Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (48)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Κυριακή,24 Μαΐου 2020
                                Jacob Burckhard
                                                             ΤΟΜΟΣ 1ος
                      ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                      ΙV   
                          Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
1. ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ  
    

Το γεγονός ότι οι Έλληνες κατόρθωσαν να αναπτύξουν έναν τόσο ισχυρό και ομοιογενή πολιτισμό αποτελεί αναμφισβήτητη απόδειξη της παραδοσιακής τους εθνικής ενότητας, ακριβώς επειδή υπήρξαν πάντοτε μια πολλαπλότητα και έτσι παρέμειναν για όσο διάστημα είχαν αυτή τη δυνατότητα. Αλλά η εχθρότητα μεταξύ μεγαλύτερων ή μικρότερων πόλεων-κρατών στην αρχαιότητα είναι συνεχής. Σε μια μεγάλη ήπειρο σαν την Ασία κάποιος ιδιαίτερα ισχυρός λαός συντρίβει τούς υπόλοιπους και έτσι δημιουργούνται καθολικές μοναρχίες, που επιβιώνουν ως τη στιγμή που ένας από τούς υποταγμένους λαού θα εξεγερθεί και θα αποκτήσει με τη σειρά του απόλυτη εξουσία. Μια ευδαιμονιστική αντίληψη της ιστορίας ίσως να επιδοκίμαζε την πολιτιστική ισοπέδωση που ενέχει πάντοτε η γέννηση μιας τέτοιας μοναρχίας· κάποιοι άλλοι μπορεί να θεωρούν ότι η ταπείνωση μερικών λαών, που συνδέεται με την υποδούλωσή τους σε μια ξένη δύναμη, αποτελεί πολύ υψηλό τίμημα για την επίτευξη αυτού τού σκοπού. Άλλες φορές είναι μια θεότητα που διατάζει τον νικητή να καταστρέψει τα πάντα στο διάβα του, και έτσι εξανίσταται αν του ζητηθούν κάποιοι συμβιβασμοί. Ικανοί θαλασσοπόροι σαν τους Φοίνικες επιδίδονται σε ακραίες βιαιότητες προκειμένου να παραμείνουν οι μοναδικοί κυρίαρχοι μακρινών θαλάσσιων διαδρομών και να ανακαλύψουν νέες, ενώ ο Καρχηδόνιοι από την πλευρά τους κατείχαν όλες τις απαραίτητες μεθόδους εξουδετέρωσης των υποδουλωμένων λαών και πρόληψης κάθε μελλοντικής συμμαχίας τους με ξένες δυνάμεις. Αλλά οι Έλληνες εμφανίζουν το ιδιαίτερο φαινόμενο κάποιου είδους παλαιάς και διαρκούς οικειότητας ανάμεσα σε μια πληθώρα από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που όμως ανήκουν σε ένα και μοναδικό έθνος έτσι, ώστε αντιμετωπίζοντάς τους γενικά να μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε μια κάποια συνάφεια και να τους εκλαμβάνουμε ως ένα σύνολο.
     Στους ηρωικούς χρόνους, ήρωας είναι ένας κατακτητής βασιλείων, που δολοφονεί τον ηγεμόνα και απελευθερώνει την κόρη, ή την απαγάγει και την αιχμαλωτίζει· σε μια όμως πραγματικά αρχαία εποχή, ο ελεύθερος Έλληνας είναι επίσης πειρατής, και σε πολλές περιπτώσεις οι δύο ιδιότητες συγκεντρώνονται στο ίδιο πρόσωπο. Δεν χρειαζόταν να αποκαλέσει κανείς ειδικά τούς Φοίνικες «αρπακτικά». Την εποχή εκείνη τη χαρακτηρίζει η νεότητα και η αγριότητα· χωρίς κανέναν ενδοιασμό «ο σίδηρος καλεί τον άνδρα»· οι έριδες ανάμεσα σε στενούς συγγενείς αναφαίνονται από νωρίς και αποτελούν σύμβολα: ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης πολεμούν μεταξύ τους από την κοιλιά τής μητέρας τους· εξ άλλου οι μύθοι βρίθουν από ηθελημένες και μη δολοφονίες, και η ιδιαιτερότητα αυτής τής εποχής συνίσταται στο ότι αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί άνδρες καταφεύγουν στην περιπλάνηση. Όμως οι ήρωες που φεύγουν συνοδευόμενοι από τούς πολεμιστές τους δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουν παρά μόνο λεηλατώντας, και αυτή τους η επιλογή τούς οδηγεί συχνά σε υπερβάσεις. Πριν ο πόλεμος της Τροίας αναγκάσει όλες τις δυνάμεις σε συστράτευση, μεγάλοι άρχοντες, όπως ο Οδυσσέας, ο Ρήσος και άλλοι, ξεκινούν τον βίο τους με μια σειρά από καταστροφικές επιδρομές. Σε ολόκληρη την Οδύσσεια η πειρατεία, δηλαδή η απρόβλεπτη απόβαση στις ακτές και η λεηλασία, είναι καθεστώς, ακόμη και για τους πλέον σεβαστούς μεταξύ τών ηρώων. Ο Μενέλαος αναγνωρίζει συχνά ότι τα αγαθά που απέκτησε προέρχονται από λεηλασίες· ο Νέστωρας πιστεύει αφελώς ότι ο Τηλέμαχος είναι ικανός για παρόμοια κατορθώματα· και όταν οι μνηστήρες εμφανίζονται στον Κάτω Κόσμο, η σκιά τού Αγαμέμνονα συμπεραίνει, μεταξύ άλλων, ότι σφαγιάστηκαν διότι είχαν κλέψει βόδια, ακριβώς όπως είχαν υποθέσει και για τον ίδιο. Αλλά ο μεγαλύτερος πειρατής αποδείχθηκε ο Οδυσσέας· αφανίζει την παραθαλάσσια θρακική πόλη Ίσμαρο, δολοφονεί τούς κατοίκους της, απαγάγει τις συζύγους και τα αγαθά τους και τα μοιράζει «αμερόληπτα» στους συντρόφους τους, χωρίς να μπει στον κόπο να αναλογιστεί αν οι Κίκονες τον είχαν βλάψει· ό,τι τού στέρησαν οι μνηστήρες, το αποκαθιστά με την αρπαγή· σε όλη τη διάρκεια των «φανταστικών» επεισοδίων τής περιπλάνησής του δεν παύει να δολοφονεί και να λεηλατεί. Ολόκληρη η ιστορία για τους Κύκλωπες δεν είναι παρά ο απόηχος πανάρχαιας και σκληρής αναμέτρησης ανάμεσα σε ύπουλους πειρατές και πρωτόγονους βοσκούς· ο Πολύφημος, που γνωρίζει εξαρχής με ποιόν θα αναμετρηθεί, αντιπροσωπεύει τον τρομακτικό και αλλόκοτο βοσκό, γνωστό στους θαλασσοπόρους, στον οποίο επιβιώνουν κατάλοιπα κανιβαλισμού,  ίσως εντελώς ιστορικής προέλευσης, όπως εξάλλου αυτός επανεμφανίζεται και στους Λαιστρυγόνες. Κάποιοι άλλοι ήρωες αρπάζουν κοπάδια για να τα ανταλλάξουν με την εύνοια κάποιας πριγκίπισσας. Σε μιαν ιδιαίτερα δραματική ιστορία πειρατών γίνεται λόγος για τον στρατό τού Βούτη, γιού τού Βορέα, που απήγαγε γυναίκες από διάφορες παράκτιες περιοχές και τις μετέφερε στη Νάξο· δύο από τούς αρχηγούς του αλληλοσκοτώθηκαν διεκδικώντας την όμορφη Παγκρατίδα, η οποία κατέληξε σε έναν τρίτο. Η ηρωική αυτή εποχή είχε και κάτι θετικό: η συστηματική καταστροφή περιοχών, δηλαδή  το ξερίζωμα των καλλιεργειών, δεν είχε αρχίσει ακόμη, αφέθηκε στους μεταγενέστερους Έλληνες. Η πειρατεία συνεχίστηκε  από ορισμένους λαούς, ως την καθαυτό ιστορική εποχή, και συνδέθηκε, όπως στους Φωκείς, με τα υπόλοιπα κατορθώματά τους· έχουμε ήδη αναφέρει την πειρατική δραστηριότητα του Πολυκράτη, του οποίου ο αδελφός έφερε το “επίδοξο” όνομα Συλοσών. Επιπλέον οι επιδρομές στις χερσαίες εκτάσεις, που αποτελούσαν ακριβώς μια μορφή αρχαίας πρακτικής μέχρι τον 5ον αιώνα, ωφέλησαν τους καθυστερημένους πληθυσμούς, όμως οι Όζολες, οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί.
     Η αποκλειστικότητα, η αποστροφή προς όλες τις άλλες πόλεις, και κυρίως τις γειτονικές, δεν είναι εδώ απλώς ένα κυρίαρχο συναίσθημα, αλλά αποτελεί σχεδόν μέρος τής αστικής αρετής. Οι αμοιβαίες αντιπάθειες που γνωρίζουμε μεταξύ τών συγχρόνων πόλεων (τις οποίες  προκαλεί εξάλλου ο φθόνος κυρίως τού ανταγωνισμού) δεν έχουν καμμιά σχέση με την άλλοτε μυστική και άλλοτε φανερή έχθρα μεταξύ ορισμένων ελληνικών πόλεων. Μια ηπιότερη μορφή εκδήλωσης της έχθρας ήταν η στηλίτευση και οι χλευασμοί που εκτοξεύονταν αμοιβαία στη διάρκεια των αιώνων· συχνά οδηγούσαν σε εξέγερση με σκοπό την εκμηδένιση του γείτονα, και έτσι το Άργος αφάνισε τις Μυκήνες.
     Παρ’ όλα αυτά, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της αριστοκρατικής περιόδου υπήρξε η διατήρηση της ειρήνης και η εκτόνωση των φιλοδοξιών της στους αθλητικούς θριάμβους. Αλλά από τον 5ο αιώνα, συνεπικουρούμενη από τις εξεγέρσεις, η έχθρα μεταξύ τών πόλεων εκδηλώνεται με ακραία βία.
     Η αλήθεια είναι ότι σε εποχές μεγάλων αναταραχών, όπως οι Μηδικοί και ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η συνείδηση της συμμετοχής σε μια φυλή, τη δωρική ή την ιωνική, έπαιξε κάποιο ρόλο προκειμένου να επιλέξει η κάθε πόλη με ποιους θα συμμαχήσει, αλλά στις κοντινές σχέσεις, καθώς και μεταξύ τών εγγυτέρων αδελφικών φυλών δεν υπήρξε κανενός είδους επιφύλαξη. Οι Δωριείς τής Λακεδαίμονας επιδίωξαν να αφανίσουν τούς Μεσσήνιους, εποφθαλμιώντας τη γη τους. Τιμούσαν όμως τούς θεούς και τους ήρωες της πόλης που επρόκειτο να δεχθεί επίθεση, ζητώντας απ’ αυτούς να τιμωρήσουν τούς πρωταίτιους της αδικίας και να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των νόμιμα επιτιθεμένων.
     Στο μεταξύ όμως οι πόλεις είχαν βρει τον τρόπο να καλλιεργήσουν τα πάθη τους, με τις γνωστές συνέπειες. Δεν θα αναφερθούμε στην έλλειψη προστασίας όσων ζούσαν σε μια πόλη ως ξένοι, διότι το ίδιο συνέβαινε σχεδόν παντού, και επιπλέον ποιος θα ήθελε να ασχοληθεί με λεπτομέρειες αυτού τού είδους, απέναντι στο τεράστιο και τρομακτικό κυρίαρχο φαινόμενο του τρόπου συμπεριφοράς ενός Κράτους εναντίον ενός άλλου Κράτους ;
     Για όποιον έχει μελετήσει την πόλη ως προς την εσωτερική πολιτική της, τη σκληρότητα αντιμετώπισης των καταπιεσμένων μερίδων τού πληθυσμού, καθώς  τη συμπεριφορά της απέναντι στον άμεσο περίγυρό της ως δυνάστης των αγροτικών πληθυσμών, θα αναγνωρίσει στην εξωτερική πολιτική της τη συνέχεια της ίδιας λογικής. Αλλά όσο αυξανόταν η ένταση στο εσωτερικό των πόλεων, τον 5ο αιώνα, τόσο πολλαπλασιάζονταν οι εξωτερικές διαμάχες, περιορίζονταν χρονικά οι εκεχειρίες και εξασθένιζαν οι συμμαχίες· κάθε Κράτος θεωρούσε όλα τα υπόλοιπα εχθρικά διακείμενα και έπραττε ανάλογα, έτσι ώστε η εποχή της μεγαλύτερης άνθισης του πολιτισμού να συμπίπτει με αυτή των πλέον αποτρόπαιων εγκλημάτων.
     Η αλήθεια είναι, αν πιστέψουμε τους Έλληνες, ότι υπήρχαν ιεροί νόμοι που παρότρυναν την επιείκεια των νικητών: να μην καταστρέφονται δηλαδή ολοσχερώς οι κατακτημένες πόλεις, να μην εκτελούνται αυτοί που παραδίδονται, να απελευθερώνονται οι αιχμάλωτοι με την πληρωμή καθορισμένων λύτρων, να ανταλλάσσονται
 οι νεκροί, να μην κακοποιούνται οι νεαροί αιχμάλωτοι κ.ο.κ. Το έθνος θεωρούσε ότι ελληνισμός και ανθρωπισμός είναι συνώνυμα, και έτσι όταν έπεσε η Τροία, οι νικητές διακήρυξαν πολύ φιλάνθρωπα ότι καθένας μπορούσε να πάρει μαζί του ό,τι θεωρούσε πολύτιμο, και ο Αινείας επέλεξε τους οικογενειακούς θεούς του και τον πατέρα του. Αλλά ο μύθος είχε με άνεση μετατοπίσει τις δολοφονίες αλλοφύλων, στα πέρατα του κόσμου, της Αρτέμιδας στην ταυρική ακτή, του βασιλιά που έδινε ανθρώπους για τροφή στα άλογά του στη Θράκη, του βασιλέα Λύκου που θυσίαζε  τους ξένους στη μνήμη του πατέρα του Άρη στη Λιβύη, ακόμη του Βούσιρη στις ακτές τής Αιγύπτου· αυτοί οι φόνοι τών Ελλήνων συνέβαιναν όμως σε επιτόπια, συχνά, κλίμακα. Οι υποτιθέμενοι κανόνες επιείκειας απέβλεπαν, όπου εφαρμόζονταν,  στην αντιμετώπιση άμεσα πρακτικών ζητημάτων, όπως ο φόβος αντιποίνων, ή η πρόθεση για απολαβές όπως τα λύτρα, και όταν ένας στρατός ζητούσε να του παραδωθούν οι νεκροί του, ομολογούσε, όπως θα δούμε, την ήττα του· συχνά η αναφορά σ’ αυτές τις συνήθειες γινόταν στη περίπτωση που είχαν συνήθως καταπατηθεί. Και η σύληση των ναών δεν αποτελούσε παρά μιαν επιπλέον ιεροσυλία, τη στιγμή που ένας ολόκληρος λαός είχε ήδη αφανιστεί. Όλα όσα περιγράφουμε εδώ συμβαίνουν την εποχή τού Φειδία, του Ικτίνου, του Ζεύξη, του Παράσσιου, της τελειότητας των χορικών μέτρων και του λόγου, και όταν οι μεγάλοι τραγωδοί ανακατεύουν ακατάστατα (όπως γνωρίζουμε) τις Μυκήνες και το Άργος, αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι το 468 π. Χ. οι Αργείοι πούλησαν ως δούλους ένα μέρος τού πληθυσμού τών Μυκηνών, εξόρισαν ένα άλλο και κατέστρεψαν την πόλη τους, αλλά και την Τίρυνθα.
     Όλοι οι αρχαίοι λαοί ακολουθούσαν, είναι αλήθεια, σε καιρό πολέμου τον αιώνιο νόμο που διδάσκει ότι οι άνθρωποι και τα αγαθά τους ανήκουν κατά κάποιον τρόπο στον νικητή. Αλλά οι Έλληνες είχαν επιπλέον την ιδιομορφία ότι το έθνος τους απαρτιζόταν από πολυάριθμα μικρά Κράτη, το ένα δίπλα στο άλλο, εγκλωβισμένο το καθένα απ’ αυτά στον εγωισμό του και εμφορούμενο από την επιθυμία και τη θέληση να πετύχει το ακατόρθωτο, όχι δηλαδή μόνον αυτό που ήταν αναγκαίο για την επιβίωσή του, αλλά και αυτό που ήταν επιθυμητό και συμφέρον σε πολύ ευρύτερη κλίμακα. Η Σπάρτη το εξέφρασε ευθαρσώς δια τού στόματος του φοβερού βασιλιά Κλεομένη, όταν αυτός επιτέθηκε κατά τού Άργος χωρίς προφανή λόγο: «Η οδύνη που μπορεί να προκαλέσουμε στους αντιπάλους μας προέχει κάθε είδους νομικής δέσμευσης απέναντι σε θεούς και ανθρώπους». Με τον ίδιο τρόπο και οι υπόλοιπες πόλεις προβαίνουν σε αδιανόητες πράξεις, όχι υπό το κράτος κάποιου ιδιαίτερου πάθους, αλλά με καθαρά υπολογιστικές προθέσεις, προφασιζόμενες την αναγκαιότητα, και όχι μόνον εναντίον τών καθαυτό εχθρών τους, αλλά και εναντίον όσων θεωρούν ότι πρέπει να εξολοθρεύσουν για κάποιον λόγο, ενώ τα κίνητρά τους δεν κατευθύνονται από τις συνθήκες τού πολέμου αλλά από πολιτική έχθρα. Η εξουσία, σ’ αυτές τις ζοφερές στιγμές που απειλούνται τα συμφέροντά της, δρα πάντα ανεξέλεγκτα, αλλά στην περίπτωση μεγάλων Κρατών έχει τη δυνατότητα να συγκρατήσει έτσι τις πολυάριθμες μικρές, αυτόνομες δυνάμεις, επιδιώκοντας συνήθως την πλέον μακροχρόνια εξωτερική ειρήνη. Οι ελληνικές πόλεις είναι αντιθέτως μικρά Κράτη, στα οποία οι εσωτερικές αναταραχές ασκούν, από τον 5ον αιώνα, συνεχώς πιέσεις προκειμένου να επεκταθούν και στο εξωτερικό τους, οπότε είναι αδύνατον πλέον να ελεγχθούν μόλις ξεσπάσει ένας πόλεμος· οι πόλεις δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν μιαν ηγεμονία και να υποταχθούν σε ένα στράτευμα, και αδυνατούν πλήρως να υπαχθούν σε άλλες πόλεις. Όποιος επομένως επιθυμεί για οποιοδήποτε λόγο να κατακτήσει μια πόλη είναι υποχρεωμένος να εξουδετερώσει τούς πολίτες της· γεγονός που συνεπάγεται αφ’ ενός μιαν άγρια αντίσταση, και αφ’ ετέρου την ανελέητη, μετά την ήττα,  εξολόθρευση των πληθυσμών. Είναι αλήθεια ότι οι καταστροφές μικρής κλίμακας και σε γειτονικές περιοχές προκαλούν ιδιαίτερα αποκρουστικές εντυπώσεις. Η Ελλάδα ζει σαν να διαθέτει ένα ανεξάντλητο ανθρώπινο δυναμικό, και σαν να μην απειλείται από κανέναν Πέρση ή άλλο βάρβαρο λαό. Ανεξάλειπτη παραμένει η μνήμη τών δύο συμβάντων που μας παραδόθηκαν σχετικά με την τύχη τών κατοίκων τών Πλαταιών και της Μύλου. Οι ηρωικοί επιζώντες τών Πλαταιών παραδόθηκαν, μετά από μιαν αξιομνημόνευτη πολιορκία, στους Σπαρτιάτες, με την υπόσχεση ότι σπαρτιάτες δικαστές θα αποφασίσουν για την τύχη τους· εμφανίστηκαν πέντε δικαστές, οι οποίοι είχαν αναλάβει εμπιστευτικά να ψηφίσουν την καταδίκη τους σε θάνατο, για να ικανοποιήσουν τούς Θηβαίους ( οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι ακόμα χρήσιμοι σ’ αυτόν τον πόλεμο για την Σπάρτη). Απόδειξη είναι η ιακωβινιστικής μορφής, ψυχρή και κοντόθωρη ερώτηση που τέθηκε σε καθέναν από τούς Πλαταιείς ξεχωριστά, αν είχε προσφέρει δηλαδή κάποιου είδους εξυπηρετήσεις στους Λακεδαιμονίους ή τούς συμμάχους τους σε κάποια φάση αυτού τού πολέμου. Και εφ’ όσον κανείς τους δεν ήταν σε θέση να απαντήσει καταφατικά, εκτελέστηκαν όλοι· οι γυναίκες οδηγήθηκαν στη δουλεία και η πόλη τους κατοικήθηκε για ένα διάστημα από τούς εκδιωχθέντες Μεγαρείς, για να καταστραφεί αργότερα ολοσχερώς από τούς Θηβαίους, και να μετατραπεί η γη της σε αγροτικές καλλιέργειες. Αυτοί οι ίδιοι οι Θηβαίοι είχαν καταφέρει να καταστρέψουν για πρώτη φορά τις Πλαταιές στο πλευρό τού Ξέρξη, ενώ αφάνισαν και πάλι την πόλη, όταν είχε κατοικηθεί από πρόσφυγες μετά την ειρήνη τού Ανταλκίδα (387 π. Χ.) · μόνο επί μακεδονικής ηγεμονίας μπόρεσε να αποκατασταθεί για μεγάλη διάρκεια. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα χειρισμού τής εξουσίας από τον ισχυρότερο αποτελούν οι αποτρόπαιες διαβουλεύσεις μεταξύ Αθηναίων και των κατοίκων τής Μήλου (416 π. Χ.), όταν οι πρώτοι απαίτησαν την υποταγή σε συνθήκες ειρήνης και ουδετερότητας, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα προκαλούσαν αναπόφευκτα την αντίσταση των Μηλίων και κατά συνέπεια την εξολόθρευση των ασθενεστέρων· παρότι οι κάτοικοι της Μήλου παραδόθηκαν εξ αιτίας τού λιμού, χρειάστηκε επίσης να σφαγιαστούν, οι γυναίκες και τα παιδιά να πουληθούν ως δούλοι και το νησί τους να εποικιστεί από Αθηναίους. Ο σύγχρονος αναγνώστης θεωρεί πως ο Θουκυδίδης  επιδεικνύει κάποια συμπάθεια προς εκείνους τούς δυστυχείς, μόνον και μόνον επειδή θεωρεί ότι «μοιράζεται» με τον ιστορικό την έντονη απέχθεια που του προκαλεί η ανάγνωση μιας τόσο αντικειμενικής περιγραφής· αλλά ο πραγματικός Θουκυδίδης, γιός τού Ολόρου, θα είχε επίσης βοηθήσει, αν του δινόταν η ευκαιρία να συναποφασίσει με τους άλλους και δεν είχε προ πολλού εξοριστεί ως  κακότυχος στρατηγός, στην εξόντωση των Μηλίων. Πόσο μεγάλο ήταν όμως το πλήγμα για μια λαμπρή πόλη όπως η Αθήνα, αυτό φανερώθηκε την ημέρα που βυθίστηκε κι η ίδια στη δυστυχία και αναγκάστηκε να θυμηθεί σε ποια  μοίρα είχε υποβάλει τούς πολίτες τών μικρότερων Κρατών.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου