Συνέχεια από: Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020
Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXIIΙ)
Τί σημαίνει όμως σ’ αυτό το σημείο, εμβαθύνοντας τον στοχασμό, ότι ο θεός είναι «τρία πρόσωπα»; Σημαίνει, απαντά ο Hegel, πως ο θεός σαν άπειρη υποκειμενικότης περιέχει την αντίφαση και μαζί και την λύση της: «Λύση δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει αντίφαση, αλλά πως αυτή η αντίφαση λύνεται για να αποδείξει ότι πρέπει να γίνει κατανοητή η απόλυτη αντίθεση. Διότι η προσωπικότης είναι αυτός ο ακραίος όρος, ο οποίος στην αφαιρετικότητά του διατηρείται μόνον σαν λυμένος, αλλά που στήν ουσία του δεν είναι απομονωμένος. Καθορισμός τής μορφής εδώ είναι η άπειρη μορφή και κάθε στιγμή είναι σαν ένα υποκείμενο. Η προσωπικότης είναι ελευθερία και γι’ αυτό στο άπειρο Eίναι της δι’ εαυτήν, είναι αληθινή στην ίδια της τήν έννοια, και γι’ αυτό είναι ο καθορισμός τής ταυτότητος καθ’ εαυτής, τής καθολικότητος. Αυτό το στοιχείο τού στοχασμού είναι αυτή καθ’ εαυτή η παραίτηση η ίδια στην πιο υψηλή της στιγμή και η αιώνια κίνηση είναι η έννοιά της». Ο θεός είναι ένας και Τριαδικός, κατά τον Hegel, επειδή είναι πνεύμα ή άπειρη υποκειμενικότης, η οποία παρότι είναι μία, μάλιστα δε για να μπορεί να είναι μία, γίνεται σε τρεις στιγμές ή σε τρία πρόσωπα.
Ας δούμε τώρα πώς προσπαθεί να εξηγήσει το ξεδίπλωμα αυτής τής προόδου τού θεού στον θεό. Προσπαθεί να δώσει λύση από τρεις οπτικές γωνίες: (1) της υποκειμενικής συνειδήσεως, (2) του χώρου και του διαστήματος, (3) του χρόνου.
Κατ’ αρχάς, δηλώνει ο Hegel, ο θεός είναι πατήρ, (1) υποκείμενο καθ’ εαυτό, μορφή τής αφηρημένης καθολικότητος η οποία καθ’ εαυτή περιλαμβάνει τα πάντα, ουσία η οποία αποκαλύπτεται αλλά δεν φανερούται. (2) έξω από τον κόσμο και την περατότητά του (3) έξω από τον χρόνο και μέσα στην καθαρή σκέψη τής αιωνιότητος.
΄Υστερα υπάρχει ο θεός Υιός, (1) αντικείμενο καθ’ εαυτό, άπειρη Ιδιαιτερότης, μορφή τής φαινομενικής φανερώσεως, τής συγκεκριμενοποιήσεως τού Είναι για το άλλο, στο στοιχείο τής αναπαραστάσεως, συνείδηση συλλαμβανόμενη σε σχέση με το άλλο, (2) μορφή σαν κόσμος, (3) θεία Ιστορία, καθότι πραγματική μέσα στην πλήρη ύπαρξη, μείωση έτσι ώστε να εμφανισθεί σαν φαινόμενο, σαν κατεξοχήν Ιστορικό φαινόμενο, άμεση ύπαρξη, αλλά ταυτοχρόνως παρελθούσα, καθώς απερρίφθη!
Τέλος υπάρχει ο θεός άγιο πνεύμα, ο τρίτος που είναι και ο πρώτος, διότι και οι τρεις είναι πνεύμα, ο θεός τής μορφής τής επιστροφής εις εαυτόν και δι’ εαυτόν: (1) Καθαρή υποκειμενικότης, ο μόνος ελεύθερος μέσω τής επιστροφής εις εαυτόν, (2) εσωτερικός τόπος, κοινότης, κατ’ αρχάς μέσα στον κόσμο, η οποία έχει αυτόν τον ίδιο τον θεό πάνω στη γη, επομένως εκκλησία, (3) παρών σαν κάτι περιορισμένο το οποίο διαφοροποιεί τον εαυτό του από το παρελθόν και από το μέλλον και στην συνέχεια σαν παρών το οποίο υψούται και ξαναβρίσκεται, ολοκληρωμένο στην άρνηση της αμεσότητός του, στο όχι ακόμα και επομένως στο μέλλον.
Έτσι λοιπόν ο θεός ή το πνεύμα ή η υποκειμενικότης είναι Μονάς και Τριάς, αιώνια ζωή, ανάπτυξη τής Ιδέας, διαλεκτική πρόοδος, εννοιολογική ιστορία τής διαφοροποιήσεως, τής ασυμφωνίας και τής επανευρέσεως εις εαυτόν. Για όλα αυτά ο θεός είναι κατά τον Hegel και αγάπη. Έτσι λοιπόν λέγοντας πως ο θεός είναι πνεύμα ή υποκειμενικότης ισοδυναμεί με το να πούμε πως ο θεός είναι Μονάς και Τριάς, διότι ακριβώς είναι αγάπη.
Κατά τον Hegel η λογική αποδεικνύει πως το αφηρημένο Ένα είναι μια κακή κατηγορία. Διότι ένα μόνον πρόσωπο είναι καθ’ εαυτό σκληρό, άκαμπτο. Όμως στην αγάπη το πρόσωπο εγκαταλείπει την ιδιαιτερότητά του πλατύνοντάς την στην καθολικότητα: Στην αγάπη προσφέρω την αφηρημένη μου προσωπικότητα και κερδίζω μια προσωπικότητα πραγματική. «Η αλήθεια τής προσωπικότητος είναι ακριβώς αυτή: Κερδίζεται με την εμβάθυνση, με το να βυθιστούμε μέσα στον άλλο. Τί είναι δηλαδή η αγάπη; Η αγάπη, λέει ο Hegel, είναι μια διαφοροποίηση υπάρξεων οι οποίες δεν είναι αναγκαίως διαφορετικές η μία για την άλλη. Η συνείδηση, το αίσθημα αυτής της ταυτότητος, δηλαδή το να είσαι έξω από τον εαυτό και μέσα στον άλλον, αυτό είναι η αγάπη. Έχω την αυτοσυνειδησία μου, όχι σε μένα, αλλά στον άλλον, στον οποίον και μόνον είμαι πεπληρωμένος, έχω την ησυχία μου. Αυτός δε ο άλλος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, καθώς είναι έξω από τον εαυτό του, έχει μόνον σε μένα την αυτοσυνειδησία του και έτσι είμαστε και οι δυο μαζί αυτή μόνον η συνείδηση τής εξωτερικότητος και τής ταυτότητος, αυτή η διαίσθηση, αυτό το αίσθημα, αυτή η γνώση τής ενότητος. Αυτή είναι η αγάπη και αν δεν γνωρίζουμε πως η αγάπη είναι ακριβώς η διαφοροποίηση και η υπέρβαση αυτής τής διαφοράς, ο λόγος μας είναι κενός».
[Για πρώτη φορά ο άνθρωπος δηλώνει ότι μπορεί να αγαπήσει τον άλλον χωρίς να έχει προηγουμένως αγαπήσει εξ' όλης της ψυχής του και της διανοίας του τον Θεό].
Όταν λέμε λοιπόν πως ο θεός είναι αγάπη, θέλουμε να πούμε, κατά τον Hegel, πως αυτός είναι μια διαφοροποίηση και η υπέρβαση αυτής της διαφοράς, ένα παιχνίδι του διαφορετικού χωρίς καμμία σοβαρότητα, καθώς η διαφορά έχει υπερβαθεί σαν απλή αιώνια Ιδέα.
Ο Hegel τώρα πια είναι ευτυχισμένος. Στην σκέψη του το πνεύμα έδωσε μαρτυρία στο πνεύμα. Έδειξε πως η φιλοσοφία του είναι θεολογία και πως σαν τέτοια, είναι μια αληθινή υπηρεσία στον θεό. Ο θεός φανερώθηκε στον Hegel όπως ακριβώς είναι, στην αλήθεια του, διότι ο φιλόσοφος στην έννοιά του τον σκέφτηκε σαν ενότητα και τριαδικότητα προσώπων. Ο Hegel αναγνωρίζει σαν πρόδρομό του τον Böhme. Βεβαίως ο τρόπος έκφρασης του Böhme ήταν φανταστικός και πρωτόγονος, διότι δεν κατόρθωσε να εξυψωθεί στην καθαρή μορφή τής σκέψης, αλλά η βάση που κυριάρχησε στην προσπάθειά του, ήταν η πλήρης αναγνώριση της Τριάδος. Αντιθέτως ο Hegel συνέλαβε την “έννοια” του θεού στον θεό, έτσι ώστε κατόρθωσε να αναγνωρίσει πως ο θεός φανερώθηκε σ' αυτόν σαν σε έναν σκεπτόμενο άνθρωπο, ο οποίος κρατά στην σιωπή, παραμερίζει τον εαυτό του εις εαυτόν. Επιστρέφει εις εαυτόν. Σ' αυτό που οι αρχαίοι είχαν ονομάσει ενθουσιασμό και που είναι η καθαρή αφηρημένη μεσότης, η πιο υψηλή ησυχία της σκέψης, αλλά και η πιο υψηλή δραστηριότης ταυτοχρόνως, ικανή για να συλληφθεί η πιο καθαρή ιδέα του θεού και να έλθει εις συνειδητοποίησιν αυτής. Έτσι στο δόγμα του περί του θεού, και πάνω απ' όλα του θεού σαν Τριάδα, το αληθινό κατορθώθηκε να είναι ένας Βακχικός θρίαμβος καθώς κανένα μέλος δεν λείπει από το ενθουσιώδες παιχνίδι· και καθώς επιπλέον κάθε μέλος, ενώ απομονώνεται ταυτόχρονα διανοίγει με τέτοιον τρόπο ώστε θα μπορούσαμε επίσης να πούμε πως είναι η απλή και διαφανής ησυχία!
Αμέθυστος
Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXIIΙ)
Τί σημαίνει όμως σ’ αυτό το σημείο, εμβαθύνοντας τον στοχασμό, ότι ο θεός είναι «τρία πρόσωπα»; Σημαίνει, απαντά ο Hegel, πως ο θεός σαν άπειρη υποκειμενικότης περιέχει την αντίφαση και μαζί και την λύση της: «Λύση δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει αντίφαση, αλλά πως αυτή η αντίφαση λύνεται για να αποδείξει ότι πρέπει να γίνει κατανοητή η απόλυτη αντίθεση. Διότι η προσωπικότης είναι αυτός ο ακραίος όρος, ο οποίος στην αφαιρετικότητά του διατηρείται μόνον σαν λυμένος, αλλά που στήν ουσία του δεν είναι απομονωμένος. Καθορισμός τής μορφής εδώ είναι η άπειρη μορφή και κάθε στιγμή είναι σαν ένα υποκείμενο. Η προσωπικότης είναι ελευθερία και γι’ αυτό στο άπειρο Eίναι της δι’ εαυτήν, είναι αληθινή στην ίδια της τήν έννοια, και γι’ αυτό είναι ο καθορισμός τής ταυτότητος καθ’ εαυτής, τής καθολικότητος. Αυτό το στοιχείο τού στοχασμού είναι αυτή καθ’ εαυτή η παραίτηση η ίδια στην πιο υψηλή της στιγμή και η αιώνια κίνηση είναι η έννοιά της». Ο θεός είναι ένας και Τριαδικός, κατά τον Hegel, επειδή είναι πνεύμα ή άπειρη υποκειμενικότης, η οποία παρότι είναι μία, μάλιστα δε για να μπορεί να είναι μία, γίνεται σε τρεις στιγμές ή σε τρία πρόσωπα.
Ας δούμε τώρα πώς προσπαθεί να εξηγήσει το ξεδίπλωμα αυτής τής προόδου τού θεού στον θεό. Προσπαθεί να δώσει λύση από τρεις οπτικές γωνίες: (1) της υποκειμενικής συνειδήσεως, (2) του χώρου και του διαστήματος, (3) του χρόνου.
Κατ’ αρχάς, δηλώνει ο Hegel, ο θεός είναι πατήρ, (1) υποκείμενο καθ’ εαυτό, μορφή τής αφηρημένης καθολικότητος η οποία καθ’ εαυτή περιλαμβάνει τα πάντα, ουσία η οποία αποκαλύπτεται αλλά δεν φανερούται. (2) έξω από τον κόσμο και την περατότητά του (3) έξω από τον χρόνο και μέσα στην καθαρή σκέψη τής αιωνιότητος.
΄Υστερα υπάρχει ο θεός Υιός, (1) αντικείμενο καθ’ εαυτό, άπειρη Ιδιαιτερότης, μορφή τής φαινομενικής φανερώσεως, τής συγκεκριμενοποιήσεως τού Είναι για το άλλο, στο στοιχείο τής αναπαραστάσεως, συνείδηση συλλαμβανόμενη σε σχέση με το άλλο, (2) μορφή σαν κόσμος, (3) θεία Ιστορία, καθότι πραγματική μέσα στην πλήρη ύπαρξη, μείωση έτσι ώστε να εμφανισθεί σαν φαινόμενο, σαν κατεξοχήν Ιστορικό φαινόμενο, άμεση ύπαρξη, αλλά ταυτοχρόνως παρελθούσα, καθώς απερρίφθη!
Τέλος υπάρχει ο θεός άγιο πνεύμα, ο τρίτος που είναι και ο πρώτος, διότι και οι τρεις είναι πνεύμα, ο θεός τής μορφής τής επιστροφής εις εαυτόν και δι’ εαυτόν: (1) Καθαρή υποκειμενικότης, ο μόνος ελεύθερος μέσω τής επιστροφής εις εαυτόν, (2) εσωτερικός τόπος, κοινότης, κατ’ αρχάς μέσα στον κόσμο, η οποία έχει αυτόν τον ίδιο τον θεό πάνω στη γη, επομένως εκκλησία, (3) παρών σαν κάτι περιορισμένο το οποίο διαφοροποιεί τον εαυτό του από το παρελθόν και από το μέλλον και στην συνέχεια σαν παρών το οποίο υψούται και ξαναβρίσκεται, ολοκληρωμένο στην άρνηση της αμεσότητός του, στο όχι ακόμα και επομένως στο μέλλον.
Έτσι λοιπόν ο θεός ή το πνεύμα ή η υποκειμενικότης είναι Μονάς και Τριάς, αιώνια ζωή, ανάπτυξη τής Ιδέας, διαλεκτική πρόοδος, εννοιολογική ιστορία τής διαφοροποιήσεως, τής ασυμφωνίας και τής επανευρέσεως εις εαυτόν. Για όλα αυτά ο θεός είναι κατά τον Hegel και αγάπη. Έτσι λοιπόν λέγοντας πως ο θεός είναι πνεύμα ή υποκειμενικότης ισοδυναμεί με το να πούμε πως ο θεός είναι Μονάς και Τριάς, διότι ακριβώς είναι αγάπη.
Κατά τον Hegel η λογική αποδεικνύει πως το αφηρημένο Ένα είναι μια κακή κατηγορία. Διότι ένα μόνον πρόσωπο είναι καθ’ εαυτό σκληρό, άκαμπτο. Όμως στην αγάπη το πρόσωπο εγκαταλείπει την ιδιαιτερότητά του πλατύνοντάς την στην καθολικότητα: Στην αγάπη προσφέρω την αφηρημένη μου προσωπικότητα και κερδίζω μια προσωπικότητα πραγματική. «Η αλήθεια τής προσωπικότητος είναι ακριβώς αυτή: Κερδίζεται με την εμβάθυνση, με το να βυθιστούμε μέσα στον άλλο. Τί είναι δηλαδή η αγάπη; Η αγάπη, λέει ο Hegel, είναι μια διαφοροποίηση υπάρξεων οι οποίες δεν είναι αναγκαίως διαφορετικές η μία για την άλλη. Η συνείδηση, το αίσθημα αυτής της ταυτότητος, δηλαδή το να είσαι έξω από τον εαυτό και μέσα στον άλλον, αυτό είναι η αγάπη. Έχω την αυτοσυνειδησία μου, όχι σε μένα, αλλά στον άλλον, στον οποίον και μόνον είμαι πεπληρωμένος, έχω την ησυχία μου. Αυτός δε ο άλλος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, καθώς είναι έξω από τον εαυτό του, έχει μόνον σε μένα την αυτοσυνειδησία του και έτσι είμαστε και οι δυο μαζί αυτή μόνον η συνείδηση τής εξωτερικότητος και τής ταυτότητος, αυτή η διαίσθηση, αυτό το αίσθημα, αυτή η γνώση τής ενότητος. Αυτή είναι η αγάπη και αν δεν γνωρίζουμε πως η αγάπη είναι ακριβώς η διαφοροποίηση και η υπέρβαση αυτής τής διαφοράς, ο λόγος μας είναι κενός».
[Για πρώτη φορά ο άνθρωπος δηλώνει ότι μπορεί να αγαπήσει τον άλλον χωρίς να έχει προηγουμένως αγαπήσει εξ' όλης της ψυχής του και της διανοίας του τον Θεό].
Όταν λέμε λοιπόν πως ο θεός είναι αγάπη, θέλουμε να πούμε, κατά τον Hegel, πως αυτός είναι μια διαφοροποίηση και η υπέρβαση αυτής της διαφοράς, ένα παιχνίδι του διαφορετικού χωρίς καμμία σοβαρότητα, καθώς η διαφορά έχει υπερβαθεί σαν απλή αιώνια Ιδέα.
Ο Hegel τώρα πια είναι ευτυχισμένος. Στην σκέψη του το πνεύμα έδωσε μαρτυρία στο πνεύμα. Έδειξε πως η φιλοσοφία του είναι θεολογία και πως σαν τέτοια, είναι μια αληθινή υπηρεσία στον θεό. Ο θεός φανερώθηκε στον Hegel όπως ακριβώς είναι, στην αλήθεια του, διότι ο φιλόσοφος στην έννοιά του τον σκέφτηκε σαν ενότητα και τριαδικότητα προσώπων. Ο Hegel αναγνωρίζει σαν πρόδρομό του τον Böhme. Βεβαίως ο τρόπος έκφρασης του Böhme ήταν φανταστικός και πρωτόγονος, διότι δεν κατόρθωσε να εξυψωθεί στην καθαρή μορφή τής σκέψης, αλλά η βάση που κυριάρχησε στην προσπάθειά του, ήταν η πλήρης αναγνώριση της Τριάδος. Αντιθέτως ο Hegel συνέλαβε την “έννοια” του θεού στον θεό, έτσι ώστε κατόρθωσε να αναγνωρίσει πως ο θεός φανερώθηκε σ' αυτόν σαν σε έναν σκεπτόμενο άνθρωπο, ο οποίος κρατά στην σιωπή, παραμερίζει τον εαυτό του εις εαυτόν. Επιστρέφει εις εαυτόν. Σ' αυτό που οι αρχαίοι είχαν ονομάσει ενθουσιασμό και που είναι η καθαρή αφηρημένη μεσότης, η πιο υψηλή ησυχία της σκέψης, αλλά και η πιο υψηλή δραστηριότης ταυτοχρόνως, ικανή για να συλληφθεί η πιο καθαρή ιδέα του θεού και να έλθει εις συνειδητοποίησιν αυτής. Έτσι στο δόγμα του περί του θεού, και πάνω απ' όλα του θεού σαν Τριάδα, το αληθινό κατορθώθηκε να είναι ένας Βακχικός θρίαμβος καθώς κανένα μέλος δεν λείπει από το ενθουσιώδες παιχνίδι· και καθώς επιπλέον κάθε μέλος, ενώ απομονώνεται ταυτόχρονα διανοίγει με τέτοιον τρόπο ώστε θα μπορούσαμε επίσης να πούμε πως είναι η απλή και διαφανής ησυχία!
Αμέθυστος
Αμέθυστε, δεν σκέφτεσαι να βάλεις αυτό το κείμενο σε πδφ («Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας»);
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι εξαιρετικό.
Ακριβώς αυτό ετοιμάζουμε, φίλε. Ακριβώς! Τουλάχιστον θά υπάρχουν μαρτυρίες ότι δέν χάθηκε τό Ελληνικό πνεύμα στόν Δυτικό λαβύρινθο χωρίς αντίλογο.
ΑπάντησηΔιαγραφή