὴν συμμετοχή του στοὺς Θεολογικοὺς Διάλογους μὲ Ἑτερόδοξους, ἰδιαίτερα μὲ τόν Ἀγγλικανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀλλόδοξους (Ἰουδαϊσμό και Ισλαμ). Τὸ γεγονὸς δέ, ὅτι μητρική του γλώσσα ἦταν ἡ Ἀμερικανικὴ (Ἀγγλική), τοῦ ἐξασφάλιζε τὴν ἄνεση ποὺ χρειαζόταν, γιὰ νὰ ἀναπτύσσει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὶς θέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Συμμετεῖχε ἐπίσης στὸν Διάλογο μὲ τὴν Παγκόσμια Λουθηρανικὴ Ὁμοσπονδία (1978 κ.ε.) Στοὺς Διαλόγους αὐτοὺς φαινόταν ἡ εὐρεία γνώση του στὴν πατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ καὶ τῶν παραχαράξεών της, στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, κατ' ἐξοχὴν δὲ ἡ γνώση τῆς Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀκρογωνιαίου λίθου τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης.

Ὁ π. Ἰωάννης ὑποστήριζε τὴν σχέση Θεολογίας καὶ ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ τοὺς σταθμοὺς τῆς πνευματικῆς πορείας τῶν Ἁγίων: κάθαρσις - φωτισμός - θέωσις, ὡς προϋπόθεση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς αὐθεντικῆς ἀποδοχῆς των, κάτι ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἔχει χαθεῖ στὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ στὴν δυτικίζουσα, κατὰ τὴν γνώμη του, σημερινὴ Ὀρθόδοξη θεολογικὴ σκέψη. 
 Ἡ στροφὴ αὐτὴ στὴν πατερικότητα, ὡς ἐκκλησιαστικὴ γνησιότητα, συνέχισε καὶ συνεπλήρωσε τὴν ἀνάλογη κίνηση τοῦ π. Γεωργίου Φλορόφσκι, τὴν πορεία τοῦ ὁποίου ἀκολούθησε στὸν οἰκουμενικὸ Διάλογο, θεωρούμενος καὶ αὐτὸς συχνὰ ἐνοχλητικὸς καὶ ὄχι εὔκολος συνομιλητής.

Ἡ σημασία τοῦ θεολογικοῦ του ἔργου (διδακτικοῦ, συγγραφικοῦ, ἀγωνιστικοῦ) κάνει πολλοὺς μελετητὲς νὰ μιλοῦν γιὰ ἐποχὴ πρὸ καὶ μετὰ τὸν π. Ρωμανίδη. Διότι θεωροῦν ὅτι ἔφερε ἀληθινὴ τομὴ καὶ ρήξη μὲ τὸ σχολαστικὸ παρελθὸν τῆς Ἑλλαδικῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ λειτουργοῦσε ὡς βαβυλώνιος αἰχμαλωσία στὴν θεολογία της. Ἡ διατριβὴ του σφράγισε ἀποφασιστικὰ αὐτὴν τὴν ἀναγεννητικὴ πορεία, σὲ σημεῖο, ποὺ καὶ αὐτοὶ οἱ γιὰ διαφόρους λόγους ἐπικριτὲς ἢ ἰδεολογικὰ ἀντίπαλοί του, νὰ προδίδουν στὰ γραπτά τους τὴν ἐπιρροὴ τοῦ π. Ἰωάννου στὴν θεολογική τους σκέψη.

Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἰωάννης:
α) Ἐπανέφερε στὸν ἀκαδημαϊκὸ θεολογικὸ χῶρο τὴν προτεραιότητα τῆς πατερικῆς ἐμπειρικῆς θεολογήσεως, παραμερίζοντας τὸν διανοητικὸ - στοχαστικὸ - μεταφυσικὸ τρόπο θεολογήσεως,

β) Συνέδεσε τὴν ἀκαδημαϊκὴ θεολογία μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν φιλοκαλικὴ παράδοση, καταδεικνύοντας τὴν ἀλληλοπεριχώρηση θεολογίας καὶ πνευματικῆς ζωῆς καὶ τὸν ποιμαντικὸ - θεραπευτικὸ χαρακτήρα τῆς δογματικῆς θεολογίας.

γ) Διεῖδε καὶ υἱοθέτησε στὴν θεολογικὴ μέθοδο τὸν στενὸ σύνδεσμο δόγματος καὶ ἱστορίας καὶ γι' αὐτὸ μπόρεσε νὰ κατανοήσει ὅσο λίγοι τὴν ἀλλοτρίωση καὶ πτώση τῆς θεολογίας στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη, ποὺ ἐπῆλθε μὲ τὴν φραγκικὴ κατάκτηση καὶ ἐπιβολή. Ἡ καλὴ γνώση τῆς ἱστορίας, ἐξ ἀλλοῦ, Φραγκοσύνης καὶ Ρωμηοσύνης (προοριζόταν γιὰ καθηγητὴς τῆς Ἱστορίας στὸ Γέηλ) τὸν βοήθησε νὰ διαπιστώσει καὶ ἀναλύσει τὴν διαμετρικὴ διαφορὰ Φράγκικου καὶ Ρωμαίικου πολιτισμοῦ, εἰσάγοντας ρωμαίικα κλειδιὰ στὴν διερεύνηση τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.

δ) Βοήθησε, ἔτσι, τὴν πληρέστερη ἔρευνα καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἔξω ἀπὸ τὶς κατασκευασμένες δυτικὲς θέσεις, μὲ τὴν ὀρθὴ - ὡς ἀπόλυτα τεκμηριωμένη - χρήση τῶν ἱστορικῶν ὀνομάτων τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, τῆς σημασίας καὶ δυναμικῆς τους στὴν Ἱστορική του πορεία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου