Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (41)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

                               Jacob Burckhard
                                                          ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
7. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (συνέχεια 5η)
    
Είναι αλήθεια ότι οι μεγαλειώδεις ηθικές αξίες τού παρελθόντος δεν είχαν χαθεί ολοσχερώς, και ο Ανδοκίδης είχε το σθένος να γράφει ότι : «Οι πόλεις αποκτούν το μεγαλείο τους όχι χάρη σ’ αυτούς που  ασχολούνται αποκλειστικά με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, αλλά χάρη σε όσους φροντίζουν το κοινό καλό». Γνωρίζουμε δυστυχώς ποιοι ήταν αυτοί που φρόντιζαν τότε γενικώς για το κοινό καλό και για ποιον λόγο. Παρά το πατριωτικό τους φρόνημα και παρ’ όλη τη συνεχή επιφυλακή τους απέναντι σε έναν ευμετάβλητο λαό, οι Αθηναίοι δέχθηκαν από νωρίς δυσμενείς κριτικές, και όχι μόνον από τούς κωμικούς συγγραφείς, επειδή πολλοί ήταν εκείνοι που επεδίωκαν να πλουτίσουν σε βάρος τού Κράτους· ακόμη και ο γενναίος Θεμιστοκλής αισθανόταν καμιά φορά πραγματικό φόβο πριν ανέβει στο βήμα τών ρητόρων, όχι μόνο διότι γνώριζε την αστάθεια της κοινής γνώμης τών  Αθηναίων, αλλά επίσης επειδή γνώριζε από την εποχή που ανέλαβε επίσημα αξιώματα, ότι η σημαντική αύξηση της περιουσίας του μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε βάρος του από όσους το γνώριζαν. Αν λάβουμε δε υπόψη ότι πολλοί ήταν αυτοί που είχαν εγκαταλείψει τις προηγούμενες ασχολίες τους, τις υποχρεώσεις στις οποίες υποβλήθηκαν οι πολίτες με τους φόρους και τις λειτουργίες, την εξάλειψη της αρετής τής τιμής, που είχε απαλείψει εξαρχής η γενική επιφυλακτικότητα, και τέλος την παροιμιακή τόλμη τών Αθηναίων, δεν θα μας αιφνιδιάσει η ακόλουθη φρασεολογία: «το βήμα τού ρήτορα αποτελεί μια χρυσή συγκομιδή». Και πράγματι, σε ό,τι αφορά στον λόγο αλλά και στη σιωπή, μπορούσε να πλουτίσει κάποιος, εκμεταλλευόμενος τις κρατικές δαπάνες, τo στρατιωτικό επάγγελμα και τα πλεονεκτήματα που είχε η ιδιότητα του ρήτορα και του δημαγωγού από δωρεές τών συμμάχων, για όσο διάστημα η ηγεμονία υπήρξε ισχυρή, τις δωροδοκίες από τα ενδιαφερόμενα μέρη στα δικαστήρια, αλλά και από την απευθείας τελικά  διείσδυση στον δημόσιο κορβανά· μόνο που όσοι δεν διέθεταν τα αντίστοιχα μέσα και ήταν άνεργοι αλλά εξίσου άπληστοι, αυτοί σχημάτιζαν συχνά μιαν ιδιαίτερα  εξωραϊσμένη αντίληψη γι’ αυτές τις απολαβές. Από την άλλη, ο χαρακτηρισμός τού εγκλήματος οδηγήθηκε στα άκρα: «Όποιος πλουτίζει σε βάρος τού Κράτους, ληστεύει επίσης, όπως μαθαίνουμε, τους ναούς, τους τάφους και τους φίλους του, διαπράττει εύκολα προδοσία και ψευδορκία, και αποδεικνύεται παραβάτης τού δικαστικού όρκου και ανέντιμος λειτουργός». Παρ’ όλα αυτά η διαφθορά αποδείχθηκε επικερδής και είχε ευρεία διάδοση. Έτσι εξηγείται η λαμπρή φήμη ορισμένων τίμιων υπαλλήλων στις οικονομικές υπηρεσίες, όπως του Λυκούργου, καθώς και η εξαγορά μια ολόκληρης κλίκας από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, και η διατήρηση τής εξουσίας της για μεγάλο χρονικό διάστημα.
     Οι δίκες που διεξήχθηκαν για τέτοια ζητήματα, όπως αυτή τών στρατηγών τον 4ον αιώνα, οι οποίοι διώχθηκαν όχι τόσο ως κλεπταποδόχοι, αλλά επειδή διαπλέχθηκαν με τους εχθρούς, κρίθηκαν από την επιρροή και τα μέσα πίεσης που διέθεταν οι κατήγοροι και η υπεράσπιση. Ο Ιφικράτης, για τον οποίον ζητήθηκε η θανατική πηγή, απαλλάχθηκε από τούς τρομοκρατημένους δικαστές, όταν εισέβαλε στο δικαστήριο η ένοπλη αυλή τών υποστηρικτών του. Αλλά οι καταγγελίες, συνδυαζόμενες με απειλές εναντίον κάποιου σημαντικού προσώπου, αποτέλεσαν συχνά για τον λαό το κριτήριο αναγνώρισης ενός πραγματικού πατριώτη και πολιτικού άνδρα, αναστέλλοντας τη δίωξή του, και ενίοτε ο κατήγορος, την ίδια στιγμή που καταδίωκε κάποιον πολίτη, φρόντιζε να αποκρύψει τις δικές του υπεξαιρέσεις. Γνωρίζουμε ότι ο Νικίας αρνήθηκε πραγματικά να εγκαταλείψει τη Σικελία όταν είχε τη δυνατότητα, επειδή κινδύνευε να διωχθεί στην Αθήνα, διότι προτιμούσε να χάσει τη ζωή του από εχθρικό χέρι, παρά από χέρι συμπολιτών του, και ότι αυτός υπήρξε και ο λόγος τής καταστροφής ενός πανίσχυρου στρατού. Πόσες φορές ο φόβος τής αντιμετώπισης ενός παράλογου και μοχθηρού λαού παρέλυσε τη δυνατότητα αποφάσεων και άλλων στρατηγών σε απομακρυσμένες περιοχές! Συχνά επίσης απορρίφθηκαν ευνοϊκές προτάσεις ειρήνης, διότι η συνέχιση του πολέμου «θα ήταν περισσότερο προσοδοφόρα για κάποιους». Είναι δυνατόν ακόμη να υποθέσουμε, ότι καλοπροαίρετοι στρατηγοί προτίμησαν να προσχωρήσουν σε συμμαχίες με άλλα κράτη, για να προστατευθούν από τον παραλογισμό τών Αθηναίων· αλλά η δυσπιστία που πρυτάνευε απέναντι στις συνεχείς καταγγελίες υπήρξε, αν και απόλυτα δικαιολογημένη σε ορισμένες περιπτώσεις, μια ασθένεια, και μάλιστα ασθένεια που παρέμεινε αθεράπευτη, διότι ακριβώς εθεωρείτο δείγμα υγείας. Επιπλέον, η θεσμοθέτηση ενός πραγματικού ελέγχου στη θέση τών αλλεπάλληλων καταγγελιών αποδείχθηκε εντελώς αδύνατη, δεδομένης τής αστάθειας των κρατικών λειτουργών, καθώς και η σύσταση ενός πραγματικού πολεμικού συμβουλίου, και έτσι συνεχίστηκε η παρουσία πληθώρας κατηγόρων, και υφαρπαγής δημόσιας περιουσίας, εξαιτίας τού γεγονότος ότι η τιμιότητα δεν αποτελούσε εξασφάλιση για κανέναν. Όταν ο αδιάφθορος Λυκούργος, ο οποίος είχε διαχειριστεί επί μακρόν το δημόσιο ταμείο, ήταν στα τελευταία του, οδηγήθηκε στο βουλευτήριο για τον απολογισμό τού ταμείου του· κανείς δεν τόλμησε να τον κατηγορήσει, εκτός από κάποιον Μενέσαιχμο: ο Λυκούργος τον αντέκρουσε, επέστρεψε στο σπίτι του και απεβίωσε· όταν όμως ο αντίπαλός του βρέθηκε στην εξουσία, οι γιοί τού αποθανόντος, τον οποίον ο λαός είχε τιμήσει με στεφάνια και αγάλματα, βρέθηκαν στη φυλακή, και χρειάστηκε η έντονη επίπληξη του Δημοσθένη για να αφεθούν ελεύθεροι.
     Προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία ενός παρόμοιου συστήματος κατέφυγαν στη δημιουργία μιας ολόκληρης κινητής αγέλης συκοφαντών, πράγμα που σημαίνει ότι η παραβατικότητα αναγνωρίστηκε ως πραγματικό επάγγελμα. Είναι απολύτως βέβαιο ότι ένα παρόμοιο καθεστώς ήταν αδύνατον να επιβιώσει χωρίς την υποστήριξή τους, όπως ακριβώς και η ισπανική Ιερά Εξέταση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς τούς πληροφοριοδότες της· διότι η πόλη, όπως και το βασίλειο στην Ισπανία, απέκτησε την ιερότητα της θρησκείας, μιας θρησκείας που ανέτρεχε σε ακραία μέσα για να προφυλαχτεί από κάθε παρέκβαση. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η διακυβέρνηση καθίσταται σχεδόν αδύνατη χωρίς παρόμοια άτομα· χωρίς τον φόβο που έσπερναν οι συκοφάντες, πολλοί θα είχαν εγκαταλείψει την πόλη, ή θα απείχαν από τα συνεχώς αυξανόμενα δημόσια βάρη, ή θα είχαν τελικά ληστέψει το Κράτος με πολύ λιγότερους ενδοιασμούς απ’ ό,τι προηγουμένως. Αυτό που αποδεικνύει με ακρίβεια, ότι η ιδέα περί Κράτους είχε κατά πολύ υπερβεί τα όρια της φυσικής ανθρώπινης αντοχής, είναι η επίσημη αναγνώριση ύπαρξης αυτής τής κοινωνικής πανώλης, η επισημοποίηση αυτής τής τρομοκρατίας, την οποία ξαναβρίσκουμε εκατό χρόνια μετά το ξεκίνημα του Πελοποννησιακού Πολέμου, εξίσου ισχυρή και ανθηρή, να συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την εποχή τών Διαδόχων και μέχρι τούς Ρωμαϊκούς χρόνους. Είναι επόμενο να αποδεχτούμε πως, αν ένα τέτοιο επάγγελμα ούτε διασύρει ούτε δυσφημίζει το Κράτος, θα υπάρξουν σε όλες τις εποχές και σε όλους τούς λαούς τα κατάλληλα άτομα που θα το υπηρετήσουν· και η ελληνική δημοκρατία, και κυρίως η αθηναϊκή δημοκρατία στο σύνολό της, το αναγνώρισαν και έθεσαν όλους τούς σημαντικούς και ευκατάστατους πολίτες υπό συνεχή παρακολούθηση. Αλλά για τον λαό δεν ήταν καθόλου απαραίτητο να επισημοποιήσει συνήθειες, που του ήταν οικείες και φυσικές.
     «Είμαι μάρτυρας στις δίκες που γίνονται στα νησιά, είμαι ένας συκοφάντης, ένας ανιχνευτής υποθέσεων· δεν χρειάζεται να ψάξω μακριά· ο παππούς μου ήδη γνώριζε τί σημαίνει καταδότης», δηλώνει ένα από τα πρόσωπα στον Αριστοφάνη· σε γενικές γραμμές όμως θα ήταν καλύτερα να παραμερίσουμε τους κωμικούς συγγραφείς, διότι ο πειρασμός διακωμώδησης ήταν μεγάλος, και ασφαλώς ιδιαίτερη η ευχαρίστηση της υπερβολής, και να περιοριστούμε, εν όψει μιας τόσο λυπηρής πραγματικότητες, σε μαρτυρίες περισσότερο αντικειμενικές. Ο συκοφάντης παρίστανε τον πατριώτη που επιθυμεί να υπηρετήσει την πόλη και τους «νόμους σε ισχύ»· στόχος του ήταν να επαληθεύει, αν οι πολίτες συμμορφώνονταν σε μεγάλο βαθμό με τις απαιτήσεις τού Κράτους· στην περίπτωση που οι καταγγελίες του δεν εξασφάλιζαν την αποδοχή τού ενός πέμπτου τουλάχιστον των δικαστών, θα έπρεπε να πληρώσει (όπως κάθε καταγγέλλων σ’ αυτές τις περιπτώσεις) ένα πρόστιμο χιλίων δραχμών. Ήταν όμως σχετικά εύκολο γι’ αυτόν να συγκεντρώσει το ένα πέμπτο τών ψήφων, ή ακόμη και ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από τούς δικαστές τής Ηλιαίας, κι έστω κι αν αναγκαζόταν να πληρώσει γι’ αυτό, ο συκοφάντης είχε και πάλι όφελος. Την εποχή τού Λυσία, ένα τέτοιο άτομο (ονόματι Αγόρατος) είχε δημιουργήσει με αυτήν την τακτική χρέος 10.000 δραχμών: «Παρά ταύτα κατείχε έδρα δικαστού, ήταν μέλος τής συνέλευσης του λαού, και λάμβανε μέρος σε κάθε είδους δημόσιες δραστηριότητες».
     Οι πρακτικές αυτές ανάγκασαν όσους ήταν αθώοι, κυρίως δε αν κατείχαν και κάποια περιουσία, να ζουν υπό συνεχές καθεστώς επιφυλακής. Ο Νικίας έτρεμε διαρκώς τούς συκοφάντες, και είδαμε σε ποιον βαθμό αυτό επηρέασε την τύχη του και την τύχη τού στρατεύματός του. Ο Ισχόμαχος τού Ξενοφώντα, ένα υπόδειγμα τίμιου άνδρα, υπήρξε θύμα συκοφαντικής καταγγελίας. Χαρακτηριστική όμως είναι η συμβουλή που δίνει ο Σωκράτης στον φίλο του Κρίτωνα, που επίσης διωκόταν: να προσλάβει έναν αντι-συκοφάντη· ευτυχώς βρέθηκε το κατάλληλο πρόσωπο, ο Αρχίδαμος, που τρομοκράτησε τον συκοφάντη τού Κρίτωνα και που τον χρησιμοποίησαν και τον τίμησαν στη συνέχεια όλοι οι φίλοι τού Κρίτωνα, πράγμα που σημαίνει ότι γενναίοι άνδρες υποχρεώθηκαν να ζητούν εξυπηρέτηση από έναν απατεώνα. Οι Τριάκοντα συνέλαβαν και θανάτωσαν έναν μεγάλο αριθμό συκοφαντών, αλλά το είδος τους δεν άργησε να επανακάμψει.
     Η ισπανική Ιερά Εξέταση εκπλήρωσε τους στόχους της χάρη στους πληροφοριοδότες της, διότι είχαν όλοι τους ενστερνιστεί, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις εξωφρενικού εκβιασμού, το πνεύμα αυτού τού θεσμού. Το Αθηναϊκό Κράτος όμως είχε ισχνότερα αποτελέσματα με τους συκοφάντες του· διότι οι περισσότεροι ουδόλως απέβλεπαν κατά κανόνα στη διεξαγωγής δίκης, αλλά κυρίως και σχεδόν αποκλειστικά στην παράνομη εξαγορά τους, και οι δολοφόνοι τού αδελφού τού Θεοκρίνη κατόρθωσαν να εξαγοράσουν τη σιωπή του. Το όφελος για την πόλη ήταν ο εκφοβισμός τών αθώων, οι αψιμαχίες και οι συμφωνίες πίσω από την πλάτη τους μεταξύ ενόχων, δημαγωγών και συκοφαντών, και μια δυσοσμία που διαχεόταν σε ολόκληρο τον πολιτικό βίο, και απομάκρυνε εμφανώς το μεγαλύτερο μέρος τών άμεμπτων πολιτών. Το αποτελεσματικότερο μέτρο προστασίας θα ήταν η ηθελημένη πτωχεία, κάτι που όμως δεν θα αποτολμούσε εύκολα κανείς. Από τη στιγμή που ξεκινούσε η κρίση αυτού που επέλεγε ο κλήρος για την ανάληψη κάποιου αξιώματος ο συκοφάντης τον ακολουθούσε κατά πόδας σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, εάν βεβαίως διέθετε οτιδήποτε προς υφαρπαγή· θα περιστοιχιζόταν συνεχώς από αυτή την «καμόρρα», της οποίας θα έπρεπε να «εξασφαλίζει τη σιωπή». Εάν ο συκοφάντης δεν επενέβαινε για προσωπικούς λόγους, ήταν ίσως επειδή οι εχθροί τού δεδομένου θύματος τον είχαν εξαγοράσει, με την προοπτική ότι θα μοιράζονταν στη συνέχεια τη λεία. Όποιος «δεν παραχωρούσε τα αγαθά του», διωκόταν με επιμονή, και αυτοί που κυρίως εκβιάζονταν ήταν οι αθώοι, προκειμένου να μην οδηγηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο, κάτι το οποίο οι τίμιοι άνθρωποι ήθελαν να αποφύγουν με κάθε μέσον, και το οποίο ο συκοφάντης αποδεχόταν ευχαρίστως. Διότι αν η υπόθεση κατέληγε στο δικαστήριο, το μερίδιό του από το πρόστιμο θα ήταν ένα ελάχιστο ποσό, ενώ αν αποφευγόταν το δικαστήριο, θα μπορούσε να αποσπάσει από το θύμα του χωρίς κόπο ένα πολλαπλάσιο ποσό. Αν όμως ο συκοφάντης αποσυρόταν από μια δίκη που είχε ήδη δρομολογηθεί, το πρόστιμο των χιλίων δραχμών που θα αναγκαζόταν να πληρώσει θα είχε ως αντιστάθμισμα τη γενναία προσφορά τού θύματός του. Αν δεν το πετύχαινε, δρομολογούσε τη δίκη, καταφεύγοντας τότε, προκειμένου να δικαιωθεί, «στο δικαστήριο, στην αγορά, στον νόμο και στους μάρτυρες», που  ο συκοφάντης θα τα επέλεγε με ιδιαίτερη σύνεση. Αλλά εκείνος τον οποίον επιζητούσε να βλάψει, προσπαθούσε κατ’ αρχάς να εξαγοράσει τη σιωπή του, προσφέροντάς του συμμετοχή σε ένα πιθανό κέρδος και κάποια ανώτερα, φυσικά, αξιώματα. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, ο γηραιός Αριστοτέλης βρέθηκε αντιμέτωπος με μιαν επικίνδυνη και ανυπόστατη κατηγορία ασέβειας, ίσως για να του αποσπάσουν κάποιο αντίτιμο, και έτσι διέφυγε στη Χαλκίδα, υπό μακεδονική προστασία. Χαριτολογώντας έγραψε στον Αντίπατρο, ότι δεν επιθυμούσε πλέον να ζει σε μια πόλη, στην οποία ένα σύκο (βλ. συκοφάντης)  βρίσκεται, όπως και στον κήπο τού Αλκίνοου,  πάντοτε δίπλα σ’  ένα άλλο σύκο.
     Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι οι συκοφάντες μπορεί να είχαν απωλέσει, παρότι αποκαλύφθηκαν με τον καιρό και εκτέθηκαν επίσης επανειλημμένα από δεινούς ρήτορες, τη δυνατότητα να βλάψουν, ή μπορεί να είχαν καταστεί λιγότερο, τουλάχιστον, επικίνδυνοι. Ακόμα και στον Δημοσθένη αναφέρεται κάποιος Στέφανος, που παραμόνευε μήπως συλλάβει επ’ αυτοφόρω κάποιον, που θα προσέβαλε την τιμή τής γυναίκας ή τής κόρης του ως υποτιθέμενους πολίτες,  εξασφαλίζοντας έτσι κάποια λύτρα με το να γίνη συκοφάντης τής ίδιας του της οικογένειας! Το ενδιαφέρον σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι αυτός ο Στέφανος υπήρξε πάντοτε φτωχός, επειδή προσπάθησε να κερδίσει τη ζωή του μόνο ως συκοφάντης, ως κατήγορος, ως  καταδότης, και μέσα από πολιτικά αξιώματα, χωρίς να έχει ποτέ επιδιώξει να αποκτήσει εισόδημα από τη δραστηριότητά του ως ρήτορας του επίσημου Κράτους· συμπεραίνουμε άρα, ότι ήταν απολύτως δυνατό να περάσει κάποιος με άνεση από την ιδιότητα του συκοφάντη σε κείνην τού ρήτορα. Λέει ο Δημοσθένης στους δικαστές: «Κανένας συκοφάντης δεν έλαβε από σάς την ποινή που αναλογεί στην κακία του, αλλά υπομένετε συνεχώς τις καταγγελίες τους, σαν να εξαρτάται η σωτηρία τού λαού από μια πληθώρα κατηγορουμένων και συκοφαντών». Τους έβλεπες να σέρνονται στην αγορά και να παραμονεύουν τα θύματα που θα ληστέψουν, σαν τα φίδια, «σαν σκορπιοί με ανυψωμένο κεντρί». «Εντελώς άποροι πριν εμφανιστούν στο βήμα, ζουν τώρα μέσα στην αφθονία, και αντί να δείξουν ευγνωμοσύνη, περιφέρονται διαδίδοντας ότι ο λαός είναι ασταθής, δυσάρεστος και αχάριστος».
     Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα συνέχισε να υπάρχει ως Κράτος παρά την παρουσία αυτού τού είδους τών υποκειμένων, κι αυτό αποτελεί δείγμα μεγάλης ψυχικής αντοχής. Αν όμως μπορούσαμε να ακούσουμε καθαρά την πνιγμένη κραυγή δυστυχίας που αυτή η κατάσταση έφερνε στο κατόπιν της, θα μέναμε πραγματικά εμβρόντητοι.
    (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου