Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ


Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ

Περίληψις.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ως έργο της φιλοσοφίας την έρευνα των αρχών των όντων και των επιστημών, συνεπώς δε και την βεβαιοτάτην πάσων των αρχών, την αρχήν της αντιφάσεως.

Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι να εξετάση το πρόβλημα της φιλοσοφικής θεμελιώσεως της αρχής της αντιφάσεως κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ειδικώς εν σχέσει προς τον έλεγχον των επιπτώσεων που συνακολουθούν την άρνησιν της αρχής αυτής. Εφαρμόζοντας τη διαλεκτική μέθοδο, ιδίως στα Μετά τα φυσικά Γ, ο Αριστοτέλης υιοθετεί και προεκτείνει τα πορίσματα του πλατωνικού Θεαιτήτου. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης κατέδειξαν ότι η οντολογική θέσις που βλέπει την πραγματικότητα ως αιώνιο γίγνεσθαι, αίρει κάθε έννοια σταθερότητος και προσδιορισμού, και καταλήγει αναπότρεπτα εις άρσιν της αρχής της αντιφάσεως. Παράδειγμα, ο σχετικισμός του Πρωταγόρα (και του Ηράκλειτου), που φθάνει στην ακραίαν θέσιν να αρνήται την δυνατότητα ψευδών κρίσεων. Μια τέτοια θεωρία όχι μόνο ανατρέπει κάθε βάση αντικειμενικών αξιολογήσεων, αλλά και αποσιωπά τον φιλοσοφικό λόγο και την έρευνα.

Βασικό μέλημα των δύο μεγάλων φιλοσόφων απέβη η οντολογική και επιστημολογική αποκατάστασις της αντικειμενικότητοτς των προσδιορισμών των πραγμάτων και των κρίσεων του αισθητού κόσμου, των μεταβολών και των κινήσεων των όντων. Με τη Θεωρία των ιδεών ο Πλάτων έλυσε το πρόβλημα της σχέσεως μεταβολής και είναι στα αισθητά, καθώς και το πρόβλημα της λογικής των κρίσεων. Ο επιστημολογικός σχετικισμός του Πρωταγόρα περιορίζει τη γνωσιακή δραστηριότητα στα αισθήματα, και ταυτοχρόνως δηλώνει πως όλες οι κρίσεις είναι αληθείς.

Ο Πλάτων αναγνωρίζει την πραγματικότητα των αισθητών, αλλά όχι χωρίς οντολογικούς προσδιορισμούς, Συνεχίζει την προσπάθεια του Παρμενίδη να συλλάβη το όντως όν, χωρίς όμως και να υποτιμήση τα προβλήματα που θέτουν οι σημασιολογήσεις του αισθητού κόσμου. Οι λύσεις που προσφέρει ο Πλάτων στηρίζονται στον αδιάρρηκτο δεσμό μεταξύ Οντολογίας και Γνωσιολογίας.

Με τη θεωρία των Ιδεών ο Πλάτων εζήτησε να καταδικάση τα αισθητά ως μη όντα ή ως ακατάληπτους φορείς του γίγνεσθαι . Γι’ αυτό και υπεστήριξε με επιχειρήματα ότι οι κρίσεις για τα αισθητά είναι ψευδείς και αληθείς, όχι δε μόνον αληθείς, όπως επρότεινε ο Πρωταγόρας. Ειδικά στον Θεαίτητο έδειξε ότι οι κρίσεις για τον μεταβλητό κόσμο δεν έχουν γνωσιακή φερεγγυότητα, και ότι εξαρτώνται γι’ αυτήν από την νοητικήν ενέργεια. Τα ίδια τα αισθητά όμως έχουν και κίνηση και σταθερότητα. Αποδεικνύει ότι μια θεωρία, όπως αυτή του Πρωταγόρα που ξεκινά από τον υποκειμενισμό της γνώσεως οδηγεί στις εξής δυσκολίες: 1) δεν εξηγεί το πρόβλημα του ποιού και της αισθήσεως 2) αίρει την ίδια της την θεμελιακή θέσιν, ότι όλες οι κρίσεις είναι αληθείς 3) αδυνατεί να προτείνη έστω και μιαν έννοια δηλωτική σταθερότητος χωρίς να αυτοδιαψευσθή 4) αίροντας την αρχή της αντιφάσεως αίρει και την σημασιολόγησιν της πρωταρχικής της θέσεως και 5) με την παραδοχή της απολύτου μεταβλητότητος οδηγεί σε δύο ισοβαρή συμπεράσματα: είτε δηλαδή στο ότι τα πάντα κινούνται είτε στο ότι τα πάντα ακινητούν.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η αρχή της αντιφάσεως ισχύει προκειμένου τόσο περί των νοητών όσο και περί των αισθητών. Η διαλεκτική των Ιδεών μας δίνει μόνον αληθείς κρίσεις, ενώ η άσκησις των αισθήσεων επιτρέπει και αληθείς και ψευδείς κρίσεις, που αποσαφηνίζονται μόνο με την επέμβασιν του ορθού λόγου.

Ο Αριστοτέλης διέγνωσε με ακρίβεια την αξία των πορισμάτων της πλατωνικής κριτικής για την θεμελιακή λειτουργία της αρχής της αντιφάσεως, της βεβαιοτάτης των άρχων. Στις μεταφυσικές του αναλύσεις προτείνει, για την διερεύνησιν του όλου θέματος, τις εξής προϋποθέσεις: 1) ποια επιστήμη έχει ως αντικείμενο της την έρευνα της εν λόγω αρχής 2) τι είδους αρχή είναι αυτή 3)ποιά η αρμόζουσα μέθοδος 4)ποιοι οι λόγοι που επιβάλλουν τον έλεγχο των θεωριών, συνεπάγονται άρσιν της ίδιας αυτής αρχής 5) πως θεμελιώνεται η αλήθεια της και 6) γιατί η γνώσις των θεμελίων της απαιτεί την προσβολή μιας ειδικής προς τούτο επιστήμης, δηλαδή της πρώτης φιλοσοφίας.

Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα ως προς το ότι κάθε απόπειρα να διερευνηθή ο αισθητός κόσμος χωρίς προσφυγή σε έννοιες, οι οποίες να προσφέρουν σταθερότητα και όρια, αυτοαναιρείται. Χωρίς τις έννοιες της ουσίας και των κοινών γνωρισμάτων των όντων εδραίωσις της γνώσεως αποβαίνει αδύνατη. Υποστηρίζει λοιπόν ο Αριστοτέλης ότι ούτε τον αισθητόν κόσμον χαρακτηρίζει απειρότης μεταβολής ούτε και οι αισθήσεις εκ φύσεως στερούνται γνωσιακής φεργγυότητος.
Η αρχή της αντιφάσεως εγγυάται περί της αλήθειας των άλλων αξιωμάτων χωρίς η ίδια να είναι αντικείμενο συλλογιστικής αποδείξεως. Διευκρίνησις της αληθείας της αρχής αυτής γίνεται εμμέσως, δηλαδή δια του ελέγχου των παραδόξων, τα οποία η άρνησίς της συνεπάγεται. Με συνέπειαν δηλώνει ο Αριστοτέλης ότι κάθε οντολογική θεωρία που αίρει την αρχήν της αντιφάσεως όχι μόνον αυτοαναιρείται λογικώς, αλλά και καταντά να θέτη το εξωλογικόν του ιδίου του αντικειμένου της ερεύνης. Οι παρατηρήσεις αυτές υποδηλώνουν ότι η διαφωνία μεταξύ Σοφιστών αφ’ ενός, και Πλάτωνος και Αριστοτέλους αφ’ ετέρου, δεν ήταν απλή αντιγνωμία αντιλήψεων. Αφορούσε στην υπόσταση και στη δυνατότητα της ίδιας της φιλοσοφίας.
Στα Μετά τα φυσικά, Γ 4, ο Αριστοτέλης ελέγχει την θεωρία που διατείνεται ότι : 1) το ίδιο πράγμα δύναται να είναι και να μην είναι, 2) η εν λόγω εκφορά είναι επιτρεπτή. Αν όμως η θέσις αυτή στηρίζεται και επί της ελαχίστης βάσεως αληθείας, κατ’ ανάγκην καταλήγομε σε άρνησιν της αρχής της αντιφάσεως τόσο στο πεδίον της Λογικής όσο και στο πεδίον της Οντολογίας. Ο Αριστοτέλης εφαρμόζει την ελεγκτική μέθοδο με συνέπεια και διεξοδικότητα βασιζόμενος σ’ ένα πλήθος φυσικών, ψυχολογικών και μεταφυσικών πορισμάτων, και ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία των επτά εμμέσων αποδείξεων το αβασίμου χαρακτήρος κάθε απόπειρας να αρθή η αρχή της αντιφάσεως.

Η έρευνα του θέματος καθιστά φανερόν ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης όχι μόνο κατενόησαν και αντιμετώπισαν με επιτυχία τις δυσχέρειες μιας βαθύτατης πνευματικής κρίσεως, από την οποία πέρασε η φιλοσοφία στην κλασικήν εποχή, αλλά και κατά τρόπο εξ ίσου σημαντικόν έθεσαν, άπαξ δια παντός, το πρόβλημα της φιλοσοφίας υπό την πιο δραματική του μορφή. Αν η πρωταγόρειος θέσις γίνη αποδεκτή, η παράλυσις του Λόγου καθίσταται αναπόφευκτη.
                                                                        


Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΕΛΙΑΝΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΣΑΝ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΓΟΝΟ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ, ΜΑΡΞ. 
Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΚΑΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. ΠΟΥ ΕΠΕΦΕΡΕ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ, ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΙΡΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου