Το ιδιαίτερο πρόβλημα, όμως, με την παρεμπόδιση της έκφρασης μιας γνώμης είναι ότι πλήττει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, τόσο τη μέλλουσα όσο και την παρούσα γενιά- εκείνους που υποστηρίζουν αυτή τη γνώμη, αλλά ακόμα περισσότερο εκείνους που διαφωνούν μ’ αυτήν. Αν η γνώμη είναι σωστή, τότε χάνουν την ευκαιρία να αντικαταστήσουν το σφάλμα με την αλήθεια∙ αν είναι λαθεμένη, τότε στερούνται κάτι που είναι σχεδόν εξίσου ωφέλιμο: τη δυνατότητα διαυγέστερης αντίληψης και πιο ζωηρής εντύπωσης της αλήθειας, που είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ αλήθειας και σφάλματος.
Ξένη Δημοσίευση
Το πρόβλημα του υπερφιλελευθερισμού
Του John Gray
Η πρόσφατη μεταμόρφωση των πανεπιστημίων σε θεσμούς αφοσιωμένους στην εξάλειψη των εγκλημάτων γνώμης, θα πρέπει να φαίνεται στα μάτια των φιλελεύθερων ένα αρκετά παράδοξο φαινόμενο. Στο παρελθόν, το ιδανικό της απροκατάληπτης έρευνας καθόριζε σημαντικά την φυσιογνωμία της ανώτερης εκπαίδευσης: Σοσιαλδημοκράτες και Συντηρητικοί, Φιλελεύθεροι και Μαρξιστές δίδασκαν και ερευνούσαν μαζί με άλλους πανεπιστημιακούς όχι και τόσο έντονα πολιτικοποιημένους. Σίγουρα, κάθε γνωστικό αντικείμενο υπηρετούσε την δική του ορθοδοξία, που κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει εύκολα. Ωστόσο, ομιλίες επισκεπτών καθηγητών δεν ακυρώνονταν επειδή κάποιοι βρήκαν τις απόψεις τους αποκρουστικές, η εκπαιδευτική ύλη δεν περνούσε από αυστηρότατους ελέγχους μήπως περιέχει υλικό το οποίο θα μπορούσε να φανεί προσβλητικό στους φοιτητές, και οι καθηγητές που πήγαιναν πέρα από την κυρίαρχη συναίνεση δεν αντιμετώπιζαν εκστρατείες φίμωσης, ή προσπάθειες ώστε να μπει ένα τέλος στην καριέρα τους. Το σημερινό ιεροεξεταστικό πνεύμα, δεν είχε επικρατήσει ακόμα.
Μπροστά σε όλα αυτά, θα ήταν εύκολο να ισχυριστούμε ότι ο φιλελευθερισμός αποτελεί πλέον παρελθόν. Πρακτικές ανεκτικότητας που συνηθίζαμε να θεωρούμε ως θεμελιώδεις για την ελευθερία μας, αποδομούνται ή αποπέμπονται σαν να αντιπροσωπεύουν κάποιες δομές καταπίεσης, ενώ όποια ιδέα ή πεποίθηση στέκεται στον δρόμο αυτής της διαδικασίας, πολύ σύντομα εκτοπίζεται από τον δημόσιο διάλογο. Αν θα κρίναμε αυτήν την κατάσταση στην βάση των παλιών ιδεολογικών κριτηρίων, προφανώς, μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο από εκείνο για το οποίο οι φιλελεύθεροι αγωνίζονταν. Ωστόσο αυτό που συμβαίνει στην ανώτερη εκπαίδευση, δεν είναι ότι ο φιλελευθερισμός υποκαταστάθηκε από κάποια άλλη κυρίαρχη φιλοσοφία.
Αντίθετα, αυτό που έχει συμβεί είναι ότι έχει αναπτυχθεί μια υπερφιλελεύθερη ιδεολογία, που έχει θέσει ως στόχο να εξαλείψει κάθε αποκλίνουσα άποψη μέσα στην κοινωνία. Εάν εν τέλει εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς λογοκρισίας μέσα στα πανεπιστήμια, θα είναι γιατί εκείνα θα έχουν μεταβληθεί σε φορέα αυτής της διαδικασίας. Όταν φοιτητές από την Κίνα πηγαίνουν στα δυτικά πανεπιστήμια, ένα από τα πρώτα πράγματα που ανακαλύπτουν είναι ότι δεν χρειάζεται μια αυταρχική διακυβέρνηση για να επιβληθεί ένα καθεστώς ιδεολογικής ορθοδοξίας μέσα σε αυτά. Σε θεσμούς που κατά τα άλλα διακηρύττουν την αφοσίωσή τους στην κριτική σκέψη και έρευνα, η λογοκρισία προωθείται καλύτερα όταν αυτοϋποβάλλεται. Η αστυνόμευση των απόψεων, που κατά τα άλλα αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα της τυραννίας, έχει καθιερωθεί πλέον ως πρακτική σε κοινωνίες που πιστεύουν μάλιστα ότι σήμερα είναι πιο ελεύθερες από ποτέ.
Η στροφή προς τον υπερφιλελευθερισμό συμβαίνει όμως και στην πολιτική. Στην Βρετανία, κάποιοι ερμήνευσαν την εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος σαν να καταλήφθηκε αυτό από μια τροτσκιστική σέχτα. Αναμφίβολα, ορισμένες τάσεις του κόμματος θυμίζουν πολύ έντονα στην ρητορική, τις πρακτικές και τις πολιτικές τους εκείνες τις σκληροπυρηνικές αριστερίστικες ομάδες του 1970 και του 1980, που έριζαν τότε για τον έλεγχο του κόμματος. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχουν και πολλά που να παραπέμπουν στον μαρξισμό στην ιδεολογία που κινητοποιεί σήμερα το κορμπινικό εργατικό κόμμα.
Σύμφωνα με τον Μάρξ, στις καπιταλιστικές κοινωνίες η βιομηχανική εργατική τάξη είναι ο παράγοντας της ιστορικής προόδου. Για πάρα πολλούς, ωστόσο, από τα νέα μέλη του μαζικού κόμματος που δημιούργησε ο Κόρμπιν, ό,τι έχει σήμερα επιβιώσει από αυτήν την τάξη δεν αντιπροσωπεύει παρά έναν φραγμό γι’ αυτήν την πρόοδο. Με την προσκόλλησή τους στις εθνικές ταυτότητες, και την ανησυχία τους για την μετανάστευση, αυτά τα απομεινάρια του παρελθόντος στέκονται εμπόδιο για έναν κόσμο δίχως πολιτισμικές διακρίσεις και κληροδοτημένες συλλογικές ταυτότητες –ένα όραμα που λειτουργεί ως βασικός συγκολλητικός αρμός του νέου κόμματος, πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον σοσιαλισμό ή την μέριμνα για τις τύχες των πιο αδύναμων. Αυτή η προοπτική ελκύει διάφορες μεσοστρωματικές μερίδες, που θεωρούν τους εαυτούς τους ως τα πιο προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας, κυρίως, τους πτυχιούχους μιλένιαλς που πιστεύουν ότι θα βγουν ιδιαιτέρως ωφελημένοι από την υπόσχεση του Κόρμπιν για κατάργηση των πανεπιστημιακών διδάκτρων. Ωστόσο, υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ αυτών των υπερφιλελεύθερων και των προοδευτικών του παρελθόντος.
Αυτό μπορεί να το δει κανείς στην υστερία με την οποία αντιμετωπίζεται πλέον το ζήτημα της αποικιοκρατίας: Οι πολύπλοκες και ορισμένες φορές αντιφατικές πραγματικότητες της Αγγλικής Αυτοκρατορίας, δεν μπορούν πλέον να συζητηθούν δημόσια. Την ίδια στιγμή, που οι σύλλογοι των φοιτητών έχουν καταπιαστεί με την εξάλειψη από τον δημόσιο χώρο κάθε συμβόλου που παραπέμπει στην εποχή της αποικιοκρατίας, ορισμένα τμήματα και σχολές έχουν συμπράξει και καταγγέλλουν όποιον τολμήσει να υπαινιχθεί ότι η αυτοκρατορική κληρονομιά της Βρετανίας είναι κάτι παραπάνω από μια αλληλοδιαδοχή ειδεχθών εγκλημάτων. Ένας από τους κριτικούς στοχαστές που θα βρισκόταν σίγουρα στο στόχαστρό τους, εάν ζούσε σήμερα, θα ήταν και ο ίδιος ο Μαρξ, καθώς σε ορισμένα γραπτά του για την Ινδία εμφανίζεται να υποστηρίζει ότι ο αντίκτυπος του βρετανικού ιμπεριαλισμού ήταν θετικός σε ορισμένες του πλευρές. Αναγνωρίζοντας ότι «η εξαθλίωση που προκάλεσαν οι Βρετανοί στο Ινδουστάν είναι εντελώς διαφορετικού τύπου και πολύ πιο έντονη απ’ ο,τιδήποτε έχει υπάρξει εκεί κατά το παρελθόν», ο Μαρξ συνεχίζει πραγματοποιώντας μια επίθεση στον «αναξιοπρεπή, στάσιμο και φυτοζωούντα βίο» των ινδικών χωριών.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές οι ειδυλλιακές κοινότητες της υπαίθρου, όσο άκακες κι αν φαίνονται, λειτουργούσαν πάντοτε ως η κατ εξοχήν βάση του ανατολικού δεσποτισμού, κι αυτό γιατί περιόριζαν την ανθρώπινη διάνοια στην μικρότερη δυνατή προοπτική, μεταβάλλοντάς την σε άβουλο εργαλείο της πρόληψης, και σκλαβώνοντάς την μέσα στους παραδοσιακούς κανόνες… Είναι αλήθεια ότι η Αγγλία έχει προκαλέσει μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδουστάν, ακόμα και αν αυτή πραγματοποιήθηκε υπό τα χειρότερα κίνητρα, και εφαρμόστηκε με τους πιο ηλίθιους τρόπους. Αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι εάν η ανθρωπότητα μπορεί να εκπληρώσει το πεπρωμένο της δίχως μια ριζική επανάσταση που θα αλλάξει την κοινωνική κατάσταση στην Ινδία. Εάν δεν μπορεί, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή, προκαλώντας την επανάσταση στην Ινδία, θα λειτουργήσει τελικά ως ασυνείδητο εργαλείο της Ιστορίας («Η Βρετανική κυριαρχία στην Ινδία», New York Daily Tribune, 10 Ιουνίου 1853).
Ο Μαρξ, βέβαια, μπορεί να είχε λάθος στις απόψεις του αυτές. Μαζί με άλλους προοδευτικούς στοχαστές της εποχής του, πίστευε ότι εν τέλει η Ινδία και οι υπόλοιπες αποικιοκρατούμενες χώρες θα μπορούσαν να αντιγράψουν το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή όμως, μαζί με τους άλλους προοδευτικούς στοχαστές της εποχής του, θεωρούσε δεδομένο ότι αυτό το ζήτημα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας ανοιχτής και εκτεταμένης δημόσιας συζήτησης. Ποτέ δεν πίστευε ότι η αποικιοκρατία ήταν αδιαπραγμάτευτα και ολοκληρωτικά καταστροφική σε όλες τις διαστάσεις της.
Υπάρχουν και άλλα πράγματα που διαχωρίζουν τους υπερφιλελεύθερους της εποχής μας, από τους προοδευτικούς στοχαστές των προηγούμενων γενεών. Στη συνδιάσκεψη των Εργατικών του 2017, υπήρξε ένα περιστατικό που πήρε διαστάσεις, και εξανάγκασε εκ των υστέρων το ίδιο το κόμμα να το καταγγείλει· κατά την διάρκεια της ομιλίας του, ένας σύνεδρος φέρεται να υποστήριξε ότι η αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος αποτελεί μια θεμιτή άποψη που έχει χώρο στην δημόσια συζήτηση. Αυτή η θέση έρχεται σε αντίθεση με άλλες, που πιστεύω ότι χαρακτηρίζουν πολλούς από τους συμμετέχοντες, όπως για παράδειγμα σε ό,τι έχει να κάνει με την αποικιοκρατία. Από την άλλη, κανείς από αυτούς δεν θα υποστήριζε την κριτική αναθεώρηση βασικών μύθων που περιβάλλουν τον κομμουνισμό –όπως για παράδειγμα, το ότι η καταπίεση μεγάλης κλίμακας χαρακτηρίζει μόνο τον σταλινισμό και συνδέεται αποκλειστικά με την περίοδό του.
Βεβαίως, δεν είναι τόσο εύκολο να κατασταλάξει κανείς ως προς τα υπέρ και τα κατά της αποικιοκρατίας ή του σοβιετικού κομμουνισμού· κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολύπλοκες ιστορικές αναλύσεις και ηθικές αποφάνσεις, που μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν μέρος της δημόσιας συζήτησης. Από την άλλη, η άρνηση του Ολοκαυτώματος ισοδυναμεί με αμφισβήτηση ενός αδιαμφισβήτητου, αντικειμενικού γεγονότος. Το να αναγνωριστεί ως μια θεμιτή υπόθεση εργασίας στην ιστορική έρευνα, ισοδυναμεί με αποδοχή του πιο αδιάψευστου συμπτώματος αντισημιτισμού. Και την ίδια στιγμή, επιβεβαιώνει μια θεμελιακή θέση της ιδεολογίας που χαρακτηρίζει την ‘εναλλακτική δεξιά’, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα δεν αναγνωρίζονται ως αντικειμενικά στοιχεία της πραγματικότητας.
Η αδιαφορία για τα γεγονότα, ωστόσο, δεν χαρακτηρίζει αποκλειστικά την ‘εναλλακτική δεξιά’ ή την υπερελευθεριακή αριστερά. Κερδίζει έδαφος και μεταξύ των φιλελεύθερων που αναδύθηκαν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο ισχυρισμός του Φράνσις Φουκουγιάμα, ότι με την πτώση του κομμουνισμού ο κόσμος βιώνει την «μεταβολή της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας στην οικουμενική, τελική μορφή ανθρώπινης διακυβέρνησης» γίνεται σήμερα πολύ συχνά αντικείμενο χλεύης. Όταν ωστόσο πρωτοδημοσιεύθηκε αυτή η θέση το 1989, στο καλοκαιρινό τεύχος της επιθεώρησης National Interest, εξέφραζε όντως αυτό που πίστευαν οι περισσότεροι φιλελεύθεροι, ενώ, παρ όλα όσα μεσολάβησαν, ένα μεγάλο τους κομμάτι συνεχίζει να πιστεύει ότι η ιστορία κινείται προς την δική τους κατεύθυνση.
Ακόμα και όταν η Μέση Ανατολή έχει καταστεί ένα συνοθύλευμα θεοκρατιών, κοσμικών αυταρχικών καθεστώτων, και κρατών διαλυμένων απ’ τις δυτικές επεμβάσεις· όταν επίσης, το μεγαλύτερο μέρος της μετακομμουνιστικής Ευρώπης κυβερνάται από αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες (καθεστώτα που συνδυάζουν την πλειοψηφική συναίνεση και τον περιορισμό της προστασίας των ατόμων και των μειονοτήτων)· όταν η Ρωσία κυβερνάται από αυτήν την ιδιότυπη μορφή εκλεγμένης απολυταρχίας, και όταν οι ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Τραμπ φαίνεται να έχουν πάρει τον δρόμο των καθεστώτων της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Η φιλελεύθερη αυτή αισιοδοξία, προσπερνάει επίσης το γεγονός ότι ακροδεξιά κόμματα συγκεντρώνουν ολοένα και μεγαλύτερη υποστήριξη σε χώρες της Ε.Ε. Στην Γερμανία –που είναι και επίκεντρο του κολοσσιαίου φιλελεύθερου σχεδίου για την ανάδυση ενός υπερεθνικού ευρωπαϊκού κράτους– μια πρόσφατη (2018) δημοσκόπηση κατέγραψε την μετακίνηση μεγάλων μερίδων του εκλογικού σώματος από τους Σοσιαλδημοκράτες προς το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD). Στην δε Ιταλία, η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά έχουν δώσει τη θέση τους σε εξτρεμιστικά κόμματα, μερικά από τα οποία διεκδικούν ανοιχτά σχέσεις με τον φασισμό. Ένας από τους λόγους, επίσης, για τον οποίον η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν πρόκειται να αποκτήσει οικουμενικές διαστάσεις, είναι κι η ίδια σε ορισμένες εκδοχές της μετεξελίσσεται σ’ ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς.
Πολλοί από εκείνους που πιστεύουν ότι ο φιλελευθερισμός βρίσκεται σε κρίση, θεωρούν ότι οι αιτίες που συμβαίνει αυτό είναι κυρίως οικονομικές. Αυτή είναι η οπτική που υιοθετεί, αν και με μερικές αποκλίσεις, ο Edward Luce, σ’ ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν βγει για το ζήτημα, το Η Υποχώρηση του Δυτικού Φιλελευθερισμού (2017). Εάν η Δύση δεν μπορεί να ακολουθήσει τα τεχνολογικά και οικονομικά άλματα της Κίνας, αλλά και να διανείμει δικαιότερα τους καρπούς της οικονομικής της ανάπτυξης, τότε πως μπορεί ακόμα να διεκδικεί την ανωτερότητά της; Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι λαϊκιστικές εξεγέρσεις που συνταράσσουν τις δυτικές χώρες αποτελούν αντίδραση όλων εκείνων που έμειναν έξω από την αναδιανομή των κερδών μιας παγκόσμιας αγοράς που επεκτείνεται διαρκώς. Προφανώς, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που εξηγεί την ανταρσία εναντίον των κυβερνώντων ελίτ που έλαβε χώρα το 2016.
Το Μπρέξιτ, και η εκλογή του Τραμπ είναι από πολλές απόψεις δυο διαφορετικές περιπτώσεις, αλλά καμία δεν θα είχε συμβεί εάν ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δεν είχε την αίσθηση ότι έχει μείνει εντελώς έξω από τις εξελίξεις. Ο Τραμπ, προφανώς και θα εκμεταλλευτεί για την άνοδό του την απέχθεια του κόσμου για τον ολιγαρχικό καπιταλισμό της Ουάσιγκτον. Αλλά δεν ήταν μόνο η οικονομική περιθωριοποίηση που βρισκόταν πίσω από την αντίδραση των ψηφοφόρων. Ήταν επίσης και η απαξίωση των ταυτοτήτων και των αξιών τους από κόμματα και ηγέτες που κατά τα άλλα υποτίθεται ότι αγωνίζονται υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι απαξιωτικές αναφορές της Χίλαρι Κλίντον περί «συνονθυλεύματος αξιοθρήνητων» ήταν χαρακτηριστικές.
Καμιά άλλη κοινωνική ομάδα δεν συκοφαντήθηκε τόσο τα τελευταία χρόνια, όσο το υποπρολεταριάτο που βρίσκεται παγιδευμένο στις εγκαταλειμμένες κοινότητες της αμερικάνικης, μεταβιομηχανικής «ζώνης της σκουριάς». Βλέποντας τα οικονομικά του αιτήματα να απορρίπτονται ως έκφραση ενός ‘λευκού ρεβανσισμού’, την ζωή και τις ταυτότητές του να αντιμετωπίζονται με την πιο ακραία περιφρόνηση, και την άποψή του για τον κόσμο να θεωρείται προϊόν αμορφωσιάς και ηλιθιότητας στην χημικά καθαρή της μορφή, ένα μεγάλο μέρος αυτού του καταφρονεμένου κόσμου ψήφισε τον Τραμπ περισσότερο από οργή και λιγότερο επειδή συμφωνούσε μαζί του. Εάν αυτό το κλίμα επιμείνει και κατακτήσει μερίδες της μεσαίας τάξης, που δεν έχουν πληγεί τόσο πολύ από αυτήν την διαδικασία, ο Τραμπ θα κερδίσει και την δεύτερη φορά. Και δεν θα είναι η οικονομία, αλλά η ανάγκη για σεβασμό που θα έχει καθορίσει το αποτέλεσμα.
Σε αυτό το σημείο είναι που αποκτάει σημαντικό πολιτικό αντίκτυπο η άνοδος αυτού του αντιφιλελεύθερου φιλελευθερισμού. Ό,τι συμβαίνει στα πανεπιστήμια, δεν έχει και τόση σημασία από μόνο του. Έντονα προσκολλημένο στο περιθώριο μιας μεγαλοαστικής ζωής, ένα μεγάλο μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν έχει παρά μια φευγαλέα επαφή με την υπόλοιπη κοινωνία. Ελάχιστοι διατηρούν κοινωνικούς κύκλους με μη πτυχιούχους, πόσο μάλλον με βιομηχανικούς εργάτες. Γι’ αυτούς, οι υπόλοιπες κατηγορίες συμπολιτών τους αντιπροσωπεύουν τον απόλυτο Ξένο, έναν απάνθρωπο «άλλο» με τον οποίον σπανίως έρχονται σε επαφή. Ο υπερφιλελευθερισμός λειτουργεί γι’ αυτό το κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας ως νομιμοποιητική ιδεολογία, καθώς της δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι διαδραματίζει έναν καθοδηγητικό ρόλο στην κοινωνία.
Το αποτέλεσμα είναι ένα αρκετά διασκεδαστικό μείγμα μεγαλοαστικού καριερισμού και φαρισαϊκής αρετής –που θα μπορούσε να αποτελέσει πρώτη ύλη για εξαιρετικές κωμικές νουβέλες, που δυστυχώς δεν έχουν ακόμα γραφεί. Δεν έχουμε ακόμα κάτι αντίστοιχο του The History Man (1975) από τον Μάλκολμ Μπράντμπουρι (Malcolm Bradbury) ή το The Dean’s December του Σαούλ Μπέλοου (Saul Bellow), όπου οι ριζοσπάστες των πανεπιστημίων της προηγούμενης γενιάς απεικονίζονται με μαύρο χιούμορ και ωμό σαρκασμό. Παρ όλο που σήμερα, αυτά τους τα στοιχεία είναι εντονότερα όσο ποτέ, το ίδιο το πανεπιστήμιο παραμένει υπερβολικά κλεισμένο στον εαυτό του ώστε να εμπνεύσει την πένα κάποιου σύγχρονου λογοτέχνη.
Ωστόσο, αυτού του τύπου η πολιτική των ταυτοτήτων που κηρύσσεται σήμερα στα πανεπιστήμια επιδρά σε μεγάλο βαθμό πάνω στην κοινωνία. Το Μια φορά φιλελεύθερος, πάντα φιλελεύθερος του Μαρκ Λιλά [Marc Lilla] (Times Literary Supplement 9/2/2018) βρέθηκε στο στόχαστρο σφοδρών επιθέσεων γιατί τόλμησε να υποστηρίξει ότι ένα ρουσβελτιανό σχέδιο κατασκευής μιας ενιαίας ταυτότητας που υπερβαίνει τους φυλετικούς διαχωρισμούς μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα την φιλελεύθερη πολιτική: Οποιαδήποτε τέτοια άποψη δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια κεκαλυμμένη υπεράσπιση της λευκής ανωτερότητας, βυσσοδομούν οι ιεροεξεταστές της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ωστόσο, ο Λιλά δεν μπορεί να κατηγορηθεί για το ότι ανατρέχει στην εποχή του Ρούσβελτ.
Με το να επιτίθενται στην φιλελεύθερη πρόσληψη της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας σαν να είναι μια καταπιεστική κατασκευή, οι υπερφιλελεύθεροι επιβεβαιώνουν την αίσθηση ενός μεγάλου μέρους των Αμερικάνων ότι έχουν πεταχτεί έξω από την πολιτική διαδικασία –κυρίως τα μπλε κολάρα που παλαιότερα ψήφιζαν Δημοκρατικούς. Δείχνοντας πως η υποχώρηση του φιλελευθερισμού στην Αμερική οφείλεται σε εσωτερικά αίτια, το βιβλίο του Λιλά προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες. Εάν η ανάλυσή του έχει κάπου κενά, αυτό συμβαίνει γιατί δεν πάει πιο πίσω στο χρόνο, και δεν αναλύει την στιγμή που ο φιλελευθερισμός μετατράπηκε σ’ ένα είδος κοσμικής θρησκείας.
Το Περί Ελευθερίας (1859) του Τζόν Στούαρτ Μίλλ, μπορεί να φαίνεται απίθανο σημείο αφετηρίας αυτής της αντιφιλελεύθερης εκδοχής φιλελευθερισμού. Στο δεύτερο κεφάλαιο αυτού του διάσημου έργου, ο συγγραφέας του αναπτύσσει ένα κανονιστικό επιχείρημα υπέρ της ελεύθερης έκφρασης:
“Το ιδιαίτερο πρόβλημα, όμως, με την παρεμπόδιση της έκφρασης μιας γνώμης είναι ότι πλήττει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, τόσο τη μέλλουσα όσο και την παρούσα γενιά- εκείνους που υποστηρίζουν αυτή τη γνώμη, αλλά ακόμα περισσότερο εκείνους που διαφωνούν μ’ αυτήν. Αν η γνώμη είναι σωστή, τότε χάνουν την ευκαιρία να αντικαταστήσουν το σφάλμα με την αλήθεια∙ αν είναι λαθεμένη, τότε στερούνται κάτι που είναι σχεδόν εξίσου ωφέλιμο: τη δυνατότητα διαυγέστερης αντίληψης και πιο ζωηρής εντύπωσης της αλήθειας, που είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ αλήθειας και σφάλματος.”
Θα ήταν πολύ καλά για κάποιους αν απλώς επιστρέφαμε ξανά σε τέτοια φιλελεύθερα αξιώματα. Αλλά η επιχειρηματολογία του Μίλλ έχει εσωτερικές αντινομίες. Προϋποθέτει ότι η αλήθεια πρέπει να θεωρείται αυτοσκοπός –μια παραδοχή που δύσκολα συμβαδίζει με την ωφελιμιστική ηθική φιλοσοφία του, σύμφωνα με την οποία το μόνο πράγμα που έχει κάποια αυταξία, είναι η ικανοποίηση των αναγκών. Τι κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι επιδιώκουν αυτό που ο Μίλλ περιέγραψε επικαλούμενος έναν άγνωστο συγγραφέα ως «βαθιά νάρκη της αδιαμφισβήτητης γνώμης»; Σ’ ένα μεταγενέστερο έργο του, τον Ωφελιμισμό, ο Μίλλ θα υποστηρίξει ότι όποιος γεύτηκε τους καρπούς της ελεύθερης έρευνας, την προτιμάει έκτοτε από τις απλές απολαύσεις της ζωής: «Είναι καλύτερο να είναι κανείς άνθρωπος ανικανοποίητος», θα γράψει, «παρά ένα γουρούνι ικανοποιημένο».
Εάν το γουρούνι έχει αντίθετη άποψη, αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχει γευτεί τις απολαύσεις του νου. Η βεβαιότητα του Μιλλ πάνω σε αυτό το σημείο είναι διασκεδαστική. Ως ευσεβής της Βικτωριανής εποχής, ο Μίλλ δεν είχε επαρκή γνώση των ταπεινών απολαύσεων για να υπάρξει αντικειμενικός τους κριτής. Ο ισχυρισμός του, ότι τα ανθρώπινα όντα θα επιλέγουν πάντα την διανοητική ελευθερία από έναν πνευματικό κομφορμισμό βουτηγμένο στις υλικές απολαύσεις, αντιστρατεύεται τον ίδιο τον φιλοσοφικό εμπειρισμό του. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός ενέχει την θέση αδιαμφισβήτητης αλήθειας, γιατί γι’ αυτόν είναι ζήτημα πίστης.
Ενώ δεν αναμετρήθηκε ποτέ με τις ίδιες τις αντινομίες της σκέψης του, ο Μίλλ γνώριζε πολύ καλά πως προωθούσε μια νέα θρησκεία. Επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τον Αύγουστο Κόντ, ήταν οπαδός εκείνου που ο Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος αποκαλούσε «θρησκεία της Ανθρωπότητας». Αντί να λατρεύουν μια υπερβατική θεότητα, ο Κοντ δίδαξε στους μαθητές και ακόλουθους της νέας θρησκείας να λατρέψουν το ίδιο το ανθρώπινο είδος ως «νέο Ανώτατο Όν». Αντικαθιστώντας τις χριστιανικές τελετουργίες, θα προέβαιναν σε καθημερινές εκδηλώσεις λατρείας βασισμένες στην επιστήμη, αγγίζοντας το κεφάλι τους στο σημείο που η επιστήμη της Φρενολογίας υποτίθεται ότι είχε εντοπίσει την πηγή του αλτρουϊσμού (μια λέξη την οποία είχε εφεύρει ο ίδιος ο Κόντ). Σ’ ένα δοκίμιο που γράφτηκε όχι πολύ πριν από το Περί Ελευθερίας, αν και θα εκδοθεί εν τέλει μόνο μετά θάνατον (1873), ο Μιλλ θα περιγράψει αυτό το δόγμα ως «την καλύτερη θρησκεία, απ’ όλες όσες διεκδικούν τον τίτλο αυτόν».
Η μεταμόρφωση του φιλελευθερισμού σε θρησκεία από τον Μίλλ, σηματοδότησε μια θεμελιακή στροφή. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες κοινωνίες προέκυψαν σαν μια μετεξέλιξη του χριστιανικού ή εβραϊκού μονοθεϊσμού. Η ιδέα ότι η πολιτική και η θρησκευτική εξουσία θα πρέπει να διαχωρίζονται μεταξύ τους προαναγγέλλεται στο δόγμα του χαρισματικού Εβραίου προφήτη που αποκαλύφθηκε ως ιδρυτής της Χριστιανοσύνης: «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Στην Αγγλία του 17ου αιώνα, ο Μίλτον υπερασπίστηκε την ελευθερία της συνείδησης και της έκφρασης ως προϋπόθεση της ειλικρινούς πίστεως, ενώ ο Λοκ είδε την ανοχή ως καθήκον απέναντι στον Θεό. Όταν μιλούσαν για την οικουμενικότητα αυτών των αρχών, το έκαναν γιατί πίστευαν στην θεϊκή τους προέλευση.
Ο Μιλλ και οι κοσμικοί φιλελεύθεροι που τους ακολούθησαν, δεν εγκατέλειψαν την αξίωση της καθολικότητας. Την ενίσχυσαν, δίνοντάς της μια πιο ριζοσπαστική χροιά. Το πως την εννοούσε ο Μίλλ φαίνεται από ένα απόσπασμα που βρίσκεται στο τρίτο κεφάλαιο του Περί Ελευθερίας: «της Ατομικότητας ως ένα από τα συστατικά στοιχεία Ευημερίας». Εδώ, η ελευθερία δεν αναφέρεται πια μόνον ή έστω κυρίως, στην προστασία από την επιβολή του νόμου ή εκείνην που ασκούν άλλοι άνθρωποι –δηλαδή, σ’ ένα σύστημα ανοχής– αλλά σε μια εντελώς ριζοσπαστική μορφή ατομικής αυτονομίας –την δυνατότητα του καθενός να διαμορφώσει μια ταυτότητα κι έναν τρόπο ζωής δίχως να λαμβάνει υπόψη του την κοινή γνώμη, ή οποιουδήποτε άλλου τύπου εξουσία που κείται έξω απ’ τον εαυτό του. Στο μέλλον, θα γινόταν αποδεκτή μια και μοναδική εκδοχή της ζωής –εκείνη που στηρίζεται στην ατομική επιλογή.
Το όραμα αυτό είχε εγγενείς αντιφάσεις, ενώ μερικά από τα προβλήματα του τα αντιμετώπισε φευγαλέα και ο ίδιος ο Μίλλ. Μια κοινωνία που προωθεί αυτού του τύπου την ατομικότητα, θα υπερέβαινε τις διαφορές που βασίζονται στην ιστορία και την παράδοση· αλλά από την στιγμή που ένα μεγάλο μέρος της διαφορετικότητας που χαρακτηρίζει τον ανθρώπινο βίο πηγάζει από αυτά τα στοιχεία, κάτι τέτοιο θα συνεπάγονταν την μαζική ομοιογένεια. Επιπλέον, σε μια κοινωνία σαν κι αυτή που οραματίζονταν ο Μίλλ, οι υπόλοιπες φιλοσοφίες και θρησκείες σταδιακά θα εξαλείφονταν. Αλλά αν μόνο μια αντίληψη για τον κόσμο είναι αποδεκτή, τι θα συνέβαινε με την διανοητική ποικιλομορφία; Αυτό το θεωρητικό ρίσκο δεν ήταν για τον Μίλλ. Το είχε συναντήσει εξ άλλου στην σκέψη του Κόντ, η φιλοσοφία του οποίου είχε διολισθήσει στα σ’ ένα είδος ‘ελευθεροκτονίας’ –η καταστροφή της διανοητικής ελευθερίας που προκύπτει όταν απαιτείται από τον καθένα να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη άποψη. Εχθρικός ως προς τον φιλελευθερισμό και επικριτής του, ο Κοντ υποστήριζε την ελεύθερη έρευνα μόνο στο βαθμό που συνέβαλε στην αποδόμηση των ανορθολογικών πεποιθήσεων, και καλωσόρισε την έλευση μιας πνευματικής ορθοδοξίας που θα είχε την ισχύ να επιβληθεί ολοκληρωτικά στην κοινωνία. Ο Μίλλ, αντίθετα ήταν τρομοκρατημένος από αυτήν την προοπτική. Θεωρούσε αδιανόητη την ανάπτυξη και την επιβολή μιας τέτοιας ορθοδοξίας από φιλελεύθερους σαν κι αυτόν.
Η κοσμική θρησκεία του Μίλλ είχε βέβαια βαθύτερα προβλήματα. Παρ όλο που δεν εννοούσε την πρόοδο με τον ίδιο τρόπο όπως ο Κοντ, πίστευε και εκείνος ότι η ανθρωπότητα αποτελείται από προοδευτικά όντα. Και τι είναι η ‘ανθρωπότητα’; Η αντίληψη του ανθρώπινου είδους ως μιας συλλογικής οντότητας που πετυχαίνει σταδιακά τους στόχους της, δεν επαληθεύεται με την παρατήρηση. Το μόνο που μπορούμε να επαληθεύσουμε εμπειρικά είναι η ύπαρξη ανθρώπινων όντων που ερίζουν για αντιτιθέμενους σκοπούς και αξίες. Ούτε είναι βέβαιο πως οι άνθρωποι τείνουν προς το είδος της ζωής που προωθούσε ο ίδιος ο Μίλλ. Εάν η ιστορία μπορεί να διδάξει κάτι, αυτό είναι ότι οι πολλοί επιθυμούν την ασφάλεια, τουλάχιστον όσο επιδιώκουν και την προσωπική τους αυτονομία.
Οι φιλελεύθεροι που επιτίθενται στα λαϊκιστικά κινήματα, είναι πεπεισμένοι ότι οι υποστηρικτές τους έχουν αυταπάτες ή έχουν πέσει θύματα εξαπάτησης. Η πιθανότητα αυτά τα κινήματα να εκμεταλλεύονται διάφορες πραγματικές ανάγκες, που οι υπερατομικιστικές κοινωνίες μας δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν, δεν εξετάζεται σοβαρά. Ο κυρίαρχος εδώ και μια γενιά φιλελευθερισμός, έχει απορρίψει αυτές τις ανάγκες ως αταβιστικές προκαταλήψεις, οι οποίες πρέπει να εξαλειφθούν γιατί στέκονται εμπόδιο σε σχέδια όπως αυτό μιας υπερεθνικής κυβέρνησης, ή μιας παγκόσμιας αγοράς που διευρύνεται διαρκώς. Στην πραγματικότητα, η στάση αυτή των φιλελεύθερων αποτελεί έναν από τους λόγους ενίσχυσης των αντιφιλελεύθερων κινημάτων. Ο φιλελευθερισμός και ο εμπειρισμός έχουν χωρίσει τους δρόμους τους, και δεν έμεινε υπήρξε κανένα δίδαγμα από αυτό. Μερικές από τις ισχυρότερες ενδείξεις ενάντια στην φιλελεύθερη πεποίθηση ότι μαθαίνουμε από τα ίδια μας τα λάθη, μπορούν να βρεθούν στην συμπεριφορά των ίδιων των φιλελεύθερων.
Το ότι η σύγχρονη πολιτική διαμορφώνεται από κοσμικές θρησκείες, είναι κάτι που έχει αναγνωριστεί για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το βιβλίο The House of Government του Yuri Slezkine είναι μια εξαιρετική ανάλυση του μπολσεβικισμού ως μια αποκαλυψιακή σέχτα, που διέφερε από τους προηγούμενους μεσσιανικούς σχηματισμούς μόνο γιατί κατάφερε να εγκαθιδρύσει την εξουσία του σε μια πολύ πιο εκτεταμένη επικράτεια, με πολύ πιο απόλυτο μάλιστα τρόπο. Ενώ ο Γιαν Μπόκελσον [Jan Bockelson] και οι Αναβαπτιστές του, στις αρχές του 16ου αιώνα ήλεγχαν μόνο την πόλη του Μύνστερ, ο Λένιν και το κόμμα του κυβερνούσαν όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας των Ρωμανόφ. Καταστρέφοντας τις υπάρχουσες δομές, στόχευαν να ανοίξουν τον δρόμο σε μια νέα κοινωνία –ή καλύτερα, σε μια νέα ανθρωπότητα.
Το σχέδιο των Μπολσεβίκων κατέρρευσε, αφήνοντας πίσω του μόνο κατεστραμμένες ζωές και τον θάνατο εκατομμυρίων. Αλλά οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν το τελευταίο μεσσιανικό κίνημα που βρέθηκε στα ηνία του σύγχρονου κράτους. Στην πρωτοποριακή του μελέτη Η έλευση της χιλιετίας (1957) ο Νόρμαν Κον έδειξε πως και ο ναζισμός υπήρξε ένα χιλιάστικο κίνημα. Η Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, και εκείνην του Πολ Ποτ στην Καμπότζη, θα πρέπει να προστεθούν στη λίστα. Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του 20ου αιώνα, έχει να κάνει με κοσμικά καθεστώτα που κυνηγούν αποκαλυψιακά οράματα.
Ενώ οι φιλελεύθεροι είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν ότι τα ολοκληρωτικά κινήματα λειτούργησαν ως διεφθαρμένες θρησκείες, αρνούνται όσο οτιδήποτε τον ισχυρισμό ότι αυτό ισχύει και για τους ίδιους. Ωστόσο, είναι προφανές ότι μια ευαγγελικού τύπου πίστη κινητοποίησε τις εκστρατείες που εξαπέλυσε η Δύση ενάντια στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη. Αυτοί οι πόλεμοι υπηρετούσαν γεωπολιτικές στρατηγικές, δίχως αμφιβολία, όσο κι αν εν τέλει τις υπηρέτησαν με πολύ άσχημο τρόπο. Πίσω από αυτές, όμως, κρυβόταν ένα νέο άρθρο της πίστεως, ότι αργά βασανιστικά και με πολλά πισογυρίσματα, η ανθρωπότητα εν τέλει εξελίσσεται προς μια παγκόσμια κοινωνία οργανωμένη στη βάση των φιλελεύθερων αξιών. Οι άνθρωποι μπορεί να διαφέρουν ως προς την αφοσίωση τους σε αυτές· κάποιοι, ακόμα, μπορεί και να είναι εντελώς εχθρικοί απέναντί τους. Αλλά αυτό οφείλεται μόνον στο ότι υπήρξαν επί πολύ καιρό αντικείμενα καταπίεσης. Αρκεί κανείς να εξαλείψει τους τυράννους και τα καθεστώτα τους, και μια νέα ανθρωπότητα θα αναδυθεί από τα ερείπια. Κι αν αυτή η προσδοκία αποτυγχάνει στην υλοποίησή της, αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπήρξε η κατάλληλη προπαρασκευή γι’ αυτήν.
Το πραγματικό δίδαγμα από την διεξαγωγή αυτών των πολέμων, όμως, ήταν εντελώς διαφορετικό. Ενώ στρατιωτικές επεμβάσεις μπορούν να δικαιολογηθούν προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας –όπως η γενοκτονία των Γιεζίντι, για παράδειγμα– οι ελευθερίες της σκέψης και της έκφρασης που αναδύθηκαν σε κάποιες κοινωνίες τους τελευταίους αιώνες δεν μπορούν να μεταλαμπαδεύονται κατά βούληση σε ολόκληρο τον κόσμο. Τέκνα επί της ουσίας του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού, αυτές οι ελευθερίες είναι προϊόντα ενός συγκεκριμένου δρόμου ιστορικής ανάπτυξης. Αυτό που συμβαίνει δε προς το παρόν, είναι ότι βιώνουν μια κρίση νομιμοποίησης στις ίδιες τις κοινωνίες απ’ όπου προήλθαν. Η δε ιδέα ότι ο κόσμος μετακινείται σταδιακά προς έναν οικουμενικό πολιτισμό που στηρίζεται στις πατροπαράδοτες φιλελεύθερες αξίες, είναι τόσο αφελής όσο και εκείνη του Κόντ, που αναζητούσε την πηγή του αισθήματος αλτρουϊσμού σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο του κεφαλιού μας.
Οι υπερφιλελεύθεροι της σημερινής εποχής θα αντιδρούσαν σε οποιονδήποτε υποστήριζε ότι αυτό που προωθούν δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μια εξεζητημένη εκδοχή του παλιού φιλελευθερισμού, που οι ίδιοι πολεμούν ακατάπαυστα. Ωστόσο, η πεποίθηση ότι η εξάλειψη των ιστορικών μας ταυτοτήτων θα ανοίξει τον δρόμο για μια νέα κοινωνία, και ένα σύστημα όπου όλοι θα είναι διαφορετικοί, αλλά ίδιοι και από μια άποψη, ανάγεται σε αυτόν. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, όλες οι ταυτότητες είναι ίδιες μιας και όλες αποτελούν πολιτισμικές κατασκευές. Στην πράξη βέβαια και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν κάποιες ταυτότητες ως πιο ίσες από άλλες.
Όσοι υπερασπίζονται την ιστορική τους εθνικότητα ή θρησκεία γίνονται αμέσως στόχος επιθέσεων, ενώ την ίδια στιγμή οι ταυτότητες των εθνικών και σεξουαλικών μειονοτήτων αποθεώνονται. Το κριτήριο αυτής της διάκρισης, παραμένει άγνωστο. Εάν όλες οι ανθρώπινες αξίες δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από κοινωνικές κατασκευές, τότε πως μια κοινωνία καταλήγει καταπιεστική και πως μπορεί να διακριθεί από μια άλλη που δεν είναι; Ή μήπως όλες οι κοινωνίες καταπιέζουν ένα ανθρώπινο υποκείμενο που δεν επιδέχεται ταυτοποιήσεων, και το οποίο δεν έχει ακόμα καταφέρει να δει το φως;
Οι πολιτικές των ταυτοτήτων συνιστούν μια παρέκβαση του μεταμοντερνισμού στην φιλελεύθερη θρησκεία της ανθρωπότητας. Το Ανώτατο Ον έχει γίνει τώρα ένας Άγνωστος Θεός –ένα είδος ανθρώπινου όντος που δεν ενσαρκώθηκε ποτέ στην ιστορία, και το οποίο δεν έχει την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από την οικογένεια ή την κοινότητα, την εθνικότητα ή την θρησκεία του. Οι ομοιότητες με την ανθρωπότητα που οραματίστηκε ο μπολσεβικισμός είναι προφανείς. Αλλά εν τέλει επικρατούν οι εκλεκτικές συγγένειες με αυτόν τον όψιμο φιλελευθερισμό. Κατά το παρελθόν, οι φιλελεύθεροι αγωνίστηκαν για να συμβιβάσουν την προσήλωσή τους στην ελευθερία με την αναγνώριση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι έχουν εξίσου ανάγκη την αίσθηση του συλλογικού ανήκειν.
Σε άλλα γραπτά του, ο Μιλ, εξισορρόπησε τον ατομικισμό που κηρύττει στο Περί Ελευθερίας αναγνωρίζοντας ότι μια κοινή κουλτούρα είναι απαραίτητη για την διασφάλιση της ελευθερίας, ενώ ο Αϊζάια Μπέριλιν θα παραδεχθεί ότι για τους περισσότερους ανθρώπους, το να αποτελούν κομμάτι μιας κοινότητας και να αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως μέλη τους, αποτελεί βασική προϋπόθεση για μια αξιοπρεπή ζωή. Αυτή η διορατικότητα χάθηκε ή εγκαταλείφθηκε από τον μεταψυχροπολεμικό φιλελευθερισμό. Ακόμα και στην περίπτωση που δεν απορρίπτεται ως έκφραση αταβισμού, η ανάγκη για κοινή ταυτότητα θεωρήθηκε ότι μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα στην σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Ένας παγκόσμιος χώρος αναδύονταν, και αυτός μπορεί να αναγνωρίσει μόνον μια, οικουμενική ανθρωπότητα. Οτιδήποτε ενσαρκώνει τα επιτεύγματα ενός συγκεκριμένου κράτους ή χώρας αντιμετωπίζεται σαν να αποτελεί εμπόδιο σε αυτήν την φαντασιακή σφαίρα. Η υπερφιλελεύθερη απαίτηση ότι κάθε σύμβολο που παραπέμπει στους παλιούς διαχωρισμούς θα πρέπει να εξαλειφθεί από τον δημόσιο χώρο, ακολουθεί κατά πόδας την μεταψυχροπολεμική φαντασίωση περί του τέλους της ιστορίας.
Οι φιλελεύθεροι που δυσαρεστούνται από αυτήν την νέα έλλειψη ανεκτικότητας δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσα κοινά έχουν με αυτούς που την επιβάλουν. Οι υπερφιλελεύθερες ‘χιονονιφάδες’, με τις απαιτήσεις τους για «ασφαλείς χώρους», όπου δεν προκαλούνται από ενοχλητικές ιδέες και πραγματικότητες, είναι δημιουργήματα των προπατόρων τους. Δαιμονισμένοι από την πίστη σε μια φαντασιακή ανθρωπότητα, αμφότεροι αποζητούν την αποδυνάμωση ή την καταστροφή των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων που κάποτε είχαν ευνοήσει την ύπαρξη της ανεκτικότητας και των ελευθεριών. Αν και ασήμαντη και γελοία από μόνη της, η υστερία που τείνει να καταλάβει τα πανεπιστήμια μπορεί να μείνει στην ιστορία για τον ρόλο που έπαιξε στην αποσύνθεση αυτού που ακόμα συνηθίζουμε να αποκαλούμε φιλελεύθερη Δύση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΑΠΟΔΑ
Όμως τι είναι αυτή η αρρωστημένη θέληση να αναστραφεί η φύση, η ιστορία του πολιτισμού, ο νόμος, η πραγματικότητα και η ανθρωπότητα όπως γινόταν αντιληπτή μέχρι τώρα; Τι είναι αυτή η επιθυμία να ανατραπεί η οικογένεια, η μητρότητα, η πατρότητα, η γέννηση, η ζωή και ο θάνατος, να αποδομηθούν οι μορφές τους που μέχρι σήμερα ήταν γνωστές; Είναι δυνατόν μία γενιά μέσα σε λίγα χρόνια να διαλύσει το χιλιετή ιστό ενός διακαιϊκού και θρησκευτικού πολιτισμού, πολιτικού και φυσικού, βασισμένου πάνω στην οικογένεια; Ποιοί είμαστε εμείς, οι ζωντανοί, για να εγερθούμε με άπειρη έπαρση σε κριτές της ανθρωπότητας όλων των εποχών και να αποφασίσουμε ότι μέχρι σήμερα οι άνθρωποι είχαν κάνει λάθος, αλλά τώρα εμείς θα επανορθώσουμε τα λάθη της ιστορίας και της φύσης, της αιώνιας εμπειρίας και της ζωής των γενεών; Πως αλλιώς μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το ιδεολογικό, επιστημονικό και νομικό παραλήρημα εάν όχι μία ιογενή μορφή καταστροφικής τρέλας; http://theodotus.blogspot.com/2017/06/blog-post.html