Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Μοναχού Σεραφείμ Ζήση, Η ενδοτριαδική μοναρχία του Πατρός και ο καινοφανής μονάρχης της φαναριωτικής εκκλησιολογίας.


Εἰσήγηση τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση) στήν Ἡμερίδα «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου» (Θεσσαλονίκη, 22 Ἰουνίου 2019). Τή βιντεοσκοποημένη Ὁμιλία μπορεῖτε νά τήν παρακολουθήσετε ἐδῶ. Ὁλόκληρη τήν Ἡμερίδα μπορεῖτε νά τή δεῖτε ἐδῶ.
Σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί !
Ἡ παρεμβατική καί ἀπολυταρχική ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ἡ ὁποία κατά τή γνώμη τοῦ ὑποφαινομένου ἀρχίζει ἤδη ἀπό τήν ἄθεσμη καί ἄδικη ἐκδίωξη τῆς Ἐξαρχίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀπό τήν Αὐστραλία τό 1993[1], κορυφώνεται σήμερα μέ τήν παράλογη παρ’ ἐνορίαν ἀναγνώριση Αὐτοκεφαλίας στούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας, μέ πρωτοφανῆ περιφρόνηση τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ μέρους τοῦ Φαναρίου! Ἔχουν προηγηθεῖ, βεβαίως, πολυάριθμες ἄλλες περιπτώσεις τέτοιας παρεμβατικῆς πολιτικῆς τοῦ ἐπιδόξου ἐκκλησιαστικοῦ μονάρχη κ. Βαρθολομαίου, ἐκτεινόμενες ἀπό τίς παρεμβάσεις του στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐναντίον ὅσων Ὀρθοδόξων ἐπικρίνουν τόν ἴδιο ἤ τόν Μητροπολίτη Περγάμου[2] αἱρετίζοντας, μέχρι τήν προσπάθεια τῆς ἐκ πλαγίου ἰδιοποιήσεως τῶν ἑλλαδικῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν,  ἀλλά καί τήν πρόσφατη διαδικασία ἐκλογῆς τοῦ ἐπιβληθέντος νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρου[3].
Ὁ ἐκκλησιαστικός αὐτός «παρεμβατισμός», ἀδιάψευστη ἔνδειξη ἑνός φρονήματος ἐκκλησιαστικῆς ἀπολυταρχίας, μακράν τῆς ὀρθοδόξου συνοδικότητος, ὑποστυλώνεται πλέον ἀπό μία καινοφανῆ ἐκκλησιολογία ἑνός «παγκοσμίου πρώτου»     μέ ἄρωμα Παπισμοῦ, βασισμένη σέ ἠθελημένη καί ἔντεχνη θεολογική παρερμηνεία τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ παροῦσα εἰσήγηση θά προσπαθήσει νά παρουσιάσει σέ βασικό ἐπίπεδο κάποια εὐαίσθητα σημεῖα τῶν πεδίων τῆς Τριαδολογίας καί τῆς Ἐκκλησιολογίας, δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας περί Ἁγίας Τριάδος καί Ἐκκλησίας, στό σημεῖο πού τά πεδία αὐτά, εἴτε μέ τήν παραδοσιακή, τῶν Ἁγίων Πατέρων, διδασκαλία, εἴτε μέ ἐκείνη τήν καινοφανῆ, τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλληλοπεριχωροῦνται! Στόν τίτλο ἀναφέρομαι σέ «ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου», «φαναριωτική», διότι ἀφ΄ ἑνός δέν θέλω νά ταυτίσω μέ τόν ἱερό θεσμό καί τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου τήν καινοφανῆ παπιστική αἵρεση τοῦ «Πρώτου ἄνευ ἴσων» («Primi inter pares»), ἀφ’ ἑτέρου ὅμως δέν μπορῶ καί νά περιορίσω αὐτήν τήν νεοφανῆ (στά καθ΄ ἡμᾶς) αἵρεση μόνον στόν κ. Βαρθολομαῖο, ἀφοῦ τήν ἀσπάζονται καί ἄλλοι κληρικοί του, ὅπως λ.χ. ὁ προσφάτως ἐκλεγείς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς ἀπό Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Μάξιμος κ. ἄ., κατά πρῶτον δέ λόγον ὁ εἰσηγητής καί θεωρητικός τῆς θεολογικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς αἱρέσεως, ὁ ἰθύνων νοῦς τοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς, Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας κ.ἄ. Τεράστιες καί αἰώνιες εἶναι βεβαίως καί οἱ εὐθῦνες τῆς ἐν ΚΠόλει Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἀνεχομένης ταῦτα πάντα.
Α. Ἡ μοναρχία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός
Πρός εὐχερέστερη κατανόηση τῶν διαπραγματευομένων, πρέπει νά διευκρινισθεῖ, τί ἐννοοῦμε θεολογικῶς μέ τόν ὅρο «μοναρχία», «μόνη ἀρχή». Ἡ λέξη «ἀρχή», στήν θεολογική της συνάφεια, ἐνδέχεται νά σημαίνει, ὅπως ἄλλωστε καί στήν καθομιλουμένη γλῶσσα, τήν χρονική ἀφετηρία καί ἔναρξη· ἔτσι, τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ, τά δημιουργήματα, ἔχουν χρονική ἀφετηρία, ὅπως καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ[4], διότι ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Τριάδα[5], τά κτίσματα δέν εἶναι ἄκτιστα («ἀδημιούργητα») καί ἀΐδια (ἤ «ἀείδια», πάντοτε ὑπάρχοντα ἀναλλοιώτως[6], ἀένναα, κατά τόν λεξικογράφο Ἡσύχιο), συνεπῶς καί ἄναρχα, πέραν χρονικῆς ἀρχῆς, ἀλλά ἦλθαν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, εἶναι δηλαδή «ἀρκτά»[7].
Ὑπό τήν πρώτη αὐτή, χρονική, ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», τά τρία ἅγια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ζωοποιοῦ καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Θεός ἡμῶν, εἶναι ἄναρχα ἤ, ἀκριβέστερα, «συνάναρχα», ἀφοῦ πάντοτε, ἀιδίως (συν)ὑπῆρχαν· κατά τήν ἱερά ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας «τρία ἄναρχα δοξάζω, τρία ἅγια ὑμνῶ, τρία συναΐδια ἐν οὐσιότητι μιᾷ κηρύττω»[8] ἤ ἀλλιῶς «Συνάναρχα τρία, ὁμόθρονα μέν, ἀμερίστου μιᾶς δέ Θεότητος, δοξάζω αὐτεξούσια, τά Πρόσωπα σαφῶς» [9].
Ὅμως, ἡ λέξη «ἀρχή» στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα μπορεῖ νά σημαίνει καί τήν κυριαρχία, τήν ἐξουσία, ὅπου ὡς «οἱ ἐν ἀρχῇ» ἐννοοῦνται οἱ ἄρχοντες, καί μονάρχης ὁ ἀποκλειστικός ἄρχων·  ἐπίσης σημαίνει καί τήν ἀφετηρία ἤ πηγή ἤ αἰτία τῆς ὑπάρξεως[10].
Πρίν ἀναπτυχθεῖ ἡ μή χρονική ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», ἄς λεχθοῦν τά ἑξῆς :
Ὡς γνωστόν, στήν «σφαῖρα» τοῦ ἀκτίστου, δηλαδή τῆς θείας ὑπάρξεως καί ζωῆς, ἡ ἱερά ἀποκάλυψη καί Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζει (1ον) τά Τρία Πρόσωπα, δηλαδή τίς Τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι μεταξύ τους ὡς πρός τίς ὑποστατικές τους ἰδιότητες (οἱ ὁποῖες δέν ταυτίζονται μέ τά θεῖα Πρόσωπα) «ἀκοινώνητα» Πρόσωπα, (2ον) τήν θεία Οὐσία, κοινή μεταξύ τῶν Τριῶν, ἡ ὁποία (ὅπως καί τά Πρόσωπα) εἶναι ἀπολύτως ἀμέθεκτη, ἀκατανόητη, ἀπρόσιτη, ἀνώνυμη καί ἀνέκφραστη ἀπό ὁποιοδήποτε κτίσμα, ἀκόμη καί λογικό, ἀγγέλους ἤ ἀνθρώπους, καί (3ον) τήν θεία θέληση ἤ δύναμη ἤ ἐνέργεια[11], ἐπίσης κοινή μεταξύ τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία, ὡς κίνηση τῆς θείας οὐσίας ἀποτελεῖ τήν τῆς Ἁγίας Τριάδος  πρός τά ἔξω «πρόοδο» («ἐξωστρεφῆ κίνηση») καί φανέρωση πρός τά κτίσματα καί ἡ ὁποία, καθότι μεθεκτή, ἐπιτρέπει τήν πρός αὐτά κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ θεία ἐνέργεια, ἄκτιστη, «μερίζεται ἀμερίστως» (ὅπως θά λέγαμε λ.χ. ὅτι τό ἡλιακό φῶς, καίτοι ἁπλό, διαθλᾶται στούς χρωματισμούς τῆς ἴριδος καί εἶναι ταυτοχρόνως φωτιστικό, θερμαντικό, καυστικό, σωματιδιακό ἤ κυματικό κ.λπ.)[12]. Ἀναλόγως δηλονότι τῆς θείας προνοίας καί τῆς φυσικῆς δεκτικότητος τῶν κτισμάτων, ἐμψύχων ἤ ἀψύχων, λογικῶν ἤ ἀλόγων, ἡ θεία ἐνέργεια ἔχει καί ἀνάλογα κτιστά «ἐνεργήματα», ἀποτελέσματα φυσικά ἤ ὑπερφυῆ καί ἔκτακτα (δηλ. θαύματα), καί διακρίνεται (πέραν τῆς δημιουργικῆς) σέ ἐνέργεια συνεκτική (ἡ ὁποία συνέχει, συγκρατεῖ τό πᾶν), προνοητική (ἡ ὁποία προνοεῖ διά τήν πρόοδο τῆς σωτηριώδους «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς κτίσεως) καί θεουργική, ἡ ὁποία καθαίρει, φωτίζει καί θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους[13] ἤ θεοποιεῖ τούς ἀγγέλους. Ἡ θεία ἐνέργεια ἤ ἀλλιῶς οἱ θεῖες ἐνέργειες δέν εἶναι ὑποστατικές, δηλαδή προσωπικές[14]: δέν ἔχουν πηγή ἕκαστο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά τήν θεία Φύση ἤ Οὐσία καί εἶναι λοιπόν φυσικές καί κοινές τῶν θείων Προσώπων, ἀφοῦ «τά πάντα ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, δι΄ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» [15]. Ἄλλωστε, γιά τόν λόγον αὐτό ἡ Ἕκτη Οἰκουμενική σύνοδος καταδίκασε τόν Μονοθελητισμό καί Μονοενεργητισμό, διότι ὁ Χριστός, ἕνα θεῖο Πρόσωπο σέ δύο τέλειες φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, δέν ἔχει μία ὑποστατική (προσωπική) θέληση καί ἐνέργεια, ἀλλά δύο φυσικές θελήσεις καί ἐνέργειες, θεία καί ἀνθρώπινη[16]. Βασική γιά ὁποιαδήποτε ὀρθόδοξη προσέγγιση τῆς Τριαδολογίας, Χριστολογίας καί λοιπῆς Θεολογίας μας εἶναι ἡ διάκριση ἀφ’ ἑνός τοῦ ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων, τῆς θείας Οὐσίας καί τῆς θείας ἐνεργείας, ὅλων ἀκτίστων, τά ὁποῖα πρέπει νά διακρίνονται εὐσεβῶς, ἀλλά εἶναι μεταξύ τους παντελῶς ἀδιαίρετα, καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς κτίσεως, τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία μετέχει μόνον τῶν κοινῶν ἁγιοτριαδικῶν θείων ἐνεργειῶν, καί ὄχι τῶν θείων Ὑποστάσεων ἤ τῆς θείας οὐσίας.
Μετά ἀπό αὐτές τίς διευκρινίσεις, διακρίνουμε ὑπό τήν δευτέρα ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», τήν μή χρονική, δύο εἴδη θεϊκῆς «ἀρχῆς», δηλ. αἰτίας ἤ ἐξουσίας[17]. Πρόκειται ἀφ’ ἑνός περί τῆς ἐνδοτριαδικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός, ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατά τήν ὁποία μόνος ἄναρχος (δηλ. «ἀναίτιος», χωρίς νά ἐκπηγάζει ὑπαρξιακῶς ἀπό κάποια «ἀρχή») εἶναι ὁ Πατέρας[18], ἐπειδή δέν ἔχει τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς Του σέ ἄλλο Πρόσωπο τῆς Τριάδος, ἀλλά εἶναι ἡ μόνη αἰτία, ἡ μόνη ἀρχή στήν Ἁγία Τριάδα, ὑποστατική ἀρχή, ἡ μόνη «πηγαία θεότης»[19] ἔναντι τῶν δύο «αἰτιατῶν», τοῦΥἱοῦ καί Λόγου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐξ οὗ γίνεται λόγος (ἄν καί σπανιώτατα) περί μοναρχίας τοῦ Πατρός.
Στήν ἐνδοτριαδική αὐτή μοναρχία, ὁ Πατήρ εἶναι ὁ μόνος αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τῶν δύο ἄλλων Προσώπων, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ μέν διά τῆς ὑπερφυοῦς Γεννήσεως, τοῦ δέ διά τῆς Ἐκπορεύσεως ἤ Προβολῆς. Τό τί σημαίνει ὑποστατική Γέννησις καί Ἐκπόρευσις καί σέ τί διαφέρουν, εἶναι θέματα παντελῶς ἀπρόσιτα στήν κτιστή μας λογική[20] · ἁπλῶς γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ὡς «πηγαία καί θεογόνος θεότης» εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν δύο ἄλλων Προσώπων, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει οὔτε, βεβαίως, ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι χρονικῶς μεταγενέστεροι τοῦ Πατρός (ἔχοντες δηλ. χρονική ἀρχή), οὔτε ὅτι εἶναι δῆθεν κατώτερης οὐσίας, ἀλλά ὅτι εἶναι ὁμοούσιοι πρός τόν Πατέρα, ὥστε νά εἶναι μέ Αὐτόν, «εἷς Θεός», ἕνας Θεός. Πρόκειται βεβαίως, περί τῶν ὑψίστων τριαδολογικῶν θεμάτων καί ἀγώνων περί τήν Α΄ καί τήν Β΄ Οἰκουμενικές Συνόδους κατά τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν καί Πνευματομάχων, οἱ ὁποῖοι ἐξελίχθηκαν ἀπό τόν πρώιμο αἱρετικό «Μοναρχιανισμό» [21], ἀπό τήν πίστη, ὅτι δῆθεν μόνος κατά κυριολεξίαν Θεός εἶναι ὁ Πατήρ καί ὄχι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι «κατώτεροι θεοί» ἤ ἀκριβέστερα «ἀνώτατα κτίσματα» [22]. Εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ὁ λόγος περί «μοναρχίας τοῦ Πατρός» νά παρεκκλίνει στήν αἵρεση τοῦ μοναρχιανισμοῦ, δηλαδή τῆς ἐπιστροφῆς σέ μία μονοπρόσωπη μονοθεΐα, ἰουδαϊκοῦ τύπου, ὅπου μόνος οὐσιαστικῶς Θεός εἶναι ὁ Πατήρ.
Ἡ ἰσότης, τό ὁμοούσιον καί ὁμότιμον, τῶν Τριῶν θείων Προσώπων ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε ἀξιακή κατά τήν φύση (ὄχι ὅμως κατά τήν ὑποστατική αἰτία) ἱεράρχησή τους, ὥστε νά μή εἶναι ἐπιτρεπτή στήν πατερική Θεολογία ἡ ἀναφορά σέ πρῶτο καί δεύτερο καί τρίτο Θεό, ἀλλά νά εἶναι δυνατή ἀκόμη καί ἡ ἐναλλαγή στήν τάξη τῆς ἀναφορᾶς τῶν ὀνομάτων τους, θέση πού ἀνέπτυξε ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἀντιπαράθεση πρός τούς «πνευματομαχοῦντας» Λατίνους, ὅπως καί μία χιλιετία ἐνωρίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος· γράφει ὁ τῆς Θεσσαλονίκης ὑπέρλαμπρος φωστήρ: «Διότι οὔτε σεβόμαστε τόν Πατέρα ὡς πρῶτο Θεό, δεύτερον δέ τόν Υἱό, τρίτο δέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὥστε πάντοτε νά ἀναφέρουμε τό δεύτερο [ὄνομα] μετά τό πρῶτο καί μετά ἀπό αὐτό τό τρίτο, βάζοντας σέ τάξη ἀναγκαστικῶς ἐκεῖνα πού εἶναι ὑπεράνω τάξεως, ὅπως εἶναι ὑπεράνω καί τῶν ἄλλων πάντων [κτιστῶν]»[23].
Ἡ ἄλλη, ἡ μή ἐνδοτριαδική, μοναρχία εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ σύνολη τήν Ἁγία Τριάδα, τόν Θεόν ἡμῶν· συνιστᾷ «ἀρχή» – ἐπί  πάντων τῶν κτισμάτων – τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὡς δημιουργική ἀρχή τους καί ἐξουσία ἐπάνω σέ αὐτά, κοινή τῶν Τριῶν Προσώπων, φυσική λοιπόν, ἀρχή[24], ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὀνομάζουμε «Θεόν μονάρχην τῶν ὅλων» [25] καί ψάλλουμε στίς Ἐκκλησίες, «εἰ γάρ καί τριλαμπεῖ, μοναρχεῖ τό θεῖον» [26], δηλαδή: ὁ Θεός ἄν καί εἶναι Τρία Φῶτα, ὅμως συνιστᾷ μία ἑνιαία, «μόνη», κυριαρχία, μοναρχία (καί βέβαια καί δημιουργική αἰτία) ἐπί τῶν δημιουργημάτων.
Σέ συντριπτικό ποσοστό περιπτώσεων ὁ ὅρος «θεία μοναρχία» στήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία ἀναφέρεται στήν μοναρχία αὐτή συνόλου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὄχι ἐκείνην τοῦ Πατρός[27]!
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, περί τοῦ ποία εἶναι ἡ μοναρχία τήν ὁποία λατρεύουμε οἱ Χριστιανοί· ἀποτελεῖ δέ καί ἄμεση ἀπάντηση στήν νεοφανῆ «πατρομονιστική» ἤ «πατρο-κεντρική» ἐκκλησιολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ΚΠόλεως: «Εἶναι ἡ [θεολογική] μοναρχία ἐκείνη πού τιμᾶται ἀπό ἐμᾶς· ἡ μοναρχία ἐκείνη, ὅμως, τήν ὁποία δέν περιγράφει ἕνα Πρόσωπο […] ἀλλά τήν συνιστᾷ ἡ ὁμοτιμία τῆς φύσεως [τῶν Τριῶν Προσώπων], καί ἡ σύμπνοια τῆς γνώμης, καί ἡ ταυτότητα τῆς κινήσεως, καί ἡ συμφωνία πρός τό Ἕνα Ἐκείνων πού προέρχονται ἀπό αὐτό (πού εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατο γιά τήν κτιστή φύση) […] καί τοῦτο εἶναι γιά ἐμᾶς ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό ἅγιον Πνεῦμα»[28](σημειούσθω, ὅτι ὁ Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρος, ὡς ἄν ἦτο ἕνας καθ΄ ὅλα decent καί proper αἱρετικός, σέ σχετική ὑποσημ. κειμένου του[29] παρέθεσε τό ὡς ἄνω χωρίο κολοβωθέν: «ἡμῖν δέ μοναρχία τό τιμώμενον» καί οὐδέν ἄλλο … ).
Κατ’ αὐτήν τήν μή ἐνδοτριαδική, ἀλλά «οἰκονομική», μοναρχία, πού ἀναφέρεται στό θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας, τήν θεία Οἰκονομία, ἔχουμε συνεπῶς τήν «ἀρχή» συνόλου τῆς Ἁγίας Τριάδος – καί ὄχι μόνον τοῦ Πατρός – ἐπί τῆς κτίσεως, ἐπί τῆς δημιουργίας· αὐτή εἶναι κυριαρχία τοῦ Θεοῦ φυσική, ἡ ὁποία ἀσκεῖται μέσῳ τῶν ἀκτίστων θείων δυνάμεων ἤ ἐνεργειῶν· στήν δέ κτίση, ἄγγελοι, δαίμονες, ἄνθρωποι καί λοιπά κτίσματα, εἶναι ὅλοι ὁμόδουλοι[30], ὑπόκεινται σέ φυσική δουλεία πρός τόν Θεό· κατά τό ψαλμικόν, «τά σύμπαντα δοῦλα Σά»[31] (δηλ. «τά πάντα ὑπόκεινται ὡς δοῦλοι σέ Σέ»). Ἐδῶ ὁ ὅρος «μοναρχία» θεωρεῖται ταυτόσημος μέ τήν «Μονοθεΐα», γιά νά δηλώσει, ὅτι δέν ὑπάρχουν οὔτε πολλοί Θεοί[32] μέ ἀντικρουόμενες θελήσεις καί ἐνέργειες (θεοί δημιουργοί, συντηρητές, καταστροφεῖς), ὅπως στήν πολυθεΐα τοῦ ἐθνισμοῦ τῶν διαφόρων θρησκειῶν[33], οὔτε πάλιν ἡ διαρχία, ὁ δυϊσμός (dualismus), δηλαδή ἡ μεταφυσική ἰσοδυναμία καλοῦ καί κακοῦ, φωτός καί σκότους, Θεοῦ καί ὕλης[34], ὅπως πρεσβεύουν κάποια φιλοσοφικά συστήματα ἤ ὁ ἀρχαῖος γνωστικισμός τῶν Μανιχαίων, τῶν λοιπῶν ὁμοφρόνων τους καί τῶν πνευματικῶν ἀπογόνων τους, τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων.
Κατά ταῦτα ὑμνοῦμε καί δοξάζουμε τήν «τριαδικήν μονοκρατορίαν»[35] τήν μή ἐνδοτριαδική, ἀλλά «οἰκονομική» μοναρχία, ἡ ὁποία ἀφορᾷ καί στά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά ὁποῖα καί καθ΄ ἕκαστον καί ἀπό κοινοῦ ἔχουν, ὡς «εἷς Θεός», μοναρχίαν ἐπί τῆς κτίσεως.
Ποιά εἶναι, ὅμως, ἡ σχέση τῆς Τριαδικῆς τριλαμποῦς μοναρχίας μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ;
[17] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣΠρός Βαρλαάμ  21, ἐκδ. Χρήστου, 1, 236ἑ.: «Τρόπος γάρ ἕτερος δημιουργικῆς ἐστιν ἀρχῆς καί τῆς κατ’ αὐτήν μοναρχίας, καί τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας ἐκείνης ἕτερος, ἥ τῆς θεογονίας ἐστίν ἐπώνυμον, ὅς καί σῴζεται τῷ τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τήν ὕπαρξιν ἔχειν ἐκ τοῦ Πατρός, ὥσπερ ἐκεῖνος τῷ δι’ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργόν εἶναι τόν Πατέρα» (μετάφραση: «Διότι εἶναι ἄλλος ὁ τρόπος τῆς δημιουργικῆς ἀρχῆς καί τῆς σύμφωνης μέ αὐτήν μοναρχίας, καί ἄλλος [ὁ τρόπος] τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας ἐκείνης ἡ ὁποία εἶναι συνώνυμη μέ τήν θεογονία, ὁ ὁποῖος [δεύτερος τρόπος] συνίσταται στό ὅτι ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ἔχουν τήν ὕπαρξη ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως ἐκεῖνος [ὁ πρῶτος τρόπος, συνίσταται] στό ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι δημιουργός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»). Ἱερομ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΡΑΝΤΟΒΙΤΣΤό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 16, ἐκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1973, σ. 134: «Ἐνταῦθα διακρίνεται σαφῶς ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, ἡ ἀφορῶσα εἰς τήν προαιώνιον ὕπαρξιν τῶν θείων ὑποστάσεων, ἐκ τῆς “κοινῆς” μοναρχίας, ἀναφερομένης εἰς τήν δημιουργίαν τῶν ὄντων. Ἡ δευτέρα μοναρχία εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ μοναρχία, ἐνῷ διά τῆς πρώτης ἐπ’ οὐδενί λόγῳ εἰσάγεται ὁ χρόνος εἰς τόν αἰώνιον Θεόν, λόγῳ τοῦ συναϊδίου τῶν προσώπων».
[18] ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ,Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, 8PG 94, 829C: «Εἷς πατήρ ὁ Πατήρ καί ἄναρχος, τοὐτέστιν ἀναίτιος· οὐ γάρ ἔκ τινος. Εἷς υἱός ὁ Υἱός καί οὐκ ἄναρχος͵ τοὐτέστιν οὐκ ἀναίτιος· ἐκ τοῦ Πατρός γάρ. Εἰ δέ τήν ἀπό χρόνου λάβοις ἀρχήν, καί ἄναρχος· ποιητής γάρ χρόνων οὐχ ὑπό χρόνον»ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣΛόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 1, 14, ἐκδ. Π. Χρήστου, 1, 41: «Ὁ δέ Πατήρ πρός τῷ πηγή τῶν πάντων εἶναι διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, καί πηγή καί ἀρχή ἐστι θεότητος μόνος θεογόνος ὤν».
Η συνέχεια: tasthyras
Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΟΡΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ. ΟΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ. ΕΚΒΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΣΥΜΦΩΝΗΣΟΥΝ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ. ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΥΙΟΣ ΖΗΣΗΣ. ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ, ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΙΩΔΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΠΟΙΑΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ. ΣΥΜΠΛΕΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ, ΑΙΔΙΟ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ.ΣΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΑΙΤΙΑ. ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ. ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΣ ΔΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ, ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ.
 Άγιος Γρηγόριος: «Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στην Αγία Τριάδα Μοναρχία και Πατρότης;!» Και απαντά, “Λόγος ΚΘ, 2, 8”: «Ημείς όμως τιμώμεν την μοναρχίαν, και μάλιστα την μοναρχίαν η οποία δεν περιορίζεται εις ένα πρόσωπον, αλλά μοναρχίαν την οποίαν πραγματοποιεί η ισοτιμία της φύσεως, η σύμπνοια της γνώμης, η ταυτότης της κινήσεως και η συμφωνία με το ένα πρόσωπον, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται εις την κτιστήν φύσιν, δια τούτο μονάς απ’ αρχής, εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη».
 “Λόγος ΚΘ, 16, 9”: «Η ονομασία Πατήρ δεν είναι χαρακτηρισμός ούτε της ουσίας, ούτε της ενεργείας, αλλά σημαίνει την σχέσιν του Πατρός προς τον Υιόν ή του Υιού προς τον Πατέρα. Όπως δηλ. εις ημάς τους ανθρώπους αι ονομασίαι αύται φανερώνουν την γνησιότητα και την ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος και γεννηθέντος».
  Γρ. Θεολόγος: Το αίτιον δεν είναι αρχαιότερον από εκείνα των οποίων είναι αίτιον. Διότι ούτε ο ήλιος είναι αρχαιότερος από το Φως.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου