HANS – GEORG GADAMER
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Διάλεξη στις 10.1.1976
(Heidelberg 1978 – Carl Winter, Universitӓtsverlag)
Εισαγωγικό σημείωμα
Εισαγωγικό σημείωμα
Ξεκινάμε σήμερα, συν Θεώ, ένα καινούργιο κείμενο, τη μετάφραση της διάλεξης «Η Ιδέα τού Αγαθού ανάμεσα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη» τού Hans – Georg Gadamer, του καλύτερου και πιο ‘ελεύθερου’ ίσως μαθητή τού Heidegger. Με την, εκ των πραγμάτων, πεποίθηση ότι θα κατανοήσουμε καλύτερα και βαθύτερα τί είναι στην πραγματικότητα η αληθινή ‘φιλοσοφία’, που ξεκίνησε με τον Σωκράτη στην αρχαίαν Ελλάδα προς όφελος όλης τής ‘οικουμένης’. «Όστις θέλει…», λέει και ο Χριστός, και «Ζητείτε και ευρήσετε…», ενώ θυμόμαστε και τα λόγια τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, που λέει σ’ ένα σημείο: «Κι εμείς φιλόσοφοί εσμεν…», τιμώντας εκείνους που έφτασαν με τον λόγο ένα ‘βήμα’ πριν τον αληθινό Θεό…
Πρόλογος
Ο Χέγκελ αντιλήφθηκε βέβαίως ως πνευματικά όμοιον τον θεωρητικό χαρακτήρα τής διδασκαλίας τών Ιδεών στον Πλάτωνα και της οντολογίας τής ουσίας στον Αριστοτέλη, και είναι κατ’ αυτήν την έννοια και ο πρώτος που φανέρωσε στη σύγχρονην εποχή το διαμορφωμένο απ’ τον Αριστοτέλη, και εξελιγμένο με τον ‘νεοπλατωνισμό’ και τη χριστιανικήν παράδοση ‘πλαίσιο’ για την πλατωνική διδασκαλία τών Ιδεών. Και δεν μπορούμε και να πούμε, πως δεν θα επηρέαζε διαρκώς και τη (μετέπειτα…) φιλοσοφικο-ιστορική έρευνα. Του οφείλουν λοιπόν, τόσο καλοί αριστοτελιστές όπως ο Trendelenburg ή ο Eduard Zeller, πολλά, γιατί ήταν πάνω απ’ όλα και ο πρώτος που ‘αποκάλυψε’ τη φιλοσοφική σημασία τών ‘εσωτερικών’ (‘esoterisch’) και ‘διαλεκτικών’ διαλόγων τού Πλάτωνα. Η ενεργητική όμως ενότητα, την οποία και συμπεριλαμβάνει η πλατωνικο-αριστοτελική φιλοσοφία τού Λόγου (Logos), που δεν έμεινε ούτε αυτή κρυφή και για τον Χέγκελ, δεν εκτιμήθηκε, όπως μου φαίνεται, στη συνέχεια και μέχρι σήμερα ακόμη, αρκετά.
Κι αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Υπήρξε βέβαια στ’ αλήθεια ένας μυστικός και ανομολόγητος ‘χεγκελιανισμός’ πίσω απ’ τις νέο-καντιανές ερμηνείες τού Πλάτωνα απ’ τον Cohen, τον Natorp και όσους τούς ακολούθησαν (Cassirer, N. Hartmann, Hὂnigswald, Stenzel). Για την ίδιαν όμως τη συνείδηση αυτής τής γενιάς ερευνητών βρισκόταν αποκλειστικά ο Πλάτων και καθόλου ο Αριστοτέλης μπροστά στην κριτικο-ιδεαλιστική πρόθεσή τους. Εμπόδιο δε σε μιαν πλήρη ανάπτυξη των χεγκελιανών θεωριών στεκόταν παντελώς, η δογματική απ’ τη μια ‘υπερ-ποίηση’ την οποίαν υπέστη απ’ τον κυρίαρχον στο ‘καθολικό’ (‘λατινικό’…) στρατόπεδο νεο-θωμισμό ο Αριστοτέλης, αλλά και η από παλιά κληρονομημένη εχθρότητα της σύγχρονης φυσικής επιστήμης ενάντια στην αριστοτελική φυσική τελεολογία και την ιδεαλιστική φιλοσοφία τής φύσης. Προσετέθη δε και η εντελώς ΄προβοκατόρικη’ εκτροπή τής νεοκαντιανής ερμηνείας τού Πλάτωνα, και ιδίως εκείνης τού Paul Natorp, που συνέδεσε, ενάντια στο ελληνικό κείμενο, τον Πλάτωνα με τον Γαλιλαίο, χωρίς καμμιάν ‘ευαισθησία’ για τις ιστορικές διαφορές, ερμηνεύοντας ως ‘νόμο της φύσης’ την ‘Ιδέα’. Μέσα απ’ αυτή την ιδεαλιστικο-νεοκαντιανή εξήγηση του Πλάτωνα, δεν μπορούσε παρά να εμφανιστή ως μια παράλογη παρεξήγηση η αριστοτελική κριτική στον ‘δάσκαλό’ του (ο Αριστοτέλης παρεξηγούσε τον Πλάτωνα!...). Η συνέπεια ήταν να παραγνωρισθή (να αγνοηθή…) περαιτέρω η πλατωνικο-αριστοτελική ενότητα ενέργειας και επίδρασης, και να υπάρξη σοβαρώτατο εμπόδιο στην πλήρην πρόσληψη της ελληνικής κληρονομιάς στη δική μας φιλοσοφική σκέψη. Γίνονταν μάλιστα εντελώς τετριμμένες και απλοϊκές αντιπαραθέσεις, όπως «Πλάτων ο ιδεαλιστής» και «Αριστοτέλης ο ρεαλιστής», γενικώς αποδεκτές, που μαρτυρούσαν όμως στην πραγματικότητα μιαν αληθινήν άβυσσο συνειδητο-ιδεαλιστικής προκατάληψης. Δεν ήταν δε ακόμα και το εμπνευσμένο απ’ τον Χέγκελ ‘πλαίσιο’, κατά το οποίο δεν ‘θεωρούσε’ ακόμα το Απόλυτο ως πνεύμα, ζωή και αυτοσυνείδηση η ελληνική σκέψη, κατάλληλο για να εκτιμηθή σωστά η θεμελιακή της σημασία για τη νεώτερη φιλοσοφία.
Ακόμα κι όταν αναζητούσα κι εγώ ο ίδιος, παρακινημένος απ’ την απεξάρτηση του Nicolai Hartmann απ’ τον νεοκαντιανό ιδεαλισμό, να ‘διεισδύσω’ στην αριστοτελική σκέψη, όπου και αποδεικνυόταν πολύτιμη η βοήθεια της γαλλικής και της αγγλικής έρευνας (οι Robin, Taylor, Ross, Hardie και προπάντων ο ασύγκριτος Hicks), έλειπαν πολλά για να θεωρήση κανείς την ενότητα της φιλοσοφίας τού Λόγου, που ξεκίνησε (κάποτε…) με το σωκρατικό ερώτημα και παρήκμασε (μεν…) γρήγορα στην εποχή μετά τον Αριστοτέλη, έχοντας ωστόσο μόνιμα προσδιορίσει την σύνολη εννοιολογική δυνατότητα της δυτικής σκέψης. Η συνάντησή μου με τον Heidegger υπήρξε τότε αποφασιστική για μένα. Ο Heidegger είχε εξίσου ‘διεξέλθει’ την ‘καθολικήν’ (‘λατινικήν’…) παράδοση του αριστοτελισμού όσο και τον νεοκαντιανισμό, και είχε ‘χαλυβδώσει’ με τη λεπτομερειακή τέχνη τών εννοιών του Husserl την επιμονή του και τη θεωρητική δύναμη, που είναι απαραίτητες για να φιλοσοφήση κανείς με τον Αριστοτέλη – και για δες: υπήρχε (ξαφνικά…) εκεί ένας συνήγορος του Αριστοτέλη, που ξεπερνούσε κατά πολύ όλες τις παραδοσιακές απόψεις τού αριστοτελισμού, του θωμισμού, ακόμα και του χεγκελιανισμού σε αμεσότητα και φαινομενολογική φρεσκάδα. Σχεδόν τίποτα δεν έχει γίνει απ’ αυτά μέχρι τώρα γνωστό. Επενεργούσε όμως στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, και από εκεί προσδιορίστηκε και ο δικός μου δρόμος. Όταν δημοσίευσα δε το πρώτο μου βιβλίο, τη «Διαλεκτικήν ηθική τού Πλάτωνα», κατέστη προφανής, στο πεδίο τής πρακτικής τουλάχιστον φιλοσοφίας, η σύγκλιση για μένα, των ‘διανοητικών’ προθέσεων του Πλάτωνα με τη διάκριση των εννοιών στον Αριστοτέλη.
Ένα πράγμα μάς παρέπεμπε τότε πέρα απ’ την περιορισμένη συνάφεια προβλημάτων τής πρακτικής φιλοσοφίας: το μεθοδικό πρόβλημα, ότι διέσωζε σε μας δυό τόσο ανόμοια πράγματα η παράδοσή μας, όπως ήταν οι Διάλογοι που συνέταξε ο Πλάτων και τα κατεγραμμένα απ’ τον Αριστοτέλη ‘γραπτά εργασίας’, κι ότι ούτε διαθέτουμε μιαν αυθεντική, θεωρητικήν επεξεργασία τών πλατωνικών διδασκαλιών, ούτε και μπορούμε να διαβάσουμε, αντίστροφα, τα αριστοτελικά κείμενα που είχε (ο ίδιος ο Αριστοτέλης…) δημοσιεύσει. Κι ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αντιπαραθέτουμε μόνιμα λοιπόν το ανόμοιο προς το ανόμοιο. Η φαινομενολογική (ωστόσο…) περιγραφική τέχνη, που μπόρεσα λιγάκι να διδαχθώ κοντά στον Husserl και τον Heidegger, με βοήθησε να ανταπεξέλθω ως προς αυτήν τη μεθοδική δυσκολία στις πρώτες μου προσπάθειες. Γιατί δεν μπορεί να αξιώση ούτε η μιμητική μορφή τών Διαλόγων ούτε η μορφή πρωτοκόλλων τών αριστοτελικών κειμένων μιαν αυθεντία απέναντι στην αντικειμενικήν ερμηνεία, που στηρίζεται (βέβαια…) πάνω σ’ αυτά.
Πέρασε στο μεταξύ σχεδόν μισός αιώνας. Και το μεθοδικό πρόβλημα οξύνθηκε από μιαν ορισμένην άποψη και απ’ τις δυό πλευρές: απ’ την αριστοτελική πλευρά με τον Werner Jaeger και τη σχολή του, απ’ τη δε πλατωνική πλευρά πρόσφατα με τα μέλη τής σχολής στην Tȕbingen, που αποδέχθηκαν τις παροτρύνσεις προπάντων του Robin. Τα δε φιλοσοφικά ερεθίσματα που δέχθηκα εγώ απ’ την πλευρά μου απ’ τον Heidegger, με οδήγησαν ολοένα και περισσότερο στις περιοχές τής Διαλεκτικής, τόσο τής πλατωνικής όσο και της χεγκελιανής. Διδασκαλία δεκαετιών αφιερώθηκε στην επεξεργασία και τη ‘δοκιμασία’ αυτού, το οποίο και απεκάλεσα ενεργητική ενότητα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη εδώ. Πίσω όμως κι απ’ αυτά υπήρχε η μόνιμη πρόκληση, που σηματοδοτούσε για μένα ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης τού Heidegger και η εξήγησή του ιδιαιτέρως τού Πλάτωνα, ως το αποφασιστικό (εκείνο…) βήμα στην κατεύθυνση να λησμονηθή το Είναι στη ‘μεταφυσική σκέψη’. Το πώς αναζητούσα δε να αντιμετωπίσω θεωρητικά αυτήν την πρόκληση, το μαρτυρά η επεξεργασία τού πονήματός μου για μια φιλοσοφικήν ερμηνευτική (Hermeneutik) με ‘αλήθεια και μέθοδο’. Στο να παραμείνουν ωστόσο ‘ανοιχτά’ ως συνοδοιπόροι στον συνεχιζόμενον διάλογο για τη φιλοσοφία, τόσο η διαλογική (τέχνη…) τού Πλάτωνα όσο και η κοινή στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ (( ! )) θεωρητική διάσταση, χρησιμεύουν και οι εξής σπουδές και μελέτες, που συνταιριάζουν και προς κάποια άλλα μικρά ‘λιθαράκια’, που τα συνέλεξα στο μεταξύ.
Πρόκειται για τις εξής εργασίες:
Για την προϊστορία τής μεταφυσικής (1950). Στο: Περί τού εννοιολογικού κόσμου τών προσωκρατικών – Zur Vorgeschichte der Metaphysik. In: Um die Begriffswelt der Vorsokratiker. 1968, Wiss. Buchgesellschaft Darmastadt, σ. 364 – 390.
Αρχαία ατομική θεωρία – Antike Atomtheorie (1935). Ό.π. σ. 512 – 533.
Ο Πλάτων και οι ποιητές (1934). Στο: Η διαλεκτική ηθική τού Πλάτωνα – Plato und die Dichter. In: Platos dialektische Ethik, 2η έκδ. 1968.
Η παιδαγωγική Πολιτεία τού Πλάτωνα (1941) – Platos Staat der Erziehung, ό.π.
Διαλεκτική και σοφιστική στην 7ην πλατωνικήν επιστολή (1962) – Dialektik und Sophistik im VII. platonischen Brief, ό.π.
Amicus Plato magis amica veritas (Φίλος ο Πλάτων και φιλτάτη η αλήθεια) (1968), ό.π.
Προηγούμενες μορφές σκέψης (1966). Στο: Μικρά κείμενα ΙΙΙ. – Vorgestalten der Reflexion. In: Kleine Schriften III 1972.
Ο Πλάτων και οι προσωκρατικοί (1964) – Platon und die Vorsokratiker, ό.π.
Η άγραφη διαλεκτική τού Πλάτωνα (1968) – Platons ungeschriebene Dialektik, ό.π.
Για το θεϊκό στην πρώιμη σκέψη τών Ελλήνων (1970) - Ȕber das Gȍttliche im frȕhen Denken der Griechen, ό.π.
Υπάρχει η ύλη; Μια μελέτη για τη διαμόρφωση (αυτής…) τής έννοιας στη φιλοσοφία και την επιστήμη – Gibt es die Materie? Eine Studie zur Begriffsbildung in Philosophie und Wissenschaft. In: Convinium Cosmologicum. H. Hȍnl z. 70. Geb. Hrsg. v. A. Giannaras. 1973, Schwabe, Basel, σ. 93 – 109.
Η απόδειξη τής αθανασίας στον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα. Στο: Πραγματικότητα και σκέψη – Die Unsterblichkeitsbeweise in Platons ‘Phaidon’. In: W. Schulz z. 60. Geb. Hrsg. v. H. Fahrenbach. 1973, Neske, Pfullingen, σ. 145 – 161.
Ιδέα και πραγματικότητα στον ‘Τίμαιο’ του Πλάτωνα – Idee und Wirklichkeit in Platos ‘Timaios’. 1974, Winter, Heidelberg (Sitzungsberichte d. Heidelberger Akademie der Wissenschaften).
Για την αρχή στον Ηράκλειτο. Στο: Είναι και ιστορικότητα – Vom Anfang bei Heraklit. In: Sein und Geschichtlichkeit. K. H. Volkmann – Schluck z. 60. Geb. Hrsg. v. I. Schȕssler u. W. Janke. 1974, Klostermann, Frankfurt/M. σ. 3 – 14.
Πλάτων και Χάιντεγκερ. Στο: Ο ιδεαλισμός και το παρόν του – Plato und Heidegger. In: Der Idealismus und seine Gegenwart. Festschrift fȕr Werner Marx z. 65. Geb. Hrsg. v. U. Guzzoni, B. Rang u. L. Siep. 1976, Meiner, Hamburg, σ. 166 – 175.
Φιλοσοφία και θρησκεία στην ελληνικήν αρχαιότητα – Philosophie und Religion im griechischen Altertum. In: Festschrift fȕr Wilhelm Anz, 1975, δεν έχει τυπωθή.
Παρουσίασα δυό φορές (θέματα…) απ’ αυτές τις μελέτες σε συνεδριάσεις τής Ακαδημίας τών Επιστημών στη Χαϊδελβέργη: στις 22. Ιουνίου 1974 και στις 10. Ιανουαρίου 1976 (πρβλ. και την επετηρίδα τής Ακαδημίας το 1974 και το 1976). Αυτό που παρουσιάζω δε τώρα εδώ είναι μια περαιτέρω επεξεργασία, στην οποίαν ελπίζω να προσθέσω κι άλλες (μου…) μελέτες. Αν και δεν πρόκειται να αποτελέση (ποτέ…), παρά μετά δυσκολίας ένα πραγματικό ‘Ολον. (( Όπως δεν απετέλεσε και η παρούσα (άλλωστε…) εργασία ένα Όλον, αναφερόμενη (απλώς…) σε μια σειρά από σταθμίσεις και παρατηρήσεις στο ερώτημα που τέθηκε. ))
Θα παρατηρήση (επίσης…) κανείς, ότι αναφέρομαι μόνο σποραδικά στη νεώτερη έρευνα, για την οποία δεν αισθάνομαι σε θέση να έχω μια περιεκτική γνώση. Ενώ είναι και οι προϋποθέσεις τής δικής μου ερμηνείας πάρα πολύ διαφορετικές απ’ τις προϋποθέσεις τής υπόλοιπης έρευνας. Ας αφήσουμε να θεωρηθή λοιπόν η παρούσα διάλεξη ως μια απόπειρα, να διαβαστούν μια φορά διαφορετικά οι Έλληνες κλασσικοί τής σκέψης, όχι μέσα απ’ την κριτικήν υπεροχή τού σύγχρονου και μοντέρνου, που πιστεύει πως βρίσκεται, κατέχοντας μιαν ατελείωτα εκλεπτυσμένη λογική, πέρα απ’ τους Αρχαίους, αλλά μέσα απ’ την πεποίθηση, ότι δεν είναι παρά μια εμπειρία τού ανθρώπου που μένει πάντα ίδια, χαρακτηρίζοντάς τον ως άνθρωπο, η ‘φιλοσοφία’, κι ότι δεν υπάρχει καμμιά πρόοδος, παρά μόνο συμμετοχή εκεί. Το ότι (μπορεί να…) ισχύη αυτό ακόμα και για έναν πολιτισμό, διαμορφωμένον όπως ο δικός μας απ’ την επιστήμη, ακούγεται μεν απίστευτο, μου φαίνεται ωστόσο αληθινό.
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος.
Χριστός Ανέστη,
ΑπάντησηΔιαγραφήπροβλέπεται να είναι εκπληκτικό αυτό το βιβλίο. ευχαριστούμε πολύ, βασίλης