Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Tο μεταναστευτικό ζήτημα ως στερεοτυπικό μοτίβο του ευρωπαϊκού αδιεξόδου*

 Βαγγέλης Σταυρόπουλος

Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Κ. Καβάφης / « Στα 200 π.Χ. »

Η άνοδος του συγκυβερνώντος πολιτικού σχηματισμού στην εξουσία (2015*) δεν συνέπεσε μονάχα με την δυσμενή χρηματοοικονομική συγκυρία, αλλά και με την ένταση της μεταναστευτικής κρίσεως. Ως έναν βαθμό η συγκυβέρνηση καθόρισε τις δυνατότητες και τα αδιέξοδα της οικονομικής πολιτικής απέναντι στην Ευρώπη και τις διεθνείς αγορές: Η ουσιώδης διδαχή αντλήθηκε την στιγμή της ευθυγραμμίσεως των ιδεολογικών προτεραιοτήτων με το μέγεθος του ρεαλισμού, δηλαδή με την πραγματικότητα. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το μεταναστευτικό.
Η κοινότητα των δύο σημείων εντοπίζεται στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά : Είναι κρίσεις εισαγόμενες με εθνική όμως ταυτότητα, αφού προσλήφθηκαν, εξελίχθηκαν και, κατά κάποιον τρόπο, νομιμοποιήθηκαν στο πνεύμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της πατρίδας μας από την μία και της μεταπολιτευτικής λογικής ενός γενικού αποδομικού laissez faire από την άλλη. Το τελευταίο πολλές φορές εκδηλώθηκε κι εκδηλώνεται ως ένας παράδοξα συντεταγμένος εθνικός μηδενισμός.
Στην ουσία, όπως κι αν θελήσει κανείς να το δει, η Ελλάδα ως μέλος της Ενωμένης Ευρώπης, αποτελεί μέρος μίας οικονομικής και γεωπολιτικής πλατφόρμας, όπου οι ευρωπαίοι λαοί βρίσκονται κατανεμημένοι σύμφωνα με την οικονομική τους δύναμη, την γεωστρατηγική τους θέση, την διπλωματική τους ισχύ και την πολιτισμική τους ταυτότητα. Το σχήμα αυτό μπορεί να αποδοθεί ως μία σειρά ομόκεντρων κύκλων : Στον πρώτο κύκλο, στον πυρηνικό, βρίσκεται η Γερμανία και όποια διεθνή συμφέρονται υπηρετεί. Στον δεύτερο κύκλο συναντάμε έναν συνασπισμό χωρών με επικεφαλής την Γαλλία. Βασικό της χαρακτηριστικό είναι η πρόθεσή της να καταστεί εκείνη η δύναμη του πυρήνα, χωρίς να ανατρέψει τις ισορροπίες. Αυτό διαφαίνεται, για παράδειγμα, στον τρόπο με τον οποίο οι Γάλλοι διαχειρίστηκαν το Brexit. Στον τρίτο ομόκεντρο κύκλο βρίσκονται χώρες όπως η Ελλάδα.
Ο τελευταίος των ομόκεντρων κύκλων είναι αυτός και με την μεγαλύτερη περιφέρεια. Συνεπώς η ευρύτητα των εξωτερικών πληγμάτων που δέχεται είναι μεγαλύτερη, είναι όμως ικανότερος ο βαθμός απορροφήσεως της έντασης. Η ένταση αυτή, τα πλήγματα στην περιφέρεια συνιστούν απόρροιες των πολιτικών του κέντρου, για αυτό και όλες οι απόπειρες εξισορροπήσεως τον κρίσεων εκπορεύονται και ελέγχονται από το κέντρο. Το κέντρο όμως μοιάζει να έχει άγνοια του γεγονότος, πως η αυστηρή αντιμετώπιση της περιφέρειας ή ακόμα και η ταπείνωσή της δεν οδηγεί παρά στην δική του αποδυνάμωση, αφού αποδυναμωμένη η περιφέρεια επιτρέπει στους κραδασμούς των πληγμάτων της να γίνονται εντονότεροι πλέον στο κέντρο (μειώνονται οι δυνάμεις που απορροφούν κραδασμούς).
Σημειώνεται εδώ όμως ένα παράδοξο : Γιατί οι μεταναστευτικές πομπές επιδιώκουν να καταλήξουν στο κέντρο, γιατί αναγνωρίζουν ως Γη της Επαγγελίας τις χώρες εκείνες που δημιουργούν την κρίση και τους οδηγούν στο ξερίζωμα; Αυτό συμβαίνει γιατί αναγνωρίζουν μέσω της συλλογικής ιστορικής πείρας πως εκεί όπου εδρεύουν οι δυνάμεις δημιουργίας κρίσεων, εκεί ακριβώς βρίσκονται και οι δυνατότητες υπερβάσεως τους. Με απλά λόγια το κέντρο αναγνωρίζεται ως ένα γεωπολιτικό μάτι του κυκλώνα.

Το κέντρο ενθαρρύνει την ανάπτυξη σχέσεων εξαρτήσεως με την περιφέρεια. Υπάρχουν πρωτίστως λόγοι πραγματικοί : Το μεταναστευτικό κατάστησε τις χώρες της περιφέρειας χώρες υποδοχής. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό είναι αυτονόητο, καθώς οι γεωγραφική θέση, οι υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών κρατών μελών και οι διεθνείς συμβάσεις λειτουργούν δεσμευτικά αν δεν επιδιώκει κανείς την εθνική του περιθωριοποίηση. Το κέντρο όμως γνωρίζει πως οι δεσμεύσεις αυτές αν και αυστηρές μπορούν όταν δέχονται ασύμμετρες πιέσεις να οδηγήσουν τις περιφερειακές κυβερνήσεις στην απειθαρχία. Αυτό συνεπάγεται την καλλιέργεια ενός λαϊκισμού που τελικά θα τροφοδοτήσει ένα ακραία εθνικιστικό λεξιλόγιο. Το ανάχωμα αυτό ισοπεδώνεται με έναν διαχρονικά πρόσφορο τρόπο : Τις οικονομικές παροχές. Η χρηματοδότηση των χωρών υποδοχής οδηγεί σε κατευνασμό της έντασης, αφού – φαινομενικά και μόνο – το πρόβλημα φαίνεται πως αντιμετωπίζεται κοινοτικά χωρίς την επιβάρυνση του εθνικού οικονομικού προγράμματος. Η πείρα όμως διδάσκει πως οι χρηματοδοτούμενοι δεν νοιάζονται τόσο για την θεραπεία του προβλήματος, όσο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, καθώς η επίτευξη χρηματοδοτήσεων πιστώνεται στην κυβερνητική πολιτική και όχι στο εθνικό πρόγραμμα.

Τα παραπάνω με ευχέρεια εντοπίζονται στην ιδιάζουσα περίπτωση της Τουρκίας. Η Ε.Ε. αποφάσισε διεύρυνση της περιφερειακής της ενότητας επιστρατεύοντας την Τουρκία ως προκεχωρημένο της φυλάκιο. Η απόφαση αυτή ελήφθη παρά την σταθερά αντιευρωπαϊκή ρητορική της ηγεσίας της γείτονος και, κυρίως, αντίθετα προς τα συμφέροντα τόσο της Ε.Ε. όσο και του ΝΑΤΟ στην ανατολική λεκάνη της μεσογείου. Η Τουρκία κατέστησε σαφείς τις προθέσεις της όταν έσερνε την Ε.Ε. σε συνεχείς συνόδους κορυφής με μόνο αίτημα την αύξηση της χρηματοδοτήσεως στο αντάλλαγμα της κατάστασής της ως χώρας υποδοχής. Ο παράγοντας του οικονομικού ελέγχου χαρακτηρίστηκε από την Ε.Ε. ως η υψηλότερη μορφή διπλωματίας στον βαθμό που ο έλεγχος επιτυγχάνεται. Η θέση αυτή είναι δομικά σαθρή και δείχνει την ευπάθεια του ευρωπαϊκού προγραμματισμού : Η Τουρκία, που εισπράττει ευρωπαϊκά χρήματα για την εξυπηρέτηση του μεταναστευτικού είναι αυτή που συμβάλλει καίρια στην δημιουργία του, καθώς οι στρατιωτικές της δυνάμεις επιχειρούν με αμείωτη ένταση στον συριακό ορίζοντα. Αυτό την καθιστά ρυθμιστή της περιφερειακής ευρωπαϊκής ισορροπίας και μάλιστα απόλυτο σχεδόν ρυθμιστή αφού η πολιτική της αξιώνεται από την συνείδηση των Τούρκων πως μπορούν και χειραγωγούν τις αποφάσεις της Ε.Ε. προς όφελός τους, όσο την απαξιώνουν ως γεωπολιτική και οικονομική ενότητα. Αυτή η εξέλιξη λειτουργεί υπερβαίνοντας τον αρχικό σχεδιασμό του ευρωπαϊκού κέντρου και σε αυτήν κατά μεγάλο βαθμό οφείλεται η τουρκική επιθετικότητα προς την Ελλάδα. Όμως και η καταβολή χρηματοδοτήσεων ακόμα αν και μοιάζει πως κατευνάζει την τουρκική αμφιθυμία στην ουσία της δημιουργεί ένα πεδίο εξάρτησης όπου η γεωστρατηγική συμμαχία μεταφράζεται σε ένα αλισβερίσι. Εκείνο που η Ευρώπη δείχνει να ξεχνά προκλητικά είναι πως το χρήμα δεν δημιουργεί ούτε συντηρεί σχέσεις αφοσίωσης.
Εκτός από τον μοχλό της οικονομίας, η Ε.Ε. επιστρατεύει την ρητορική της κοινής πολιτικής και πολιτισμικής ταυτότητας. Συνεπώς και σε αυτό το επίπεδο οι περιφερειακές δυνάμεις μαθαίνουν να εξαρτώνται από το κέντρο ακριβώς γιατί είναι αυτό του δημιουργεί συνεκτικούς ορίζοντες, οι οποίοι συναντιούνται σε μία κοινότητα ιδεολογικών χαρακτηριστικών. Θα μπορούσε κανείς να τα απαριθμήσει σύμφωνα με την ντεγκωλική αντίληψη; Αθηναϊκή Δημοκρατία, Ρωμαϊκό Δίκαιο, Διαφωτισμός; Προσθέτοντας άλλοτε και τον Χριστιανισμό; Όπως και να έχει, ετούτα κατά την άσκηση πραγματικών πολιτικών, παρά τις καθαρές αντηχήσεις, δεν μοιάζουν με κάτι περισσότερο από κενούς περιεχομένου παράγοντες, που κάποτε επιστρατεύονται για να ενισχύσουν τις αξιώσεις του κέντρου. Για αυτό και δημιουργούν – αδίκως – όλο αυτό το γνωστό αντιευρωπαϊκό ρεύμα είτε εκφράζεται ως αντιδιαφωτισμός, είτε ως αντιθεσμικό μένος, είτε ως αύξηση του αυταρχισμού και των εθνικισμών. Οι παράγοντες αυτοί επιστρατεύονται από το κέντρο για να νομιμοποιήσουν πολιτικές, κι άλλοτε για να κατευνάσουν εντάσεις : Το δόγμα της κοινοτικής ασφάλειας αντιστοιχεί σε βασικά ένστικτα του ανθρώπινου είδους, συνεπώς η περιθωριοποίηση οδηγεί σε απόσπαση και εξόντωση. Αυτοί οι παράγοντες συγκρατούν τους ιστούς των ευρωπαϊκών πολιτικών δογμάτων, όμως παράδοξα παρατηρείται μία αποδυνάμωσή τους και μία τάση μετατροπής τους σε ενισχυτές των κρίσεων κι όχι σε εξισορροπηστές. Αυτό για παράδειγμα εκφράζεται μέσω της ανοχής στο πολιτικό Ισλάμ, όσο η Ευρώπη τονίζει τον ανεξίθρησκο χαρακτήρα της όχι μονάχα ως απορροή της διαφωτισμένης της κουλτούρας, όσο της βαθύτατα χριστιανικής της ταυτότητας. Κατ΄ ανάγκη εκείνα που ενώνουν τελικά διχάζουν καθώς δεν είναι αυτά καθαυτά που αφορούν στην πολιτική όσο η χειραγώγηση των ερμηνευτικών δυνατότητων, η διεύρυνση κι εμβάθυνση του πολιτικού λεξιλογίου.
Η Ελλάδα μεταπολιτευτικά επέλεξε να αποθέσει τις δυνάμεις της στην αγκαλιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτή την ολοκλήρωση δεν της προσέλαβε όμως ως πολιτική ενηλικιότητα, αλλ΄ως κηδεμονία. Κι είναι προκλητικά εμφανές αυτό ακόμη και στον λόγο εκείνων που διέβλεπαν από δεκαετίες το Finis Grecae : Το « τέλος » της Ελλάδος των σύγχρονων πολιτικών χιλιαστών δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένο από την ευρωπαϊκή της προοπτική. Ακόμη κι αν την παρακάμψουν, τα γεγονότα που συγκροτούν την « παρακμή » έχουν χαρακτήρα δυτικού εισαγόμενου προβλήματος. Κατά αντίστοιχο τρόπο όταν κανείς μιλά για το τέλος της Ευρώπης αυτονόητα αναφέρεται και στο τέλος της Ελλάδας. Ποιος είναι όμως αυτός που μας δίδαξε και μας έπεισε πως στανικά πρέπει να δεχθούμε ότι η Ιστορία βαδίζει προς μία και μόνο κατεύθυνση; Η Ιστορία δεν βαδίζει προς μία και μόνο κατεύθυνση.
Το βασικό πρόβλημα είναι πως η Ελλάδα ανέλαβε αδιαμαρτύρητα τον ρόλο του κυματοθραύστη της περιφέρειας. Εξίσου επιπόλαια επέλεξε να επικεντρωθεί στον οικονομικό ρεαλισμό πριν καλλιεργήσει τον πολιτικό της πολιτισμό. Στην ουσία η βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος προκαλείται και συντηρείται από την αδυναμία κατανόησης κι ερμηνείας των πολιτικών του κέντρου. Για να αποφορτιστεί η εντροπία θα πρέπει να συνταχθούν τάξεις νοήματος και οράματος, γιατί χωρίς όραμα, χωρίς προοπτική το νόημα παρουσιάζει κανιβαλικές ροπές και φασίζοντα διάκοσμο. Η συνθήκη ιδωμένη ρεαλιστικά καταδεικνύει πως οι δυνάμεις που αντενεργούν βρίσκονται στον πυρήνα της Ευρώπης. Και πάντοτε καταρρέει τελευταίο το κέντρο γιατί είναι εκείνο που διαχειρίζεται δυναμικότερα τις ιδεολογικές αρχές εκείνες – πέραν της οικονομικής δυνάμεως – που συγκροτούν και συγκρατούν τους δεσμούς του κοινοτικού σώματος. Η αδυναμία της Ευρώπης για μακροχρόνιους, μακροσκοπικούς σχεδιασμούς υπογραμμίζει την διακατοχή της από μία ελλειπτική εξιδανίκευση, από ιδέες ξέχωρες από την πραγματικότητα.
Εκείνο που επείγει είναι η ενεργοποίηση της εθνικής πολιτικής και ιστορικής πείρας, που δεν θα εξαντληθεί σε ιδεοληψίες, ιδεολογήματα και ψυχοπαθογενείς ταυτίσεις με την εξουσία. Εκείνο που επείγει είναι η ενίσχυση της Δημοκρατίας κι όχι η απαξίωσή της σαν εργαλείο ενός χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος. Εκείνο που προέχει επιτέλους είναι η διάκριση του νεοελληνικού κρατισμού από τον ελληνισμό. Εκείνο που με κάθε τρόπο πρέπει να περιοριστεί είναι η δαιμονιώδης ένταση των πολιτικών και πνευματικών ελίτ να βλέπουν την Ελλάδα χωρίς την ελληνικότητα.

Παρίσι 2015 / Αθήνα 2020
Ο Βαγγέλης Σταυρόπουλος είναι Διδάκτορας της Ιστορίας του Δικαίου και των Θεσμών του Paris XI.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Μάριου Σπηλιόπουλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου