Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (11)

Συνέχεια από:Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ 
Του Pierre Aubenque.   

Συνθήκες τής Θεωρίας.
        
Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ  Διαφορετικά απο το παιχνίδι και καλύτερα απο την πολιτική ζωή, η θεωρία ικανοποιεί σε όλες τις συνθήκες οι οποίες καθιστούν την ζωή "καλή", "αγαθή". Η θεωρία είναι πρώτα απ' όλα, όπως έχουμε ήδη δεί, η δραστηριότης η οποία συμμορφώνεται με την υψηλότερη αρετή, δηλαδή με το άριστο υψηλότερο μέρος της ψυχής μας, μία αρετή η οποία βρίσκει με την σειρά της τήν καλύτερη ευκαιρία για να εξασκηθεί στο υψηλότερο αντικείμενο που προτείνεται στην θεωρία, το Θείο. Εδώ ξαναβρίσκουμε, σε ένα ηθικό πλαίσιο, το εγκώμιο της θεωρίας, με το οποίο ξεκινούν τα μεταφυσικά κείμενα του Αριστοτέλη. Μία θεωρία της οποίας η πιό τέλεια μορφή είναι η σοφία, η γνώση των πιό αναγνωρισμένων πραγμάτων, δηλαδή των πρώτων αρχών και των πρώτων αιτιών, (Μεταφ.Α, 2, 982 b2), η πιό υψηλή των οποίων είναι το Θείο. Αυτή η σοφία-η οποία είναι η πιό κοντινή επιστήμη στις αρχές και ταυτοχρόνως η πιό δυνατή (σύμφωνα με την διπλή σημασία της αρχής, αρχή και εξουσία μαζί)- είναι Θεία με δύο σημασίες: ασχολείται με το Θείο και είναι τέτοιου είδους ώστε μόνον ένας Θεός ή κυρίως ένας Θεός να μπορεί να την κατέχει. "Θα μπορούσαμε σ'αυτό το σημείο να θέσουμε νόμιμα σε αμφιβολία την δυνατότητα του ανθρώπου να την αποκτήσει" (983 α 9-10). Αλλά ο Αριστοτέλης αρνείται το επιχείρημα: η θεότης, λέει αναφερόμενος στον Πλάτωνα, δέν ζηλεύει και δέν μπορεί να αρνηθεί στον άνθρωπο, στο μέτρο που αυτός είναι ικανός, την μετοχή στην Θεία χαρά. Ο άνθρωπος, απο την δική του πλευρά, προσκαλείται να μήν καταφύγει στην μικροψυχία: "θα ήταν αναξιοπρεπές για τον άνθρωπο να μήν επιδιώξει να αποκτήσει την επιστήμη για την οποία είναι ικανός ( 982 b 31-32), δηλαδή την πιό υψηλή επιστήμη.
          Μία άλλη συνθήκη της ευτυχίας, που ετέθη ήδη στο πρώτο βιβλίο τής Ηθικής Νικομάχειας, είναι η συνέχεια! Και τί μπορεί να είναι πιό συνεχές απο την θεωρία; Το αντικείμενό της, καθότι αιώνιο, δέν υφίσταται παύσεις που θα καθιστούσαν ασυνεχές το όραμα που διαθέτουμε. Εξάλλου καθότι άυλο, αυτό το ίδιο το αντικείμενο απαλλάσσει την θεωρία απο την εργασία τής αφαίρεσης που απαιτείται απο την διανοητική γνώση των αισθητών πραγμάτων: αναφορικά με το νοερό στοιχείο σ'αυτά, η σκέψη είναι μόνον εν δυνάμει. Αντιστρόφως, η καθαρή ενέργεια ή το καθαρό ενεργείν, που είναι ο Θεός, προσφέρεται ενεργεία στην δραστηριότητα που το θεωρεί. Αυτή η επικαιρότης της θεωρητικής ενέργειας, που είναι η ενεργεία σύμπτωσις τού θεωρουμένου και τού θεωρούντος, καθιστά την θεωρία την πιό ξεκούραστη δραστηριότητα. Αυτή είναι πράγματι μία δήλωση που μας ξαφνιάζει, αλλά η οποία λαμβάνει όλη της την αξία εάν λάβουμε υπ'όψιν πώς η κούραση εξηγείται φυσιολογικά καθώς το ουσιώδες του ζωντανού όντος είναι πάντοτε εν δυνάμει του αντιθέτου, και επομένως είναι πάντοτε έτοιμη να ξαναπεριέλθει στην παθητικότητα, την στιγμή ακριβώς κατά την οποία πραγματοποιεί μία προσπάθεια πρός το καλύτερο. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η Θεία θεωρία, δηλαδή η θεωρία την οποία έχει ο Θεός τού εαυτού του, είναι ξένη απο την κούραση και επομένως τελείως συνεχής. (Μεταφ 1072 b 14, 1074 b 28).
          Είναι έτσι όμως και ο άνθρωπος; Στην Μεταφυσική (1072 b 15) ο Αριστοτέλης υποχρεώνεται να δεχθεί ότι διαφορετικά απο την Θεία θεωρία, η ανθρώπινη θεωρία είναι κάθε φορά μικρής διάρκειας, κάτι που εξηγείται με ευκολία διότι η ανθρώπινη φύση δέν είναι απλή και την στιγμή ακριβώς κατά την οποία έλκεται πρός τα ψηλά, απο αυτό το νοερό που υπάρχει σ'αυτή, η ανύψωση, η  ανάβαση, γίνεται κατανοητή σαν "αφύσικη" και επομένως σαν κουραστική, απο το άλλο μέρος αυτής της ίδιας της φύσεως.
          Παρ'όλα αυτά παραμένει η αλήθεια πώς απο όλες τις δραστηριότητες στις οποίες έχει πρόσβαση ο άνθρωπος, η θεωρητική είναι η πιό συνεχής. Είναι και η πιό ευχάριστη διότι είναι η πιό σταθερή. Η ευχαρίστηση που την συνοδεύει πλησιάζει, στο όριο του δυνατού, στην "Μία και απλή" χαρά, την οποία απολαμβάνει ο Θεός συνεχώς. Μία χαρά αυτή η τελευταία, η οποία οφείλεται στο γεγονός πώς η δραστηριότης τής οποίας αυτή η χαρά είναι η αποκορύφωση είναι μία ενέργεια ακινησίας (Ηθ. Νικομ 1154 b 26-27). Το Θείο ιδανικό που προτείνεται στον άνθρωπο δέν είναι το Ρομαντικό ιδανικό της εργασίας και της ατελεύτητης έρευνας, αλλά εκείνο της απόκτησης τού εαυτού, της ευτυχισμένης συμπτώσεως με τον εαυτό μας.
          Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι η θεωρητική ζωή είναι μία ζωή του ελεύθερου χρόνου (σχολή) εάν για ελεύθερος χρόνος εννοείται μία δραστηριότης απαθής, η οποία έχει σαν σκοπό της αυτή την ίδια και όχι ένα πιό υψηλό τέλος (όπως στην περίπτωση του παιχνιδιού), ούτε στην παραγωγή ενός προϊόντος εξωτερικού απο τον φορέα του. Θα μπορούσαμε σήμερα να πούμε, πώς αυτή η "σχολή" η οποία βασίζει μία δραστηριότητα γνώσεως, είναι μία μαθητεία. Για τον Αριστοτέλη, η έννοια τής προσπάθειας, της ά-σχολίας, συνδυαζόμενης με την δραστήρια ζωή, την πράξη, δέν έχει άλλη σκοπιμότητα απο την εξαφάνισή της στον ελεύθερο χρόνο, στην σχολή. "Ασχολούμεθα ίνα σχολάζωμεν" και πολεμούμε για να μπορούμε να ζούμε ειρηνικά (Ηθ. Νικομ 1177 b 4-5). Εδώ ξανά ο Αριστοτέλης τοποθετείται στους αντίποδες κάθε ηρωϊκής αξιολογήσεως ακόμη και μεταφορικής, της εργασίας και της διαμάχης. Η θεωρία είναι η ειρήνη της ψυχής, δέν είναι προσπάθεια, αλλά τουλάχιστον επιβραβεύει την προσπάθεια.
          Ένα άλλο ξεχωριστό στοιχείο της θεωρίας μάς επιτρέπει να ικανοποιήσουμε ένα απο τα ζητούμενα, που ήδη συναντήσαμε, του Μέγιστου Αγαθού (Sommo Bene). Είναι η αυτάρκειά του, ο αυτάρκης χαρακτήρας του. Οι ηθικές αρετές, οι οποίες είναι το μέγιστο τής δραστήριας ζωής, έχουν την ανάγκη των μεσολαβήσεων για να εκδηλωθούν: έτσι το θάρρος έχει την ανάγκη εχθρών για να φανερωθεί. Η εγκράτεια και η μετριοπάθεια δέν υπάρχουν χωρίς την επιθυμία την οποία προσπαθούν να κυριεύσουν και η δικαιοσύνη προϋποθέτει την ύπαρξη συμβολαίων για υπογραφή, αγαθών για να μοιραστούν, ανθρώπινες σχέσεις να τακτοποιηθούν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου. Αντιθέτως η θεωρία μπορεί να ασκηθεί ακόμη και στην μοναξιά. Αυτό το εγκώμιο της μοναξιάς εις βάρος της κοινής ζωής μπορεί να μας φανεί σήμερα ένα παράδοξο, και ίσως να υπήρξε και για τους Έλληνες. Αλλά δέν πρέπει να ξεχνούμε την αυτάρκεια, το γεγονός ότι αρκεί στον εαυτό της, ότι δέν έχει ανάγκη απο τίποτε για να είναι ολοκληρωτικώς αυτό που είναι, ότι είναι μία θεϊκή ιδιότης και ότι στο αριστοτελικό εγκώμιο τής θεωρίας, το Θείο μοντέλο προτείνεται διαρκώς στην μίμηση του ανθρώπου.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου