Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

ΑΡΑΓΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΜΑΡΤΗΣΕΙ ἢ ΟΧΙ; Καὶ ποιά ἔννοια εἶχαν οἱ πειρασμοί Του;

ΑΡΑΓΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΜΑΡΤΗΣΕΙ ἢ ΟΧΙ;

Ἀνδρέου Θεοδώρου,
Καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ
«Ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα Δογματικά»,ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος»

.           Ὡς γνωστόν, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχαν διαμορφωθεῖ καὶ λειτουργήσει δύο διαφορετικὲς θεολογικὲς σχολές, ἡ ἀλεξανδρινὴ καὶ ἀντιοχειανή. Ἡ πρώτη, ἐπηρεαζόμενη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία (κυρίως τὸν Πλατωνισμὸ) ἀσκοῦσε θεωρητικὴ θεολογία, ἑρμήνευε ἀλληγορικὰ τὶς Γραφὲς καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τόνιζε τὴ θεία φύση, ἀφήνοντας στὸ περιθώριο τὴν ἀνθρώπινη. Ἡ δεύτερη, ἐμφορούμενη ἀπὸ τὸ πρακτικό, πραγματιστικὸ καὶ κριτικὸ πνεῦμα τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, ἀσκοῦσε θεολογία πρακτικὴ καὶ κριτική, ἑρμήνευε τὶς Γραφὲς μὲ τὴν ἱστορικὴ κριτικὴ μέθοδο καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου τόνιζε κυρίως τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐγκαταλείπουσα στὴ σκιὰ τὴ θεία.
.           Οἱ τάσεις αὐτὲς εἶχαν καὶ συνέπειες. Σὲ ἀκραῖες τοποθετήσεις, ἀπὸ μὲν τὴν ἀλεξανδρινὴ σχολὴ προῆλθαν οἱ αἱρέσεις τοῦ Ἀπολλιναρίου, ἐπισκόπου Συρίας τῆς Λαοδικείας (ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, δὲν εἶχε λογικὸ νοῦ), τῶν Μονοφυσιτῶν (ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν μόνον Θεός, διότι ἡ ἀνθρώπινή του φύση εἶχε ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὴ θεία), τοῦ μονοθελητισμοῦ καὶ μονοενεργητισμοῦ (δίδασκαν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε δύο φυσικὰ θελήματα καὶ δύο φυσικὲς ἐνέργειες, ἀλλὰ μία μόνο)· ἀπὸ δὲ τὴν ἀντιοχειανὴ Σχολή, προῆλθε κυρίως ὁ Νεστοριανισμὸς (ὁ Νεστόριος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διασποῦσε τὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δεχόμενος δύο φυσικὰ πρόσωπα, ἐνούμενα στὸ ἕνα ἠθικὸ πρόσωπο τῆς ἑνώσεως, δεχόταν ἐξωτερικὴ καὶ χαλαρὴ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων καὶ τὸ δυνατόν της ἁμαρτίας στὸ Χριστό, ποὺ τονίζοντας κυρίως ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας δεχόταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνοχλεῖτο ἀπὸ κακὲς ἐπιθυμίες καὶ ψυχικὰ πάθη καὶ ὅτι τελειοποιήθηκε  βαθμηδὸν κατόπιν ἠθικοῦ ἀγώνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας)..           Ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη λυδία λίθος ἐξιχνιάσεως τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων καὶ καθορισμοῦ τῆς ἀλήθειας τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν φύσεων. Στὸ Χριστὸ ὑπῆρχαν δύο πλήρεις καὶ τέλειες φύσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστὸς ἦταν πλήρης καὶ τέλειος Θεός. Μὲ τὴν πρόταση αὐτὴ καταπολεμοῦνται ἀμέσως ὅλες οἱ αἱρέσεις ἐκεῖνες ποὺ ἠρνοῦντο τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ-Λόγου (δυναμικοὶ μοναρχιανοί, υἱοθετιστές, Ἀρειανοὶ κ.α). Ἦταν ὅμως καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Εἶχε σῶμα καὶ ψυχὴ λογική. Εἶχε ὅλα τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεως (πείνα, δίψα, κάματο, ψυχικὲς συγκινήσεις κ.λ.π.) χωρὶς ἁμαρτία. Εἶχε δὲ δύο φυσικὰ θελήματα (γνωμικὸ ἀνθρώπινο θέλημα δὲν εἶχε) καὶ δύο φυσικὲς ἐνέργειες..           Μὲ τὶς προτάσεις αὐτὲς πλήττονται εὐθέως οἱ αἱρέσεις ἐκεῖνες ποὺ δὲν δέχονταν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου (Ἀπολλιναρισμός, Μονοφυσιτισμός, Μονοθελητισμός, Μονοενεργητισμός). Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ὑποστατικῶς, δηλαδὴ στὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, δὲν εἶχε δικό του φυσικὸ πρόσωπο, δικό του ἐγώ. Αὐτὸ ἐγγυᾶται ἡ «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ἕνωση τῶν φύσεων. Δηλαδή, μόλις συνελήφθη ἡ ἀνθρώπινη φύση στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, τότε ἀκριβῶς ἑνώθηκε μαζί της ἡ θεία φύση. Ὁ Χριστὸς δὲν πρόλαβε νὰ ζήσει, ἔστω καὶ μία χρονικὴ στιγμή, ἔξω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, ὡς ἄνθρωπος ἀνεξάρτητος καὶ ξεχωριστός, ἔχων ἴδιο προσωπικὸ ἐγώ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση του ἦταν ἀνυπόστατη, ἀπρόσωπη..           Ὡς πρόσωπον αὐτῆς ἔλαβε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὸ ὁποῖον ἦταν ὁ φορέας καὶ τ νιαο γεμονικ γ τν δύο του φύσεων. (Γιὰ νὰ στηρίξει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ὁ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος χρησιμοποίησε τὸν φιλοσοφικὸ ὅρο «ἐνυπόστατον», ποὺ σημαίνει φύση, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ ὑφίσταται σὲ μία ἄλλη φύση: ἡ ἀνθρώπινη φύση στὴ θεία). Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἦταν ἕνωση πραγματικὴ καὶ ἀληθινή, καὶ ὄχι χαλαρὴ καὶ ἠθικὴ ἢ «κατὰ γνώμην» καὶ «εὐδοκίαν», ὅπως δογμάτιζε ὁ Νεστόριος. Ἡ ἕνωση αὐτή, καθὼς καὶ ἡ ἀπορρέουσα ἀπ’ αὐτὴ κοινοποίηση ἢ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων (Communicatio idiomatum), δὲν γίνεται ἀπ’ εὐθείας μεταξὺ τῶν φύσεων (τοῦτο θὰ ἐπέφερε σύγχυση αὐτῶν καὶ θὰ ὁδηγοῦσε στὸ Μονοφυσιτισμό), ἀλλὰ στ νιαο πρόσωπο (τ νιαο γ) το Χριστο. Στὸν ἕνα Χριστό, τὸν Θεάνθρωπο, θεοποιήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ὄχι στὴν ἕνωσή της ἀπ’ εὐθείας μὲ τὴ θεία φύση. Ὅπως καὶ ὁ Θεὸς ἔπαθε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ «σαρκί», λόγῳ τῆς ἑνότητας τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι καθ’ ὃ Θεὸς (ἡ θεία φύση εἶναι ἀπαθής).  Χριστς παθε ς Θες συγχρόνως κα ς νθρωπος  ατός..           Ἂς ἔλθουμε τώρα καὶ στὸ κρισιμότερο σημεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος καὶ ἂν ναί, ποιά ἡ φύση τῆς ἀναμαρτησίας του; Ὅτι ὁ Χριστὸς ἔζησε στὴ γῆ χωρὶς νὰ ἁμαρτήσει (ἐμπειρικὴ ἀναμαρτησία) εἶναι τόσο βέβαιο, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κανένα («Ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἐστιν» Α´ Ἰω. γ´ 5. «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» Α´ Πέτρ. β´ 22. «πεπειρασμένον κατὰ πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας» Ἑβρ. δ´ 15). Μποροῦσε ὅμως νὰ ἁμαρτήσει ὁ Σωτήρας; Τὸ ἐρώτημα ἀγγίζει τὴν ὀντολογικὴ ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία διατυπώνεται ὡς ἑξῆς: Ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσει καὶ δὲν ἁμάρτησε (potuit peccare) ἢ δὲν μποροῦσε διόλου νὰ ἁμαρτήσει (non potuit peccare); Κατ τος ερος Πατέρες  Χριστς δν μποροσε ν μαρτήσει. Τοῦτο δέ, ὄχι τόσο ἕνεκα τῆς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου συλλήψεώς του καὶ τῆς ἀπουσίας ἐξ αὐτοῦ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος (καὶ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ὅμως ἁμάρτησε), ὅσο νεκα τς ποστατικς νώσεως τν φύσεων. Ὅπως εἴπαμε, ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε προσωπικὸ ἐγώ, ποὺ εἶναι ὁ φορέας τῆς ἁμαρτίας. Τὸ ἐγώ του ἦταν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ ἕνας Χριστὸς ἤθελε καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσει, εἶναι σὰν νὰ λέγαμε, ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσει, ὑπόθεση ἀσεβὴς καὶ βλάσφημη. Καὶ εἶναι μὲν ἀλήθεια ὅτι ὁ Κύριος, ὡς πλήρης καὶ τέλειος ἄνθρωπος, εἶχε ἀκέραιο τὸ φυσικό του θέλημα, ποὺ εἶναι ἀναφαίρετη ἰδιότητα κάθε λογικῆς φύσεως. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ θέλημά του αὐτὸ δὲν ἦταν ἀπολελυμένο καὶ ἄσχετο (γνωμικὸ θέλημα), ἀλλ’ ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἑνωμένο ὑποστατικὰ μὲ τὸ θέλημα τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθοῦσε ἀβίαστα καὶ ὑποτασσόταν —θεοποιηθέν— στὸ πανσθενὲς τοῦτο θεῖο θέλημα (ϛ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος). Ἂν δὲ πάλιν ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐγωκεντρικὴ ἀπομάκρυνση τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, τοῦτο μὴ ὑπάρχον στὴ θεωμένη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, καθιστᾶ τὴν ἁμαρτία ὅλως ἀδύνατη στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Σωτήρα..             Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα ἄλλο ζήτημα ἀρκετὰ σημαντικόν  Χριστς δν μποροσε ν’ μαρτήσει, τότε ποιά ννοια εχαν ο πειρασμοί του, γιὰ τοὺς ὁποίους μᾶς μιλᾶ ἡ Γραφή; Ἦταν πραγματικοὶ πειρασμοί, ἢ κατ’ ἐπίφαση μόνο καὶ κατὰ δόκηση; Ἐδῶ χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ἐπειδὴ οἱ πειρασμοὶ τοῦ Χριστοῦ ἦταν στὴ βάση τους πειρασμοὶ ἐξωτερικοὶ (δὲν προέρχονταν δηλ. ἀπὸ μολυσμένο ἐσωτερικὸ βάθος τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Κυρίου, ὅπως δεχόταν ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας) μὲ ἀποκλειστικὸ εἰσηγητὴ τὸ διάβολο, τοῦτο δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ὑποτίμηση τῆς πραγματικότητας τῶν πειρασμῶν τοῦ Σωτήρα. Ὁ Χριστὸς ἔζησε στὴν ἀλήθεια της τὴν ἱστορική Του στιγμή, χωρὶς ὅμως ἁμαρτία. Δοκιμάσθηκε πραγματικά, ὄχι διότι ἐνοχλεῖτο ἀπὸ πάθη ἁμαρτωλὰ καὶ εἶχε ἀμφιταλάντευση θελήματος καὶ κακῶν λογισμῶν καὶ ἐπιθυμιῶν (ἄπαγε τῆς βλασφημίας!), ἀλλὰ μόνο στὸ χῶρο τῶν ἀδιαβλήτων τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του παθῶν. Ὅταν, λ.χ., λίγο πρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου, ἀπωθοῦσε μὲ ἱκεσία πρὸς τὸν Πατέρα του τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου («πάτερ μου, εἰ δυνατὸν ἔστιν, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» Ματθ. 26, 39),  δοκιμασία ατ το Κυρίου ταν πραγματική, φειλόμενη στ φυσικ ποτροπιασμ τς ψυχς νώπιον τῆς φρικαλεότητας το θανάτου. Ἢ ὅταν στὴν ἔρημο, μετὰ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία του, πείνασε, ἡ πείνα ἦταν πραγματική, τὴν ὁποίαν ἐκμεταλλεύτηκε ὁ διάβολος, γιὰ νὰ πειράσει καὶ νὰ ὑποσκελίσει τὸν Ἰησοῦν. Τὰ παραδείγματα μποροῦν νὰ πολλαπλασιασθοῦν. Ἔχουμε, λοιπόν, πειρασμοὺς ἐξωτερικοὺς μέν, πλὴν ὅμως πραγματικούς, τοὺς ὁποίους ὁ Σωτήρας εὐχερῶς ἀπέκρουε καὶ κατανικοῦσε. Ἄλλωστε εἶναι δίδαγμα πατερικὸ καὶ τὸ ὅτι ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἄφηνε σὲ ὁρισμένες στιγμὲς γυμνὴ καὶ ἔκθετη τὴν ἀνθρώπινη φύση του, γιὰ νὰ παλέψει μόνη της τὸν σατανᾶ, στε  νίκη κατ το πειρασμο, πο λλοτε εχε νικήσει τν νθρωπο (δάμ), ν προέλθει π τν νθρωπο, ν εναι δηλαδ νίκη δίκαιη κα πραγματική. Διότι, ἂν ὁ Θεὸς μόνος του νικοῦσε τὸ διάβολο, θὰ μειωνόταν σημαντικὰ ἡ νίκη αὐτὴ καὶ ὁ διάβολος θὰ εἶχε κάποια δικαιολογία γιὰ τὴν ἥττα του, ὅτι δηλαδὴ νικήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπο. Διὰ τῶν παθημάτων καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν τελειώσεώς του εἰς ὑπακοὴν ὁ Χριστὸς ἔγινε αἴτιος σωτηρίας δι’ ὅλους τοὺς πιστεύοντας εἰς αὐτὸν ἀνθρώπους (Ἑβρ. 5, 7-9). Οἱ πειρασμοὶ ἑπομένως τοῦ Κυρίου δὲν ἦσαν πειρασμοὶ ἠθικοί, ἐξυπακούοντες τὴ δυνατότητα ἁμαρτίας καὶ πτώσεως τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλὰ μᾶλλον φυσικοὶ καὶ δοκιμασίες τοῦ Κυρίου στὸ χῶρο τῶν ἀδιαβλήτων τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του παθῶν, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Σωτήρας, ἀγωνιζόμενος καὶ προκόπτων εἰς ὑπακοή, ἔγινε πρότυπο μιμήσεως καὶ αἴτιος σωτηρίας διὰ τοὺς πιστεύοντας εἰς αὐτό..                     Κατακλείοντας σὰν συμπέρασμα παρατηροῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔφερε καὶ τὴν ἐμπειρικὴ καὶ τὴν ὀντολογικὴ ἀναμαρτησία. Δὲν ἁμάρτησε, ἀλλ’ οὔτε μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου