Η ώρα τού κόσμου
Τού Frank Schirrmacher
Αφιερωμένος στό φως και όμως καλούσε τούς αρουραίους*
Τα βάσανα και ο έρωτας τού Gottfried Benn στά κρίσιμα χρόνια 1930-1937 (δ)
Γνωρίζουμε σήμερα, πως οι επιστολές κατά τήν περίοδο 1936-7, απεικονίζουν τον Gottfried Benn ακριβώς τήν στιγμή λίγο πριν τήν επίτευξη τού ποθούμενου στόχου. Γράφονται τα ποιήματα «Ανεμόνη», «Ποτέ πιο μοναχικός», «Όποιος είναι μόνος», «Οι συνοδοιπόροι» και «Αστράκια» (φυτό). Εκείνη η βυθισμένη, τραχιά απρόσιτη μορφή στον κήπο τής μπυραρίας, εκείνος ο μίζερος σκηνοθέτης τής προσωπικής του ζωής, βρίσκεται στα πρόθυρα να γίνει ο σημαντικότερος Γερμανός λυρικός τού αιώνα.
Χωρίς να δίνει λογαριασμό, αρχίζει να αναλαμβάνει μια καινούργια ύπαρξη. Βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση προς τον τρόπο ζωής τών ποιητών τής δικής του και τής προηγούμενης γενιάς. Βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις δικές του αδιάκοπες φαντασίες μεγαλείου. Δεν είναι «η φωνή της Αδριατικής Θάλασσας» με την οποία ο Rilke είχε ξεκαθαρίσει την δική του αλλαγή, ούτε ο «Maximin» που σημείωνε την στροφή τού George, ούτε η πολιτική ιδεολογία που βοήθησε τον Brecht να ανέλθει. «Όταν θυμάμαι τα χρόνια από το 1918 μέχρι το 1923», έγραφε ο Benn στην Elinor, «τα τελευταία „εξπρεσιονιστικά“ χρόνια, θεέ μου, πόσο πίεσα και κατακρεούργησα και μείωσα και μαστίγωσα τον εαυτό μου, για να κάνω τέχνη, για να φτάσω και στην τελευταία αισθητή έκφραση. Τις Κυριακές, με πείνα και καφέ μέχρι λιποθυμίας, τις νύχτες πολλές φορές γυρίζοντας, για να είμαι ακόμα πιο κουρασμένος, καταθλιπτικός και διαλυμένος». Τώρα ισχύει για όλα το αντίθετο. Τίς Κυριακές εκδρομή στο Hameln, τα βράδια στις εννιά για ύπνο. Η μικροαστική ύπαρξη καθίσταται τόπος έμπνευσης. Η εξιδανικευμένη αρχαιότητα έχει πια ηττηθεί. Ο ίδιος πια έχει γίνει άγαλμα στον αρκαδικό κάμπο, καθήμενος στην αγορά (Stadthalle) στο Ανόβερο. Εδώ βιώνεται η απαρηγόρητη μιζέρια τής σύγχρονης ύπαρξης, χωρίς να την έχει σκεφτεί κανείς.
Αυτό πού ξεκινά τώρα είναι παλινδρόμηση και καταστροφή. Γιατί ο Benn έπρεπε να είχε παραδεχτεί, πως για τον πνευματικό στόχο, τον οποίο είχε θέσει στα τέλη της δεκαετίας του ’20, και στον οποίο τόσο το απόλυτο όσο και μηδενισμός είχαν ένα ηγετικό αλλά και θολό ρόλο, ο ίδιος δεν ήταν διανοητικά επαρκής. Πριν αναζητήσουμε καταφύγιο σε υψηλές έννοιες, όπως αποτυχία/δυσλειτουργία τού πνεύματος, θα πρέπει να μάλλον να μιλήσουμε για διανοητική αποτυχία. Ο ίδιος είχε υποδείξει, πως όταν γίνεται λόγος για την μεγάλη αποτυχία, μάλλον δεν έχει επιτευχθεί απλώς ο στόχος τής τάξεως (κοινωνικής), αλλά οι ιδέες και τα ταλέντα αποδείχθηκαν αδύναμα ενώπιον τού στόχου.
Ήρθε ο φόβος τού διανοούμενου ενώπιον τής εκπλήρωσης τών πόθων του: αυτός που μπορούσε να μιλάει τόσο σκοτεινά για την «καλλιέργεια-εκτροφή» και «επιλογή (στην εκτροφή)», και μιλούσε σαν να ήταν αυτονόητο, για την «ανάξια ζωή», βρέθηκε στο κέντρο ενός εγκλήματος, που δεν απαιτούσε καν από αυτόν το άλλοθι το οποίο τού έδινε.
Μετά την πρώτη γείωση, θεωρούσε τον εθνικοσοσιαλισμό μια παραλλαγή, μιας ιδέας που ήταν ακόμα αξιόπιστη. Αλλά κάπου μεταξύ 1935 και 1937, πρέπει να κατάλαβε, πως η ιδέα του περί διαίσθησης και σκοτεινής αίσθησης, δε θα αναδυόταν ποτέ. Να κάνει λάθη, και παρόλα αυτά να συνεχίζει να ακολουθεί την εσωτερική του φωνή, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του μια από τις αρχές του. Πολλά συνηγορούν στο ότι ο ίδιος ποτέ δεν γνώριζε ακριβώς τι εννοούσε, όταν μιλούσε για πνεύμα ή πηγαίο είναι (Ursein).
Δεν το παραδέχτηκε ποτέ, και έντυνε πάντα τίς αυτοκριτικές του διαθέσεις με την μορφή βίαιου κορεσμού. «Το πνεύμα είναι απομονωμένο και τραγικό», έγραφε τον Ιανουάριο του 1937 στην Elinor Büller, «καλά, αλλά τώρα το ξέρουμε! Αποστρέφομαι αυτούς τους συνειρμούς, δεν τους αντέχω πια, είναι άδειοι, είναι βλακώδεις, είναι συνειρμοί τούς οποίους προσέλαβε ο κύριος Oelze, και τους κουβαλάει, όταν βρίσκεται σε μεγάλη μοναξιά στο έλκυθρο, καθώς διασχίζει τα χιονισμένα δάση κάτω από τον γαλάζιο ουρανό». Πράγμα που δεν τον εμποδίζει, την ίδια μέρα να προτείνει στον Oelze αυτό που μόλις είχε ειρωνευτεί: «Παρατηρήστε λοιπόν τις χιονοθύελλες, και τον γαλανό ουρανό που φέρνει τον παγετό, παρατηρήστε τα μεγάλα και τραγικά αντικείμενα».
Η μεγάλη κρίση άφησε στο λυρικό έργο τού Benn ένα ανεξίτηλο σημάδι. Αυτό που δεν ήταν πια ο ίδιος, έπρεπε να εξορκιστεί, και ας ήταν με την μορφή ενός αυτοεξορκισμού. Η πνευματικοϊστορική του προσδοκία, η από τον Nietzsche σφραγισμένη ατμόσφαιρα τής προσμονής των Χριστουγέννων, που βρίσκεται στα πρώτα του κείμενα, καθίσταται τώρα ιδιωτική. Από εκείνη την στιγμή εμφανίζονται στα ποιήματα τού Benn οι ελκυστικές προστακτικές- εσύ θα έπρεπε, εσύ πρέπει. «Εσύ πρέπει να τα δώσεις όλα στον εαυτό σου», έγραφε το 1929, «οι θεοί δεν σου δίνουν».
Η Elinor Büller, καμιά επιστολή τής οποίας προς τον Benn δεν έχει διασωθεί, αλλά πρέπει να αισθάνθηκε σαφώς την αλλαγή. Τα υπονοούμενά του είχαν σκοπό να την προετοιμάσουν για την απώλεια τού ρόλου της στις νέες διανοητικές συνθήκες, αλλά η ίδια παρανοεί προφανώς τα σημάδια. Αυτή, που τύπωσε κάρτες με το όνομα Elinor Benn, και τώρα αισθάνεται απατημένη, αναζητά λόγους για τσακωμό. Όταν ενθουσιασμένος τής μίλησε για την ανάγνωση τών έργων τού Faulkner, πρέπει να του είχε επισημάνει, πως ο Faulkner δεν μετράει στους κρατούντες, πράγμα που τον έκανε να εξοργιστεί. Και μετά τον παρότρυνε να εκδώσει επιτέλους πάλι ένα βιβλίο, μια παρότρυνση που τον έκανε να διερωτηθεί αν είναι στα καλά της. «Θεωρώ ανεξαιρέτως, οτιδήποτε βλέπω να τυπώνεται από γερμανικά μυαλά, εξ αρχής ως το τελευταίο σκουπίδι. Οτιδήποτε σήμερα λαμβάνει την έγκριση να τυπωθεί πρέπει να είναι σκουπίδι». Και καταλήγει με μια εκπληκτική επισήμανση: «Η προσέγγιση πνευματικών ερωτημάτων σήμερα έχει νόημα μόνο εάν γίνεται με εντελώς επικίνδυνα, αδυσώπητα και βίαια μέσα. Ό, τι δεν οδηγεί κατευθείαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, είναι ηλίθιο…δεν αντιμετωπίζονται τα κτήνη με χαρτί».
Λίγους μήνες αργότερα, ο Benn θα δεχθεί επίθεση σε ένα βιβλίο τού ζωγράφου Wolfgang Wilrich, με την κατηγορία πως είναι πρωταγωνιστής τής αισθητικής παρακμής. Ο Wilrich ασκεί επιρροή και είναι επικίνδυνος. Ο Benn τα περιμένει όλα. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1937 γράφει στην Tilly Wedekind ένα σχεδόν αποχαιρετιστήριο γράμμα: «Ανέλαβα πάνω μου την μοίρα τής γενιάς μου, χωρίς να ρωτήσω αν είναι καλό ή κακό, εάν φέρνει φήμη ή καταστροφή». Είναι μια από τις λίγες παθιασμένες παραγράφους, την οποία επιτρέπει στον εαυτό του νά γράψει, την στιγμή μιας πραγματικής απειλής, αυτός που με μια μεταφορά του γκρέμιζε ολόκληρες αυτοκρατορίες.
Η στιγμή αυτή τού κινδύνου βάζει για ακόμα μια φορά ένα πέπλο στην εικόνα αυτού του άνδρα. Ενώ συγχυσμένος και φοβισμένος οργανώνει τήν υπεράσπισή του, αρχίζει να κινείται ένας ηλίθιος, αναίσθητος και εκφοβιστικός μηχανισμός. Αλλά αυτός ο μηχανισμός, που για ένα λεπτό πλησιάζει πολύ τον ποιητή, μελετά αρχεία, διαβάζει εκτιμήσεις και λαμβάνει συμβουλές, θέλει αυτή την φορά να βοηθήσει και όχι να καταστρέψει.
Ακριβώς δέκα μέρες μετά την επιστολή αυτή τού Benn προς την Tilly Wedekind, θα γραφτεί στο Βερολίνο μια επιστολή η οποία θα τον σώσει, και όλα συνηγορούν ότι μέχρι και τον θάνατο του, ο ποιητής δεν γνώριζε για την ύπαρξή της. «Γνωρίζω πολύ καλά την υπόθεση Benn», λέει η επιστολή με αποδέκτη τον Wilrich, «και θεωρώ αχρείαστη τήν αναμόχλευση από μέρους σας τής υπόθεσης αυτής. Ο Benn έγραψε αναμφίβολα τα ποιήματα αυτά….οι καλλιτέχνες είχαν τέσσερα χρόνια στην διάθεσή τους να αλλάξουν…Ο Benn από το 1933, αλλά και νωρίτερα είχε άψογη στάση ως προς το εθνικό θέμα. Και τώρα σάν σε αμόκ να κινηθείτε κατά του ανδρός…το θεωρώ αχρείαστο και ανόητο». «Είναι παρανοϊκό», καταλήγει το γράμμα, «τον κάθε ένα, που την περίοδο 1918-19, αλλά καί αργότερα, ως καλλιτέχνης, δημιούργησε ή έγραψε βλακείες, να καταδιώξουμε μέχρι καταστροφής τής ύπαρξής του». Την επιστολή αυτή υπογράφει ο Heinrich Himmler (αρχηγός τών SS).
Ίσως να ανήκει στο σύνολο τού αιώνα αυτού, το ότι υπάρχει μια ευμενής κριτική τού Heinrich Himmler για τον ποιητή, ο οποίος έφερε την ποίηση σε μιά από τις τελευταίες της κορυφώσεις. Παραμένει πάντως μυστηριώδες, και η γνώση αυτή έχει γραφτεί στην στιβαρή μελαγχολία των στίχων του. Όποιος τον βλέπει να κάθεται εκεί, μπροστά στην Stadthalle στο Ανόβερο, πρέπει να τα λάβει όλα αυτά υπ’ όψιν. Την κυρία Sattler και τον Himmler, την Tilly και την Elinor, αλλά και την αντίδρασή του, όταν ο Klaus Mann τού έστειλε το μυθιστόρημα Mephisto με αφιέρωση που είχε τούς δικούς του στίχους «Αυτοί που εγκατέλειψες, αυτοί αναπνέουν ακόμα». Εκεί μέσα βλέπει, γράφει χωρίς συναισθηματισμούς, ταυτόχρονα στους Tilly, Elinor και Oelze, λιγότερο μια απειλή, και μάλλον ένα σημάδι εξάρτησης.
Κάποτε είχε πει, πως για την λυρική τέχνη δεν υπάρχει άλλο αντικείμενο από τον ίδιο τον λυρικό. Η αυτοπροσωπογραφία, την οποία σχηματίζουν οι επιστολές τού Benn προς την Elinor Büller, έχει ένα σκοτεινό υπόλοιπο. Κάτι το εχθρικό, απειλητικό είναι κολλημένο στον Benn μέχρι σήμερα. Μέσα από τις συνθήκες τής ζωής του που περιγράψαμε εδώ, προέκυψαν ποιήματα, μερικά από τα οποία δεν ξεχνιούνται. Ο Gottfried Benn μπροστά από την Stadthalle στο Ανόβερο: αν τον βλέπαμε εκεί, δεν θα τον αναγνωρίζαμε.
Τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου