Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Δεύτερος (29)-τελευταίο

ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ 
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ


Συνέχεια από: Κυριακή, 11 Ιουνίου 2017

72. Αλλά όμως μεταχειριζόμενος επιεικέστερα τον προκείμενο λόγο, και μάλιστα για τους τυχόν μέλλοντες (αναγνώστες) ώστε να τον αναγνώσουν μετ’ ευγνωμοσύνης, θα δώσω γενικότερη έκθεση της αλήθειας εν συντομία, περιλαμβάνουσα τα πάντα υπό μορφή επιλόγου. Ο δε έχων ώτα προς διάκριση του ορθού και μη ορθού ας μυηθεί κατά το δυνατόν το βάθος του μυστηρίου· όσοι δε δεν κατέχετε κριτικωτάτη διάνοια, επιθέσατε πύλες εις τα ώτα σας, αν δεν παρέχετε τους εαυτούς πειθήνιους στους δυναμένους ή μάλλον τους δυναμουμένους από τον Θεό να λέγουν καλώς, έτσι ώστε να μην ονομάσετε αφροσύνη των ειδημόνων το ευρισκόμενο επάνω από την γνώση σας. Τί δε είναι αυτό το όποιο λέγω; Εντείνατε, παρακαλώ, τον νουν.

73. Το άγιο Πνεύμα προ αιώνων και επί αιώνες και πέρα έχει ως ιδιαίτερο γνώρισμα τής ιδιοτρόπου υπάρξεως το εκπορεύεσθαι εκ του Πατρός, της μόνης πηγαίας θεότητος, δηλαδή από την υπέρθεο εκείνη ουσία κατά μόνη την πατρική καθ’ υπόστασιν, καθ’ όσον είναι υπέρθεος και αυτοουσία και δεν υστερεί κατά τίποτε του προβαλλόντος, μάλλον δε δεν διαφέρει και δεν διαιρείται καθόλου, αν και ετερουπόστατο και αυθυπόστατο. Έτσι δε το όν (προερχόμενο) εκ του Πατρός ούτε από αυτόν διίσταται ποτέ, και με τον Υιό είναι -όχι λιγότερο- ενωμένο ουσιωδώς και αδιαστάτως, αναπαυόμενο εις αυτόν και ίδιον αυτού υπάρχον και ευρισκόμενο πάντοτε εις αυτόν φυσικώς· διότι αυτός είναι ο ταμίας του Πνεύματος. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, αν λέγεται ότι προέρχεται και εξ αυτού και εκ της φύσεως αυτού, κατά την πατρική όμως υπόστασιν. Και δι’ αυτού και εξ αυτού φυσικώς δίδεται και πέμπεται και προχέεται και προέρχεται, διδόμενο και φανερούμενο δι’ αυτού, εάν δε θέλεις και εκπορευόμενο προς τους άξιους. Εάν δε ακούσεις ποτέ εκπόρευση κατ’ αυτόν τον τρόπο, να νοείς την φανέρωσιν· διότι το εκπορεύεσθαι παρά Θεού δεν σημαίνει πάντοτε αυθυπόστατο ύπαρξη· διότι λέγει, «δεν ζει μόνον με άρτο ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγο εκπορευόμενο δια στόματος Θεού». Βλέπεις ότι τα μεν εκπορευόμενα παρά Θεού είναι πολλά, διότι η λέξις παν είναι περιεκτική πλήθους, το δε Άγιον Πνεύμα είναι ένα, το όποιον κατά ίδιον τρόπο -ο οποίος το διακρίνει από όλα- εκπορεύεται παρά Θεού; Και πάλι, λέγει, «εθαύμαζον οι άλλοι με τούς λόγους τής χάριτος τους εκπορευομένους εκ του στόματος αυτού». Άραγε λοιπόν η χάρις των λόγων είναι αυθυπόστατος, όπως το Πνεύμα το εκπορευόμενο από μόνον τον Πατέρα; Άπαγε· και όμως την χάριν ταύτη ο Κύριος ονόμασε πνεύμα λέγοντας, «τα ρήματα τα όποια εγώ λαλώ, είναι πνεύμα και ζωή». Αλλά βλέπεις πως η χάρις είναι εκ του Υιού, και όχι μόνον αυτή, αλλά και όλες οι δωρεές του άγιου Πνεύματος.

74. Διότι εάν από την κοιλία των πιστευόντων εις Χριστόν ρέουν ποταμοί ύδατος ζώντος κατά την επαγγελία (διότι ο Κύριος λέγει, «οποίος πίει από το ύδωρ το όποιο θα του δώσω εγώ, θα γίνει πηγή ύδατος αναβλύζοντος εις ζωήν αιώνιον», δηλαδή εκπορευόμενη, κατά το «ήταν δε πηγή εκπορευομένη από την Εδέμ»), εάν λοιπόν εκ των ομοιωμένων με τον Υιό αναβλύζει ποταμηδόν, δηλαδή πηγάζεται και εκπορεύεται το Πνεύμα το οποίο υπάρχει εις αυτούς κατά χάριν, πολύ περισσότερο εκ του Υιού του κατά φύσιν προαιωνίως και αϊδίως έχοντος αυτό επαναπαυόμενο εις εαυτόν και συνημμένο φυσικώς.

Αλλά τούτο δεν είναι λόγος για να δογματίσομε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ τού Πατρός και του Υιού και των ομοιωμένων με τον Υιό κατά χάριν˙ διότι εκπορεύεται αποκλειστικώς εκ του Πατρός, ως έχον εξ αυτού μόνον την προαιώνιο και ομοούσιο ύπαρξιν. Διότι το άγιον Πνεύμα είναι και εκ του Πατρός και του Πατρός, και προηγείται κατά διάνοια το εκ του Πατρός είναι του Πατρός είναι (διότι το είναι κάτι προθεωρείται του είναι τίνος, αν και όχι κατά χρόνο). Και για αυτό είναι του Πατρός διότι είναι εκ του Πατρός, όπως λέγει και ο μέγας Βασίλειος στα κεφάλαια Προς Ευνομιανούς˙ «την οικειότητα προς τον Πατέρα νοώ του Πνεύματος, επειδή εκπορεύεται παρά του Πατρός». Εάν δε ευρεθεί πουθενά «εκ του Υιού», και με οποιαδήποτε λόγια, ευρίσκεται ως επαναπαυόμενο φυσικώς σε αυτόν προαιωνίως και αϊδίως, καθ’ όσον κατά την απόρρητο και άχρονο εκείνη γέννησιν έλαβεν εις εαυτόν τέλειον το Πνεύμα εκ Πατρός, το όποιον είναι εκ της αυτής ουσίας με αυτόν, κατά την πατρική όμως υπόστασιν. Επομένως επί του Υιού προθεωρείται το είναι αυτού Πνεύμα του εξ αυτού είναι, αν και όχι κατά χρόνο˙ και για αυτό είναι εκ του Υιού, διότι είναι του Υιού. Γι’ αυτό λοιπόν δεν έχει από αυτόν την ύπαρξιν.

75. Διά δε του Υιού λέγεται το άγιον Πνεύμα, ενίοτε μεν ως δι’ αυτού νοούμενο Πνεύμα Πατρός και εκ Πατρός, καθ’ όσον δεν είναι γεννητό αλλ’ εκπορευτό και ως εκπορευτό νοούμενο αμέσως εκ του εκπορεύοντος αυτό. Λέγεται δε επίσης ενίοτε κατά τους θεολόγους, ως παρακολουθούν αυτόν αχρόνως και μαζί με αυτόν και μετ’ αυτού, χωρίς να προέρχεται και εξ αυτού εκ του Πατρός, όπως είναι και από εδώ ολοφάνερο στους συνετούς˙ διότι κανείς από τους φρονώντες καλώς, ακούγωντας ότι ο Λόγος γεννάται προαιωνίως εκ Πατρός, δεν παραλείπει να έλθει ευθύς εις έννοια τού Πνεύματος το όποιον παρακολουθεί συμφυώς και συνανάρχως τον Λόγον, κατά την οποία έννοια δεν επιτρέπεται να εκλάβουμε την πρόθεσιν «διά» ως «εκ». Λέγεται δε τέλος έτσι και ως χορηγούμενο δι’ Υιού και εξ Υιού εις τους άγιους, όχι όμως πεμπόμενο ή διδόμενο ή πηγάζον από εκεί προαιωνίως, εάν δε θέλεις εκπορευόμενο, αλλ’ διδόμενο και φανερούμενο, όταν ευδόκησε να ληφθεί και να φανερωθεί και όπως ευδόκησε. Εάν δε οι Λατίνοι λέγουν ότι από εδώ στοχάζονται την προαιώνιο πρόοδο, εν συνεχεία δεν θα είναι ούτε εκεί κατά την ύπαρξιν. Και το τεκμήριο τούτο το όποιο αυτοί λέγουν, δεν θα τους βοηθήσει κατά τίποτε εις την πρόθεσή τους.

76. Αλλά έτσι θεολογείται το άγιον Πνεύμα ως προερχόμενο εκ του Υιού και διά του Υιού. Διότι μιας και τής αυτής ουσίας μία και η αυτή είναι η θέλησις και δόσις. Εκ δε των υιοθετημένων υπό του Θεού και δίδεται και αναβλύζει και πηγάζει και ενεργεί και φαίνεται, σαν να υπάρχει εις αυτούς η έμφυτος χάρις και δύναμις του Πνεύματος, αλλά κατά χάριν και όχι κατά φύσιν και επιδημήσασα ύστερον, δηλαδή ενεργήσασα δι’ αυτών αλλά όχι επαναπαυόμενη προαιωνίως.

Βλέπεις πόση είναι η διαφορά, ώστε να φθάνει πέραν του άπειρου; Οι δε Λατίνοι στο σύμβολο τής πίστεως, λέγοντες ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός, το δε Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού, δεν ομιλούν σαφώς περί των προαιωνίων και υποστατικών προόδων και περί αυτής της υπάρξεως του Υιού και του Πνεύματος; Σαφώς λοιπόν αναμιγνύουν τα άμικτα˙ με τα υπέρ χρόνον τα υπό χρόνον, με τα υπέρ αιτίαν τα δι’ αιτίαν. Διότι δι’ ημάς και εκ του Υιού στέλλεται˙ εάν δε δι’ ημάς, τότε και μετά από εμάς, εκ του Πατρός όμως δεν στέλλεται για κάτι ούτε προς κάτι ούτε μετά κάτι˙ άπαγε τής βλασφημίας, εκτός εάν δημιουργήσεις καί τούτο εσύ ο τολμηρός, μάλλον δε ψευδώνυμος θεολόγος, ο οποίος θέτεις τον Λόγον κάπως πλησιέστερα του Πατρός, το δέ άγιον Πνεύμα μακρότερα.

Δια τούτο λοιπόν και οι θεόσοφοι Πατέρες, παραδώσαντες σε εμάς την ομολογία της πίστεως, όπως εθεολόγησαν τον Υιό γεννηθέντα εκ του Πατρός, έτσι εθεολόγησαν και το Πνεύμα ως εκπορευόμενο εξ αυτού του Πατρός˙ δηλαδή εκάτερον αυτών αμέσως και εκ μόνου του Πατρός, εξ αυτής δηλαδή της πατρικής υποστάσεως. Εάν δε λόγω της μεταγενέστερης γενομένης σε εμάς επιφοιτήσεως, και μάλιστα από αντίδραση προς τους αποξενούντες το Πνεύμα από τον Υιό, είπε κανείς αυτό εξ αμφοτέρων ή εκ Πατρός δι’ Υιού ή ότι εκ του Υιού εκλάμπει και τα παρόμοια με αυτά, το είπε με την έννοια ότι υπάρχει και εις τον Υιό και είναι δικό του και κατά τίποτε ξένο.

77. Επιπλέον δε δεν είπε κανείς ότι το άγιον Πνεύμα αποστέλλεται δι’ Υιού και εξ Υιού χωρίς χρονική προσθήκη ή αιτία, παρά μόνο επισημαίνοντας πάντοτε ενέργεια, κατά την οποία ήταν αδύνατον να έλθει προς εμάς πριν από εμάς. Εάν δε κάπου είπαν (οι θεόσοφοι πατέρες) και χωρίς να επισημάνουν, το είπαν αφού έπραξαν τούτο πολλάκις. Έπειτα δεν κατανοείς τούτο, ω υπέρσοφε, συ ο οποίος καυχάσαι στα υπέρμετρα, ότι πολλά από τα λεγάμενα στην θεία Γραφή, κατά μεν την σύνταξη των λέξεων είναι εν, κατά δε την έννοια και το πράγμα δεν είναι εν; Αυτό το πράγμα κυρίως προκάλεσε τούς αιρετικούς την πλάνη, μη μπορώντας να διακρίνουν το μεν στην σύνταξιν των λέξεων εν, το δε στα πράγματα όχι εν, όπως φρονεί και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Διότι στους σοφούς κατά τα θεία και μεμυημένους στο θείο Πνεύμα είναι σαφές τούτο, ότι, όταν το Πνεύμα λέγεται εξ αμφοτέρων, Πατρός και Υιού, ή εκ Πατρός δι’ Υιού, αν και συνάγεται από τον λόγον, όμως αποκρούεται από το πράγμα. Και προς μεν τους αποξενώνοντες το Πνεύμα από τον Υιό δεόντως θα μπορούσαμε να εκφρασθούμε έτσι συνημμένως, διαχειρισμένοι τους λόγους κατά κρίσιν, στους οικειωθέντες δε τον Θεόν διά της γνώσεως ότι το Πνεύμα είναι ίδιον του Υιού θα αποκαλύψουμε μετ’ ακριβείας εκάτερον, ότι το Πνεύμα εκ Πατρός μεν έχει προ πάντων των αιώνων την υπαρκτική πρόοδο, ενυπάρχον δε εις τον Υιό αιωνίως προήλθε εξ αυτού εις την φανέρωσιν δι’ ημάς και μεθ’ ημάς κατά προέλευση εκφαντική (αποκαλυπτική) και όχι υπαρκτική.

78. Αλλά και ο Υιός, λέγει, είναι εις το Πνεύμα. Βεβαίως, γι’ αυτό και είναι εκφαντικόν αυτού το Πνεύμα, και αποστέλλεται και παρ’ αυτού όχι μόνον ως άνθρωπος, αλλά και ως Θεός κατά τον θεολόγο Γρηγόριον, και μορφώνεται μέσα στις καρδίες των πιστών και ενοικεί και οράται δι’ αυτού. Διότι στους θησαυρούς ο θείος Κύριλλος λέγει «Χριστού είναι το Πνεύμα, καθ’ όσον ο θείος Λόγος ενοικίζεται σε εμάς διά Πνεύματος». Δεν λέγεται δε ότι γεννάται, επειδή το γεννώμενο λέγεται πάντοτε και είναι υιός του γεννήσαντος και ο γεννών πάντοτε πατήρ. Το δε εκπορευόμενο επί του Θεού, όπως είπαμε προηγουμένως, δεν είναι απλώς ούτε μόνον του άγιου Πνεύματος· αλλά το μεν δηλωτικό προαιώνιου και υπαρκτικής προόδου -ετεροτρόπου της γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός- είναι μόνον του άγιου Πνεύματος· η δε εκ του αποκρύφου φανέρωσις και παρρησίασις και γνωστοποίησις της οικείας δυνάμεως διά των επιτελουμένων θαυμασίων έργων δεν είναι μόνον του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ είναι και αυτού· διότι, λέγει ο προφητικότατος μεταξύ των βασιλέων, «Θεέ, κατά την εκπόρευσίν σου εν το μέσον του λαού σου, κατά την διάβασή σου διαμέσου της έρημου, η γή εσείσθη».

Και όταν λοιπόν εφανερώνετο την παλαιά εποχή ο Πατήρ και εθαυματοποίει δια του Μωυσέως, κατά τον θεολογικώτατο Γρηγόριο έγινε ο πρώτος σεισμός, οπότε μετετέθησαν οι Εβραίοι από την προσκύνηση των ειδώλων προς την αμυδρά μεν, αληθινή δε θεογνωσία. Αλλά και επί του Υιού και του αγίου Πνεύματος έγινε ο δεύτερος σεισμός, οπότε οι μεν Ιουδαίοι μεταρρυθμίζονταν από τον νόμο προς το Ευαγγέλιο, παν δε έθνος εκαλείτο προς την ευαγγελιζομένη κοινωνία της θεώσεως. Αλλά και όταν ο Υιός διάβαινε μόνος διά του Σταυρού στην αληθινή έρημο, τον θάνατο και τον άδη, και εφανερώνετο εν το μέσον του λαού των Ιουδαίων, η γή εσείσθη και αισθητώς διά της θεοσημίας εκ των ουρανών. Βλέπεις ότι με αυτή τη σημασία το εκπορευόμενο δεν είναι μόνον του Πνεύματος, αλλά κοινό στοιχείο του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος; Αλλ’ αυτή η εκπόρευση είναι υστερογενής και υπό χρόνον· διότι λέγει «εν τω λαώ». Εάν δε είναι εν τω λαώ, είναι και μετά τον λαό.

79. Άρα καλώς είπαμε ότι το εκπορευόμενο επί του αγίου Πνεύματος δεν δηλώνει πάντοτε την έκ του Πατρός προαιώνιο ύπαρξη, αλλά ενίοτε και την ύστερη φανέρωσιν, κατά την οποία και ο Υιός θα κοινωνήσει με τον Πατέρα, πράγμα το όποιον δεικνύει σαφώς και ο θείος Κύριλλος λέγοντας ότι «ο Υιός αναπηγάζει προς εμάς το Πνεύμα εκ της φύσεώς του». Διότι προσθέτοντας το «προς εμάς», επιτρέπει να κατανοήσουμε το έγχρονο της μεταδόσεως. Και ο Ιωήλ, προκαταγγέλλοντας ότι το πηγαζόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό είναι ενέργεια και δωρεά του θείου Πνεύματος, μάλλον δε διά τούτου ο Θεός, δεν λέγει «θα εκχύσω το Πνεύμα μου», αλλά «θα εκχύσω από το Πνεύμα μου». Όπως δηλαδή λέγει και ο Χρυσόστομος πατήρ, «λέγει το μέρος της ενεργείας· διότι ο Παράκλητος δεν μερίζεται». Ο δε κορυφαίος των Αποστόλων πολλαχού, μάλλον δε πανταχού, την εκχυθείσα τότε προς αυτούς δύναμιν καλεί δωρεάν. Και ο Χρυσούς πάλι θεολόγος λέγει: «δεν εκχύνεται ο Θεός, αλλά η χάρις».

80. Άρα δεν θα δεχθούμε δια ταύτα ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού· διότι, αν συνετάσσομε αυτό με τους λαβόντες διά του Υιού το είναι, θα το ατιμάζαμε μάλλον παρά θα το δοξάζαμε. Επομένως δεχόμεθα ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός μόνον ιδιοτρόπως και προαιωνίως, όπως και ο Υιός γεννάται· και έτσι φρονούντες, συνδοξάζουμε αυτό και συμπροσκυνούμε τον Υιό και τον Πατέρα.

Και δηλώνοντες τούτο οι θεόσοφοι Πατέρες, συνδύασαν στο σύμβολο της ορθοδοξίας την έκ του Πατρός εκπόρευση του Πνεύματος και τον συνδοξασμό του με τον Πατέρα και τον Υιό, διατυπώσαντες συνημμένως και παραδώσαντες αυτά, ώστε οι μη πιστεύοντες ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, καθώς και ότι αναμφιβόλως ο Υιός γεννάται, δεν δύνανται ούτε να συμπροσκυνούν με εκείνα το Πνεύμα, θεωρούμενο σε ιδιαιτέρα υπόστασιν.

81. Πράγματι αν ήταν πάντοτε κοινό σε αυτά ώστε από αυτά (τον Πατέρα και τον Υιό) να γίνεται η εκπόρευσις του Πνεύματος, απλή ενέργεια θα ήταν το Πνεύμα και όχι σε υπόστασιν· διότι ό,τι είναι σε αυτά κοινό, είναι μόνον ενέργεια. Είναι λοιπόν σε αυτά κοινό ως ομοούσιο, αλλά δεν είναι πάντοτε σε αυτά κοινό ως προερχόμενο εξ αμφοτέρων· αν και τώρα επ’ εσχάτου των αιώνων έχει εκχυθεί εξ αμφοτέρων, θα προσθέσω δε ότι και παρ’ εαυτού· διότι εκχέεται αυτεξουσίως προς εμάς. Άλλωστε και προς τον Υιό έχει λεχθεί κατά προφητικό τρόπο, «Υιός μου είσαι, εγώ σε εγέννησα σήμερον». Αλλά γνωρίζομε ότι η γέννησις αυτή είναι έγχρονος (υπό χρόνον). Μήπως δε στην γέννησιν αυτή δεν συνειργάσθη και το Πνεύμα, με το όποιο εχρίσθη κατά το βάπτισμα το από εμάς ανειλημμένο φύραμα του Υιού και χρισθέν εφανερώθη, ότι και προ του βαπτίσματος είχε γίνει ομόθεο το φύραμα, επειδή και κατ' αρχήν ο Υιός του Θεού «εσαρκώθη εκ Πνεύματος άγιου και Μαρίας της Παρθένου», κατά το γεγραμμένον;

Άραγε λοιπόν εξ αιτίας της εγχρόνου (υπό χρόνον) ταύτης γεννήσεως θα πεις ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός και εκ του Πνεύματος προ αιώνων; Ίσως φυσικά θα το πεις σύ, ο οποίος πορίζεσαι την περί Θεού γνώσιν με λογικές μεθόδους και στοχάζεσαι εκ των ύστερων -όπως λέγεις ο ίδιος- γεγονότων τα προαιωνίως όντα˙ αλλά θα μπορούσες να προσαγάγεις σε εμάς και μάρτυρα αξιολογώτατο τον ίδιον τον Υιόν λέγοντα διά του προφήτου, «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού»˙ διότι και τούτο ιδικόν σου είναι, το να νομίζεις ταυτόν την αποστολή και τον τρόπον υπάρξεως. Πέραν δε αυτού θα χρειασθείς και θα παρερμηνεύσεις επίσης τον μέγαν Παύλο, και μάλιστα εθελουσίως και εθελοκακών ή αγνοών και μη ομολογών. «Σε άλλον, λέγει εκείνος, διά του Πνεύματος δίδεται λόγος σοφίας, σε άλλον δε λόγος γνώσεως». Αλλά και ο Χριστός ενοικεί στις καρδιές των δοκίμων, πάντως διά του Πνεύματος, και νοερώς οράται και μορφώνεται και εμφανίζεται, και μάλιστα διά του Πνεύματος. Επομένως κατά προσυλλογισμό θα πεις, εάν είναι διά του Πνεύματος, τότε είναι και εκ τού Πνεύματος. Εάν δε ο Υιός σαφώς αποστέλλεται υπό του Πατρός και του Πνεύματος και δέχεται το βάπτισμα, κατά το όποιον κάθε βαπτιζόμενος γεννάται εκ Πνεύματος, και στις καρδίες ελλάμπει, και μάλιστα δια του Πνεύματος, αυτά και πολλά άλλα παρόμοια συνδυάζοντας, έπειτα συμπεραίνοντας κοινώς κατά τις επιστήμες σου, θα δεχθείς και θα δείξεις ότι ο Υιός έχει γεννηθεί και εκ του Πνεύματος. Όχι όμως βεβαίως εμείς, ω σοφώτατε των επιγείων, οι εντελώς άμοιροι τής ιδικής σου θεολογίας, αλλ’ ορθώς θα προφέρουμε και θα διαιρέσουμε την ομολογία της πίστεως, λέγοντες ότι κατά την αρχήν ο Υιός και το Πνεύμα είναι αμέσως εκ μόνου του Πατρός, κατ' ιδιαίτερον όμως τρόπον εκάτερον αυτών.

82. Και μάλιστα δηλώνοντες την ιδιορρυθμία (το ίδιον) εκάστου τρόπου, την μεν εκ Πατρός ύπαρξιν του Υιού καλούμε γέννησιν, εκπόρευσιν δε την του Πνεύματος. Τα δε έπειτα εν χρόνω και μετά την κτίσιν γενόμενα επ’ αυτής και υπό τούτων, κατ’ έννοια μεν διακρίνομε πάντοτε από τις προαιώνιους και άναρχους εκείνες υπάρξεις, με λόγους δε ενίοτε, και τούτο σπανιώτατα, συνάπτοντες ή ακούοντες να συνάπτωνται από μερικούς, δεν αποβάλλομε την κατά την έννοια διάκριοιν. Τοιούτον είναι και το λεγόμενον από τον Κύριον, «εγώ εξήλθον έκ του Θεού και έρχομαι», και «εξήλθον παρά του Πατρός και ήλθον εις τον κόσμον». Και εδώ δηλαδή το «εξήλθον», αν και είναι ένα, δεν είναι δηλωτικόν μιας έννοιας˙ διότι δηλώνει την εφ’ ημάς δι’ ημάς εφ’ ημών παρά του Πατρός αποστολήν και την εκ τής ουσίας και της υποστάσεως του Πατρός προ- αιώνιον πρόοδον.

Λόγω του ενιαίου του ρήματος λοιπόν θα συνάψουμε τα απομακρυσμένα πολύ και υπέρ το πολύ; Ή διότι το «εξήλθον» δηλώνει και την αποστολή, η δε αποστολή του Υιού έγινε παρά του Πατρός και του Πνεύματος, κατά το «ο Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα αυτού», για να επαναλάβω το πολλάκις λεχθέν, θα δογματίσουμε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού προήλθε εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Καθόλου. Επομένως ούτε εξ αιτίας της εκ Πατρός και Υιού αποστολής, την εκφαντική (αποκαλυπτική) και έγχρονο εννοώ, έστω και αν ενίοτε συνδυάζεται εις ένα με την προαιώνιο κατά την έκφρασιν, θα δογματίσουμε ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, εφ' όσον γνωρίζουμε αυτό Θεόν εκ Θεού προαιώνιο εξίσου με τον προβαλόντα Πατέρα.

83. Αλλ' ο μόνος διανοίγων οφθαλμούς τυφλών και ο μόνος διά του οποίου βλέπουν οι βλέποντες, δίδε, αν όχι σε όλους γενικώς, τουλάχιστον σε όλους όσοι σε ζητούν εν αληθεία, να γνωρίζουν την αλήθεια δι’ αοράτου θεωρίας με τα ανήκουστα νοερά διδάγματά σου. Έτσι λοιπόν, αφού επίστευσαν δι’ ακοής, αναβίβασε αυτούς δια πίστεως προς την ενότητα της επιγνώσεώς σου και, αφού αποδείξεις αυτούς βεβαιοπίστους δι’ έργων αγαθών, φανέρωσε σεαυτόν σε αυτούς σε εύθετο καιρόν, για να γνωρίσωμε όλοι την αληθινή δόξα σου και απολαύσουμε με πνευματική και απόρρητο θέα την τρισήλιον και μοναρχικωτάτη φαιδρότητα και σε δοξάζουμε αδιαλείπτως κατά δύναμιν, τώρα και πάντοτε και εις τούς ακατάληκτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου