Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Όσο δεν αλλάζουμε, θα βουλιάζουμε

Όταν η Δύση έχει εισέλθει στο 2020 και εκσυγχρονίζεται, υιοθετώντας μεταξύ άλλων μοντέρνες νομισματικές θεωρίες και εξοικονομώντας πόρους, ενώ εμείς σπαταλάμε τους πλουσιοπάροχους που διαθέτουμε ή επιτρέπουμε να μας τους υφαρπάξουν, υποχωρώντας ταυτόχρονα στο 1960 και συνεχίζοντας ασταμάτητα τον κατήφορο, δεν είναι λογικό να περιμένουμε θαύματα – πόσο μάλλον όταν δεν έχουμε αποκτήσει ακόμη τα σωστά κριτήρια εκλογής των κυβερνήσεων μας που ορίζουν το μέλλον το δικό μας, της πατρίδας μας και των παιδιών μας. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν θα μας σώσουν ούτε οι πρόγονοι μας, ούτε η ιστορία μας, ούτε ο πολιτισμός μας – όπως δεν διέσωσαν πολλούς άλλους ένδοξους λαούς που εξαφανίσθηκαν από προσώπου γης και άλλες πάμπλουτες χώρες που έχουν καταλήξει πια στα σκουπίδια της ιστορίας. Ως εκ τούτου, μπορεί το να ενοχοποιούμε άλλους να κάνει ευκολότερα αποδεκτά τα δεινά μας, αλλά δεν προσφέρει απολύτως τίποτα – κάτι που ελπίζουμε πως έχουμε αντιληφθεί πλέον όλοι μας. Όταν δεν παράγεται πλούτος πάντως, χάνεται σταδιακά ο υφιστάμενος, όσα χρήματα και αν μας χαρίσουν ή όσα δάνεια και αν πάρουμε – τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός, ακόμη και τα σπίτια μας που θα καταλήξουν σε ΜΚΟ που τα νοικιάζουν σε παράνομους μετανάστες και σε Γερμανούς συνταξιούχους. 

Άποψη

Οι απόψεις μας, σε σχέση με την οικονομία, συμβαδίζουν με τις αρχές της σύγχρονης νομισματικής θεωρίας – όσον αφορά τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά (άρθρο), όπου όμως υποστηρίζουμε το πλήρες χρήμα, τη μη εξάρτηση σήμερα των επενδύσεων από τις αποταμιεύσεις (ανάλυση), τη μη συμβατική λειτουργία των κεντρικών τραπεζών, όπως της Ιαπωνίας και της Ελβετίας (ειδικά της τελευταίας που κερδίζει επενδύοντας χρήματα που η ίδια δημιουργεί, στηρίζοντας σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της χώρας της), την ανάγκη ελέγχου (ρύθμισης) των τραπεζών από τα κράτη που δεν πρέπει να αφήνονται στις διαθέσεις του «αόρατου χεριού της αγοράς», την κατάργηση του καπιταλισμού-καζίνο με τα όπλα μαζικής καταστροφής του, όπως τα παράγωγα κοκ.
Γνωρίζουμε όμως πως η συγκεκριμένη θεωρία μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο σε πραγματικά ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες δεν υπάρχει ούτε καν ο κίνδυνος του υπερπληθωρισμού, ακόμη και όταν εκτυπώνουν μαζικά νέα χρήματα – επειδή οι Πολίτες τους έχουν γνώση των βασικών οικονομικών αρχών, όπως για παράδειγμα το ότι δεν πρέπει να δανείζονται για καταναλωτικούς σκοπούς, ακόμη και όταν τους προσφέρονται αφειδώς φθηνά χρήματα, αλλά μόνο για επενδυτικούς, τα κέρδη των οποίων εξασφαλίζουν την φυσιολογική αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η διαμόρφωση των αμοιβών των εργαζομένων, από την οποία εξαρτάται κυρίως το κόστος ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος και άρα η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας – όπου οι ίδιοι οι Πολίτες αυτών των χωρών προσέχουν να μην είναι υψηλότεροι οι μισθοί από την παραγωγικότητα τους, αφού διαφορετικά δημιουργούνται ελλείμματα, αυξάνονται τα χρέη και χρεοκοπεί η χώρα.
Περαιτέρω, πιστεύουμε πως το κράτος δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στη φορολόγηση των Πολιτών για τη λειτουργία του, η οποία αργά ή γρήγορα φτάνει στα ανώτατα όρια της όσον αφορά τη μεσαία και κατώτερη τάξη – ενώ η ανώτατη είτε την αποφεύγει με τους φορολογικούς παραδείσους που έχουν δημιουργηθεί από τους πολιτικούς που την υπηρετούν έμμισθα, είτε μεταναστεύει σε φθηνότερες φορολογικά περιοχές.
Ειδικότερα, ο δεύτερος πυλώνας των κρατικών εσόδων πρέπει να είναι η κερδοφόρα λειτουργία των δημοσίων επιχειρήσεων – ιδιαίτερα των κοινωφελών, των στρατηγικών και των μονοπωλιακών που δεν πρέπει ποτέ να ιδιωτικοποιούνται (ανάλυση).
Από αυτό ακριβώς το σημείο πρέπει να κρίνονται κυρίως οι κυβερνήσεις, όσον αφορά την εκλογή τους – με αμέσως επόμενο το σχεδιασμό της ιδιωτικής οικονομίας, ιδίως της πρωτογενούς που δεν λειτουργεί καθόλου χωρίς κεντρικό προγραμματισμό, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματική παράγοντας πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εν προκειμένω εννοούμε γενικότερα τις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες πρέπει να αφορούν ακόμη και την Παιδεία – έτσι ώστε να είναι συνδεδεμένη με την πραγματική οικονομία της χώρας, καλύπτοντας τις ανάγκες της.
Σε σχέση τώρα με την κερδοφόρα λειτουργία των δημοσίων επιχειρήσεων και τη συμβολή τους στη χαμηλότερη φορολόγηση των Πολιτών, παράλληλα με τη σωστή αναδιανομή του πλούτου (όχι της φτώχειας) που στηρίζει τη ζήτηση, την κατανάλωση, τις επενδύσεις, το ΑΕΠ, τα έσοδα του κράτους κλπ., έχουμε αναφέρει ως παράδειγμα τη ΔΕΗ – η οποία λειτουργεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια με ζημίες.
Σε πλήρη αντίθεση, η πορτογαλική ΔΕΗ παράγει ετήσια κέρδη περί τα 1,5 δις € (οπότε όσο το μισό ΕΝΦΙΑ που θα μπορούσε να μειωθεί κατά 50% εάν η ΔΕΗ λειτουργούσε σωστά), ενώ κοστίζει περί τα 12 δις € – περίπου 11 δις € δηλαδή περισσότερο, ή σχεδόν κατά τέσσερα ετήσια ΕΝΦΙΑ.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη σωστή διαχείριση των δημοσίων επιχειρήσεων που ξεπουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές, όπως τα αεροδρόμια, ο ΟΛΠ, ο ΟΛΘ κλπ. ή θα ξεπουληθούν πάμφθηνα – όπως η ΔΕΗ, η ΔΕΠΑ, η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ κοκ., απογυμνώνοντας το κράτος από τους παραγωγικούς του πόρους, με αποτέλεσμα τις επόμενες αυξήσεις φόρων που θα είναι νομοτελειακές.
Αντί όμως εμείς οι Έλληνες να κρίνουμε και να εκλέγουμε τις κυβερνήσεις μας με αυτά ακριβώς τα κριτήρια, με την ικανότητα τους δηλαδή να παράγουν μόνες τους πλούτο και να σχεδιάζουν/κατευθύνουν σωστά την ιδιωτική οικονομία, κάνουμε το αντίθετο – αφού διαφορετικά δεν εξηγείται το γιατί στηρίζουμε κόμματα που ακόμη και από την ιδεολογία τους δεν έχουν τέτοιες ικανότητες, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ή που είναι τα ίδια χρεοκοπημένα, όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ που οφείλει μόνο στις τράπεζες πάνω από 300 εκ. €.
Πλούτο βέβαια μπορούν να παράγουν οι κυβερνήσεις και από το χρηματοπιστωτικό τομέα – πολύ περισσότερα. Για παράδειγμα από την κεντρική τράπεζα, θυμίζοντας ξανά το παράδειγμα της ελβετικής (άρθρο), καθώς επίσης από μία κρατική επενδυτική, η οποία δεν έχει λειτουργήσει ακόμη στην Ελλάδα, παρά το ότι είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία σήμερα. Όταν όμως δεν παράγεται πλούτος, χάνεται σταδιακά ο υφιστάμενος, όσα χρήματα και αν μας χαρίσουν ή όσα δάνεια και αν πάρουμε – τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός, ακόμη και τα σπίτια μας που θα καταλήξουν σε ΜΚΟ που τα νοικιάζουν σε παράνομους μετανάστες και σε Γερμανούς συνταξιούχους.
Εάν ερευνήσει κανείς τώρα τις ελληνικές κρατικές επιχειρήσεις που ευρίσκονται στον προϋπολογισμό του 2019 και τις τιμές, με τις οποίες αποτιμούνται, θα απογοητευθεί εντελώς – κάτι που όμως δεν φαίνεται να ενδιαφέρει τον υπουργό οικονομικών, μεταξύ άλλων επειδή δεν αξιολογείται με το συγκεκριμένο κριτήριο από τους Πολίτες. Ως εκ τούτου εύλογα οι ξένοι επενδυτές επικεντρώνονται στα χρέη των δημοσίων επιχειρήσεων, κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες χώρες που έχουν επίσης, θεωρώντας τα ως κρυφά που κάποτε θα βγουν στην επιφάνεια – αποτιμώντας τα στο 144% του ΑΕΠ μας ή στα 260 δις € περίπου (γράφημα, επί πλέον των 357 δις € του δημοσίου χρέους).
Όταν όμως μία χώρα δημιουργεί ζημίες από τις ίδιους τους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους, χωρίς οι Πολίτες της να ενδιαφέρονται αξιολογώντας ανάλογα τις κυβερνήσεις τους, τότε είναι καταδικασμένη να τους χάσει, μαζί με εδάφη, με τα ενεργειακά της αποθέματα, με τον υπόγειο πλούτο της κοκ. – υπενθυμίζοντας πως ανέκαθεν οι μητροπόλεις λήστευαν τις αποικίες τους, οπότε δεν προβλέπεται να αποτελέσει εξαίρεση η Ελλάδα.
Εν προκειμένω δεν πρέπει να κατηγορούμε τη Γερμανία, αφού η κυβέρνηση της κάνει σωστά τη δουλειά της – προς όφελος των Γερμανών Πολιτών δηλαδή. Αντίθετα, εμείς ως εκλογείς και η δική μας κυβέρνηση δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, οπότε είμαστε άξιοι της «μοίρας» μας – αφού έτσι λειτουργούν τα πάντα στη Φύση, είτε μας αρέσει, είτε όχι.

Επίλογος

Συμπερασματικά λοιπόν, όταν η Δύση έχει εισέλθει στο 2020 και εκσυγχρονίζεται, υιοθετώντας μεταξύ άλλων μοντέρνες νομισματικές θεωρίες και εξοικονομώντας πόρους, ενώ εμείς σπαταλάμε τους πλουσιοπάροχους που διαθέτουμε ή επιτρέπουμε να μας τους υφαρπάξουν, υποχωρώντας ταυτόχρονα στο 1960 και συνεχίζοντας ασταμάτητα τον κατήφορο, δεν είναι λογικό να περιμένουμε θαύματα – πόσο μάλλον όταν δεν έχουμε αποκτήσει ακόμη τα σωστά κριτήρια εκλογής των κυβερνήσεων μας που ορίζουν το μέλλον το δικό μας, της πατρίδας μας και των παιδιών μας.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν θα μας σώσουν ούτε οι πρόγονοι μας, ούτε η ιστορία μας, ούτε ο πολιτισμός μας – όπως δεν διέσωσαν πολλούς άλλους ένδοξους λαούς που εξαφανίσθηκαν από προσώπου γης και άλλες πάμπλουτες χώρες που έχουν καταλήξει πια στα σκουπίδια της ιστορίας. Ως εκ τούτου, μπορεί το να ενοχοποιούμε άλλους να κάνει ευκολότερα αποδεκτά τα δεινά μας, αλλά δεν προσφέρει απολύτως τίποτα – κάτι που ελπίζουμε πως έχουμε αντιληφθεί πλέον όλοι μας.
από Βασίλης Βιλιάρδος29 Μαΐου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου