Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (99)

Συνέχεια από Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2019

                                                              PAUL FRIEDLȀNDER
                                                                          ΠΛΑΤΩΝ
                                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                                     ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                                                ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                                   ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                                       21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ   (6η συνέχεια)                                          
Η αγωγή τών φυλάκων
Μουσική, Γυμναστική και Δικαιοσύνη – Μόλις έγινε κατανοητό, ότι χρειάζεται φύλακες η πόλη, τέθηκε αμέσως το ερώτημα για την αγωγή τους. Τόσο ‘πολύ’ είναι πόλη αγωγής η πλατωνική πόλη, και τόσο ‘λίγο’ μάς επιτρέπεται να ξεχάσουμε, ότι το οικοδόμημα τής πόλης (368 DE) είχε προσδιοριστή απ’ την αρχή να δείξη «το ίδιο σε μεγέθυνση», μ’ αυτό που υφίσταται ως δυνατότητα σε κάθε ξεχωριστή ψυχή και πρέπει να καλλιεργηθή. Στον καθέναν μας υπάρχει ως προδιάθεση (έτσι πρέπει να ελπίζουμε τουλάχιστον) κάποιο «είδος θάρρους», κάτι που συνιστά, αν το δούμε στο σύνολο τής Πολιτείας, την ‘κοινωνική θέση’ τών φυλάκων. Αλλά και το ίδιο το αντικείμενο, η αγωγή τών φυλάκων, δεν είναι ασφαλώς αυτόνομη (autonom), αλλά εντάσσεται άμεσα στη βασική μορφή τού συνόλου: την αναζήτηση τής δικαιοσύνης και τού αντιθέτου της. Τελικά όμως λέγεται πως οι δυό τέχνες, η «γυμναστική» και η «μουσική», απ’ τις οποίες και αποτελείται αυτή η αγωγή, δεν προορίζονται, ή προορίζονται μόνον έμμεσα, για την καλλιέργεια σώματος και ψυχής, όπως υποστηρίζεται συνήθως (376 Ε). Αλλά υπηρετούν μάλλον και οι δυό την ψυχή, το ουσιαστικό δηλ. μέρος τού ανθρώπου, και καλλιεργούνται για να εναρμονίσουν τις δυό αντίθετες δυνάμεις που προσδιορίζουν την εκλογή τών φυλάκων (375 Ε): το θαρραλέο φρόνημα (τό θυμοειδές), και την πνευματική προσπάθεια (τό φιλόσοφον).
Τί σχέση έχουν όμως με τη «δικαιοσύνη» όλα αυτά; Απόλυτη σχέση, αν αναλογιστούμε πως η «δικαιοσύνη» – που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε καλύτερα «ορθότητα» ή «ακρίβεια» ή «αλήθεια» ή «πραγματικότητα» – θα αποδειχθή αργότερα ως η «ιδιοπραγία» (Idiopragie) τών διαφόρων κοινωνικών θέσεων στην πόλη (( Τί οφείλει και τι καλείται κάθε κοινωνική θέση να πράττη για το κοινό συμφέρον… )) . Που βασίζεται στην αρμονική ακριβώς σχέση ανάμεσα στις παιδαγωγικές δυνάμεις, κάτι που δεν καθίσταται πουθενά αλλού σαφέστερο, παρά εκεί όπου ξεκινά, στην αρχή τού VIII Βιβλίου, η κατάπτωση και η παρακμή. Οι οποίες επέρχονται, όταν και καθώς υποβαθμίζεται γενικά η εκτίμηση στις παιδαγωγικές εκείνες δυνάμεις, προπαντός όμως στη μουσική εν σχέσει προς τη γυμναστική, με αποτέλεσμα να καταστή ά-μουση η νέα γενιά (546D. 548 C). Για να αποδειχθή έτσι, ότι η αναφορά στη γυμναστική και τη μουσική, αλλά και τη δικαιοσύνη εν σχέσει προς το παιδαγωγικό έργο, δεν αποσκοπούσε σε μιαν οποιαδήποτε βολική κατάταξη της ύλης, αλλά φανέρωνε αντίθετα μια βαθειά και αντικειμενική συνάφεια.
Οι λόγοι - Mε τη «μουσική» διδασκαλία, και μάλιστα με την αντικειμενική, τους λόγους (Logoi), ξεκινά, με μια πολύ ευρεία έννοια, ο Λόγος. Υπάρχουν δύο ειδών λόγοι: οι αληθινοί, που εκφράζουν το Είναι όπως είναι, και οι απατηλοί, που ξεγελούν. Είναι και οι δυό παιδαγωγικοί. Πρώτοι έρχονται στη σειρά οι απατηλοί, οι μύθοι, - χωρίς να γίνεται σαφές το ότι θα πάρουν αργότερα τη θέση τους οι αληθινοί. Μια ‘αναμονή’ που μένει βέβαια ανεκπλήρωτη, όχι επειδή άλλαξε π.χ. ο Πλάτων το αρχιτεκτονικό του σχέδιο, αλλά επειδή η «αλήθεια» εμφανίζεται κατ’ αρχάς εκεί όπου η λογική συναντά αυτό που πραγματικά υπάρχει. Πρόκειται άρα για μιαν απ’ τις πολλές αναφορές τής μεσαίας βαθμίδας στην ύψιστη βαθμίδα οικοδομής τής πόλης, που θα τη συναντήσουμε στο 5ο μέχρι και το 7ο ( VVII ) Βιβλίο.
Η αλήθεια είναι αναμεμειγμένη βέβαια, έστω κι αν δεν λέγεται αυτό σαφώς εδώ, με τους απατηλούς μύθους. Στις βασικές μορφές τής περί Θεού διδασκαλίας (τύποι περί θεολογίας) τίθενται δυό κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να ‘καθαρθή’ ο παραδεδομένος περί Δημιουργίας μύθος. Πρώτον, ότι ο Θεός είναι αγαθός. Δεν μπορεί άρα να είναι αιτία κανενός κακού, και όλες οι ιστορίες που δείχνουν τον Δία ή κάποιον άλλον θεό σ’ έναν τέτοιον ρόλο, πρέπει να απορριφθούν. Και δεύτερον, ότι η μεταβολή και η εξαπάτηση δεν συμβιβάζονται με τη φύση τής θεότητας. Γι’ αυτό και πρέπει να αποποιηθούμε όλες τις μεταμορφώσεις και όλες τις ιστορίες, στις οποίες ένας θεός εμφανίζεται ψευδώς, σαν να μεταβάλλεται. – Βλέπουμε λοιπόν με τη μορφή μιας κριτικής και με τη μορφή τού ίδιου τού μύθου ‘υπαινιγμούς’, που θα αποτελέσουν στο μέσον κατ’ αρχάς τού όλου έργου σαφή γνώση. Πάνω από όλους τούς ονομαζόμενους θεούς εμφανίζεται το Αγαθόν (Agathon), με την εικόνα τού ήλιου στον μύθο τού σπηλαίου, ενώ υπεύθυνο για κάθε κακό, για κάθε δηλ. πλάνη, είναι αυτό ακριβώς που συμβολίζεται στον μύθο με το «σπήλαιο» (με το «κλουβί» ή «κλωβό» στον Τίμαιο). Το ότι είναι αμετάβλητοι οι θεοί, αυτό θα παρουσιασθή στη βαθμίδα τής Διαλεκτικής ως η αιωνιότητα του καθαρού Είναι, ενώ η αντίθεση σε κάθε πλάνη ως η καθαρή γνώση. Είναι και Γνώση αναφέρονται ‘αυστηρά’ το ένα στο άλλο, «θεϊκά» και τα δυό. Για να απαυγάση ήδη το φως της αλήθειας και της πραγματικότητας από το ύψιστο στο κατώτερο εδώ πεδίο.
Αφού συζητήθηκαν λεπτομερώς οι κανόνες, στους οποίους πρέπει να ‘υπακούουν’ οι μύθοι «για τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες και για το Επέκεινα» (392 Α), απομένει το ερώτημα, τί οφείλουν να αφηγηθούν οι ποιητές για τους ανθρώπους. Ερώτημα το οποίο απορρίπτεται όμως αμέσως ως παράκαιρο. Γιατί πρέπει, για να μπορέση να απαντηθή, να έχη ακυρωθή οριστικά το εγκώμιο τής αδικίας, όπως το ακούσαμε προηγουμένως απ’ το στόμα τού Θρασύμαχου, και όπως επαναλαμβάνεται επί λέξει σχεδόν πάλι τώρα (392 Β, πρβλ. Ι 343 C). Πρέπει να αρχίσουμε δηλ. να καταλαβαίνουμε προηγουμένως, «τί είναι η δικαιοσύνη» (οιόν εστι δικαιοσύνη 392 C 2) – κάτι που θα φανή στο 4ο (IV) Βιβλίο - «κι ότι ανήκει στη φύση της το να ωφελή αυτόν που τη διαθέτει» - , για το οποίο εγγυάται και ο ‘υπολογισμός’ τής ευδαιμονίας στο τέλος τού 9ου (ΙΧ) Βιβλίου. Σ’ αυτό προαναφερόμαστε λοιπόν ήδη τώρα. Το συνολικό όμως έργο το κατακλείει ο μεγάλος εκείνος μύθος «για τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες, και για το Επέκεινα», αναφερόμενος ωστόσο ταυτόχρονα, και δίκαια εξάλλου, και «στους ανθρώπους», όχι με γενικούς πλέον κανόνες, αλλά δείχνοντας μ’ ένα παράδειγμα το «πώς (ακριβώς) πρέπει να μιλάμε γι’ αυτούς».
Το επόμενο κεφάλαιο του διαλόγου, για τον πόλεμο ενάντια στη μιμητική ποίηση, το διαπραγματευτήκαμε προηγουμένως, ιχνηλατώντας τό πώς επέδρασε ο λόγος τού Αδείμαντου στο να μεταστραφή, με φαινομενικά παράξενες παρεκκλίσεις, η αναζήτηση της δικαιοσύνης σε ερώτημα για τις ποιητικές μορφές και την καταλληλότητά τους για την αληθινή πολιτεία. Έναν υπαινιγμό μόνο δεν προσέξαμε: «Ίσως να περιλαμβάνη πολλά περισσότερα το ερώτημα», λέει ο Σωκράτης (394 D 7 – 9)· «δεν το γνωρίζω ακόμα· αλλά προς τα εκεί που μας μεταφέρει όπως μια πνοή τού ανέμου ο Λόγος, προς τα εκεί πρέπει να ακολουθούμε». Τίποτα περισσότερο απ’ αυτήν την προέκταση στο φαινομενικά απροσδιόριστο. Διαβάζοντας όμως (394 ΑΒ) για τις μορφές τής ποιητικής τέχνης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, πως ο ίδιος ο Διάλογος τού Πλάτωνα δεν είναι μεν πουθενά «μια απλή αφήγηση», ανήκοντας ωστόσο σε μεγάλον βαθμό στη «μιμητική» ποιητική – ο ‘καθαρός’ διάλογος, όπως ο Ευθύφρων, ο Γοργίας, ο Φαίδρος –, και συνδυάζοντας πολλαπλώς την αφήγηση με μια δραματική παρουσίαση – ο επαναφηγημένος διάλογος, όπως το Συμπόσιο, ο Φαίδων, η Πολιτεία. Κι όταν διαπιστώνη κατόπιν ο Σωκράτης τη φαινομενικά μεγάλην εγγύτητα ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, που παραμένουν απ’ την άλλη τόσο διαφορετικές, ώστε να μη μπορή να δημιουργήση και τις δυό ο ίδιος ποιητής, δεν πρέπει κι εμείς, και δεν οφείλουμε μάλιστα να αναλογιστούμε την τελική σκηνή τού Συμποσίου, όπου «υποχρεώνει» ο Σωκράτης «να παραδεχτούν» ο Αριστοφάνης κι ο Αγάθων, πως είναι υπόθεση τού ίδιου ποιητή να συνενώση ‘στον εαυτό του’ τα δυό αυτά είδη τέχνης ; Κι όταν «κατακερματίζεται» περαιτέρω, εντελώς αντίθετα προς τα παραπάνω, στη συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Αδείμαντο, σε όλο και μικρότερα μέρη η ανθρώπινη φύση (395 Β), επιθυμεί άραγες πράγματι ο Πλάτων να τα θεωρήσουμε, μαζί με τον Αδείμαντο, ως «άκρως αληθινά» όλα αυτά και να μας ικανοποιήση μάλιστα αυτός ο κατακερματισμός, αντί να σκεφτούμε πως αντιτίθεται με τον οξύτατο δυνατό τρόπο σ’ ένα τέτοιο «κομμάτιασμα» το καθολικό έργο τού Πλάτωνα ; Για να είμαστε σύντομοι: δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ότι ο Πλάτων μιλά κι εδώ για τον εαυτό του, όπως στο τέλος τού Συμποσίου, εξασφαλίζοντας, υπαινικτικά τουλάχιστον, μια θέση στην αληθινή Πολιτεία για το ίδιο το λογοτεχνικό του έργο, τους Διαλόγους του, που συνενώνουν την αφηγηματική με τη μιμητική μορφή, την τραγωδία με την κωμωδία, παραμένοντας με όλα αυτά φιλοσοφία.
( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου