Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Β) ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΣΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ - ΣTIΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ - 31

Συνέχεια από Δευτέρα, 30 Μαρτίου 2020

B) ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΣΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Γιά να αποδείξει την θέση του λοιπόν ο Lonergan προσπαθεί να βρεί καί μιά κατάλληλη θεωρία τής συνειδήσεως. Έτσι ξεθάβει μιά ανάλυση η οποία υπάρχει ήδη στον σχολαστικισμό : διακρίνει ανάμεσα στήν συνείδηση «in actu signato», μιά συνείδηση ταυτότητος, και στην συνείδηση «in actu exercito», μιά συνείδηση πράξεως. Η πρώτη είναι εκείνη η εσωτερική εμπειρία με την οποία το υποκείμενο γνωρίζει τον εαυτό του και τίς πράξεις του σαν ένα δικό του αντικείμενο. Η δεύτερη είναι εκείνη η εσωτερική εμπειρία με την οποία το υποκείμενο, γνωρίζοντας ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, βρίσκεται σε σχέση καί συνύπαρξη έχοντας συνείδηση τού εαυτού του, τών πράξεών του και επί πλέον τού αντικειμένου πού γνωρίζει. Ο Lonergan ενδιαφέρεται περισσότερο γιά την πρώτη μορφή αυτοσυνειδήσεως. 

Πρόκειται για την παρουσία τού υποκειμένου στο υποκείμενο, όπως το όρισε ο Αυγουστίνος, και με την οποία, μορφή, συμφώνησε και ο Ακινάτης. Διότι εμείς όχι μόνον γνωρίζουμε κάτι γνωρίζοντας ότι το γνωρίζουμε, αλλά γνωρίζουμε τον εαυτό μας με μια τέτοια αμεσότητα που μας κάνει το αντικείμενο αυτής της ίδιας της δικής μας γνώσεως «seipsum per seipsum intelligit» (S.Th.I, 9.14, a.2).
Έτσι μπορούμε να πούμε πως η συνείδηση είναι μια δραστηριότης η οποία συστήνει το αντικείμενο, δεν το γνωρίζει μόνον. [Καντ]. Σε όλους όσους σκανδαλίζονται από ένα τέτοιο συμπέρασμα, ο Lonergan δηλώνει πως δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τονίζει αυτό το ίδιο το αριστοτελικό-θωμιστικό δόγμα της ενεργεία ταυτότητος (;;;) του υποκειμένου και του αντικειμένου.[Είναι θωμιστικό μόνον].

Το «ΕΓΩ» λοιπόν αναπαριστά την σχεδιασμένη ενότητα με την οποία δείχνουμε και την ενέργεια με την οποία αντιλαμβανόμαστε κάτι (secundum actum significandi) και το περιεχόμενο των ενεργειών της συνειδήσεως (secundum id quod significatur), και αυτή την ίδια την συνείδηση ή την εμπειρία του εαυτού του που διαθέτει το άτομο και των πράξεων του (secundum fontes significandi). Πρέπει επίσης να διακρίνουμε το οντολογικό «ΕΓΩ» από το ψυχολογικόκαθώς το πρώτο ανήκει σε κάθε υποκείμενο με πραγματική ύπαρξη, το δεύτερο στο υποκείμενο που δεν υπάρχει μόνον, αλλά ενεργεί και ψυχολογικά καθώς έχει συνείδηση του εαυτού του ή γίνεται διανοητικώς αντιληπτό ή επιβεβαιώνεται στην υπαρξιακή του πραγματικότητα.

Έτσι λοιπόν εάν η συνείδηση γενικώς δέν είναι τίποτε άλλο από την τελειότητα τής γνώσεως, και ο θεός γνωρίζει, πρέπει να συμπεράνουμε, λέει ο Lonergan, ότι ο θεός έχει και δεν μπορεί να μην έχει συνείδηση και μάλιστα στον πιο υψηλό δυνατό βαθμό τελειότητος. Μάλιστα δε σύμφωνα με την διαλεκτική παράδοση της αναλογίας (κατάφαση – άρνηση – υπεροχή) πρέπει να προσθέσουμε πως στον θεό δεν υπάρχει πραγματική διάκριση ανάμεσα σε συνειδητό υποκείμενο, ενέργεια με την οποία είναι συνειδητό και αντικείμενο αυτής της ίδιας ενέργειας. 

Εάν λοιπόν μαθαίνουμε από την αποκάλυψη πως ο μοναδικός θεός είναι τρία τέλεια πρόσωπα, από αυτό συμπεραίνουμε πως αυτά τα τρία πρόσωπα είναι συνειδητά όχι μόνον λόγω της θεότητός των, αλλά και λόγω, του ότι μεταξύ τους διακρίνονται, όχι μόνον λόγω της ουσίας των αλλά και λόγω της εννοίας των.

Κινούμενος πάντοτε στο εσωτερικό μιας νεοσχολαστικής προοπτικής αλλά διανοίγοντάς την με λογική συνέπεια βάσει της μοντέρνας αρχής της αυτοσυνειδήσεως, ο Lonergan κατορθώνει να δείξει πως δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην αρχαία οντολογία και την νέα ψυχολογία του προσώπου. Δηλώνει πως τα θεία πρόσωπα, λαμβανόμενα ξεκινώντας από τις μόνιμες προόδους οι οποίες σαν σχέσεις ενυπάρχουν στην μοναδική κοινή θεία Ουσία, διαθέτουν γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς μια μοναδική κοινή συνείδηση και μαζί τρεις διακεκριμένες προσωπικές συνειδήσεις. Με άλλα λόγια το τριαδικό δόγμα μας υποχρεώνει να πούμε: ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, μέσω μιας και μοναδικής πραγματικής συνειδήσεως, είναι τρία υποκείμενα, καθένα από τα οποία έχει και συνείδηση του εαυτού του και των άλλων, τόσο της ουσιώδους ενεργείας (με την οποία είμαι ένας και μοναδικός θεός) όσο και της εννοιολογικής ενεργείας (το λέγειν και το ομιλείν στην πρόοδο του Λόγου, το εκπέμπω και εμπνέω στην πρόοδο του Πνεύματος).

Επειδή στον θεό δεν υπάρχει πραγματική διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και στην ενέργεια, τοιουτοτρόπως δεν υπάρχει διάκριση πραγματική ανάμεσα στο συνειδητό πρόσωπο και στην ενέργεια λόγω της οποίας το πρόσωπο είναι συνειδητό. Για τον Lonergan το πρόσωπο στον θεό είναι μαζί κέντρο συνειδήσεως, ον που βρίσκεται σε σχέση και περιχώρηση Γνώσεως και Αγάπης. Πιο καθαρά, από την οπτική γωνία της μοναδικής ουσίας πρέπει να ομολογήσουμε στον θεό μια μοναδική πράξη συνειδήσεως λόγω της οποίας ο θεός έχει συνείδηση της γνώσεώς του και της αγάπης του, μια μοναδική και ίδια ουσιώδη πράξη σ’ αυτά τα ίδια τα τρία θεία πρόσωπα. Κάθε πρόσωπο λοιπόν έχει συνείδηση ότι είναι θεός, ο μοναδικός αληθινός θεός, και αυτό σε συνειδητή κοινωνία με τα άλλα πρόσωπα!

Όμως πάλι από την οπτική γωνία της Τριάδος των προσώπων πρέπει να δηλώσουμε επίσης πως κάθε πρόσωπο είναι ένα ΕΓΩ με συνείδηση του εαυτού του, το οποίο πραγματοποιείται με μια ξεχωριστή πράξη προσωπικής αυτογνωσίας, ίδιο με την ενυπάρχουσα δική του σχέση η οποία συστήνει τον εαυτό του σαν πρόσωπο. Αυτή η συνείδηση κάθε προσώπου είναι τόσο συνείδηση του εαυτού όσο και συνείδηση του άλλου. Η εσωτερική διάκριση στο θείο των «ΕΓΩ» είναι ο λόγος της ενότητος των προσώπων: μια ενότης η οποία πραγματοποιείται όχι μόνον με την κατοχή της μιας Φύσεως ή ουσίας, αλλά και με την αμοιβαιότητα της συνειδήσεως η οποία επιτυγχάνει στα τρία θεία «ΕΓΩ» μια περιχωρητική κοινωνία προσώπων.

Ακόμη, από την οπτική γωνία των «εννοιολογικών πράξεων», δηλαδή από την οπτική γωνία των προόδων στο εσωτερικό του θείου, της generation intelligibilis η οποία καταλήγει στον Λόγο, και της θεληματικής εκπορεύσεως, της spiratio voluntatis, η οποία καταλήγει στο Άγιο Πνεύμα, διαθέτουν όλα την αυτή συνείδηση. Αυτό σημαίνει πως ο Πατήρ συνειδητά  [με την θέλησή του] γνωρίζει, αγαπά και προτιμά τον Λόγο, ο Υιός συνειδητά γνωρίζει, αγαπά και είναι ξεχωριστός για τον πατέρα, ο Πατήρ και ο Υιός συνειδητά γνωρίζουν, αγαπούν και εκπορεύουν το Άγιο Πνεύμα... Αυτά όλα σημαίνουν πως στον θεό κανένας δεν μιλά παρά μόνον ο πατήρ και η μοναδική λέξη που λέγεται είναι ο Λόγος στον οποίο ο πατήρ λέει τα πάντα. Κανείς δεν εμπνέει αγάπη παρά μόνον ο πατήρ και ο Υιός, ενώ η μοναδική εκπορευόμενη αγάπη είναι το Άγιο πνεύμα.

Προσπαθώντας να πετύχει όλες τις δυνατές συνέπειες της θέσεώς του ο Lonergan καταλήγει πως κάθε ένα από τα θεία πρόσωπα βεβαιώνεται σαν ΕΓΩ, και σε καθένα από αυτά τα ΕΓΩ μπορούμε να απευθυνθούμε σαν σε ένα ΕΣΥ στην προσευχή και στην Λατρεία! 

Σχόλιο: [Όπως βλέπουμε τα περι προσώπου και συνειδήσεως και αυτοσυνειδησίας ανήκουν στην ανθρωπολογία. Στη συνέχεια θα δούμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Δημητρίου Πάλλα «Ορθοδοξία και παράδοση», Εκδόσεις Παν/μίου Κρήτης και θα εκθέσουμε μία απορία του Πλωτίνου περί συνειδήσεως με τη σύγχρονη λύση της.
«Προχωρούσα στην ανδρική ηλικία κυκλωμένος από αμφιβολίες. Και άρχισα να πασχίζω ν’ ανοίξω ένα δρό­μο ανάμεσα στο πνευματικό μου χάος. Άρχισα ν’ αναζητώ στόχους.

Ως πρώτο στόχο μου την αποκατάσταση μιας προ­σωπικής επικοινωνίας με το Θεό· την προσπάθεια από παραδοσιακός χριστιανός, πού ήμουν, να γίνω συνειδητός. Και πλησίασα περισσότερο το θρησκευτικό περιοδικό που από χρόνια είχε σε τιμή ο Πατέρας μου. Τώρα το είχα σε τιμή κι’ εγώ, συνειδητά. Προσευχόμουν και προσπαθούσα την ως τώρα τυπική προσευχή μου να την εξυψώσω σε ουσιαστική, να ζήσω μέσα μου το συναίσθημα της κατάνυξης. Πλησίαζα τώρα στη Θεία Μετάληψη με το νόημα ότι πρόκειται για ένα γεγονός υπερβατικό. Αλλά δεν ζούσα την υπέρβαση, ο “Θεός” δεν μου απαντούσε. Μέσα μου δεν δια­μορφωνόταν μια συναίσθηση ενοχής και πτώσης· δεν με συνέθλιβε η συναίσθηση της αμαρτίας, ο πόθος για λύτρωση δεν με συνάρπαζε. Από τα τελευταία όπλα στην άμυνα για την πίστη μου είχε απομείνει η εξομολόγηση. Να υποβληθώ σε αυτοπειθαρχία, να δέσω τον εαυτό μου σαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι - εγώ στο κατάρτι της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ήταν μεγάλη ημέρα για μένα η ημέρα πού θα γινόμουν δεκτός από έναν από τούς Πατέρες, για να με εξομολογήσει. Πήγαινα στο Μυστήριο της Εξομολόγησης για πρώτη φορά· και είχα μια προσδοκία, ωσάν του Μωυσή στο Σινά, για να πάρει από το Θεό τις πλάκες του Νόμου. Η δική μου προσδοκία ήταν βέβαια όχι για να πάρω το Νόμο, αυτός ήταν δοσμένος· άλλα για να αποκτήσω φτερούγες και να μπορέσω να υψωθώ, να βυθιστώ στον Ουρανό, σαν τους κορυδαλλούς που συντρόφευαν τους ρεμβασμούς μου της παιδικής ηλικίας. Κι’ έφυγα από τον εξομολογητή μου με τα πούπουλά μου καψαλισμένα. Εγώ περίμενα περισσότερα ή εκείνος δεν έπιασε τον παλμό μου; Δεν ξαναπήγα σε εξομολόγηση και σιγά-σιγά απαλλάχτηκα από τη βούληση να είμαι χριστιανός» (Σελ. 70-71).
Ο Πλωτίνος είχε αναρωτηθεί το εξής: Εάν είμαι σοφός και εάν αποκτήσω στη συνέχεια τη συνείδηση ότι είμαι σοφός, τί θα αλλαξει;
Φυσικά δέν θα αλλάξει τίποτα και εδώ πρόκειται για την παλαιά συνείδηση η οποία έρχεται μετά την πράξη.
Σήμερα όμως οι μοντέρνοι σκέφτηκαν το εξής: Μήπως μπορούμε να αποκτήσουμε συνείδηση ότι είμαστε σοφοί, Χριστιανοί, χωρίς να έχουμε γίνει πρίν σοφοί ή Χριστιανοί;
Αυτό το κατόρθωμα επετεύχθη με την φιλοσοφία του προσώπου, η οποία έχει κατακτήσει και την Ελλάδα και τήν γέμισε μέ κενολόγους σοφούς και άπιστους Χριστιανούς.
Διότι το πρόσωπο απαιτεί να διαθέτει τα πάντα σαν δώρο χωρίς κόπο και χωρίς προσπάθεια.
Με μέθοδο και σύστημα.
Αυτό το κατόρθωμα εκφράζεται συνήθως με την αυτοαναφορά, με το ΕΓΩ.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου