Παν. Κονδύλης: Το ελληνικό «αμυντικό δόγμα» και η θεωρία του «πρώτου πλήγματος»
[…] Το δεύτερο σηµείο, που επιθυµούµε να υπογραµµίσουµε, είναι η ανάγκη συγκέντρωσης των δυνάµεων. Ο γεωγραφικός κατακερµατισµός του ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασµό αντίστοιχου κατακερµατισµού των ενόπλων δυνάµεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψή του. Ο πειρασµός αυτός µπορεί να αποβεί θανάσιµος, άλλωστε και ο σκοπός είναι καθ’ εαυτόν ουτοπικός. Η αριθµητική υπεροχή της τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών στόχων της της δίνει εξ αντικειµένου ορισµένα περιθώρια επιλογής και εκτέλεσης παραπλανητικών αποβατικών και άλλων κινήσεων µε σκοπό να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός ελληνικός πειρασµός του κατακερµατισµού των δυνάµεων. Αντίστοιχα µεγάλη επαγρύπνηση και διαίσθηση απαιτείται από την πλευρά της ελληνικής ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να ξεκόψει εξ αρχής από την αντίληψη ότι είναι δυνατή η ίση προστασία των πάντων, θα πρέπει επίσης, λόγω της αριθµητικής µειονεξίας και της απόλυτης αναγκαιότητας αεροπορικής παρουσίας σε όλα τα καίρια επιχειρησιακά σηµεία, να θέσει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα µοίρα την προάσπιση πόλεων και αµάχων πληθυσµών και να επικεντρώσει τα διαθέσιµά της όχι στην κάλυψη χώρου, αλλά αποκλειστικά στη συντριβή του κύριου όγκου των εχθρικών ενόπλων δυνάµεων, εκεί όπου αυτές θα ρίξουν το βάρος τους και ει δυνατόν πριν προλάβουν να αναπτυχθούν πλήρως. Προκειµένου να εκπληρωθεί ο υπέρτατος αυτός σκοπός ίσως χρειασθεί να διακινδυνεύσει ο αριθµητικά υποδεέστερος την απώλεια εδαφών ή και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων µε ανοιχτά τα πλευρά του, πράγµα που θα πρέπει ν’ αναπληρώνει µε ευελιξία και ταχύτητα. Όµως η τελική έκβαση θα κριθεί µε βάση τα όσα θα γίνουν στο επίπεδο εκείνο που άπτεται της ίδιας της ουσίας του πολέµου. Πόλεµος σηµαίνει πρωταρχικά επιδίωξη συντριβής των εχθρικών ενόπλων δυνάµεων, απ’ αυτήν εξαρτώνται κι απ’ αυτήν απορρέουν όλα τα άλλα. Και εάν αυτή επιτευχθεί, τότε αναπληρώνονται αργά ή γρήγορα όλα, όσα θυσίασε κανείς θέλοντας να συγκεντρώσει τις δυνάµεις του την αποφασιστική στιγµή στο αποφασιστικό σηµείο. Κατά τρίτον λόγο, η ελληνική πλευρά δεν θα µπορέσει να αντισταθµίσει τα γεωγραφικά της µειονεκτήµατα έναντι της τουρκικής αν δεν καλύπτει µε ικανή δύναµη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας και όχι απλώς τα θέατρα του πολέµου και περιορισµένο βάθος του χώρου γύρω τους.
∆εν είναι δύσκολο να κατανοήσουµε γιατί. Το µικρό βάθος του ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει ολόκληρη την επιφάνειά του µε όπλα µικρότερου βεληνεκούς (ήδη η Τουρκία αποκτά αµερικανικούς πυραύλους ATACMS µε βεληνεκές 120-300 χλµ.) καθώς και µε αεροπλάνα που διαθέτουν µικρότερη ωφέλιµη ακτίνα δράσεως από τα ελληνικά. Αλλά και αντίστροφα: το συγκριτικά µεγάλο βάθος του τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την εµβέλεια της ελληνικής δύναµης πυρός, όπλα µεγαλυτέρου βεληνεκούς (η Τουρκία έφτασε να συζητεί ακόµα και µε την Κίνα την αγορά πυραύλων εδάφους- εδάφους µεγάλου βεληνεκούς) καθώς και αεροπλάνα µε µεγαλύτερη ωφέλιµη ακτίνα δράσεως· ας σηµειωθεί ότι τα τουρκικά αεροπλάνα µπορούν, ξεκινώντας από τα µακρινότερα ως προς εµάς αεροδρόµια της Ανατολίας (Μπάτµαν, Έρζουρούµ), να ανεφοδιάζονται στον αέρα όσο ακόµα βρίσκονται µέσα στον τουρκικό εναέριο χώρο και να εκτελούν έτσι αποστολές µέσα στην ελληνική επικράτεια σα να είχαν απογειωθεί από αεροδρόµια των µικρασιατικών παραλίων. Άρα, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική πλευρά, ακόµα κι αν θα επιθυµούσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο µε ένα προληπτικό χτύπηµα, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα έβρισκε τον κορµό των αεροπορικών του δυνάµεων στα πλησιέστερα αεροδρόµια. Το κρίσιµο τούτο πρόβληµα λύνεται µόνον µε πυραυλικά συστήµατα κατάλληλου βεληνεκούς καί µε ουσιώδεις δυνατότητες ανεφοδιασµού των ελληνικών αεροπλάνων στον αέρα (π.χ. µεταξύ Κρήτης και Κύπρου).
Τα πράγµατα θα ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν η Ελλάδα καί η Κύπρος δεν ήσαν κράτη µε de facto µειωµένα κυριαρχικά δικαιώµατα, αν δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εξαρτιόνταν ούτε άµεσα ούτε έµµεσα από το τι ανέχονται οι Ηνωµένες Πολιτείες και το τι θεωρεί ως casus belli η Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη κυπριακή κυβέρνηση θα καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει αεροπορικές δυνάµεις στο έδαφός της, οι οποίες θα µπορούσαν να πλήξουν άµεσα την καρδιά και το υπογάστριο της τουρκικής επικράτειας.
Στο κάτω-κάτω η Ελλάδα είναι εξίσου εγγυήτρια ∆ύναµη του κυπριακού κράτους και εποµένως έχει τουλάχιστον τα ίδια δικαιώµατα µε την Τουρκία να εγκαταστήσει εκεί τις Ένοπλες δυνάµεις της. Αλλά τέτοιες παλικαριές ούτε καν να τις ονειρευθεί δεν τολµά όποιος είναι υποχρεωµένος να επαιτήσει το τελευταίο ανταλλακτικό και την τελευταία βίδα.
Τέταρτο και τελευταίο, µπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας, η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναµη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (µαζικό) πλήγµα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγµα το επιβάλλει σήµερα όχι κάποια «πολεµοχαρής» διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστηµάτων: η λογική του µέσου αυτονοµείται, όπως αναφέραµε στις εισαγωγικές µας παρατηρήσεις, και προσδιορίζει ουσιωδώς τον προσανατολισµό της πολεµικής στρατηγικής.
Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αµυντικό δόγµα», εννοεί ότι, φοβούµενη µήπως εκτεθεί στα µάτια της διεθνούς κοινής γνώµης και των συµµάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέµου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων καί το πλεονέκτηµα του πρώτου (µαζικού) πλήγµατος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει µόνη της και εκ προοιµίου την καταδίκη της. Με δεδοµένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή ένα (µαζικό) πρώτο πλήγµα εξ ανατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά. Σε παλαιότερους πολέµους, διεξαγόµενους στην ξηρά, µπορούσε ενδεχοµένως να αφεθεί στον εχθρό η επιθετική πρωτοβουλία εως ότου εξαντλήσει τίς δυνάµεις του. Όµως αυτό προϋπέθετε ότι ο αµυνόµενος κατείχε θέσεις φυσικά ή τεχνητά οχυρές που του επέτρεπαν να κρατήσει τις δικές του δυνάµεις σχετικά αλώβητες ώσπου να περάσει στην αντεπίθεση. Σήµερα, η δύναµη και το βεληνεκές του πυρός από κάθε κατεύθυνση προς κάθε κατεύθυνση και η µετάθεση του πολεµικού κέντρου βάρους από την ξηρά στον αέρα ακυρώνει αυτήν την προϋπόθεση· δεν υπάρχουν πια κρυψώνες για τις ένοπλες δυνάµεις, και το (µαζικό) πρώτο πλήγµα αποσκοπεί ακριβώς στην εξουδετέρωση των µέσων µιας αντεπίθεσης σε ευρεία κλίµακα. Οι ίδιοι αυτοί τεχνικοί παράγοντες καθιστούν τον χρόνο αποφασιστικό µέγεθος, µε άλλα λόγια προσδίδουν στην εναρκτήρια φάση του πολέµου καθοριστική σηµασία.
Ό,τι δεν κερδίζεται ή ό,τι χάνεται στη φάση αυτή είναι δυσκολότατο ν’ αποκτηθεί ή να αναπληρωθεί κατόπιν. Γι’ αυτό και το πρώτο πλήγµα, το οποίο εγκαινιάζει την καθοριστική εναρκτήρια φάση του πολέµου, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν µαζικότερο και καιριότερο. Πρώτο πλήγµα, µε τη στρατηγική σηµασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισµός που πέφτει κατά το πρώτο «θερµό επεισόδιο» µιας πολεµικής αντιπαράθεσης· είναι µια συντονισµένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάµεων προς εκµηδένιση των ζωτικών σηµείων του εχθρικού πολεµικού δυναµικού, ιδίως όσων εµφανίζονται κρίσιµα µέσα στη δεδοµένη συγκυρία. Μπορεί να καταφερθεί στο πλαίσιο της κλιµάκωσης ενός τοπικού «θερµού επεισοδίου», αλλά και πολύ νωρίτερα ακόµα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση· το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγµατος πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σηµαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα το εφαρµόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέµενος µε την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου. Καθώς το γεωπολιτικό δυναµικό της Τουρκίας µακροπρόθεσµα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας µακροπρόθεσµα συρρικνώνεται, ο επιτιθέµενος µε την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν µπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία· ανεξάρτητα από εθνικές µυθολογίες, το γεγονός τούτο δεν έχει καµµία σχέση µε ηθικές ή φυλετικές ιδιότητες, αλλά οφείλεται στη διαµόρφωση του συσχετισµού των δυνάµεων, και τα πράγµατα θα αντιστρέφονταν αν αντιστρεφόταν και ο συσχετισµός των δυνάµεων. Αλλά όποιος, θέλοντας και µη, υιοθετεί αµυντική στρατηγική στο ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο, δεν είναι γι’ αυτόν και µόνον τον λόγο υποχρεωµένος να υιοθετήσει αµυντική στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο. Τα δύο επίπεδα δεν πρέπει να συγχέονται κατά κανένα τρόπο. Άλλο είναι η άµυνα ως ιστορικοπολιτικός σκοπός και άλλο η άµυνα ως στρατιωτικό µέσο, άλλο ο αµυντικός χαρακτήρας ενός πολέµου και άλλο η αµυντική διεξαγωγή ενός πολέµου. Άλλωστε από στρατιωτική άποψη η καθαρά αµυντική διεξαγωγή πολέµου στερείται νοήµατος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν την παίρναµε στα σοβαρά, θα σήµαινε ότι ο επιτιθέµενος µπορεί να κάνει ό,τι θέλει ατιµώρητα, διατρέχοντας απλώς τον κίνδυνο να επανέλθει στην αρχική του θέση και να προετοιµασθεί για να ξαναδοκιµάσει. Καµµιά άµυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εµπεριέχει µια δραστική τιµωρία του επιτιθέµενου, όµως η τιµωρία αυτή δεν µπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν µεµονωµένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αµυνόµενος πυροβολεί µε τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέµενος.
Διαβαζοντας την πρωτη παραγραφο ενα πραγμα επισημαινω . Πολυ ευκολα τα ειχε ολα ο μακαριτης Κονδυλης . Εχοντας φυσικα και την βεβαιοτητα ακριβως ιδια με του επισης μακαριτη Σπεγκλερ οτι ο ιδιος επ ουδενι θα πολεμησει ο ιδιος . Ο συνεπωνυμος του Κονδυλης που πολεμησε ο ιδιος σε σειρα πολεμων αυτο το πονημα θα το χρησιμοποιουσε για χαρτι υγειας . Οσο σκληρο και να ακουγεται στους θαυμαστες του Παναγιωτη Κονδυλη . ΑΜ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροτιμάς τό αμυντικό δόγμα τού Τσίπρα καί τού Μητσοτάκη;
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι .Αλλά η λογική του ότι αν αφήσουμε εθνικό έδαφος στην διάθεση των Τούρκων για να καταφέρουμε πλήγμα στις δυνάμεις τους είναι παρακινδυνευμένη . Μπαζει από παντού .Διάβασε πληζ προσεκτικά την πρώτη παράγραφο είναι σαν να θεωρεί ο Κονδύλης ότι διαθέτουμε τις δυνάμεις της Ρωσίας η των ΗΠΑ .Αν αφήσουμε εθνικό έδαφος στην διάθεση του εχθρού τότε όταν έρθει αναπόφευκτα ο ΟΗΕ αυτό το έδαφος θα έχει την τύχη της Βόρειας Κύπρου .ΑΜ
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτήν Κύπρο ηττηθήκαμε. Δέν είχαμε σκοπό τήν συντριβή τού εχθρού. Μάς εμπόδισαν νά φτάσουμε στήν Κύπρο. Τί μάς εμπόδισε νά καταστρέψουμε τήν στρατιωτική τους υποδομή ή καί τήν βιομηχανική τους; Τά περίπτερα, τά αεροδρόμια,νά κάψουμε τίς παπαρούνες; Τί μάς εμποδίζει νά κάψουμε τίς φυτείες τού Ράμα; Ο ΟΗΕ προστατεύει τόν νικητή φίλε.
ΑπάντησηΔιαγραφή