Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Η “ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ” ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ, ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. (3)

Συνέχεια από:Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Η “ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ” ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ, ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. 
ΤΟΥ ENRICO BERTI.
          

Εξ’άλλου ο Αριστοτέλης, όταν ξεκινά στο IV βιβλίο τής Μεταφυσικής, τήν μεταφυσική αναζήτηση, δεν έχει ανάγκη να επιστρέψει στο γίγνεσθαι, αλλά αρχίζει κατευθείαν από την μονοσημαντότητα τού Είναι, φανερώνοντας και τονίζοντας ότι το Είναι σαν Είναι λέγεται με πολλές σημασίες (Μεταφ. IV 2, 1003 Α 33). Φυσικά στο "Είναι σαν Είναι" συμπεριλαμβάνεται και το γίγνεσθαι, μάλιστα δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Είναι σαν Είναι δεν είναι άλλο από το ίδιο το γίγνεσθαι, (δηλαδή με την εμπειρία, όπου στην Μετφ. 1009 α 31-32, λέει: “Πρέπει να ερευνηθούν οι πρώτες αρχές του είναι σαν είναι”), υπολογιζόμενο όμως σαν είναι, δηλαδή στην ολότητα τών στιγμών του, όχι καθότι παρόν σε μία διάσταση καθαρά χρονική δηλαδή. Η μελέτη τού γίγνεσθαι από την οπτική γωνία τού χρόνου δεν θα ανήκε στην μεταφυσική, αλλά στην φυσική: στην φυσική εξ άλλου ανήκει η θεωρία τού χρόνου. Εάν κατά την διάρκεια τής αναζητήσεως στο IV βιβλίο ο Αριστοτέλης επικαλείται το γίγνεσθαι με την χρονική έννοια, όπως στο χωρίο που εξετάσαμε, το κάνει διότι είναι αναγκασμένος να συζητήσει με “φυσικούς” και η συζήτησή του συνίσταται ακριβώς στο να τους επαναφέρει από μία φυσική εννοιολόγηση σε μία μεταφυσική τού γίγνεσθαι, δηλαδή στην λύση του στην πολυσημαντότητα τού Είναι, όπως πραγματοποιείται ακριβώς μέσω τής διάκρισης ανάμεσα στο δυνάμει και ενεργεία. (Φυσ. Ι 7,190 b 11: το γινόμενον άπαν αεί συνθετόν εστι, Φυσ. VI, 234 b 10: το δε μεταβάλλον άπαν ανάγκη διαιρετόν είναι. Κάτι που συναντάται και στον Πλάτωνα, Παρμ. 130 C). Υπέρ αυτής τής λύσεως μαρτυρεί και η αντιελεατική πολεμική τού Αριστοτέλη, στην Φυσ. Ι 2-3, στην διάρκεια τής οποίας ο λόγος για τον οποίο οι Ελεάτες αρνούνται το γίγνεσθαι, επισημαίνεται στην προϋπόθεσή τους ότι το Είναι είναι Ένα. Υπάρχει επίσης και η επιβεβαίωση τής λύσης τού γίγνεσθαι στην πολλαπλότητα, στην εισαγωγή τού υλικού υποστρώματος, στην Φυσ. Ι έτσι ώστε να σωθεί κατά κάποιο τρόπο το γίγνεσθαι και σ ’αυτό το πλαίσιο : διότι ύλη σημαίνει απροσδιοριστία, δηλαδή πολλαπλότης!
          Σε όποιον λοιπόν, μέσω τής κατάργησης τού γίγνεσθαι εννοημένου χρονολογικώς ισχυρίζεται ότι κατήργησε κάθε μεταφυσική πλατωνικού ή αριστοτελικού τύπου, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε ότι δεν βασίζεται η μεταφυσική σε ένα παρόμοιο γίγνεσθαι αλλά μάλλον η φυσική, δηλαδή η επιστήμη, η τεχνική! Τό μοναδικό γίγνεσθαι με το οποίο ασχολείται η μεταφυσική είναι η πολλαπλότης τού Είναι, εκείνη η πολλαπλότης η οποία από  την στιγμή που θα γίνει αποδεκτή, καθιστά αδύνατη κάθε επιστροφή στον Παρμενίδη!
          Η διάκριση ανάμεσα σε δυνάμει και ενεργεία, εάν δεν λύνει το γίγνεσθαι στην πολλαπλότητα, δεν προσθέτει τίποτε καινούργιο στην σύλληψη τού Είναι τού Αριστοτέλη όπως εκτίθεται στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου IV εκείνη δηλαδή σύμφωνα με την οποία το Είναι λέγεται με πολλές σημασίες. Μάλιστα δε, επειδή η πολλαπλότης τού Είναι δεν είναι άλλο παρά η αδυναμία τής ταυτίσεως κάθε όντος με όλα τα άλλα τα οποία δεν “είναι” αυτό, δηλαδή δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την αρχή τής μη-αντιφάσεως, η διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και ενεργεία δεν είναι κάτι νέο σχετικά με την αρχή τής μη αντιφάσεως, αλλά είναι απλώς μία διαφορετική διατύπωση. Όπως είδαμε χρειάζεται για να αποδείξει ότι το γίγνεσθαι δεν είναι αντιφατικό μάλιστα δε είναι η ίδια η πολλαπλότης τού Είναι, δηλαδή η ίδια η αρχή τής μη-αντιφάσεως.
          Μ ’αυτό όμως δεν αποφύγαμε την απορία τού γίγνεσθαι, εκείνη την αυθεντική, η οποία συνίσταται όχι στην υποτιθέμενη αντιφατικότητά του, αλλά στο πρόβλημα τής δυνατότητος τής πολλαπλότητος. Αυτή είναι η αληθινή απορία στην οποία βρέθηκαν απασχολημένοι οι προσωκρατικοί και είναι ακριβώς η έλλειψη λύσεως αυτής τής απορίας που διακινδυνεύει την αξία τής αρχής τής μη-αντιφάσεως.
          Η φύση αυτής της απορίας διευκρινίζεται μέσω τής εξέτασης τής λύσεως πού προτείνει ο Αριστοτέλης. Αυτή περιέχεται στήν δεύτερη των δύο φάσεων στις οποίες αρθρώνεται η αναίρεση τού Αναξαγόρα και του Δημόκριτου! Και είναι με την σειρά της το πρώτο χωρίο από τα λεγόμενα “Θεολογικά” τής Μετφ. IV. Έτσι λοιπόν αμέσως μετά τον λόγο για το δυνάμει και ενεργεία, ο Αριστοτέλης προφανώς συνειδητοποιώντας την ανεπάρκεια όσων ήδη είχε πει, προσθέτει: “επιπλέον θα απαιτήσουμε από αυτούς υπολαμβάνειν και άλλην τινά ουσίαν είναι τών όντων στην οποία ούτε κίνησις υπάρχει, ούτε γένεσις, ούτε φθορά”. (Μετφ: IV, 1009 α36-38).
          Τα χωρία τής Μετφ. IV λεγόμενα “Θεολογικά”, διότι περιέχουν μία φανερή αναφορά στην υπεραισθητή πραγματικότητα, δηλαδή το χωρίο που είδαμε και τα επόμενα τα οποία θα εξετάσουμε σε λίγο, υπήρξαν αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στούς ερμηνευτές, κάτι που μαρτυρεί την σπουδαιότητά τους! Ο W. Jaeger συμμορφούμενος με την θέση μίας εξέλιξης τής μεταφυσικής τού Αριστοτέλη από μία πλατωνίζουσα φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσοχή στις υπεραισθητές πραγματικότητες σε μία εμπειριστική φάση, στραμμένη στην μελέτη τής αισθητής ουσίας, υπολόγισε την θεωρία τού "είναι καθότι είναι", η οποία περιέχεται στο βιβλίο IV, σαν μία επινόηση την οποία σκέφτηκε ο Αριστοτέλης στην τελευταία σύνταξη τής Μεταφυσικής μέ τόν σκοπό νά συνδέσει μεταξύ τους την έρευνα στο υπεραισθητό και εκείνη στο αισθητό, ενώνοντας τα δύο επίπεδα τής πραγματικότητος σε μία μοναδική έννοια περιέχουσα και τα δύο. Συνεπώς κάθε αναφορά στήν υπεραισθητή πραγματικότητα, δηλαδή κάθε “θεολογικό” χωρίο περιεχόμενο στην Μετφ. IV το οποίο δεν βρίσκεται σε αρμονία με την γενική μεταφυσική, ή φαινομενολογία τών διαφόρων σημασιών τού όντος, η οποία αποδίδεται στο βιβλίο, υπολογίζεται σαν ένα υπόλειμμα μίας προηγούμενης σύνταξης, ανήκουσας στην πλατωνίζουσα περίοδο, το οποίο θα είχε απορρίψει ο Αριστοτέλης από την καθοριστική σύνταξη τής Μεταφυσικής, αλλά οι εκδότες κατά λάθος θα το είχαν επανεισάγει!
          Άλλοι υποστηρικτές τής εξελικτικής θέσης, αντιστρόφως όμως από την θέση τού Jaeger, όπως ο Paul Gohlke, θέλησαν να αποβάλουν με ανάλογο σκεπτικό τα “θεολογικά” χωρία από τα περιεχόμενα τής Μεταφυσικής. Επειδή λοιπόν η αριστοτελική μεταφυσική θα είχε αναπτυχθεί, κατά την γνώμη τους, από μία εμπειρική φάση σε μία θεολογική, τα χωρία αυτά θα ήταν προσθέσεις στην πρώτη σύνταξη τής μεταφυσικής, τα οποία περιέλαβε ο Αριστοτέλης μετά την αποδοχή τής έννοιας τής μεταφυσικής σαν Θεολογίας. Είναι φανερό ότι αυτή τα συμπεράσματα είναι καρπός μίας θεωρητικής προϋπόθεσης παντελώς αδικαιολόγητης, δηλαδή τού διαχωρισμού τής μεταφυσικής σε οντολογία και θεολογία, ή γενικής μεταφυσικής  και ειδικής. Το γεγονός ότι κατέστη αναγκαίος αυτός ο διαχωρισμός αποδεικνύει αντιθέτως ότι στην Μεταφυσική IV Οντολογία και Θεολογία, δηλαδή θεωρία τού "είναι καθότι είναι" και απόδειξη τής υπεραισθητής πραγματικότητος ήταν στενά συνδεδεμένες. Αυτός ο σύνδεσμος ακριβώς, καθότι αποδεικνύεται φιλολογικώς, πρέπει να διευκρινισθεί από την θεωρητική του πλευρά!

Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου