Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Η επίδραση του Heidegger στον μετανθρωπισμό β

Συνέχεια από:Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Η επίδραση τού Heidegger στον μετανθρωπισμό:
Η αποδόμηση της μεταφυσικής, η τεχνολογία και η υπέρβαση του ανθρωπισμού 

Gavin Rae, History of the Human Sciences, 2014, Vol. 27 (I) 51-69

Το πρόγραμμα τού Heidegger: Το περί τού Είναι ερώτημα και η αποδόμηση τής μεταφυσικής

Ενώ ο Heidegger εκθέτει στο «Είναι και Χρόνος» το γενικό πρόγραμμά του, σκοπεύοντας να «θέσει εκ νέου το περί του Είναι ερώτημα», διερωτώμενος για το Είναι τού ανθρώπου, ή Dasein όπως το αποκαλεί, η ανάσταση αυτή (τού ερωτήματος) απαιτεί μια λεπτομερή ιστορική ανάμιξη με τον τρόπο με τόν οποίο γινόταν ο στοχασμός για το Είναι. Σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι η αποδόμηση τής μεταφυσικής παράδοσης, για την οποία ο Heidegger ισχυρίζεται πως κυριάρχησε στην σκέψη. Μια αρχική λοιπόν έκθεση τού τι εννοεί ο Heidegger όταν λέει «μεταφυσική» και «αποδόμηση», μάς είναι απαραίτητη για να θέσουμε τα πλαίσια της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί, και έχει ως αντικείμενο την κριτική του Heidegger στον ανθρωποκεντρισμό αλλά και την προσπάθεια του να στοχαστεί εκ νέου το ανθρώπινο Είναι θέτοντας το ερώτημα περί του Είναι. Η έκθεση αυτή θα μας προσφέρει επίσης ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο θα εκθέσω τα επιχειρήματα μου ως προς την επίδραση του Heidegger στην μετανθρωπιστική σκέψη.
Η κριτική που ο Heidegger ασκεί στον ανθρωποκεντρισμό πηγάζει από και εκβάλλει στην κριτική αυτού που αποκαλεί μεταφυσική, πράγμα όμως που δεν σημαίνει μια διαπραγμάτευση στην φύση της πραγματικότητας, αλλά ένα πλαίσιο στοχασμού πάνω στο Είναι. Για να κατανοηθεί τι σημαίνει για τον Heidegger η αποδόμηση της μεταφυσικής, χρειάζεται μια σύντομη αναφορά στο τι σημαίνει «μεταφυσική». Κατ’ αρχάς, η σκέψη είναι μεταφυσική εάν λειτουργεί ξεκινώντας από συγκεκριμένες, σταθερές, αδιαπραγμάτευτες υποθέσεις, οι οποίες λειτουργούν ως έδαφος από το οποίο κατάγεται μια συγκεκριμένη κοσμοθεώρηση (1977a: 225). Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, είναι πως η σκέψη δεν μπορεί να θυμηθεί την οντολογική διαφορά του Heidegger, την διαφορά δηλαδή μεταξύ είναι και όντων, αλλά αντιθέτως εμπλέκεται με τα όντα ως πρόδρομα της απάντησης στο περί του Είναι ερώτημα, και παραμένει ερώτημα περί των όντων (στο ίδιο 226). Με άλλα λόγια, «η μεταφυσική σκέψη δεν ρωτά για την αλήθεια του Είναι καθ’ εαυτώ» (στο ίδιο), αλλά προσλαμβάνει απλώς μια υποτεθειμένη ερμηνεία του Είναι, η οποία προσφέρει κατόπιν την θεμελίωση της ανάλυσης των όντων. Η τρίτη πτυχή της μεταφυσικής την οποία εντοπίζει ο Heidegger, σχετίζεται με την λογική της. Σύμφωνα με τον Heidegger, η μεταφυσική βασίζεται σε δυαδικές αντιθέσεις, όπου η μια όψη της αντίθεσης προτιμάται έναντι της άλλης. Ο Heidegger εισηγείται πως κυριαρχούν δυο αντιθέσεις: η διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης (essence and existence) και μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου (στο ίδιο 232, 234). Αυτό οδηγεί τον Heidegger στον ισχυρισμό πως η μοντέρνα σκέψη «ορίζεται από το δεδομένο πως άνθρωπος καθίσταται μέτρο και κέντρο των όντων. Άνθρωπος είναι αυτό που ζει στον πάτο όλων των όντων. Αυτό σημαίνει, με μοντέρνους όρους, στον πάτο κάθε αντικειμενοποίησης και αναπαραστατικότητας» (1991: 28). Το μεγάλο πρόβλημα που έχει ο Heidegger στο θέμα αυτό, είναι πως η μέθοδος αυτή ξεχνά να ρωτήσει για το Είναι, ώστε να ξεχωρίσει τον άνθρωπο από τα άλλα όντα, μια μέθοδος που σύμφωνα με τον Heidegger δεν μπορεί να αποκαλύψει την αλήθεια τού υπό συζήτηση αντικειμένου. Όλο το πρόγραμμα του Heidegger έχει σκοπό να φέρει στο φως τα κενά της μεταφυσικής σκέψης, ουσιαστικό μέρος της οποίας είναι ο ανθρωποκεντρισμός της, και δια της επαναδιατύπωσης της ερώτησης περί του νοήματος του Είναι, διατυπώνει εκ νέου την αντίληψη μας περί Είναι, ανθρώπινου Είναι, και της σχέσης μεταξύ τους.
Επειδή όμως η λήθη του Είναι δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, αλλά ξεκινά από την αρχαία σκέψη, η υπέρβαση της μεταφυσικής δεν είναι ευθύγραμμη, και απαιτεί την χρήση μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας. Για παράδειγμα, σε ένα σημείο στο οποίο  θα επιστρέψουμε όταν θα κάνουμε την διάκριση μεταξύ μετανθρωπισμού και διανθρωπισμού, ο Heidegger απορρίπτει την αντίληψη πως η υπέρβαση της μεταφυσικής μπορεί να επιτευχθεί με την εντατικοποίηση της μεταφυσικής τοποθέτησης, δηλαδή ασκώντας «περισσότερη» μεταφυσική (1977α: 254). Όντας μακριά από την υπέρβαση της μεταφυσικής, αυτό απλά ενισχύει την μεταφυσική τοποθέτηση. Ούτε όμως και η απλή επιλογή προς διερεύνηση των όντων δια του περί του Είναι ερωτήματος μπορεί να είναι η λύση, καθώς η μέθοδος αυτή ενέχει τον κίνδυνο διερεύνησης της ερώτησης δια του φακού του στοχασμού ο οποίος την κάλυψε. Η μέθοδος αυτή απλώς θα επιβεβαίωνε την μεταφυσική προοπτική η οποία πρέπει να υπερβαθεί. Θέτοντας εκ νέου το περί του Είναι ερώτημα, και υπερβαίνοντας με τον τρόπο αυτό τον ανθρωποκεντρισμό της μεταφυσικής,η σκέψη  απαιτεί, σύμφωνα με τον Heidegger, να στραφεί πίσω, δια μέσου της μεταφυσικής παράδοσης, και να καταστρέψει και να καθαρίσει τις υποθέσεις της και την υποκείμενη λογική. Με την αποδόμηση της παράδοσης, η σκέψη θα τρυπώσει πάλι στο αρχέγονο πεδίο, από το οποίο πήγασε η μεταφυσική σκέψη, για να αποκαλύψει την απόκρυψη του ερωτήματος περί του Είναι, που είναι εγγενής στην μεταφυσική. Ως συνέπεια αυτής της αποδόμησης, η σκέψη δε θα αναγνωρίσει απλώς την αναγκαιότητα τού περί του Είναι ερωτήματος, αλλά θα διερευνήσει και τους εναλλακτικούς τρόπους, με τους οποίους το ερώτημα αυτό μπορεί στοχασθεί (1962: 44).
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε, πως η αποδόμηση είναι κάτι διαφορετικό από την εκμηδένιση, καταστροφή, απόρριψη, αντίθεση ή κριτική. Αντί να εκμηδενίσει απλώς την μεταφυσική και την μεταφυσική παράδοση, ο Heidegger προσπαθεί να επισημάνει πως η αποδόμηση είναι κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από την (1) εκμηδένιση και καταστροφή, καθώς ο σκοπός τους είναι να εξαλείψουν την παράδοση ρίχνοντας την στα σκουπίδια (2010a: 12; 2006:16), από την (2) απόρριψη, που περιέχει απλώς το να γυρίσει κανείς την πλάτη του στην μεταφυσική, μια στάση την οποία ο Heidegger χαρακτηρίζει «αφελή» (2010b:21), από την (3) αντίθεση, καθώς οποιαδήποτε «απλώς αντίθετη κίνηση… παραμένει αναγκαστικά…στενά συνδεδεμένη με την ουσία αυτού προς το οποίο αντιτίθεται» (1977c: 61), πράγμα που σημαίνει πως η αντίθεση αποτυγχάνει στο να χωρίσει τον εαυτό από το πράγμα από το οποίο θέλει να χωρίσει, και είναι διαφορετική από την (4) κριτική, καθώς η κριτική για τον Heidegger απλώς αντιπαραθέτει μια θέση, συμπέρασμα που μας φέρνει πίσω στην κριτική του περί αντίθεσης. Ο Heidegger ισχυρίζεται πως η αποδόμηση συνεπάγεται μια συσχέτιση με την τοποθέτηση σύμφωνα με την οποία «κάποιο υπόλοιπο μένει πάντα-για παράδειγμα, με την κατεδάφιση ενός κτηρίου, ακόμα και αν γίνει σκόνη και η σκόνη διασκορπιστεί. Δεν υπάρχει καταστροφή χωρίς υπολείμματα, όπως δεν υπάρχει στρογγυλό τετράγωνο. Ακόμα και η πιο ακραία καταστροφή δεν είναι παρά αλλαγή κατάστασης, ενώ κάτι πάντα παραμένει»(2010a:12). Με άλλα λόγια, η «αποδόμηση» δεν είναι «καταστροφική» με την έννοια της εκμηδένισης χάριν της εκμηδένισης. Είναι μάλλον η «από-κάλυψη» της αρχής, με σκοπό την ανασύσταση της εξουθενωμένης της πληρότητας και ιδιαιτερότητας, η οποία δύσκολα βιώνεται στον ασύλληπτο χαρακτήρα της αρχής» (2006: 54).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου