Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (22)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 
                                      Jacob Burckhard
                                                      ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                        ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                                   – ΙΙ
                           Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
2. ΣΠΑΡΤΗ (συνέχεια 7η)

Όταν μετά από μάχες που κράτησαν αρκετά χρόνια η Θήβα και οι σύμμαχοί της γίνονταν συνεχώς περισσότερο πολεμοχαρείς, ενώ οι άνδρες της σπαρτιατικής ηγεμονίας όλο και πιο αποθαρρυμένοι, έλαβε χώρα στη Σπάρτη μια μεγάλη ειρηνική διάσκεψη, το 372, στην οποία εμφανίστηκε και ο ίδιος ο Επαμεινώνδας προκαλώντας ισχυρές εντυπώσεις. Ο Ξενοφών αποσιωπά την παρουσία του, αλλά ακόμη και αν η αναφορά τού Πλούταρχου δεν είναι παρά εν μέρει αληθινή, γεγονός παραμένει ότι ο Αγησίλαος κήρυξε εκ νέου τον πόλεμο στους Θηβαίους θεωρώντας ότι η ειρήνη είχε συναφθεί με τους υπόλοιπους Έλληνες και δεν περιελάμβανε τους Θηβαίους. Σ’ αυτόν ανήκει και η αποκλειστική ευθύνη τής μάχης τών Λεύκτρων (371), παρότι η διοίκηση του σπαρτιατικού στρατού ανατέθηκε στον βασιλιά Κλεόμβροτο.
Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν σκληρά, όπως άλλοτε στις Πλαταιές, αλλά εκείνοι οι καιροί και εκείνες οι δυνατότητες ανήκαν στο παρελθόν. Η μάχη τών Λεύκτρων, ένα οριστικό πλήγμα για τη Σπάρτη από το οποίο δεν κατόρθωσε ποτέ να συνέλθει, προκάλεσε κυρίως, ανεξάρτητα από το πώς εκτιμά κανείς τα αριθμητική δεδομένα, τεράστιες απώλειες στη δωρική κάστα, ακόμη και αν μεταξύ τών 1000 Λακεδαιμονίων που χάθηκαν ένα μικρό μέρος μόνο ήταν Δωριείς – διότι τούς 4.000 Σπαρτιάτες στους οποίους αναφέρεται ο Διόδωρος η πόλη δεν τους διέθετε εδώ και πολλά χρόνια. Θα σημειώσουμε εδώ ότι μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν ο Αριστοτέλης έγραψε την περίφημη κριτική τού σπαρτιατικού συντάγματος, δεν υπήρχαν περισσότεροι από χίλιοι Σπαρτιάτες που μπορούσαν να φέρουν όπλα, και μερικές γενιές αργότερα μόλις επτακόσιοι, από τους οποίους καμιά εκατοστή μόνον εύποροι. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η απομονωμένη Θήβα, που κατήγαγε περιφανή νίκη με τους 6.000 πολεμιστές της, μπορούσε τώρα να τεθεί επικεφαλής μιας μεγάλης συνομοσπονδίας κατά τής Σπάρτης, τη στιγμή που έτριζαν ήδη τα θεμέλια της σπαρτιατικής ηγεμονίας.
Όταν η θλιβερή είδηση έφτασε στη Σπάρτη αντιμετωπίστηκε, όπως συνέβαινε με κάθε πλήγμα που είχε λάβει χώρα εκτός τών τειχών και οι συνέπειές του δεν ήταν ακόμη ορατές, επιστρατεύοντας την περίφημη παράδοση της «ψυχικής δύναμης». Η πόλη γιόρταζε τότε τις γυμνοπαιδίες και οι έφοροι απαγόρεψαν στους χορούς να αποσυρθούν, τα θεάματα και οι αγώνες συνέχισαν να διεξάγονται κανονικά, την ώρα που οι ίδιοι επισκέπτονταν τους γονείς τών νεκρών για να τους αναγγείλουν το θλιβερό γεγονός· οι γονείς αυτοί θα έπρεπε να ανταλλάξουν ευχές, ενώ οι γονείς τών επιζώντων να μείνουν στα σπίτια τους, κοντά στις γυναίκες που κατέχονταν από θλίψη, ή αν δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις εξόδους, να επιδεικνύουν ταπεινό φρόνημα στο ύφος και στον λόγο κ.ο.κ.
Δίπλα όμως σ’ αυτή την ψευδεπίγραφη επισημότητα που υπαγόρευε η νομοθεσία, η πραγματικότητα ήταν ότι οι επιζώντες, ή για την ακρίβεια οι λιποτάκτες, που ήταν πολυάριθμοί και μεταξύ τους συγκαταλέγονταν συχνά και ισχυροί άνδρες, μπορούσαν, αν τους επιβάλλονταν αυστηρές ποινές, να διακινδυνεύσουν «καινοτομίες», ενώ ο Αγησίλαος, στον οποίον ανήκε πλήρως η ευθύνη της ήττας, υποχρεώθηκε να υπαναχωρήσει για πρώτη φορά ενώπιον της λαϊκής συνέλευσης από την επιβολή τής ατιμίας, ποινή που αναλογούσε συνήθως στους λιποτάκτες. Έθεσαν δηλαδή σε «αργία» τούς νόμους, μέχρι την ημέρα που αυτοί οι άνθρωποι απαλλάχτηκαν με τη παρέμβαση κάποιας τυπικής ρύθμισης.
Ακολούθησαν οι υπόλοιπες συνέπειες της ήττας. Η Σπάρτη υπέστη τη χειρότερη καταδίκη στην ιστορία της, στερήθηκε την Αρκαδία που αποσκίρτησε, και επιπλέον η Μεσσηνία, που εθεωρείτο κατεστραμμένη, ανακηρύχτηκε σε ανεξάρτητο Κράτος. Τούτο συνέβη το 369, όταν ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας, συνοδευόμενοι από τούς νέους συμμάχους τους, εμφανίστηκαν στην Πελοπόννησο και μάλιστα όχι πολύ μακριά από τη Σπάρτη. Ο Αγησίλαος δεν τόλμησε να αντισταθεί σε αυτόν τον «χείμαρρο» που ξεχύθηκε στα περίχωρα, υπερασπίστηκε κυρίως την πόλη, και αγνόησε τις σαρκαστικές προκλήσεις τών εχθρών· αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το θέαμα Λακώνων γερόντων, που ο ηρωισμός τους αποτελούσε θρύλο, σε κατάσταση απόγνωσης, και των περίφημων για την ηρωική νηφαλιότητά τους μητέρων και συζύγων των πολεμιστών να καταλαμβάνονται από υστερία μπροστά στην οχλαγωγία και τις φωτιές στο εχθρικό στρατόπεδο· χρειάστηκε επίσης, επιστρατεύοντας την ετοιμότητά του, να εξαρθρώσει μιαν ομάδα συνωμοτών 200 ατόμων, που αποτελείτο από απελπισμένους Δωριείς και είχε καταλάβει ένα στρατηγικό σημείο κοντά στον ναό τής Αρτέμιδας, και να καταφύγει σε νυχτερινές εκτελέσεις στασιαστών, καθώς και άλλων ατόμων που είχαν συγκεντρωθεί τη νύχτα σε κάποιο σπίτι· και όλα αυτά ενώ οι περίοικοι και οι είλωτες που κλήθηκαν στα όπλα λιποτακτούσαν μαζικά. Στην αποκορύφωση του επικείμενου κινδύνου απελευθέρωσαν χίλιους είλωτες, για να τους αποτρέψουν από τη φυγή. Η Σπάρτη ανέπνευσε προσωρινά, όταν ο νικηφόρος στρατός αποσύρθηκε, διότι οι Αρκάδες είχαν αρχίσει να διασκορπίζονται· δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι η Σπάρτη οφείλει τη σωτηρία της στον βασιλιά της, και τον επόμενο χρόνο στον γιό του Αρχίδαμο, που είχε μια πρώτη επιτυχία κατά τών Αρκάδων. Στην επιστροφή του ο νικητής έγινε δεκτός από τον πατέρα του και τους Σπαρτιάτες με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ τίποτε ανάλογο δεν είχε συμβεί προηγουμένως με τους νικητές και τους αγγελιοφόρους τής ειρήνης. Αξιοθαύμαστο είναι το ότι οι προύχοντες της Σπάρτης που ήταν ακόμη εν ζωή δεν εξολοθρεύτηκαν από τούς δυσαρεστημένους ομοίους τους ή από τις κατώτερες κάστες. Αν η Σπάρτη είχε όπως η Αθήνα δημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις, λαϊκά δικαστήρια, ρήτορες και συκοφάντες, θα είχε ασφαλώς συσταθεί η πιο αιματηρή πολιτική δίκη.
Αλλά ο Αγησίλαος υπήρξε ακριβώς ο βασιλιάς, που κατά τη βασιλεία του απωλέσθηκε η πανέμορφη Μεσσηνία. Μια τελευταία λάμψη φώτισε τη βιωτή του, όταν έσωσε αργότερα για μιαν ακόμη φορά τη Σπάρτη από επίθεση του Επαμεινώνδα το 362, κι αυτήν τη φορά βασιλιάς και πόλη αμύνθηκαν με τη δύναμη της απελπισίας, προσθέτοντας κάποια ακόμη μεγάλα ανδραγαθήματα. Ο θάνατος του Επαμεινώνδα κοντά στη Μαντίνεια έδωσε τέλος στη μεγαλύτερη απειλή που γνώρισε η Σπάρτη και, μέσα στη γενική σύγχυση που επικράτησε στην Ελλάδα, τη δυνατότητα κάποια ηρεμίας και ανάπαυλας. Τώρα όμως ήταν η σειρά τού χολωμένου γέρου βασιλιά Αγησίλαου, και μαζί του της Σπάρτης, να εξαιρεθεί από την τουλάχιστον θεωρητικά γενικευμένη ειρήνη (361)· οι υπόλοιποι συμμετέχοντες επέτρεψαν στους Μεσσήνιους να καταθέσουν όρκο, αλλά αυτός ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν έγκυρος, «διότι αυτοί δεν είχαν πόλη», και η Σπάρτη αποσύρθηκε για να συνεχίσει μόνη της τον πόλεμο για την κατάκτηση της Μεσσηνίας. Αλλά μια και αυτή η επιχείρηση ήταν εξ ορισμού ατελέσφορη, ο Αγησίλαος αποδείχθηκε αχόρταγος στο ζήτημα των πολέμων, δυσαρεστώντας ακόμη και τους δικούς του.
Η εκστρατεία του στην Αίγυπτο (όπου ο λαός είχε εξεγερθεί κατά τής περσικής κυριαρχίας) υπήρξε μια ακόμη εκδικητική ενέργεια του σπαρτιατικού Κράτους, επειδή ο βασιλιάς τών Περσών είχε υποστηρίξει την ανεξαρτησία τής Μεσσηνίας. «Η πατρίδα μου με πρόσφερε στους Αιγυπτίους ως αρχιστράτηγο», δήλωσε ο Αγησίλαος. Οι επιχειρήσεις του στον Νείλο δεν αφορούν στη μελέτη μας· ο ήρωας απεβίωσε σε ηλικία άνω τών ογδόντα ετών, στο λιμάνι τού Μενελάου, στον δρόμο τής επιστροφής, ενώ είχε την πρόθεση να παρέμβει και πάλι στις διαπλοκές τής πατρίδας του, αυτή τη φορά κατά τής Αρκαδίας.
Μαζί όμως με την απώλεια του ίδιου και της βασιλείας του ατόνησε και ο μεγάλος σπαρτιατικός ενθουσιασμός, καθώς και η αυταπάτη που είχε παγιωθεί όλο αυτό το διάστημα στο ελληνικό πνεύμα, ενώ ο Σπαρτιάτης συνομιλητής στους Νόμους τού Πλάτωνα παραδέχεται ότι υπήρξε «κορεσμός» όσον αφορά στους ύμνους τού Τυρταίου. Η τάση που επικράτησε εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ελλάδα με τη μορφή τής πλήρους αποστροφής από την έννοια του Κράτους, στη Σπάρτη και κυρίως στο περιβάλλον τών βασιλέων, πήρε τη μορφή τής αποχής· μην αντέχοντας να παραμένουν εντός τού θλιβερού τους Κράτους, ξεσήκωναν τον στρατό και ξεκινούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο εξωτερικό, όπου η συμπεριφορά τους υπήρξε μερικές φορές επονείδιστη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής τής τακτικής υπήρξε ο βασιλιάς Αρχίδαμος ο Γ΄ (γιος τού Αγησιλάου), ο οποίος πριν προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Τάραντα εξαγοράστηκε με χρήματα που προέρχονταν από τον θησαυρό τού ιερού τών Δελφών. Ένας Αργείος αρχηγός, τον οποίον επιχείρησε προσωπικά να οδηγήσει σε προδοσία έναντι χρημάτων, του απάντησε ότι ασφαλώς δεν ήταν Ηρακλείδης. Οι Σπαρτιάτες υποτάχθηκαν γογγύζοντας στην κυριαρχία τού Μακεδόνα Φιλίππου επί τής Ελλάδος, και μετά τη μάχη τής Χαιρώνειας υπέστησαν τη μεγαλύτερη ταπείνωση της ιστορίας τους επί τού εδάφους τους. Στη συνέχεια αποφάσισαν να μην παρευρίσκονται σε κανένα μακεδονικό στρατόπεδο ή συνέδριο και να μη συμμετέχουν σε κανενός είδους συλλογή χρημάτων. Πέρα όμως απ’ αυτό, έχασαν εντελώς την υπεροψία που τους χαρακτήριζε και, όταν ο Αντίπατρος (330 π. Χ.) νίκησε στη Μεγαλόπολη τους Πελοποννήσιους, η Σπάρτη αρνήθηκε να επιβάλλει την ατιμία σε όσους δικούς της βρέθηκαν στη μάχη και αποσκίρτησαν, όπως άλλοτε και ο Αγησίλαος μετά τα Λεύκτρα. Ίσως να υπήρχε ακόμη κάποια ανοχή απέναντι στον κομπασμό ορισμένων· κατά τον 3ον αιώνα ήταν ακόμη δυνατόν, «όσοι απέδιδαν ακόμη αξία στην υπεροχή τών Ελλήνων» να πιστεύουν, ότι θα ήταν καλύτερο να επιλέξει κανείς ως αρχηγό στον πόλεμο τον τελευταίο πολίτη τής Σπάρτης από τον πρώτο μεταξύ τών Μακεδόνων, ο οποίος «τελευταίος πολίτης» είχε άλλοτε υποτάξει ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή. Και οι Λακεδαιμόνιοι ήταν ακόμη ικανοί να εμποδίσουν με μιαν απειλητική στάση ένα θετικό μέτρο, όπως η αποστολή αρκαδικών ενισχύσεων του ελληνικού στρατού στον πόλεμο κατά τών Κελτών (280, 279 π. Χ.).
Η απόφαση να ενισχύσουν τον πατριωτισμό με δημόσιες αναγνώσεις κειμένων λειτούργησε σαν μια σταγόνα νέου αίματος στις φλέβες τής Σπάρτης. Σύμφωνα με ένα κρατικό διάταγμα, στα γραφεία τών εφόρων γινόταν η ανάγνωση του κειμένου τού Σικελού Δικαίαρχου με τίτλο Σύνταγμα της Σπάρτης, στην οποία ήταν υποχρεωτική η παρουσία όλων τών ενηλίκων. Ποια θα ήταν άραγε η γνώμη τών αγωνιστών τών Μεσσηνιακών πολέμων για μια τέτοια επιλογή ; Την ίδια στιγμή το στρατόπεδο εκπαίδευσης του Ταινάρου απαιτούσε την ύπαρξη ισχυρών και ατρόμητων ανδρών, ικανών να φέρουν σε πέρας πολεμικές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο, Δωριέων, περιοίκων και πολλών άλλων Ελλήνων, που ήταν αδύνατον να εξασφαλίσουν οι δημόσιες αναγνώσεις, γεγονός που αιτιολογεί τις ενέργειες του Κλεώνυμου, ενός κακόφημου βασιλικού τέκνου, ο οποίος αισθανόμενος προσβεβλημένος υποχρέωσε τον ίδιο του τον γιό να ορκιστεί την καταστροφή τής Σπάρτης. Κάλεσε μάλιστα τον βασιλιά Πύρρο να επιτεθεί κατά της χώρας του, και η απαλλαγή τής πρωτεύουσας από τον βασιλιά Αρέα και τον γιό του Ακρότατο υπήρξε μια από τις τελευταίες στιγμές δόξας αυτού τού παρηκμασμένου Κράτους. Και οι δύο έχασαν αργότερα τη ζωή τους σε στείρες απόπειρες κατά τών Μακεδόνων και των Μεγαλοπολιτών, και η ιστορία τής Σπάρτης πέρασε μερικές δεκαετίες μεγάλη σύγχυσης, ως τη στιγμή όπου, πριν από το τέλος τού δωρικού Κράτους τών Ηρακλειδών, θα βρεθεί και πάλι σε τραγικές συνθήκες, που συνόδεψαν τα κατορθώματα και τις κακοτυχίες τών βασιλέων Άγη (240 π. Χ.) και Κλεομένη (223 – 222).
Και οι δύο έτυχαν ιδιαίτερα ευμενούς περιγραφής στα κείμενα που τους αφιερώνει ο Πλούταρχος περιλαμβάνοντας τις οικογένειες και τον περίγυρό τους, και εκείνος που εξασφαλίζει κυρίως την διατήρηση της μνήμης του είναι ό Κλεομένης, παρότι ορισμένες σκοτεινές πτυχές που αναδεικνύονται από τον Πολύβιο και κάποιους άλλους θεωρούνται αληθείς.
Πρόκειται για μιαν εκ των άνω επανάσταση, χάρη στην οποία το σπαρτιατικό Κράτος επανιδρύθηκε σε μιαν εντελώς νέα βάση. Καθώς μαθαίνουμε ότι δεν υπήρχαν περισσότεροι από 700 Σπαρτιάτες ικανοί νε φέρουν όπλα, δηλαδή Δωριείς, και μεταξύ τους περίπου 100 εύποροι οι οποίοι είχαν κληρονομήσει τα πάντα, απορούμε πώς μετά από τόσες ήττες και εξευτελισμούς, η τάξη αυτή κατόρθωσε να διατηρήσει την κυριαρχία της για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα επί αυτών που βρίσκονταν κοινωνικά σε πολύ μειονεκτική θέση, είχαν όμως ίσα δικαιώματα. Ήταν επομένως αναγκαία μια μαζική ενσωμάτωση των περιοίκων και μια ανακατανομή τών γαιών, που θα οδηγούσε στη γέννηση ενός βελτιωμένου λαού, ισχυρού και δυναμικού, που θα καθιερώνονταν χάρη στις κατακτήσεις και τις ανώδυνες εξωτερικές συμμαχίες και θα ήταν σε θέση ακόμη και να επιβάλει την ηγεμονία του στην Ελλάδα. Η επανάσταση αυτού τού είδους ήταν σχεδόν αναπόφευκτη σε μιαν εποχή όπου στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που υπήρξαν θύματα δημαγωγίας, η ανακατανομή τών γαιών, η διαγραφή τών χρεών και η εξουδετέρωση των αντιπάλων ήταν στην ημερήσια διάταξη, ενώ σε ό,τι αφορούσε στους κινδύνους τής μετάβασης στο νέο καθεστώς, ο εγκληματικός ζήλος δεν έλειψε ποτέ από τους φιλόδοξους Έλληνες της ύστερης εποχής.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου