Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (66)

Συνέχεια από:Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.


Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).   

Ένα νέο στοιχείο είναι αντιθέτως η κριτική στην «αρχή της αντιφάσεως» η οποία παρουσιάζεται σαν την «αρνητική μορφή» τής αρχής τής ταυτότητος, δηλαδή «Α δεν μπορεί να είναι μαζί Α και όχι-Α». Εδώ παρατηρεί ο Χέγκελ, εισάγεται στην ταυτότητα η μορφή τής αρνήσεως, δηλαδή η απόλυτη ανισότης, και γι’ αυτό αυτή η αρχή καταλήγει να περιλαμβάνει εις εαυτή ακόμη και την αντίφαση. Έτσι το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι παρά το εξής: «η αρχή τής ταυτότητος ή τής αντιφάσεως, καθότι πρέπει να εκφράσει σαν ένα αληθές μόνον την αφηρημένη ταυτότητα σαν αντίθεση στην διαφορά, δεν είναι καθόλου ένας νόμος τής σκέψης, αλλά είναι μάλλον το αντίθετο»! Ένα συμπέρασμα το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να υπογραφεί από τον Αριστοτέλη, ο οποίος, όπως είδαμε, δεν εξέφρασε ποτέ την α.τ.μ.α. του στην μορφή «Α δεν μπορεί να είναι μαζί Α και όχι-Α», απορρίπτοντας κάθε διαφορά, αλλά έχει πει πάντοτε και μόνον ότι «Α δεν μπορεί να είναι μαζί Β και όχι-Β», προσλαμβάνοντας σαν περιεχόμενο τής κατηγορήσεως ακριβώς τήν διαφορά, αποκλείοντας μόνον την αντίφαση.
Ακόμη και η διαφορά, παρ’όλα αυτά, μπορεί να προσληφθεί, όπως φανερώνει ο Χέγκελ σχετικά με τον δεύτερο προσδιορισμό, με αφηρημένο τρόπο, απορρίπτοντας δηλαδή οποιαδήποτε ταυτότητα! Αυτή η διαφορά ολωσδιόλου απροσδιόριστη, όπου τα δύο διαφορετικά ενυπάρχουν σαν να μην διαθέτουν σχέση το ένα με το άλλο, δηλαδή σαν δύο αδιάφορα το ένα με το άλλο, ονομάζεται από τον Χέγκελ, ακριβώς όπως και από τον Αριστοτέλη διαφορετικότης. Σχετικά μ’αυτή ο Χέγκελ ασκεί κριτική στην απαίτηση τού στοχασμού, δηλαδή στην νόηση, σαν να λέμε στην μοντέρνα ορθολογική φιλοσοφία, διότι κρατά ακίνητη αυτή την διαφορετικότητα μαζί με την ταυτότητα που βεβαιώθηκε προηγουμένως, απλώς διακρίνοντας τούς σκοπούς μέσω τής εκφράσεως «καθότι». «Στον στοχασμό ο οποίος αποξενώθηκε από τον εαυτό του-δηλώνει ο Χέγκελ- φανερώνονται λοιπόν η ισότης και η ανισότης (δηλαδή η ταυτότης και η διαφορετικότης) σαν να είναι ακριβώς άσχετες μεταξύ τους, και αυτό τις χωρίζει, καθότι τις αναφέρει σε ένα ίδιο, με το μέσον τών καθότι, τών πλευρών και τών στόχων. Τα διαφορετικά, τα οποία είναι εκείνο το ίδιο Ένα στο οποίο αναφέρονται έτσι και η ισότης όπως και η ανισότης είναι λοιπόν από το ένα μέρος ίσα μεταξύ τους, από το άλλο όμως είναι άνισα, και καθότι είναι ίσα, άλλο τόσο είναι άνισα».
Σημειώνουμε πρώτα απ’ όλα ότι, σχετικά μ’ αυτόν τον «στοχασμό που αποξενώθηκε από τον εαυτό του», ότι αυτός δεν έχει τίποτε κοινό με την αριστοτελική θεωρία σύμφωνα με την οποία «διαφορετικό και ταυτόσημο λέγονται για κάθε πράγμα το οποίο βρίσκεται σε σχέση με κάθε άλλο», με την έννοια ότι κάθε πράγμα ή είναι ταυτόσημο με κάποιο άλλο, ή είναι διαφορετικό από αυτό, αλλά σ’αυτή την περίπτωση είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του. Εάν έπειτα ένα πράγμα είναι ταυτόσημο με ένα άλλο, λέει ο Αριστοτέλης «για κάτι συγκεκριμένο», για παράδειγμα λόγω τού γένους ή του είδους, αυτό λέγεται «διαφορετικό», και σ’αυτή την περίπτωση θα μπορεί να είναι ταυτόσημο λόγω γένους και διαφορετικό λόγω είδους (όπως για παράδειγμα άνθρωπος και άλογο), ή ταυτόσημο λόγω είδους και διαφορετικό λόγω αριθμού (όπως για παράδειγμα Σωκράτης και Θήβα). Όπως βλέπουμε ο Αριστοτέλης δεν λέει ποτέ ότι η ταυτότητα αποκλείει την διαφορετικότητα, ή ότι η διαφορετικότητα αποκλείει την ταυτότητα, δηλαδή δεν εννοεί ποτέ αυτές τις διευκρινίσεις με αφηρημένη σημασία, διανοουμενίστικη. Η διάκριση την οποία εισάγει, για παράδειγμα, ανάμεσα στο γένος, το είδος και τον αριθμό, δεν είναι διαχωρισμός ανάμεσα σε σχέσεις ολότελα ασύγκριτες μεταξύ τους, αλλά ένας απλός υπολογισμός τής συνθετότητος, δηλαδή ακριβώς τής πραγματικότητος, τής εσωτερικής διαφοροποιήσεως, που είναι ακριβώς του κάθε πράγματος.
Η κριτική τού Χέγκελ, συνεπής προφανώς σε σχέση με την μοντέρνα εννοιολόγηση τής ταυτότητος και τής διαφορετικότητος, με την οποία η αριστοτελική εννοιολόγηση συγχίστηκε πολύ συχνά (ακόμη και από τον Χέγκελ), διατυπώθηκε με τον ακόλουθο τρόπο: «ακριβώς αυτό, το να κρατήσουμε την μία έξω από την άλλη την ισότητα και την ανισότητα είναι εκείνο που την καταστρέφει. Καθώς και τα δύο είναι καθορισμοί της διαφοράς. Είναι αμοιβαίες αναφορές ώστε το ένα να είναι εκείνο που δεν είναι το άλλο. Το ίσο δεν είναι το άνισο, και το άνισο δεν είναι το ίσο. Και τα δύο επιπλέον έχουν ουσιωδώς αυτή την σχέση και έξω από αυτή δεν έχουν καμία σημασία, καθότι είναι ορισμοί και τα δύο τής διαφοράς που το καθένα είναι, εκείνο που είναι, σαν διαφορετικό από το άλλο του».
Εδώ όπως βλέπουμε, ισότης και ανισότης θεωρούνται σωστά, πλευρές τής ίδιας σχέσεως, ονομαζόμενης «διαφορά», στο εσωτερικό της οποίας εμπλέκονται αμοιβαίως: αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η πλευρά κάτω από την οποία δύο πράγματα είναι ίσα, για παράδειγμα το γένος, είναι η ίδια κάτω από την οποία αυτά είναι ανόμοια, για παράδειγμα το είδος, μ’έναν τρόπο ώστε να δημιουργήσει μία αντίφαση! Αυτό θα ήταν το ίδιο και επομένως θα δημιουργούσε μία αυθεντική αντίφαση, μόνον εάν η «διαφορά» ήτο μία απλή σχέσις, δηλαδή μονοσήμαντη. Εάν όμως αυτή είναι μία σύνθετη σχέση, όπως είναι σύνθετα τα πράγματα ανάμεσα στα οποία αυτή διατρέχει, ακριβώς η συνθετότητα της, η οποία είναι διάκριση, δεν είναι χωρισμός όψεων, αποφεύγει την αντίφαση! Ακόμη μία φορά λοιπόν, ο Χέγκελ είναι αναγκασμένος να δεχθεί την αντίφαση, αποκλείοντας τήν διάκριση τών όψεων, για το γεγονός τού μονοσήμαντου τρόπου, δηλαδή αφηρημένου, τών σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα, είτε είναι ταυτότητος, διαφορετικότητος ή διαφοράς.
Αυτή η τάση προέρχεται, όπως είναι γνωστό, από την ορθολογιστική φιλοσοφία, την οποία κριτικάρει μεν, αλλά μόνον αφού την έχει οικειοποιηθεί. Αυτό φαίνεται καθαρά από την κριτική του στην «Αρχή τής διαφορετικότητος». Όπου ο καθορισμός τής διαφορετικότητος, ακριβώς, εκφράζεται. Αυτή η αρχή διατυπώθηκε από τον Λάιμπνιτς, όπως το σημειώνει ο Χέγκελ, όταν δηλώνει «δεν δίνονται δύο πράγματα που είναι ίσα μεταξύ τους». Αυτή είναι γνωστή σαν αρχή της «ταυτότητος των δυσδιάκριτων», έτσι ώστε κάθε πράγμα είναι δυσδιάκριτο μόνον από τον εαυτό του, και επομένως είναι διαφορετικό από κάθε άλλο: για παράδειγμα έλεγε ο Λάϊμπνιτς, δεν υπάρχουν δυο φύλλα δένδρου τελείως ταυτόσημα.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι σε μία τέτοια αρχή, η ταυτότης λαμβάνεται με μονοσήμαντη σημασία, δηλαδή μόνον σαν ταυτότης αριθμού, με τήν εξαίρεση για παράδειγμα τής ταυτότητος τού είδους ή του γένους! Αυτό εξάλλου είναι σύμφωνο με την εννοιολόγηση που δίνει ο Λάιμπνιτς τής ίδιας τής αρχής τής ταυτότητος : «Α είναι Α», «κάθε πράγμα είναι ταυτόσημο μόνον με τον εαυτό του».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου