Η επιστήμη, η τέχνη, η παράδοση ακόμη και η θρησκεία ενός πολιτισμού συνιστούν μεθοδολογικά διαφορικές εκδηλώσεις του τρόπου δια του οποίου οι φορείς του αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Προτού αντιπαραβάλει κάποιος την «ενιαία και καθολικά αποδεκτή» αλήθεια των θετικών επιστημών, οφείλω να τονίσω πως κάθε κουλτούρα ανά την ιστορία έχει δώσει έμφαση σε έναν ιδιαίτερο τύπο μαθηματικών συμβατό με την πρωτογενή ψυχική κλίση της. Ο Oswald Spengler στην «Παρακμή της Δύσεως» έχει υπεραναλύσει τέτοιους συσχετισμούς[1]. Η ευκλείδειος γεωμετρία των αρχαίων Ελλήνων βασιζόταν στην σωματική αντίληψη του μέτρου και της αρμονίας, η άλγεβρα των Αράβων στον συμβολισμό, τα δυτικά μαθηματικά (συναρτήσεις, απειροστικός λογισμός) στην λαχτάρα για υπέρβαση των ορίων της στιγμιαίας οράσεως. Από την εποχή του ιερού Αυγουστίνου έως τον Καντ, στην δυτική Ευρώπη κλιμακωνόταν η προσπάθεια για παράκαμψη των υποκειμενικών αισθήσεων και ερμήνευση των πάντων μέσω της «καθαρής λογικής». Απότοκα αυτής υπήρξαν ο Διαφωτισμός και ο ορθολογισμός της Νεωτερικότητος, το πνεύμα της οποίας επικράτησε στον δυτικό πολιτισμό από τον 17ο έως τον 20ο αιώνα. Στα πλαίσια της νεωτερικότητος, όλες οι εκφάνσεις της ζωής (από την οικονομολογία έως την βιολογία) εκφράζονται με όρους νευτώνειας φυσικής: δυνάμεις, επιταχύνσεις, ροπές, έργα, μεταβολές και διατήρηση ενέργειας. Μολαταύτα, στις μέρες μας ο ορθολογικός νεωτερικός πολιτισμός κλυδωνίζεται μεταλλασσόμενος ενώπιον του χαοτικού σχετικισμού της Μετανεωρικότητος.
Κατά τον 20ο αιώνα, τα άλματα της κβαντικής φυσικής απέδειξαν ότι οι νευτώνειοι νόμοι ως προϊόντα της ανθρώπινης λογικής δεν είναι οι μόνοι σωστοί και δεν εξηγούν τα πάντα. Ένα παράδειγμα απετέλεσε η αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg. Ένα άλλο παράδειγμα η διερεύνηση της φύσεως του φωτός. Ήδη από τον 19ο αιώνα, ο J.C.Maxwell είχε αποδείξει ότι το φως αποτελεί εγκάρσιο ηλεκτρομαγνητικό κύμα (απλή μετάδοση μίας κινήσεως στον χώρο). Μεγάλη σύγχυση ενέσκηψε στην επιστημονική κοινότητα όταν αργότερα oι M.Planck και A.Einstein περιέγραψαν το φως ως ύλη (άθροιση σωματιδιακών κβάντων-«φωτονίων»). Αμφότερες οι προσεγγίσεις έμοιαζαν σωστές και επαληθεύονταν πειραματικά. Εξάλλου τα μαθηματικά δεν ψεύδονται. Η λύση στο μυστήριο δόθηκε από τον Γάλλο καθολικό Louis De Broglie (νόμπελ 1929)[2], ο οποίος συνέζευξε τις δύο θεωρίες και επιβεβαιώθηκε από την εξίσωση του E.Schrödinger: Το φωτόνιο -και γενικά κάθε κινούμενο μικροσωματίδιο του κόσμου μας- είναι ένα, αλλά παρουσιάζει δύο φύσεις. Εκδηλώνεται είτε ως κύμα είτε ως ύλη, ανάλογα με τις πειραματικές συνθήκες. Τέτοια διατύπωση συνθλίβει την στενή λογική μας. Ωστόσο, είχε εκφρασθεί ήδη από τις πρώτες χριστιανικές Οικουμενικές Συνόδους! Σύμφωνα με το Χριστολογικό θεολογικό δόγμα (από τα πρώτα και σπουδαιότερα του Xριαστιανισμού), ο Ιησούς Χριστός είναι ένα Πρόσωπο που συνδυάζει συγχρόνως τέλεια θεϊκή και τέλεια ανθρώπινη φύση ενωμένες «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως»[3].
Για την αποδόμηση της εσφαλμένης πεποιθήσεως περί δήθεν συγκρούσεως επιστήμης και πίστεως, θα θίξουμε τώρα ένα άλλο ζήτημα, κάπως περισσότερο γνωστό. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. στο Ἁπολογητικόν περί τῆς Ἑξαημέρου, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξηγεί ότι ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν σε μια στιγμή εμφυσώντας σε αυτό νόμους, ώστε να συνεχίσει να πορεύεται μόνο του[4]. Καθώς η φύση «ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της», το κάθε τι εμφανίζεται στην ώρα του. Αυτή η προσέγγιση συμφωνεί με το κοσμολογικό μοντέλο του «Bing Bang», το οποίο εμπνεύστηκε ο πιστός Ορθόδοξος μαθηματικός Alexander Friedmann και τελειοποίησε ο ρωμαιοκαθολικός ιερέας Eduard Lemaitre. Το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός ή -με θεολογικούς όρους- εκ του «μη όντος». Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτή η προσέγγιση συνάδει και με την Εξέλιξη των Ειδών (καθάπερ διὰ βαθμῶν ἡ φύσις, τῶν τῆς ζωῆς λέγω ἰδιωμάτων, ἀπὸ τῶν μικροτέρων ἐπί τὸ τὲλειον ποιεῖται τὴν ἄνοδον, Περί τῆς Ἑξαημέρου, PG 44: 148C ). Άλλωστε, στην Γένεσι συναντούμε για τον άνθρωπο το ρήμα bara (δημιουργώ εκ του μηδενός) και το ρήμα asah (δημιουργώ από προϋπάρχον υλικό, μεταπλάθω)[5]. Η ύπαρξη μίας «μιτοχονδριακής Εύας» (πιο πρόσφατης κοινής προγόνου όλων των ανθρώπων πολύ πριν αυτοί εξελιχθούν φυλετικά) και ενός «Υ-χρωμοσωμικού Αδάμ» (κοινού προγόνου όλων των ανδρών) έχει προταθεί από την σύγχρονη γενετική[6], ύστερα από συγκριτική ανάλυση ανθρωπίνων γονιδιωμάτων. Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ μίας (ελεγχόμενης;) «Εξελίξεως» (και επιστημονικά, έχει διατυπωθεί η άποψη πως οι πιθανότητες για τυχαίες φυσικές επιλογές είναι κυρίως σε βιοχημικό επίπεδο ελάχιστες)[7]. Βέβαια, στους αλληγορικούς συμβολισμούς των ιερών κειμένων δεν θα απαντηθούν επιστημονικές αναλύσεις. Από την άλλη πλευρά, η βιολογία και εν γένει η επιστήμη, παρά την δεδομένη πρόοδό τους, αδυνατούν να εξηγήσουν την σκοπιμότητα πολλών φυσικών διεργασιών (λ.χ. Γιατί η πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου είναι τόσο διαφορετική από του χιμπατζή; Aπό πού πηγάζει η ενθαλπία στο σύμπαν και τα βιοσυστήματά του, η οποία αποσοβεί την αυθόρμητη εντροπία;)[8]. Η μεν επιστήμη ανακαλύπτει το πώς και το πότε﮲ η δε πίστη προσδοκά στην αποκάλυψη του ποιος και του γιατί. Σκοπός της πίστεως είναι να αναβαθμιστεί σε βιωματική γνώση.
Πολλές ορθόδοξες έννοιες χαρακτηριζόμενες σαν παράδοξες μέχρι πρότινος δεν δύνανται να αντικρουστούν πλέον. Ας μιλήσουμε για τον χρόνο. Τον 6ο αιώνα, ο βυζαντινός λόγιος Ιωάννης Φιλόπονος θεώρησε τον χρόνο ως μέτρηση κινήσεως, η οποία καθορίζεται βάσει σημείων αναφοράς που δηλώνουν το παρόν και ονομάζονται «νυν»[9]. Τα «νυν» διαφοροποιούν το παρόν από το παρελθόν. Χάρη στις πρόσφατες θεωρίες της σχετικότητος, σήμερα γνωρίζουμε την σχέση του χρόνου με την κίνηση, αλλά και το αναληθές της υποκειμενικής αντιλήψεως περί γραμμικής κατευθύνσεώς του με σταθερή ταχύτητα. Στο «παρόν» υπάρχουν τόσοι χρόνοι όσα τα όντα που κινούνται προς διαφορετική κατεύθυνση ή με διαφορετική ταχύτητα (η αναλογική προς την μάζα καμπύλωση του χωροχρόνου και άλλες ανακαλύψεις ξεφεύγουν πολύ από την μελέτη μας). Εφόσον κάποιος κάνει ένα βήμα σε έναν μακρινό γαλαξία, θα βρεθεί αιώνες πριν ή μετά από τον δικό μας «χρόνο». Σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία, ο Θεός είναι «άχρονος, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών»[10]. Ανθρωπομορφικά και απλοϊκά σκεπτόμενοι, υποθέτουμε πως εάν ο Θεός βρισκόταν σε μία άλλη διάσταση θα μπορούσε να βλέπει την ιστορία του κόσμου ακουμπισμένη σε ένα «τραπέζι» ως άπειρα χωροχρονικά καρέ μίας ταινίας και να ανασυνδυάζει τα στιγμιότυπα κατάλληλα, ώστε να προσφέρει στον κάθε άνθρωπο ευκαιρίες για την σωτηρία του. Κάπως έτσι θα λειτουργούσε η περιβόητη «Θεία Πρόνοια». Τοιουτοτρόπως, ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση και ο Θεός γνωρίζει το μέλλον του χωρίς να το προδιαγράφει (βλ. προφητείες).
Ας έρθουμε τώρα στο θέμα των διαστάσεων, το οποίο εξίταρε εδώ και πολύ καιρό την φαντασία της ανθρωπότητος. Με βάση μελέτη του φαινομένου Hall που απέσπασε το νόμπελ φυσικής του 2016, δύο ομάδες επιστημόνων σε Ευρώπη και Αμερική διεξήγαγαν κβαντομηχανικό πείραμα ενδεικνύον την ύπαρξη τετάρτης χωρικής διαστάσεως[11]. Όπως ένα τρισδιάστατο αντικείμενο αφήνει δισδιάστατη (επίπεδη) σκιά, έτσι από την πειραματική ανίχνευση τρισδιάστατης σκιάς υπετέθη η παρουσία τετραδιάστατης ύλης. Τον Ιανουάριο του 2018 τα νέα έκαναν τον γύρο του κόσμου. Προς τα κει οδηγούσε και η Θεωρία των Υπερχορδών[12] (ειρήσθω εν παρόδω ότι το σύμπαν παρομοιάζεται με ταλαντούμενη χορδή και στο «Περί ψυχής αποριών β’» του Πλωτίνου). Φανταστείτε για μια στιγμή ότι είστε ζωγραφιά δύο διαστάσεων επί χάρτου και ξαφνικά ένας άνθρωπος τριών διαστάσεων αρχίζει να προσθέτει πινελιές στο περιβάλλον σας. Εσείς θα είχατε δίπλα σας τους νέους χρωματισμούς, αλλά με κανέναν τρόπο δεν θα βλέπατε το χέρι (μόνο το αποτέλεσμα της ενέργειάς του). Αυτό ήταν αρκετά μπακαλίστικο παράδειγμα μα θαρρώ αναλογικό και κατανοητό. Λοιπόν, αυτές οι έννοιες ενυπάρχουν και στην Ορθόδοξη θεολογία!
Από την ορθόδοξη δογματική, όπως πλάστηκε από την μακραίωνη πατερική παράδοση και επικυρώθηκε στην έχουσα Οικουμενικό Κύρος Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (1341-1343)[13], απορρέει η διδασκαλία των Ενεργειών. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός τον 8ο αιώνα μίλησε για έναν άκτιστο και άτρεπτο Θεό -τον μόνο αδημιούργητο, ο οποίος δημιούργησε την συνεχώς μεταβαλλόμενη/ρευστή κτιστή φύση[14]. Ο απειροδιάστατος Θεός είναι άκτιστη ουσία που μέσω της άκτιστης ενέργειάς Του δημιούργησε την κτίση. Ο άνθρωπος ως κτίσμα αισθάνεται μονάχα τα αποτελέσματα της άκτιστης ενέργειάς Του και θεώνεται (γίνεται άγιος) όταν μετέχει σε αυτήν (η άκτιστη ουσία παραμένει ακατάληπτη). Ο (πανεπιστήμων) Μέγας Βασίλειος πίσω από την Φύση διέβλεπε την σοφία των ενεργειών του Θεού (Εξαήμερος Α΄, 7-9). Κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος στο όρος Θαβώρ, ο Κύριος παρουσιάστηκε στους μαθητές Του πλαισιωμένος από «άκτιστο φως»[15]. Τότε οι μαθητές βίωσαν την άκτιστη ενέργειά Του, γεύθηκαν Παράδεισο.
Εν τούτοις, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία απέρριψε την διδασκαλία[16], θεωρούσα την ενέργεια του Θεού κτιστή και άρα οπτικά-αισθητά εποπτεύσιμη. Αυτή δεν ήταν η πρώτη «αίρεση» (παρέκκλιση από τα συνοδικά «Δόγματα της Πίστεως» και την ορθόδοξη παράδοση) των παπικών, αφού νωρίτερα είχαν προσθέσει αυθαίρετα στο Σύμβολον της Πίστεως το filioque (9ος-11ος αιών), ύστερα από πίεση των Γερμανών αυτοκρατόρων που ανταγωνίζονταν το Βυζάντιο πολιτικά[17]. Αυτή η απόρριψη φανέρωσε σε όλο της το μεγαλείο την τάση των παπικών για εκλογίκευση της θεολογίας και αποδοκιμασία της προσευχής[18] ως εσωτερισμού και μυστικού-μεταρσιωτικού βιώματος. Τα πάντα λοιπόν ήταν λογικώς διαχειρίσιμα και δεν έπρεπε να υφίσταται διαφορά στην μεθοδολογία των επιστημών και της θεολογίας. Κάπως έτσι εκκολάφθηκε από ρασοφόρους διανοητές -σαν τον Θωμά Ακινάτη- το κίνημα του Σχολαστικισμού, που θα μπορούσε να παραπέμψει στην Ιερά Εξέταση όποιον αμφισβητούσε π.χ. το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλους. Με την πρόοδο της επιστήμης και την εναντίον του πολεμική, ο ρωμαιοκαθολικός Σχολαστικισμός πτώχευσε κατά την εποχή του μπαρόκ, αλλά ο καρπός των ορθολογιστικών αναλύσεων ίσως να κληροδοτήθηκε στην (δυτική) νεωτερικότητα. Βέβαια, μέχρι τότε η παπική επιβολή δεν είχε περιοριστεί στις επιστήμες﮲ η υλική θέση που διεκδικούσε μέσα στον κόσμο συγχρωτιζόταν και με άλλα πεδία όπως η πολιτική (βλ. παποκαισαρισμό). Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Βατικανό και μεσαιωνικούς ηγεμόνες (λ.χ. Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα) κατά πρώτον ή νεωτερικά έθνη-κράτη κατά δεύτερον αποσκοπούσαν στην διανομή της εξουσίας, σε πρωτοκαθεδρία θεσμών. Μεταγενέστερα, ο υλιστικός προτεσταντισμός και άλλες κοινωνικοανατρεπτικές κινήσεις και ομάδες εκμεταλλεύθηκαν βέλτιστα τέτοιες δυσαρμονίες, προκειμένου να προαγάγουν την νεωτερικότητα.
Δηλαδή η πίστη δεν πρέπει να συγχέεται με την επιστήμη; Τότε ποιο είναι το νόημα των πρώτων παραγράφων; Δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη Θεού και την ορθότητα της Ορθοδοξίας; -Όχι, δεν νομίζω, απλώς παρέχουν ενδείξεις. Αποδεικνύουν όμως ότι μεταξύ επιστήμης και Ορθοδοξίας δεν υφίσταται περιθώριο αλληλοδιαψεύσεως﮲ συνυπάρχουν αρμονικά και παραλλήλως, καθόσον επιστρατεύουν διαφορετικές μεθοδολογίες για διαφορετικούς σκοπούς. Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο έχει εγκλωβιστεί σε ιδεολογικές προκαταλήψεις (θετικιστικές ή θρησκόληπτες). Η επιστήμη μέσω λογικής διερευνήσεως και πειράματος ανακαλύπτει νόμους, ενώ η πίστη μέσω ψυχικής ασκήσεως και βιώματος δέχεται αποκάλυψη ακτίστου φωτός και «δογμάτων». (*H (βιο)ηθική σαν φαινομενική σύγκλιση των δύο αφορά την κοινωνική διαχείριση των επιστημονικών επιτευγμάτων.)
Εξάλλου, ο Χριστός το δήλωσε ξεκάθαρα: «ἀπόδοτε οὖν τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»[19]. Ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε μέσα στην κτίση Του για να λυτρώσει δια της σταυρικής αυτοθυσίας Του την ψυχή του ανθρώπου από το προπατορικό της αμάρτημα, διανοίγοντας γι’ αυτήν τις πύλες του Παραδείσου. Ο υλικός κόσμος είναι αυτός που είναι. Καθ’ όλην την διάρκεια της ιστορίας του, η σοφία της Θείας Πρόνοιας εναλλάσσεται με την φθαρτότητα του ανθρώπου (θάνατοι, αδικίες) και το «προπατορικό αμάρτημά» του, το οποίο αναφέρεται στην διαχρονική φαντασίωσή του να γίνει θεός με τις δικές του δυνάμεις (και ως εκ τούτου επάγει τις παιδαγωγικές παρεμβάσεις της Θείας Πρόνοιας-Οικονομίας)[20]. Η ελεύθερη βούληση μπορεί να αναγάγει τον άνθρωπο σε κατά χάριν θεό ή να τον υποβιβάσει σε κατά πράξιν δαίμονα. Ο υλικός κόσμος δεν είναι αγγελικός και ο Χριστός σεβόμενος την ελευθερία μας δεν επεχείρησε να τον αναποδογυρίσει. Τόνισε την διαφθοροποιό δύναμη του χρήματος[21] και στάθηκε απέναντι στις αυθαιρεσίες της εξουσίας (Γραμματέων και Φαρισαίων), αλλά δεν έθιξε την κοσμική εξουσία ως φαινόμενο και πραγματιστική αναγκαιότητα. Ο Κύριος διδάσκει αγαθοεργίες και έμπρακτη αγάπη προς τον συνάνθρωπο, ενώ ευλογεί τις προσπάθειες των πιστών για την σώφρονα διαχείριση των επιγείων προβλημάτων. Σε πνευματικό επίπεδο, δεν υπάρχουν καλό και κακό ως οντότητες﮲ υπάρχει μόνον ο Θεός και η απουσία Του[22], το μη ον, στο οποίο πρώτος εξέπεσε ο εωσφόρος εξαιτίας του εγωισμού του. Απεναντίας, στο σύντομο πέρασμά μας από την θνητή ζωή, αντιμετωπίζουμε ένα δυναμικό δίκτυο αλληλεπιδρωμένων βουλήσεων και εργασιών, μέσα στο οποίο η Ορθοδοξία νουθετεί αλλά δεν προδικάζει. Η νομική διαρρύθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων αποτελεί ευθύνη του κράτους.
Στο ορθόδοξο Βυζάντιο αυτή η αντίληψη επικρατούσε. Παρότι ουκ ολίγες φορές αυτοκράτορες παρενέβαιναν στα διοικητικά της εκκλησίας διότι είχαν την πολιτική δύναμη να το κάνουν, δεν ηδύναντο να αγγίξουν την θεολογική ουσία της Ορθοδοξίας (και όποτε τόλμησαν απέτυχαν παταγωδώς[23], αφού η ορθόδοξη παράδοση ήταν ριζωμένη στην λαϊκή συνείδηση). Αντιστρόφως, τα πολιτικά τεκταινόμενα ελάχιστα επηρεάζοντο από την εκκλησία ως θεσμό (πολλά γεγονότα της βυζαντινής ιστορίας μόνο ως χριστιανικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν). Παρά ταύτα, ένας στοιχειώδης φόβος (=σεβασμός) Θεού διέπνεε την σκέψη των πλείστων φορέων πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Τούτο το πλαίσιο συνιστά αναγκαία και επαρκή συνθήκη για την δόμηση ενός κατά δύναμιν θεοσεβούς κράτους, το οποίο ο C.Schmitt παραλλήλισε με το «Κατέχον»[24] που συγκρατεί σε ασφαλή όρια τις πνευματικά αποδομητικές τάσεις εντός της κοινωνίας (βέβαια, τέλειο κράτος επί γης είναι ανέφικτο).
Κανονικά, ως Εκκλησία ορίζεται το σύνολο των εμβαπτισμένων Χριστιανών με κεφαλή τον ίδιο τον Χριστό[25]. Οι Απόστολοι του Χριστού διέδωσαν την διδασκαλία Του και για την κατά τόπους τέλεση μυστηρίων και την πνευματική καθοδήγηση των πιστών έχρισαν επισκόπους, οι οποίοι με την σειρά τους έχρισαν ιερείς και νέους επισκόπους και ούτω καθεξής. Το ιερουργικό δικαίωμα ενός ιερωμένου απορρέει από την αποστολική διαδοχή του χρίσματός του. Στο Ευαγγέλιο αποκαλύπτεται με προσιτό τρόπο ο Λόγος του Θεού, ώστε αργότερα -προς αποφυγήν υποκειμενικών πλανών- να ερμηνευθεί από συνοδικώς επικυρωμένα πατερικά κείμενα αγίων (των «επιστημόνων» της πίστεως). Στο Ευαγγέλιο εντοπίζεται το πρώτο Μυστήριο της Εκκλησίας (ο Μυστικός Δείπνος). Δια των Μυστηρίων ο πιστός λαμβάνει θεία χάρη, κοινωνώντας με τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Η τέλεση και η συνέχισή τους στον χρόνο, όπως και ολάκερη η Ορθοδοξία, βασίζεται στην έννοια της ζώσης Παραδόσεως[26]. Η προσευχή, τα πατερικά κείμενα, τα παραδείγματα αγίων της κάθε εποχής, οι Οικουμενικές Σύνοδοι (όπου αποτυπώνονται τα θεόπνευστα δόγματα) και η διαιώνιση των Μυστηρίων συγκροτούν ένα διηνεκές μήνυμα, το οποίο βιώνεται και μεταλαμπαδεύεται. Η παράδοση κρίνεται σπουδαία σε όλες τις πτυχές της ζωής. Διαμορφώνει προσωπικές και συλλογικές ταυτότητες, κλίσεις, συμπεριφορές και τον βατήρα της περαιτέρω προόδου. Ακόμη και στην επιστήμη, ο Ι. Νεύτων παραδέχθηκε ότι μπόρεσε να δει μακριά επειδή πάτησε σε ώμους γιγάντων[27].
Αναφορικά με την δική μας, ελληνική παράδοση, ίσως ένα αταβιστικό βέλος να έχει διαπεράσει την εκκλησία του δήμου, τις χριστιανικές συνόδους, τις ρωμαίικες κοινότητες επί τουρκοκρατίας και το ταπεινό χωριουδάκι της υπαίθρου, στο οποίο δεμένοι μεταξύ τους άνθρωποι είχαν περισώσει πανάρχαια έθιμα. Δεν είναι του παρόντος να διερωτηθούμε πότε και πώς ράγισε η αλυσίδα, παρά να επισημάνουμε την καθοριστική συμβολή της Ορθοδοξίας στην διαιώνιση της εθνικής μας παραδόσεως. Μα δεν χρειάζονται και πολλά λόγια γι’ αυτό. Τα κρυφά σχολειά, η συντήρηση της γλώσσης στα εκκλησιαστικά κείμενα, το τιμημένο ράσο του 21’ και κυρίως οι μύθοι σχετικά με την Πόλη και την παλινόρθωση της Αυτοκρατορίας μιλούν από μόνα τους.
Συνεπώς, η Ορθοδοξία όχι απλώς δεν υπονομεύει την έννοια του έθνους, αλλά ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των φορέων του δύναται να διασυνδεθεί με την παράδοσή του. Παρά την αναντίρρητη ελληνική σφραγίδα της (γλώσσα Ευαγγελίων, βυζαντινή παράδοση κ.α.), είτε κοιτάξουμε στους σλαβικούς λαούς είτε στους εκχριστιανισθέντες πληθυσμούς της Αφρικής, θα διαπιστώσουμε ότι η Ορθοδοξία έχει εναρμονιστεί με την εντόπια λαογραφία. Επί τούτου, όταν οι Κύριλλος και Μεθόδιος ανέλαβαν την ιεραποστολή σε κεντρική και ανατολική Ευρώπη, δημιούργησαν ένα νέο αλφάβητο για τους προσηλύτους, ενώ η Κωνσταντινούπολη ανέχθηκε την θέσπιση εθνικών επισκοπάτων και πατριαρχείων. Μάλιστα, η υπεράσπιση της «Ορθοδοξίας» ενίοτε ενετασσόταν σε περισσότερο ή λιγότερο επιθετικές εθνικιστικές ρητορικές. Άλλωστε, το φαινόμενο πολιτικής διαπλοκής ρασοφόρων της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν είναι διόλου σπάνιο ακόμη και στις μέρες μας. Όταν οι Βούλγαροι ίδρυσαν την Εξαρχία στοχεύοντες στην προώθηση της ανθελληνικής δράσεως των κομιτατζήδων, οι Ελληνορθόδοξοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατεδίκασαν τον «εκκλησιαστικό εθνοφυλετισμό» (Μεγάλη Σύνοδος του 1872)[28], ο οποίος αναφέρεται στην πολιτική εργαλειοποίηση της Ορθοδοξίας για πραγμάτωση εθνικιστικών επεκτατισμών και ερίδων. Στην Δευτέρα Παρουσία άπαντες θα κριθούν δικαίως ενώπιον του Θεού, ανεξαρτήτως καταγωγής. Κατά τ’ άλλα, από πουθενά δεν συνάγεται η εναντίωση της Ορθοδοξίας στο έθνος, την φυλή και άλλες φυσικά αυτονόητες έννοιες. Για να είμαστε ειλικρινείς, της είναι αδιάφορες από δογματικής πλευράς, όμως μπορεί να ευλογήσει οποιαδήποτε δίκαιη ενέργεια, όπως η υπεράσπιση πατρίδων, βωμών και εστιών[29].
Η παγκοσμιοποίηση ως άρση της διαφορετικότητος μεταξύ των ανθρώπων ουδέποτε απετέλεσε πνευματικό πρόταγμα της Ορθοδοξίας, παρά τις «αγαπολογίες» όσων Χριστιανών θέλουν να ακολουθούν την σύγχρονη μόδα. Δεν απορρέει από τον Χριστιανισμό η γνωστική αντίληψη κάποιων[30] ότι ο υλικός κόσμος είναι ελαττωματικά πλασμένος και πρέπει, χωρίς Θεό, να αποκαθαρεί με την οικουμενική επιβολή αποκλειστικά της δικής των ιδεοληψίας. Τουναντίον, τέτοιες αντιλήψεις πασχίζουν να απογυμνώσουν τον Χριστιανισμό, υποβιβάζοντάς τον σε άθεο ουμανισμό.
Γιάννης Σαρρής
Παραπομπές
1) Oswald Spengler (1918), “Η Παρακμή της Δύσης: περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας”, Πρώτος Τόμος (Μορφή και Πραγματικότητα), εκδόσεις Τυπωθήτω 2003 (μετάφραση Λευτέρη Αναγνώστου)
2) Richard Feynman (1985), “QED: The Strange Theory of Light and Matter”, Penguin 1990, σελ.84
3) Γεώργιος Μαρτζέλος, “Γένεση και Πηγές του Όρου της Χαλκηδόνας”, Πουρναράς 1986, σ.235-239
4) «...ἡ ἀρχή τῆς δημιουργίας ὑποτίθεται, ὅτι διά πάντων τῶν ὄντων τάς ἀφορμάς καί τάς αἰτίας συλλήβδην ὁ θεός ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλλετο...». Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς Ἑξαημέρου, PG 44: 69-80
5) Γένεσις 13:4, עָשָה (āśāh), https://www.blueletterbible.org/lang/lexicon/lexicon.cfm?t=kjv&strongs=h6213
6) Ewen Callaway, “Genetic Adam and Eve did not live too far apart in time”, Nature; doi:10.1038/nature.2013.13478
7) Andreas Wagner, “Arrival of the Fittest: Solving Evolution's Greatest Puzzle”, Penguin 2014
8) Paul Davies, “The Origin of Life”, Penguin 2003, σελ.28
9) Κωνσταντίνος Καλαχάνης, Ευστράτιος Θεοδοσίου, Ευαγγελία Πάνου, Βασίλειος Μανιμάνης (01/12/2012). “ Η αντίληψη του χρόνου από τον άνθρωπο κατά την διδασκαλία του Ιωάννη Φιλοπόνου και η συσχέτισή της με την Ειδική και τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας”, περιοδικό Physics News, 4o τεύχος
10) Αρχ. Αρσένιος Κατερέλος, “Η "Θεολογία" του Χρόνου”, https://www.impantokratoros.gr/D91E4735.el.aspx
11) Lohse M, Schweizer C, Price HM, Zilberberg O, Bloch I. “Exploring 4D quantum Hall physics with a 2D topological charge pump”. Nature 553, 55–58 (04 January 2018) doi:10.1038/nature25000
12) Matt Williams, “A universe of 10 dimensions”: https://phys.org/news/2014-12-universe-dimensions.html
13) Καρμίρης Ιωάννης, “Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας” (2η έκδ), Τόμος Α', Αθήνα 1960, σ.348
14) Ιωάννου Δαμασκηνού, “Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως”, μτφρ: Νίκος Ματσούκας, Πουρναράς Π. Σ., Θεσσαλονίκη 2002
15) Κατά Ματθαίον 17:1-9, Β΄ Επιστολή Πέτρου Α:10-19. To δόγμα περί ακτίστου ενεργείας διετυπώθη από τους Ησυχαστές (βλ. Γρηγόριο Παλαμά) κατά τον 14ο αιώνα.
16) Ciro Giannelli, “Un progetto di Barlaam per l'unione delle chiese”. In Miscellanea Giovanni Mercati, vol. 3, “Studi e Testi”, no.123, Βατικανό 1946
17) Gregory Dix, “The shape of the liturgy” (facsimile of 1945 2nd ed. with 2005 introduction as New ed.), London: Continuum 2005, σ.485-488
18) Η ευχή των ησυχαστών: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»
19) Κατά Ματθαίον 22:21
20) “ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει”, Προς Εβραίους Επιστολή Παύλου 12:6. Αργότερα οι Βυζαντινοί απέδιδαν αρκετές θεομηνίες στην Θεία Οικονομία και τους παιδαγωγικούς σκοπούς της.
21) Κλασικό παράδειγμα η ιστορία του πλουσίου νέου στο κατά Ματθαίον 19:16-26. Σημαντικός και ο συμβολισμός του 30 αργυρίων της προδοσίας.
22) Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί διαβόλου και δαιμόνων στο “Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως” (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς 1992, σελ.107
23) Επί παραδείγματι, η καθολική αμφισβήτηση από κλήρο και λαό της στημένης συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1431-9) για την ένωση παπικής και ορθοδόξου εκκλησίας.
24) Ο καθολικός C.Schmitt στην «Πολιτική Θεολογία» του (1922), φλερτάροντας λίγο με γιβελλίνικο εραστινισμό, παραλλήλισε την έννοια του «Κατέχοντος» στην Β΄ Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή Παύλου (2:7) με τον κοινωνικό ρόλο του χριστιανικού κράτους.
25) «καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας» (προς Κολοσσαείς 1:18), «ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ» (προς Εφεσίους 1:23)
26) Αγίου Νεκταρίου (1899), “Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις”, 4η έκδ., εκδόσεις Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001, σελ.177
27) Isaac Newton, “Letter from Sir Isaac Newton to Robert Hooke”, Historical Society of Pennsylvania. Retrieved 7 June 2018
28) Μανουήλ Γεδεών, Έγγραφα Πατριαρχικά και συνοδικά περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), Εν Κωνσταντινουπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1908, σελ.392-426
29) Σε αυτό συνηγορεί η αγιοκατάταξη πολεμιστών και βασιλέων, λ.χ. η απότιση εκκλησιαστικών τιμών στον αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη -ως άγιο- (στην δε ρωσορθόδοξη παράδοση παρουσιάζονται ακόμη περισσότερα τέτοια παραδείγματα). Άλλωστε, τα σώματα του στρατού έχουν από έναν άγιο προστάτη (π.χ. η αγία Βαρβάρα για το πυροβολικό).
30) Eric Voegelin (1959). “Science Politics & Gnosticism”
"Φανταστείτε για μια στιγμή ότι είστε ζωγραφιά δύο διαστάσεων επί χάρτου και ξαφνικά ένας άνθρωπος τριών διαστάσεων αρχίζει να προσθέτει πινελιές στο περιβάλλον σας. Εσείς θα είχατε δίπλα σας τους νέους χρωματισμούς, αλλά με κανέναν τρόπο δεν θα βλέπατε το χέρι (μόνο το αποτέλεσμα της ενέργειάς του). Αυτό ήταν αρκετά μπακαλίστικο παράδειγμα μα θαρρώ αναλογικό και κατανοητό. Λοιπόν, αυτές οι έννοιες ενυπάρχουν και στην Ορθόδοξη θεολογία!"
ΑπάντησηΔιαγραφήσχόλιο: την εν λόγω εικόνα την δίνει ο Λιούις στο βιβλιο του "Χριστιανισμός Απλώς" έξοχη συναγωγή κειμένων. Όποιος δεν το έχει διαβάσει χάνει πολλά!
Καλοδουλεμένο άρθρο. Πολύ καλή ανάρτηση. Ευχαριστούμε τον κ.Γιάννη Σαρρή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτός ο Γιάννης Σαρρή, έχει συγγένεια με τον συχωρεμένο Σαρρή, τον καθηγητή και Ισλαμολόγο;
ΑπάντησηΔιαγραφή