Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

PIERRE A U B E N Q U E: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (17)

Δοκίμιο για την αριστοτελική προβληματική 

                                           ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

                                Η «ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ

                                               Κεφάλαιο  ΙΙ

                                       Ε Ι Ν Α Ι  Κ Α Ι  Λ Ο Γ Ο Σ

3. Η πολλαπλότητα των νοημάτων του όντος: η θεωρία      (συνέχεια 3)

Οι αβεβαιότητες τού Αριστοτέλη     
Στην πραγματικότητα το διακύβευμα είναι τέτοιο που ο Αριστοτέλης στα κείμενά του φαίνεται να διστάζει να το λύσει. Ακόμα και στο έργο του Τοπικά, στο οποίο η ομωνυμία τού όντος χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα κατά τού πλατωνισμού, όταν αναφέρεται στην διάκριση τών κατηγοριών χρησιμοποιεί συχνά τον πλατωνικό όρο διαίρεσις. Αλλά το ότι αναφερόμαστε στην διαίρεση σημαίνει ότι υπάρχει κάτι που διαιρείται, ότι το καθαυτό όν είναι ένα σύνολο που διακρίνεται σε μέρη, ένας χώρος που χωρίζεται σε περιοχές, ή – για να χρησιμοποιήσουμε  μια πλησιέστερη στον Αριστοτέλη ορολογία – ένα γένος που διαιρούμε στα είδη του. Και επιπλέον, στα ίδια τα Μεταφυσικά, βιβλίο Γ, οι όροι είδος και γένος χρησιμοποιούνται για να σημάνουν την σχέση τών κατηγοριών με το καθαυτό όν. «Σε κάθε γένος πραγμάτων αντιστοιχεί μια αίσθηση και μια επιστήμη. Για παράδειγμα η γραμματική είναι μια μοναδική επιστήμη που μελετά όλες τις λέξεις - λόγους (φωνάς). Γι’ αυτό επίσης, σε ό,τι αφορά στα είδη τού καθαυτό όντος μια και μόνη επιστήμη, ως προς το γένος (μιᾶς…τῷ γένει), θα ερευνήσει όλα τα είδη του όντος, ενώ η έρευνα των διαφόρων ειδών του όντος είναι έργο των διαφόρων ειδών αυτής της επιστήμης (Γ, 2, 1003b 19). Αυτό που θέλει ο Αριστοτέλης να αποδείξει σε αυτό το απόσπασμα είναι ότι υπάρχει μια γενική επιστήμη τού Ενός και το κομβικό σημείο τής επιχειρηματολογίας του βρίσκεται στo γεγονός ότι «όσα είδη τού ενός υπάρχουν, άλλα τόσα είδη αντιστοιχούν στο όν» (ό.π. 1003b 33). Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η θεωρία τών κατηγοριών χρησιμεύει εδώ στην στήριξη μιάς ακριβώς αντίθετης ερμηνείας από αυτές που συναντήσαμε, σχετικά με το αγαθό, στα Τοπικά, τα Ηθικά Ευδήμεια και τα Ηθικά Νικομάχεια. Σ΄ αυτά τα κείμενα αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει μια επιστήμη τού Αγαθού, διότι το αγαθό λέγεται με τόσους διαφορετικούς τρόπους όσους και το όν. Εδώ αντιθέτως υποστηρίζεται ότι υπάρχει μια μοναδική επιστήμη του Ενός, διότι το Ένα περιλαμβάνει τόσα είδη όσα και το όν, και ότι τα είδη του Ενός αντιστοιχούν στα είδη του όντος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα «είδη του όντος» στα Μεταφυσικά σημαίνουν το ίδιο πράγμα με τα νοήματα του όντος των Τοπικών και των δύο Ηθικών: συγκρίνοντας δε τα προβλήματα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται σαφώς για τις κατηγορίες. Επομένως η αντίφαση  ανάμεσα στα δύο είδη κειμένων είναι προφανής.

     Υπάρχει και ένα επιπλέον πρόβλημα: εάν πάρουμε κατά γράμμα την ορολογία τού βιβλίου Γ, θα πρέπει να πούμε, στη βάση των ορισμών που μας δίνουν οι Κατηγορίες, ότι το όν δεν είναι ένα ομώνυμο αλλά ένα συνώνυμο, αφού τα είδη στα οποία αποδίδεται ανήκουν από κοινού στο ίδιο γένος. Εάν οι κατηγορίες είναι τα είδη τού όντος, η ποιότητα, η ποσότητα, η σχέση κ.λ.π. θα βρίσκονται στην ίδια θέση ως προς το καθαυτό όν όπως βρίσκεται ο άνθρωπος και το άλογο ως προς το γένος ζώο και επομένως δεν θα υπάρχει πλέον ομωνυμία.

     Θα πρέπει κατά συνέπεια να διαλέξουμε ανάμεσα σε δύο ερμηνείες τής θεωρίας των κατηγοριών. Κατά την πρώτη οι κατηγορίες εμφανίζονται ως διακρίσεις ολόκληρου τού εστίν ή, σύμφωνα με την επιτυχή έκφραση του H. Maier, ως Einteilungsglieder (μέλη μιας κατανομής), ενώ Einteilungsobject  (αντικείμενο μιας κατανομής) θα είναι το όν. Αυτή η αντίληψη φαίνεται να υπερισχύει κάθε φορά που ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον πλατωνικό όρο διαίρεσις, όπως για παράδειγμα στο κείμενο των Τοπικών, όπου χρησιμοποιεί τη λέξη διαίρεσις για να υποδείξει τις κατηγορίες: για να γνωρίσουμε εάν δύο πράγματα έχουν την σχέση γένους προς το είδος θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι και τα δύο ανήκουν «στην ίδια διαίρεση»· έτσι το αγαθό ή το ωραίο δεν μπορούν να αποτελέσουν γένη επιστήμης διότι αποτελούν ποιότητες, ενώ η επιστήμη είναι κάτι σχετικό. Αυτή η διαπίστωση έχει σαφές νόημα: εκφράζει την απαίτηση του κοινού νου, κατά τον οποίον το γένος και το είδος δεν μπορούν να ανήκουν σε διαφορετικά γένη, ή ακόμη ότι το γένος του γένους είναι επίσης και το γένος του είδους. Η ποιότητα και το σχετικό έχουν εδώ την μορφή γένους, αποτελώντας τις «διαιρέσεις» ενός καθολικότερου γένους. Με αυτήν την έννοια η θεωρία των κατηγοριών αποτελεί την κορωνίδα μιας ιεραρχικής αντίληψης του σύμπαντος, στο οποίο προχωρώντας από το όν στις κατηγορίες, από τις κατηγορίες στα γένη και από τα γένη στα έσχατα είδη, θα ακολουθούσαμε μια καθοδική πορεία, μέσα από μια διαδοχή αλλεπάλληλων διαιρέσεων, από την καθολικότητα του όντος στην πολλαπλότητα των εσχάτων ειδών.

     Μια τέτοια όμως ερμηνεία της θεωρίας των κατηγοριών, που την αποκηρύσσει αργότερα επίσημα ο Πορφύριος, παρότι το περίφημο «δέντρο» του χρησιμοποιείται συνήθως για την απεικόνισή της, βρίσκεται σε αντίθεση με το γενικό πνεύμα της αριστοτελικής ερευνητικής πορείας. Απόδειξη τού ότι οι αριστοτελικές κατηγορίες δεν αποτελούν τις πρώτες διαιρέσεις μιας συνολικής πραγματικότητας είναι το γεγονός ότι εκτός από το όν διαιρούν και το μη-όν: «Και το μη-όν λέγεται επίσης με πολλές έννοιες, αφού το ίδιο συμβαίνει και με το όν: για παράδειγμα ο μη-άνθρωπος σημαίνει μη είναι αυτό, το μη-ευθύ σημαίνει το μη είναι τέτοιο, το μη-τρίπηχυ σημαίνει μη είναι τόσο» (Ν, 2, 1089A 16). Δεν πρόκειται όπως βλέπουμε εδώ για την διαίρεση μιας περιοχής (διότι πώς θα ήταν δυνατόν να διαιρεθεί η περιοχή του μη-όντος;), αλλά για την διάκριση νοημάτων: νοημάτων που δεν αφορούν πλέον άμεσα στο όν, αλλά στο Είναι, αφού σκοπός είναι τώρα να γνωρίσουμε με ποιαν έννοια το όν λέγεται Είναι ή το μη-όν λέγεται μη-Είναι.

     Θα μπορούσαμε επομένως να διακρίνουμε δύο είδη κειμένων: αυτά στα οποία ο Αριστοτέλης μοιάζει να αφήνεται να οδηγηθεί από την παρουσία του όντος ως υποκειμένου, του οποίου κατά συνέπεια οι κατηγορίες αποτελούν τις υποδιαιρέσεις, και αυτά στα οποία αντιθέτως ακολουθεί το νόημα του όντος ως απαρέμφατο, όπως εμφανίζεται και στους λόγους περί του όντος: σ’ αυτήν την περίπτωση οι κατηγορίες υποδεικνύουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους σημαίνεται το όν (εστίν), ενώ οι διαφορετικοί λόγοι περί του όντος συνιστούν εδώ την κατεύθυνση της έρευνας. Αυτήν την τελευταία εκδοχή περιγράφει σαφώς ένα βασικό κείμενο του βιβλίου Γ: αφού υπενθυμίσει ότι το Είναι ή μάλλον το όν «λέγεται πολλαπλώς», ο Αριστοτέλης αναρωτιέται γιατί τα διαφορετικά ‘εστίν’ λέγονται όντα, που σημαίνει το όν αυτών των ‘εστίν’· αντιλαμβανόμαστε τώρα ότι η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση δεν είναι μία: διότι τα πράγματα «άλλοτε λέγονται όντα επειδή είναι ουσίες, άλλοτε επειδή είναι παθήματα της ουσίας…, άλλοτε επειδή είναι φθορές, στερήσεις ή ποιότητες, και άλλοτε επειδή παράγουν ή γεννούν ουσία» (Γ, 2, 003 5). Αν αναγνωρίσουμε σ’ αυτές της διατυπώσεις αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί σε άλλα σημεία κατηγορίες, οι απαντήσεις στο ερώτημα θα είναι πολλές: Με ποιαν έννοια θα αναγνωρίσουμε το όν; Η πολλαπλότητα των κατηγοριών θα εξέφραζε μιαν αδυναμία του φιλοσόφου να δώσει μια μοναδική απάντηση στο ερώτημα· διότι εάν «το εστίν ανήκει σε όλα αυτά τα πράγματα» που είναι η ουσία, η ποιότητα, η ποσότητα κ.λ.π., «δεν ανήκει όμως με τον ίδιο τρόπο». Επομένως οι κατηγορίες δεν είναι τόσο οι διαιρέσεις του εστίν, όσο οι τρόποι (πτώσεις) με τους οποίους το όν σημαίνει το ‘εστίν’. Και δεν απαντούν στο ερώτημα: Σε πόσα μέρη διαιρείται το ‘εστίν’, αλλά στο ερώτημα: Πώς σημαίνεται το όν.


Ερμηνεία τών κατηγοριών

     
Αυτό είναι λοιπόν τελικά το νόημα του θεμελιώδους ερωτήματος, του ερωτήματος που είναι «άλλοτε και τώρα και μονίμως το πρόβλημα, και το αντικείμενο της έρευνάς μας: Τί είναι το όν;» (Ζ, 1, 1028b 2). Δύο είδη απαντήσεων μπορούν να δοθούν σε αυτό το αίτημα: είτε να κατονομάσουμε  έναν ορισμένο αριθμό, και αν είναι δυνατόν, ακόμη και το σύνολο των πραγμάτων που λέμε ότι είναι· είτε να αναζητήσουμε την αιτία που αυτά τα πράγματα είναι, δηλαδή την ουσία του όντος. Σύμφωνα με ορισμένα κείμενα, και μάλιστα αυτά που περιλαμβάνονται στα Τοπικά, φαίνεται ότι η θεωρία των κατηγοριών αποτελούσε μιαν απάντηση του πρώτου είδους, δηλαδή μιαν απαρίθμηση των διαφόρων γενών των όντων (υπό τον όρο ότι αυτά νοούνται ως «διαιρέσεις» ενός βασικότερου γένους – μόνον ως προϋπόθεση –, το οποίο θα ήταν το όν (εστίν) στο σύνολό του). Έτσι εξ άλλου θα ερμηνευτεί από την φιλοσοφική παράδοση σε πολλές περιπτώσεις η θεωρία του Αριστοτέλη, ενώ στη σύγχρονη εποχή έχουμε την τάση να ξεχνάμε αυτά που ο Καντ δανείστηκε από την αριστοτελική θεωρία των κατηγοριών (δηλαδή το νόημα τής κατηγορικής σύνθεσης), την οποία και καταδίκασε αποκαλώντας την «πίνακα» κατηγοριών και «ραψωδία» μάλλον παρά «σύστημα». Εμπειρική απαρίθμηση την αποκαλεί ο Hamelin, και ημιτελή ο Prantl, ή να σταματά αυθαίρετα, εάν θεωρηθεί πλήρης, σε μια κλασσική κατάταξη δέκα κατηγοριών: σε κάθε περίπτωση μια θεωρία χωρίς αρχές και δομή, που αποδέχεται ως διαιρέσεις του όντος απλές γραμματικές διακρίσεις (Trendelenburg, Brunschvieg). Αλλά εάν ο Αριστοτέλης είχε την πρόθεση να απαντήσει στο ερώτημα Τί είναι το όν; με μιαν απλή απαρίθμηση, έστω εξαντλητική, θα κατέληγε στην παρατήρηση που διατυπώνει ο Σωκράτης στον Μένοντα, όταν ο τελευταίος ερωτώμενος περί της ουσίας της αρετής απαντά εκθέτοντας «ένα σμήνος αρετών». «Σμήνος», «ραψωδία»: δύο μεταφορές που όμως καταγγέλλουν το ίδιο λογικό σφάλμα, στο οποίο δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αριστοτέλης θα υπέπιπτε, μετά την σωκρατική προειδοποίηση, ακόμη και από απλή απροσεξία.

      Ο Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε να είχε συλλάβει το ερώτημα Τι είναι το όν; παρά μόνο με την έννοια της ουσίας ή – κάτι που είναι ταυτόσημο – με την έννοια του νοήματος. Αλλά εδώ ο Αριστοτέλης προσκρούει στην αναντίρρητη πολλαπλότητα των νοημάτων του όντος: το Είναι του όντος δεν έχει ένα μόνο νόημα αλλά πολλά νοήματα, πράγμα που σημαίνει ότι το όντως όν δεν είναι μία ουσία. Στην γνωστή διατύπωση «το όν λέγεται με πολλές έννοιες», απαντά ένα απόσπασμα των Αναλυτικών Υστέρων, που διατυπώνει την ίδια παρατήρηση με όρους της ουσίας: «Το όν δεν είναι ουσία κανενός πράγματος» (τό δ’ εἶναι οὐκ οὐσία οὐδενί) (Αναλ. Ύστ., ΙΙ 7, 92b 13). Επομένως η απάντηση στο ερώτημα Τι είναι το όν; δεν είναι ενιαία ούτε μονοσήμαντη. Εξ ού και ο πειρασμός του Αριστοτέλη, που εμφανίζεται στα κείμενα των Τοπικών και των δύο Ηθικών: να υποκαταστήσει έναν απλόν ορισμό με μιαν απαρίθμηση, έναν «κατάλογο», όπως θα έλεγε ο Leibniz. – Κατά μίαν έννοια δεν είχε άλλη επιλογή, και ο διάσπαρτος, αυθαίρετος και απροσδιόριστος χαρακτήρας που αποδίδεται συχνά στον αριστοτελικό πίνακα των κατηγοριών θα πρέπει να αποδοθεί όχι τόσο στον Αριστοτέλη όσο στο ίδιο το όν: ο πίνακας των κατηγοριών είναι μια «ραψωδία», επειδή ίσως και το ίδιο το όν είναι «ραψωδικό», ή τουλάχιστον μας δίδεται με την μορφή της «ραψωδίας», δηλαδή της διάσπασης. Και ο Αριστοτέλης δεν προσπαθεί να πει κάτι διαφορετικό όταν διακηρύσσει ότι το ερώτημα Τί είναι το όν; υπήρξε και είναι πάντοτε για μας προβληματικό και αντικείμενο έρευνας. Όταν καταλήγει, μετά την διαπίστωση των δυσκολιών στο παρόν και το παρελθόν, στην επίσημη διακήρυξη μιας απορίας που καμμιά προσπάθεια δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει, ανάγει σε θεωρία την αδυναμία ύπαρξης μιας απάντησης ενιαίας, δηλαδή ουσιαστικής, στο ερώτημα: Τί είναι το όν; Αναγνωρίζοντας ότι η φύση αυτού του προβλήματος το καθιστά αενάως υπό διαπραγμάτευση και αναζήτηση, σημαίνει ότι ο πίνακας των κατηγοριών είναι καταδικασμένος να μην μπορεί να υπάρξει παρά ως μια ραψωδία, να μην μπορέσει δηλ. ποτέ να αναχθεί σε σύστημα.

     Αλλά ο Αριστοτέλης δεν θα μπορούσε να αρκεστεί σε μιαν εμπειρική απαρίθμηση παραδειγμάτων, ακόμη και αν αυτά αποτελούσαν μιαν έγκυρη απαρίθμηση «προτύπων» όλων των υπαρχόντων πραγμάτων. Διότι, εάν η αναζήτηση αποδεικνύεται χωρίς τέλος και τα αποτελέσματά της παραμένουν αποσπασματικά, η απάντηση στο ερώτημα Τί είναι το όν;, δηλαδή «Ποιος είναι ο λόγος που σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση το όν λέγεται Είναι;», θα εξαρτάται από την εμπειρική πραγματικότητα της κάθε περίπτωσης. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο κακός διαλεκτικός απαντούσε στο Σωκράτη: «Η αρετή είναι η δικαιοσύνη, είναι η εγκράτεια, είναι το θάρρος κ.τ.λ.», θα μπορούσαμε να απαντήσουμε: «Το όν είναι η ουσία, είναι η ποσότητα, είναι η ποιότητα κ.τ.λ.». Αλλά υπάρχει επίσης ένα όν της ουσίας, ένα όν της ποσότητας, ένα όν της ποιότητας κ.τ.λ., και αν δεν μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «Πώς ορίζεται το είναι του όντος γενικώς;», θα πρέπει να απαντήσουμε σε κάθε μια από αυτές τις ερωτήσεις: Ποιό είναι το όν της ουσίας; Ποιό είναι το όν της ποιότητας; κ.τ.λ. Η πολλαπλότητα των ερωτήσεων δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να δώσουμε μια συγκεκριμένη απάντηση σε κάθε μια χωριστά, και η απάντηση αυτή θα πρέπει να αφορά στο νόημα της λέξης όν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Και εάν η θεωρία των κατηγοριών γεννήθηκε από την αδυναμία να δωθεί μια μοναδική απάντηση στο ερώτημα «Τί είναι το όν;», εκφράζει λιγότερο την πολλαπλότητα των απαντήσεων σ’ αυτό το ερώτημα, από ό,τι την πολλαπλότητα των ερωτημάτων  στα οποία μας παραπέμπει αυτό το βασικό ερώτημα μόλις προσεγγίζουμε την απάντηση. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά: ο πίνακας των κατηγοριών δεν διατυπώνει μια ποικιλία φύσεων στις οποίες θα διαμοιράζονταν το όν στο σύνολό του, αλλά την ποικιλία των μορφών με τις οποίες το Είναι εμφανίζεται να σημαίνει το όν, όταν το ρωτήσουμε για το νόημά του.


Προσεγγίσεις τής λύσης

     
Λέγοντας ότι το πρόβλημα του όντος παραμένει αιωνίως «ζητούμενο», σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε πως τα νοήματά του δεν θα συγκλίνουν ποτέ σε μιαν ενότητα, ή ακόμη ότι δεν υπάρχει μια γενική κατηγορία, της οποίας οι υπόλοιπες θα αποτελούσαν μέρη. Μεταξύ των εννοιών της διαίρεσης και της ομωνυμίας, ανάμεσα στις οποίες φαίνεται κάποτε να διστάζει ο Αριστοτέλης (η δυαδικότητα των οποίων προδίδει ίσως και την διπλή προέλευση,  πλατωνική και σοφιστική, της θεωρίας), θα πρέπει λοιπόν να επιλέξουμε αυτήν της ομωνυμίας. Σχολαστικός αναλυτής της σκέψης του Αριστοτέλη ο Πορφύριος, και πολύ λίγο διατεθειμένος να τονίσει τις αντι-πλατωνικές του απόψεις, οπωσδήποτε δεν σφάλλει. Μετά την υπενθύμιση ότι «η θεωρία του Αριστοτέλη» αρνείται να  αναγνωρίσει στο όν ένα ανώτερο γένος, προσθέτει: «Σύμφωνα με αυτά που αναφέρει ο Αριστοτέλης στις Κατηγορίες, θα πρέπει να δεχτούμε ότι τα δέκα πρωταρχικά γένη είναι ένα είδος πρώτων αρχών· και θεωρώντας επίσης ότι μπορούμε να τα αποκαλέσουμε όλα όντα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αριστοτέλη, μπορούμε να τα αποκαλέσουμε έτσι όχι ως προς την συνωνυμία τους, αλλά ως προς την ομωνυμία. Διότι αν πράγματι το όν ήταν το μοναδικό γένος, κοινό σε όλα τα πράγματα, όλα τα πράγματα θα αποκαλούντο όντα λόγω συνωνυμίας. Αλλά δεδομένου ότι υπάρχουν όντως δέκα πρωταρχικά γένη, αυτή η ομοιότητα της ονομασίας τους είναι καθαρά λεκτική και δεν ανταποκρίνεται σε έναν ενιαίο ορισμό, που αυτή η ονομασία θα εξέφραζε» (Εισαγωγή εις τας Αριστοτέλους κατηγορίας).

     Δεν υπάρχει σαφέστερη επιβεβαίωση της ομωνυμίας του όντος, και τα κείμενα του Αριστοτέλη που ήδη αναφέραμε μας οδηγούν επίσης προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά και πάλι εδώ, προσπαθώντας να διυλίσουμε τον κώνωπα, καταπίνουμε την κάμηλο. Διότι η πολεμική του Αριστοτέλη κατά των σοφιστών ανέδειξε τον συμβαίνοντα χαρακτήρα της ομωνυμίας, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τρόπους αποφυγής του. «Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε διαφορετικά νοήματα σε μια λέξη, αρκεί να είναι ορισμένα, διότι είναι δυνατόν κάθε λόγος να έχει ένα διαφορετικό όνομα» (Γ, 4, 1006a 34). Ας εφαρμόσουμε τώρα την ίδια διαδικασία στο όν: η λέξη όν θα παραχωρούσε την θέση της σε μια πληθώρα νοημάτων, με συγκεκριμένη ονομασία και περιεχόμενο, που θα την καθιστούσαν περιττή· όπως ακριβώς και εκείνοι οι σοφιστές, των οποίων ο Αριστοτέλης καταγγέλλει τα τεχνάσματα, θα λύναμε το πρόβλημα του όντος εξαλείφοντας τη λέξη όν εξ αιτίας της ασάφειάς της, και θα αναφερόμασταν μόνο σε ουσίες, σε ποσότητες, σε σχέσεις κ.τ.λ.

     Αλλά το όν δεν επιτρέπει τόσο εύκολα την εξάλειψή του: διατηρεί την παρουσία του πίσω από κάθε κατηγορία, ακόμη και αν αυτή η παρουσία είναι σκοτεινή, και δεν περιορίζεται σε ένα είδος του γένους· διότι εάν το όν δεν είναι ένα γένος, παραμένει γεγονός ότι «κάθε γένος είναι όν», και ακόμη και αν δεν είναι καθολικό, το όν εξακολουθεί να είναι «αυτό που είναι κοινό σε όλα τα πράγματα». Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να αναφέρουμε το όν, ακόμη και αν κάθε λόγος για το όν είναι ασαφής· ή μάλλον δεν έχουμε άλλη επιλογή, διότι δεν μπορούμε να πούμε τίποτε για κανένα πράγμα χωρίς να δηλώσουμε ότι είναι αυτό, ή ότι είναι τέτοιο, κ.τ.λ. Επομένως η ομωνυμία του όντος δεν είναι σαν τις άλλες ομωνυμίες, με την έννοια ότι αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια του φιλοσόφου να την περιορίσει: προσπαθώντας να περιορίσουν το όν σε ένα από τα νοήματά του, οι Ελεάτες κατέστησαν αδύνατο τον ανθρώπινο λόγο, ενώ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στους σοφιστές ότι, έστω και ακούσια, τόνισαν στο έπακρο την ματαιοδοξία των ελεατικών αξιώσεων. Αλλά ανάμεσα στην αυστηρότητα των Ελεατών, που αρνούνται την ομωνυμία, και την αδιαφορία των σοφιστών, που την αγνοούν, συντίθεται σταδιακά η καθεαυτό θέση του Αριστοτέλη: η ομωνυμία του όντος θα πρέπει να περιορισθεί, αλλά μόνο μέσα από μιαν επ’ αόριστον έρευνα, και αυτό ακριβώς το επ’ αόριστον της έρευνας αποκαλύπτει ταυτόχρονα την απαίτηση της μονοσημίας και την αδυναμία επίτευξής της. Επειδή το όν έχει πολλαπλά νοήματα και έναν απροσδιόριστο αριθμό νοημάτων, δεν θα πάψουμε ποτέ να θέτουμε το ερώτημα: Τί είναι το όν; Το όν βρίσκεται πάντοτε πέρα από τα νοήματά του: εάν διασκορπίζεται μέσα σ’ αυτά, δεν εξαντλείται σ’ αυτά, και αν κάθε μια από τις κατηγορίες εκφράζει άμεσα το όν, όλες μαζί οι κατηγορίες δεν θα είναι ποτέ ολόκληρο το όν. Πρέπει επομένως να διατηρήσουμε την λέξη όν για να προσδιορίσουμε αυτό που είναι πέραν των κατηγοριών, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν, και που όμως δεν αφήνεται να περιοριστεί σ’ αυτές.

     Η διάκριση ανάμεσα στην συνωνυμία και την ομωνυμία, στην οποία περιορίζονται οι Κατηγορίες, δεν επαρκεί για να καλύψει την ιδιαίτερη περίπτωση, θεμελιώδους σημασίας, της λέξης όν. Αν δεχτούμε την συνωνυμία, καθιστούμε το όν ένα γένος, πράγμα που δεν είναι. Αν όμως δεχτούμε την ομωνυμία, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η ομωνυμία είναι αναντίρρητη, ότι δεν είναι καθόλου το αποτέλεσμα μιας τυχαίας και επανορθώσιμης έλλειψης του ανθρώπινου λόγου, και επιπλέον ότι παραδόξως είναι θεμιτό να αναφερόμαστε στο όντως όν, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ασάφεια αυτής της έκφρασης.


(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου