Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Ο προφητικός λόγος και ο Χριστός

Σωτήρης Γουνελάς
 
Τι είναι ένας προφήτης, όπως μας έρχεται από την Π. Διαθήκη; Είναι κάτι σαν μάντης ή ένας που προλέγει αυτά που θα συμβούν; Προφήτης είναι αυτός που μεταφέρει στους ανθρώπους τις βουλές του Θεού, είναι κατά κάποιο τρόπο η φωνή του. Η φωνή είναι πιο κοντά στον θείο Λόγο: όποτε παρουσιάζεται ο προφήτης να επικοινωνεί με τον Θεό, ακούει φωνή. Και όποτε συμβαίνουν ξεχωριστά γεγονότα με τον Χριστό, όπως στον Ιορδάνη και στο Θαβώρ πάλι ακούγεται η Φωνή του Πατέρα. Αποκορύφωμα θα μπορούσε να είναι η ρήση του Χριστού όταν απευθύνεται στον Πιλάτο: «πας ο ών εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής» (Ιω.18,37). Εξαίρεση μπορεί να πει κανείς ότι συνιστούν οι πλάκες του Μωυσή αλλά και εκεί έχει προηγηθεί φωνή και συνομιλία.

Οι προφήτες είναι όργανα του Θεού κι αυτό προϋποθέτει ένα είδος αυτοπαραίτησης από τον εαυτό σου, μια κένωση, μια κατάργηση του Εγώ. Παρεμβαίνουν διαρκώς ενώπιον του λαού, των βασιλέων, των ιερέων και προωθούν διόρθωση των κακώς κειμένων. Δεν φροντίζουν σώνει και καλά να τηρείται μια ιερατική τάξη. Έχουν πιο πολύ σχέση με τη ζωή και την σημασία της, υπαγορεύουν πράξεις που τους υπαγορεύει ο Γιαχβέ (σημαίνει Εγώ ειμί ο Ων), γνωρίζουν τις συνέπειες αυτών που συμβαίνουν, ξέρουν το νόημα των συμπεριφορών, φανερών ή κρυφών, και σε πολλές περιπτώσεις συγκρούονται με ιερείς ή άρχοντες. Μπορούν να περιγράψουν την αλλοίωση της σχέσης του Θεού με τους ανθρώπους του συγκεκριμένου λαού, τον κλονισμό αυτής της σχέσης ή την παραμόρφωσή της και βεβαίως να υποδείχνουν τρόπους επαναφοράς και αποκατάστασης της ιερής τάξης. Και το πρώτο και το δεύτερο γίνονται σύμφωνα με τα όσα τους υπαγορεύει ο Θεός.

Αυτό που λέγαμε στην αρχή για την φωνή, που στην ουσία αρνήθηκαν ν’ ακούσουν ο Αδαμ και η Εύα, αυτό κάνουν οι προφήτες: κηρύττουν τη φωνή του Θεού και μάλιστα χρησιμοποιούν την έκφραση: «τάδε λέγει Κύριος».

Το πόσο σημαντική είναι η παρουσία των προφητών το επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός σε τρεις κρίσιμες περιπτώσεις. Την πρώτη στον Ιορδάνη όπου βαφτίζεται από τον Ιωάννη παρ’ όλο που ο Ιωάννης ξέρει ότι χρειάζεται αυτός να βαφτιστεί από τον Χριστό και του το λέει.

Την δεύτερη στον ναό, όταν σηκώνεται για πρώτη φορά να διαβάσει από τα ιερά Βιβλία. Διαβάζει λοιπόν από τον Ησαία το παρακάτω απόσπασμα:

«Πνεύμα Κυρίου επάνω μου, γιατί με έχρισε. Με έστειλε να φέρω στους φτωχούς χαρμόσυνο άγγελμα, να θεραπεύσω όσους έχουν συντριμμένη καρδιά, να κηρύξω την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, και την αποκατάσταση της όρασης των τυφλών, να ελευθερώσω εκείνους που πιέζονται, να κηρύξω το έτος της ευνοίας του Κυρίου».

Στο απόσπασμα του Ησαία διαβάζει ο Χριστός μια θεοφάνεια, που αφορά τον ίδιο, και που εναρμονίζεται με όλα τα βασικά στοιχεία που αφορούσαν το πνεύμα των προφητών. Με εμένα, λέει ο Χριστός, έρχεται ένας άλλος χρόνος στην ιστορία του κόσμου. Εγώ εκπληρώνω τα γραφόμενα εδώ, τους λέει, στο Πρόσωπό μου πραγματοποιείται το θέλημα του Πατέρα έτσι ώστε να κυριαρχεί η λύτρωση και η θεραπεία και η προοπτική της σωτηρίας. (Ευαγγελικό ανάγνωσμα: Λκ. 4, 16-22).

Την τρίτη
στο Θαβώρ. Η μεταμόρφωσή του μπροστά στα μάτια των τριών μαθητών και το όραμά τους όπου ο Χριστός λουσμένος στο φως στέκεται μαζί με τον Μωυσή και τον Ηλία. Η εικόνα σημαίνει τρία πράγματα: ότι τηρείται η παράδοση, ότι υπάρχει συνέχεια, και βέβαια ότι γίνεται η είσοδος στον καινούργιο κόσμο του Χριστού.

Στην χριστιανική θεώρηση της ζωής, όπως την παρακολουθούμε στα Ευαγγέλια και την διαβάζουμε στους Πατέρες, στους μεγάλους θεολόγους και στους Αγίους, η δημιουργία σημαδεύεται από την Πτώση και την έξοδο από την παραδείσια κατάσταση. Αυτό πιο πολύ σημαίνει την αρχική κλήση του ανθρώπου να ζει σε πλήρη κοινωνία με τον Θεό και την θεία πραγματικότητα και σταδιακά να ολοκληρώσει το κατ’ εικόνα σε ομοίωση, παρά να υπογραμμίσει την ενοχή των πρωτοπλάστων. [Το σχήμα εδώ δεν είναι πτώση-λύτρωση αλλά είναι δημιουργία-θέωση]. Κάτι αρχέγονο έσπασε, μια αρχική ενότητα με τον Δημιουργό της Ζωής και χρειάζεται αποκατάσταση. Σ’ αυτή τη γραμμή δουλεύουν οι προφήτες, στην ίδια με πιο άμεσο τρόπο εργάζεται ο Χριστός.

Τι είναι αυτό που έχει χαλάσει την αρχική σχέση: το Εγώ, η ανυπακοή, η ανταρσία που λέει όχι το δικό Σου θέλημα Θεέ, αλλά το δικό μου. Ποιός έρχεται και μιλά συνέχεια για το αντίστροφο; Ο Χριστός. Σταυρώνεται, θυσιάζεται, πάσχει λέγοντας: όχι το δικό μου αλλά το δικό Σου. Κι όταν πλάθει πηλό για να θεραπεύσει τον τυφλό, είναι σαν να ξαναρχίζει την δημιουργία μια δεύτερη φορά, για να διορθωθεί η παρέκκλιση και να ιαθεί η πάσχουσα ανθρώπινη φύση και θέληση.

Οι προφήτες και γενικά ο προφητικός λόγος καταγγέλλει συχνά την απομάκρυνση του λαού από τον Θεό και ακόμη την αντικατάσταση του Θεού και του θελήματός του από ψευτοποιμένες που «διαφθείρουν τον αμπελώνα μου, μολύνουν την μερίδα μου» (όπως ακούμε να λέει ο Θεός δια στόματος Ιερεμία). Μα υπογραμμίζεται και κάτι άλλο στον προφητικό λόγο και μάλιστα στον Ησαία: η εσχατολογική διάσταση, ο ερχομός ενός μεσσία που θα συνάξει τα διασκορπισμένα τέκνα και θα αποκαταστήσει την τάξη, την ενότητα, την Κοινότητα. Αυτό είναι το περίφημο «ινα ώσιν έν» ή «Εγώ και ο Πατήρ έν εσμέν» (Ιω. 10,30) που διακηρύττει ο ίδιος ο Χριστός, προαναγγέλλοντας την Εκκλησία: «Ιδού Κύριος Κύριος μετά ισχύος έρχεται» (Ησαίας 40,10-11) και «Ιδού εξεγείρω ποιμένα επί την γην» (Ζαχαρίας 11,16).

Εργάζεται λοιπόν ο Χριστός «ίνα μαρτυρήσει τη αληθεία» (Ιω,18,37) όπως λέει στον Πιλάτο και «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν», όπως λέει στον Πατέρα του (Ιω.17,22-23). Και εργάζεται ως ο Ποιμένας που οδηγεί το ποίμνιο, όμως μέσα στην ιστορία η σχέση διαταράσσεται για να μην πω ότι φορές φορές καταργείται και φυσικά όλο και κάποιος ψευτοπροφήτης ή ψευτοποιμένας εμφανίζεται. Αυτό είναι ένα μόνιμο πρόβλημα αιώνες ολόκληρους. Ποιος δηλαδή ακούει τη φωνή του Ποιμένα Χριστού για να προχωρήσει ως αληθινό μέλος της ποίμνης-Εκκλησίας και ποιος ακούει άλλες φωνές που θέλουν να αντικαταστήσουν τη Φωνή Εκείνου. Ωστόσο, συμπληρωματικά πρέπει να πω εδώ ή μάλλον να ρωτήσω: αυτοί που δεν ακούνε τη Φωνή του Χριστού ξέρουν ότι υπάρχει ως Φωνή Αγάπης, Θεραπείας, Ευαισθησίας, Ελευθερίας, Σωτηρίας, ή ξέρουν ότι είναι Φωνή Κρίσεως, Τιμωρίας, επιβεβαίωσης Ενοχής, Καταδίκης της αμαρτίας;

Για πολλούς ακόμη και ορθόδοξους ισχύει το δεύτερο. Μπορεί να πιστεύουν, να εκκλησιάζονται αλλά να μην έχουν ακούσει το απόσπασμα του Ησαία που πρωτοδιάβασε ο Χριστός όπως ανέφερα στην αρχή και που είναι πλήρες αγάπης, συγχώρησης και σπλάχνισης προς όλους. Αυτά που διαβάζει έρχονται και επιβεβαιώνονται από την κορυφαία διατύπωση του Χριστού στους μαθητές που λέει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από το να θυσιάσει κανείς τη ζωή του για τους φίλους του (Ιω.15,13). Τί σημαίνει αυτή η διατύπωση για μας τους ανθρώπους; Ποιά είναι η προέκταση της σημασίας της; Σημαίνει ότι η σχέση μας σαν έκφραση αγάπης προς τον άλλο μπορεί να φτάνει μέχρι τη θυσία. Σημαίνει ότι μέσα από την αγάπη για τον άλλο, υπάρχω. Είναι ζήτημα οντολογικό και υπαρξιακό η Αγάπη για την οποία κάνει λόγο ο Χριστός και που την κάνει Πράξη με τη σταύρωσή Του.

Σήμερα εδώ και χρόνια ο πολιτισμός που κυριαρχεί είναι πολιτισμός του εξατομικευμένου ανθρώπου που μεριμνά πρώτιστα για τον εαυτό του και φτάνει να αυτοπροσδιορίζεται από μόνος του (με τις τελευταίες μάλιστα εξελίξεις θα προσδιορίζει και το φύλο του).

Όταν ο Χριστός λέει απευθυνόμενος στον Πατέρα: «Όχι το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου», σημαίνει ότι το θέλημα του Πατρός, η Αγάπη, η Θυσία, η Ελευθερία, η Υπέρβαση του θανάτου, είναι άρρηκτα δεμένα. Ο Θεός Πατέρας και ο Υιός Λόγος με το Άγιο Πνεύμα δεν βρήκαν άλλον τρόπο να αποκατασταθεί η ροή της ζωής παγκοσμίως παρά μέσα από την θυσία του Υιού, την σταύρωση και την Ανάσταση. Ελεύθερα προχωρεί στον θάνατο ο Χριστός και τον αποδέχεται-τον θάνατο της ανθρώπινης φύσης του βέβαια- ώστε να υπάρξει η Ανάσταση του γένους των ανθρώπων που αποτέλεσε σκάνδαλο για τους Εβραίους και μωρία για τους Έλληνες. Και πως δεν θα ήταν;

Ένα τέτοιο γεγονός ανατρέπει τα ως τότε καλώς και κακώς κείμενα, ανοίγει νέο Δρόμο στη ζωή, προτείνεται για πρώτη φορά η θεανθρωπία ως τρόπος ζωής, υπερβαίνονται τα φθοροποιά στοιχεία και μετέχει ο άνθρωπος της όντως ζωής την οποία του αποκαλύπτει ο Χριστός. Αποκαλύπτει «το μυστήριον χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένον…» (Ρωμ.16,25) όπως λέει ο Παύλος. Ο θάνατος του Χριστού σημαίνει και θάνατο του παλαιού ανθρώπου, του ανθρώπου της Πτώσης και της Αμαρτίας, του ανθρώπου που στο Πρόσωπο του Αδάμ και της Εύας έχασε το δρόμο του και μπλέχτηκε σε λαβύρινθο ζωής. Και σημαίνει ταυτόχρονα ανάσταση του ανθρώπου: κάλεσμα σε νέα ζωή εκτός αμαρτίας αφού είμαστε ενωμένοι με τον Χριστό, άρα στραμμένοι πάλι στην διάσταση της θείας πραγματικότητας που μας έλκει προς τα άνω να πορευτούμε στην τελική ανάσταση. Αλλά η ανάσταση αρχίζει από εδώ είναι η έξοδος ή ο αγώνας κατά της αμαρτίας, η προσήλωση στο Φως και στη Φωνή του Υιού και Λόγου και εκείνων που τον ακολούθησαν με προσωπική εμπειρία και όχι με τη διάνοια.

Στην παγκόσμια ιστορία και την χριστιανική φαίνεται πως μπλέχτηκαν τα πράγματα και τα θελήματα και συχνά, ειδικά μετά τα σχίσματα των Εκκλησιών έχεις την αίσθηση ότι αντί να λέμε και να κάνουμε το θέλημα του Πατρός λέμε και κάνουμε το δικό μας. Οι προφήτες της Π. Διαθήκης συνδέουν σχεδόν σε απόλυτο βαθμό τις καταστροφές, τις αρνητικές συνέπειες, την γενικότερη παρακμή ενός λαού και μιας κοινωνίας, με αυτό ακριβώς: την περιφρόνηση ή απόρριψη του θείου θελήματος και την καταφυγή στις επιθυμίες, στα πάθη, στις αντιδικίες, στις διεκδικήσεις εξουσίας και δύναμης, στους αντίποδες, δηλαδή, των όσων ζητάει ο Θεός. Ο Χριστός στα Ευαγγέλια δεν θέτει ζήτημα κρίσης αλλά σωτηρίας, και λέει ρητά και ξεκάθαρα ότι περνάει μέσα από Αυτόν, γιατί αυτά που λέει και κάνει έχουν άμεση σχέση με τον Πατέρα μέσα από την ενότητα για την οποία είπαμε πριν. Με μια φράση: η κυριότερη αλλαγή που επέρχεται με το κήρυγμα του Χριστού είναι η ενεργοποίηση της σχέσης με το Πρόσωπο Του για να ανακαινιστεί και μεταμορφωθεί ό άνθρωπος: να αγιάσει ή να χριστοποιηθεί κατά την έκφραση Νικολάου Καβάσιλα. Εάν δεν γίνει αυτό, εάν δεν κυριαρχεί μια τέτοια διάσταση στην Χριστιανοσύνη, το πνεύμα της Εκκλησίας αλλοιώνεται και παραμορφώνεται, το αναστάσιμο χαρμόσυνο άγγελμα εξατμίζεται και ο κόσμος αγκαλιάζει την Εκκλησία και την εκκοσμικεύει. Το νόημα της ζωής-γιατί ο Χριστός λέει Εγώ είμαι η ζωή και Εγώ είμαι η Αλήθεια- χάνεται, σκοτεινιάζει και σε πολλές περιπτώσεις σβήνει, ακολουθεί σειρά διαιρέσεων, το υλικό χωρίζεται από το πνευματικό, το ηθικό από το φυσικό, το σώμα από το πνεύμα, οπότε σιγά σιγά χάνεται και η σημασία του θείου θελήματος και η ανάγκη εναρμόνισης του ανθρώπινου θελήματος με εκείνο του θείου. Με μια φράση αυτό σημαίνει ότι εκείνα που πρέσβευαν οι Προφήτες και πάνω από όλα ο Χριστός που λέει και ξαναλέει στα Ευαγγέλια, όχι το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου αναφερόμενος στον Πατέρα, έχουν παραμεριστεί αν όχι και λησμονηθεί ή να το πω πιο σωστά μπορεί να τα γράφουμε, να τα μελετούμε, αλλά να μην τα βιώνουμε, ούτε να αναζητούμε τρόπους για να τα κάνουμε πράξη.

Να λοιπόν που οι ρήσεις και προρρήσεις και προφητείες όπως μας έρχονται από τα μακρινά εκείνα χρόνια, καθώς και όλες οι ρήσεις του Χριστού που συνδέουν την Εκκλησία με την Βασιλεία του Θεού, μας ξυπνούν το νόημα και τη σημασία της ζωής και της προοπτικής της και ΣΗΜΕΡΑ. Παρά τις αντιρρήσεις όσων ζητούν να εκσυγχρονιστούν τα πάντα[-αλήθεια σε ποια βάση, των συντεταγμένων του ευρωπαϊκού πολιτισμού-που κατάντησε πολιτισμός της Οικονομίας της Αγοράς, του αμερικανικού που όλα του στηρίζονται στην επιχειρηματικότητα στις πωλήσεις όπλων και στην ηλεκτρονική εικονική πραγματικότητα ή στον κινέζικο πολιτισμό όπου έχουμε την ραγδαία καπιταλιστικοποίηση μιας απέραντης χώρας υπό την αιγίδα του ΚΚΚ;]-, υποδείχνουν τρόπους επαναφοράς και αποκατάστασης νοημάτων και σημασιών για πιστούς και άπιστους.

Ομιλία  στον παλαιό Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Καραβά στον Πειραιά το Νοέμβριο του 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου