Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ - 29

Συνέχεια από Σάββατο, 28 Μαρτίου 2020

Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXΧVΙΙΙ)


Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ
Ο M.J. Scheeben, στρατολογείται με το μέτωπο όσων απορρίπτουν το πρόσωπο μειωμένο σε αυτοσυνειδησία, προσπαθώντας να επιστρέψει στις πατρίστικες πηγές του καθολικισμού και ιδιαιτέρως στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη.
Ο Scheeben (1835-1888), «ο πιο μεγάλος νέο-δογματικός» κατά τον Μπαρθ, γνωρίζει πολύ καλά πως στον καιρό του ευνοείται η φιλοσοφική επεξεργασία του Τριαδικού δόγματος. Εάν το δόγμα δεν έμπαινε στην κυριαρχία του στοχασμού, λέγεται, θα έπρεπε να θεωρηθεί καθαρά και μόνον υπερβατικό και επομένως θα έμενε αντικείμενο της απλής πίστης. Πιστεύοντας πως δοξάζεται μ’ αυτόν τον τρόπο το Τριαδικό δόγμα γίνονται προσπάθειες να βρεθούν τα ίχνη του παντού. Μάλιστα γίνονται δηλώσεις του τύπου πως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αληθινή φιλοσοφία η οποία δεν θα θεμελιώνεται πάνω στο Τριαδικό δόγμα και δεν θα ανακεφαλαιώνεται σ’ αυτό.
Οπωσδήποτε ο Scheeben δεν αρνείται πως το Τριαδικό δόγμα διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο για την φιλοσοφία και χρησιμεύει ανάμεσα στα άλλα να αποφεύγεται ο πανθεϊσμός. Διαμαρτύρεται όμως, πως είναι αναγκαίο στην φιλοσοφία για να εξηγήσει ορθολογικώς την καταγωγή του κόσμου και της σχέσεώς του με τον Θεό. «Όσο πιο καθαρά γνωρίζουμε τον κόσμο στον οποίο ο Θεός ενυπάρχει – και είναι προσωπικός – λέει ο Scheeben – τόσο πιο αποφασιστικά μπορούμε να τον ξεχωρίσουμε από τον κόσμο στη δική του προσωπικότητα˙ και όταν φτάσουμε να γνωρίσουμε πώς ο Θεός ξεδιπλώνει στο εσωτερικό του μια άπειρη δημιουργικότητα, τότε κατανοούμε καλύτερα την ad extra ελευθερία του. Εάν ωφελείται η φιλοσοφία από το δόγμα της Τριάδος, αυτό δεν συμβαίνει επειδή αντλεί από την πηγή της, δηλ. από τη νόηση, αλλά επειδή λαμβάνει Φως από την πίστη!
Σύμφωνα λοιπόν με την πιο αυθεντική καθολική παράδοση ο Scheeben επαναλαμβάνει πως η Τριάδα είναι ένα απόλυτο μυστήριο. Η νόηση όχι μόνον δεν μπορεί από μόνη της να ανακαλύψει την ύπαρξη, αλλά ακόμη και μετά την αποκάλυψη δεν μπορεί να εξαντλήσει την ουσία της. Πώς είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό πώς ένας και μοναδικός Θεός είναι τρία πρόσωπα; Τι σημαίνει ακριβώς να είναι κάτι πρόσωπο; «Ποτέ δεν θα κατορθώσουμε να καθορίσουμε με ακρίβεια αυτήν την έννοια, πώς δηλ. πραγματοποιείται στην αποκαλυφθείσα τάξη, εάν πριν απ’ όλα δεν έχουμε καθορίσει την γενική έννοια της υποστάσεως. Πολύ συχνά αδιαφορήσαμε γι’ αυτό στην σύγχρονη Γερμανική Θεολογία: πιστέψαμε πως η σωστή ιδέα της προσωπικότητος, προέκυψε μόνο τον τελευταίο καιρό σαν το πιο αστραφτερό προϊόν του επιστημονικού μας κινήματος, και αγκαλιάσθηκε με τέτοιο ενθουσιασμό που δεν μας επέτρεψε να την αναλύσουμε με την ησυχία μας». Ο Scheeben παρατηρεί πως για προσωπικότητα, κάτι ευρέως αποδεκτό στον καιρό του, εννοείται «η υπεροχή του πνεύματος στην τυφλή φύση», «το σύνολο της καθαρής συνειδήσεως του εαυτού και της ελευθερίας που συνεπάγεται».
Παρ’ όλα αυτά, εάν στον τομέα της Θεολογίας θέλουμε να δεχθούμε και να εξηγήσουμε κατά κάποιο τρόπο τα τρία πρόσωπα στον Θεό, στην μοναδική Θεία Φύση, όπως επίσης στον Χριστό το ένα και μοναδικό πρόσωπο στις δύο Φύσεις, τότε πρέπει να θεωρήσουμε το πρόσωπο όχι αναφορικά με την Φύση ή τον υλικό ζωντανό και ορατό κόσμο, αλλά αποκλειστικώς αναφορικά με την νοητή Φύση, την διανοητική, όχι σε αντίθεση με μια ξένη εξωτερική ουσία που ονομάζεται Φύση, αλλά ερευνώντας την ιδιαίτερη εσωτερική ουσία τού προσώπου. Ε λοιπόν, μόνο ξεκινώντας από την έννοια της υποστάσεως μπορούμε να φτάσουμε σε μια συνετή και υγιή έννοια του προσώπου.
Ξαναπροτείνοντας τις σχολαστικές αναλύσεις, ο Scheeben δηλώνει πως η υπόσταση είναι «ο ατομικός και πραγματικός αντιπρόσωπος και κάτοχος της Φύσης, το υποκείμενο στο οποίο ανήκει και έχει δοθεί η Φύση με όλα της τα μέρη και τις δραστηριότητες». Η υπόστασις ισοδυναμεί στην “substantia individua” του Βοήθιου (ατομική υπόστασις). Το πρότυπο λοιπόν είναι μια ειδική υπόστασις ιδιαιτέρως τελεία, που διαφέρει από τις άλλες υποστάσεις στο ότι, η Φύσις της οποίας είναι υπόστασις και την οποία κατέχει και αντιπροσωπεύει, δεν είναι οποιαδήποτε Φύσις, αλλά μια Φύσις πνευματική. Για να έχουμε λοιπόν πρόσωπο, χρειάζονται δύο πράγματα ! ότι η υπόσταση κατέχει στ’ αλήθεια και αυτόνομα μία Φύση και ότι αυτή η Φύση είναι με τη σειρά της πνευματική. Θεμελιώνοντας το πρόσωπο στην οντολογία, ο Scheeben δεν μπορεί να το ανεχθεί μειωμένο σε καθαρή αυτοσυνειδησία.
Στην ουσία του προσώπου δεν ανήκουν, κατά την κρίση του, ούτε η αυτογνωσία, ούτε η πραγματική χρήση της ελευθερίας, παρά μόνον η φυσική ροπή προς αυτά, η οποία περιέχεται στην πνευματική Φύση.
Μέχρις εδώ ο λόγος αφορούσε το πρόσωπο μέσα στην κτιστή Φύση. Τι σημαίνει όμως πρόσωπο στον Θεό; Εάν πρόσωπο σημαίνει την ανεξαρτησία και τον αυτοέλεγχο μιας πνευματικής Φύσης, μόνο ο Θεός διαθέτει την προσωπικότητα με το απόλυτο νόημα της λέξεως. Αλλά εάν το απόλυτο είναι ένα μόνον, τότε δεν πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπάρχει μια μόνο απόλυτη προσωπικότης και επομένως ένα και μόνο Θείο πρόσωπο;
Για άλλη μια φορά με την βοήθεια του Ακινάτη ο Scheeben απαντά πως στον Μοναδικό Θεό υπάρχουν εμμενείς παραγωγές και πως λόγω αυτών των «προόδων» στο εσωτερικό του Θεού δημιουργείται η Τριάδα των προσώπων. Μέσα στον Θεό γεννάται ο Λόγος σύμφωνα με μια διανοητική παραγωγή που ονομάζεται γένεσις και προέρχεται το πνεύμα σύμφωνα με μια παραγωγή αγάπης που ονομάζεται εκπόρευσις. Ο Πατήρ, ο Υιός και Πνεύμα είναι μ’ αυτόν τον τρόπο ο καθένας ένας, ιδιαίτεροι κάτοχοι της Θείας Φύσεως και επειδή είναι κάτοχοι μιας πνευματικής Φύσεως, πρόσωπο. Πολεμώντας πάντοτε τον Εγελιανισμό και την διαλεκτική του αυτοσυνειδήτου πνεύματος, ο Scheeben διευκρινίζει πως το πρώτο Τριαδικό πρόσωπο, ο Πατήρ, όχι μόνον εκφράζεται μέσω του Λόγου Του, αλλά απευθύνεται σ’ αυτό όπως σε ένα άλλο υποκείμενο. Οι εσωτερικές πρόοδοι της Θεότητος είναι αληθινές υποστάσεις και πρόσωπα διακρινόμενες η μία από την άλλη. Από εδώ συνεπάγεται πως στον Θεό τα πρόσωπα ήδη λόγω της προελεύσεώς των υπάρχουν η μία απέναντι από την άλλη όχι μόνον υποστατικά αλλά και προσωπικά. Δεν υπάρχει καμία άλλη αιτία η οποία να διαφοροποιεί την δεύτερη υπόσταση από την πρώτη παρά μόνον το γεγονός πως προοδεύει από την αυτοσυνειδησία αυτής της ίδιας, και ήδη μέσα σ’ αυτή την αυτοσυνειδησία λαμβάνεται σαν διακεκριμένη. Κατά τον ίδιο τρόπο και η τρίτη υπόσταση διαφοροποιείται από τις άλλες δύο όχι λόγω κάποιου άλλου λόγου παρά μόνον διότι παράγεται από την αμοιβαία τους αγάπη, καθώς σ’ αυτή την αγάπη αυτή η τρίτη υπόσταση επιθυμείται σαν διακεκριμένη από αυτές.
Ένα από τα λάθη των συγχρόνων του καθολικών θεολόγων, παρατηρεί ο Scheeben, υπήρξε το πέρασμα από τις εμμενείς Θεϊκές παραγωγές στις εξωτερικές (ad extra).
Ένας εξ αυτών ο Günther (1783-1863) προσπάθησε να παρουσιάσει όλες τις θεϊκές εξωτερικές πράξεις σαν την ανάπτυξη και την ολοκλήρωση των εσωτερικών (ad intra). Παρ’ ότι δεν ομολογείται ένας πανθεϊσμός, στον πανθεϊσμό καταλήγει όπως π.χ. κάθε φορά που υπολογίζεται ο κόσμος αναγκαία συνέπεια του θείου Είναι. Σε μια ξεχωριστή σφαίρα σε σχέση με τον κόσμο, ο οποίος από αυτές δημιουργήθηκε καί σώθηκε, τα θεϊκά πρόσωπα είναι ταυτόχρονα απόλυτα και σχετικά.
Είναι απόλυτα καθώς διαθέτουν μία και μοναδική απόλυτη φύση και μ’ αυτή ταυτίζονται. Είναι όμως και σχετικά καθώς απευθύνονται ουσιαστικώς το ένα στο άλλο. Η σχετικότης των θείων προσώπων, όχι μόνο δεν αφαιρεί την απολυτότητά τους αλλά ουσιαστικά την συμπεριλαμβάνει. Αυτά τα πρόσωπα είναι σχετικά στην διαφορετικότητα των υποστατικών χαρακτήρων, και απόλυτα στην αξιοπρέπεια που υψώνει την υπόσταση σε πρόσωπο. Και στις δύο πλευρές διαφέρουν ουσιαστικώς από όλες τις υποστάσεις και τα δημιουργημένα πρόσωπα. Έτσι η έννοια της υποστάσεως και του προσώπου μπορεί να αναφερθεί και να εφαρμοσθεί στον Θεό μόνον αναλογικά.
Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου