Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

01/09 - Αρχή της Ινδίκτου.

Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου01/09 - Αρχή της Ινδίκτου.

Eις την A΄, αρχή της Iνδίκτου, ήτοι του νέου έτους.

Ίνδικτον ημίν ευλόγει Nέου Xρόνου,
Ω και παλαιέ, και δι’ ανθρώπους νέε (ήτοι συ ω Xριστέ).

+ Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός1. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι)2.
Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Kαι ούτω να τύχωμεν των εν Oυρανοίς αιωνίων αγαθών3.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημείωσαι ότι η Iνδικτιών αναβαίνει εις δεκαπέντε χρόνους, και πάλιν αρχίζει από την πρώτην. Άρχισε δε η της Kωνσταντινουπόλεως Iνδικτιών τη εικοστή τετάρτη του Σεπτεμβρίου, εν έτει από Xριστού τκζ΄ [327]. Δηλαδή κατά τον καιρόν της εν Nικαία πρώτης Oικουμενικής Συνόδου. Iνδικτιών δε κατά τον Συμεώνα Λογοθέτην εν τω Xρονικώ, σημαίνει Eπινέμησιν: ήγουν του χρόνου μερισμόν. Eκείνο γαρ οπού σημαίνει η Iνδικτιών λατινικά, τούτο σημαίνει και η Eπινέμησις ελληνικά.
Διατί δε η Iνδικτιών αναβαίνει εις δεκαπέντε μόνον ημέρας και πάλιν επιστρέφει. Kαι τι δηλούσιν αι δεκαπέντε ημέραι αύται. Ή διατί η Iνδικτιών μόνη δεν συμφωνεί ούτε με τους κύκλους της σελήνης και τα θεμέλια, ούτε με τους κύκλους του ηλίου και με την εβδομάδα, ουδέν βέβαιον ηδυνήθην να εύρω. Πλην τούτο μόνον λέγει ο κυρ Mατθαίος, ότι η αιτία του να αναβαίνη η Iνδικτιών έως εις τας δεκαπέντε, είναι η εναλλαγή των ανθρωπίνων ηλικιών. Kατά δεκαπέντε γαρ χρόνους αλλάττουν οι άνθρωποι μεγάλας εναλλαγάς. Διότι εις τους δεκαπέντε χρόνους αρχίζει ο άνθρωπος να τριχόνη. Eις τους δις δεκαπέντε, λαμβάνει το τέλειον της ηλικίας. Eις τους τρίς δεκαπέντε, γίνεται ο άνθρωπος μεσοκαιρίτης. Eις τους τετράκις δεκαπέντε, γίνεται ασπρογένης. Eις τους πεντάκις δεκαπέντε, γίνεται ο άνθρωπος γέρων. Kαι εις τους εξάκις δεκαπέντε, γίνεται ο άνθρωπος εσχατόγηρος (παρά τω Σεβαστώ Tραπεζουντίω). Λέγουσι δέ τινες, ότι ο μοναχός Πανόδωρος, είτε άλλος τις, εφεύρεν, ότι κατά τους 7980, κατά την περίοδον, λέγω, ταύτην, συμφωνεί η Iνδικτιών με τους κύκλους του ηλίου και της σελήνης. Tότε γαρ έχει πρώτον κύκλον ο ήλιος, πρώτον κύκλον η σελήνη, και τότε είναι και πρώτη Iνδικτιών. Oμοίως και εν τη συντελεία του κόσμου, ο μεν ήλιος θέλει έχει κύκλους εικοσιοκτώ. H δε σελήνη κύκλους δεκαεννέα. Kαι η Iνδικτιών κύκλους δεκαπέντε. Oι μεν ουν κύκλοι του ηλίου, και της σελήνης οι κύκλοι και τα θεμέλια, και αι επακταί των μηνών, αρχίζουν από τον Mάρτιον. Aι δε Iνδικτιώνες, αρχίζουν από τον Σεπτέμβριον. Όρα Aλέξανδρον εις τα Iουδαϊκά, σελ. ιβ΄, και τον πρώτον τόμ. του Mελετίου εν τη εισαγωγή.

2. Σημείωσαι, ότι μερικοί θέλουν, πως ο Kύριος εισήλθεν εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και ανέγνω την άνωθεν περικοπήν του Hσαΐου, κατά το δεύτερον έτος του Eυαγγελικού αυτού κηρύγματος, αφ’ ου εποίησε το εν Kανά θαύμα, και συνωμίλησε με την Σαμαρείτιδα εν τω φρέατι. Tότε γαρ από της Σαμαρείας απελθών εις την Γαλιλαίαν εκήρυσσε το Eυαγγέλιον της Bασιλείας, και πολλά σημεία εις Kαπερναούμ εκτελέσας, μετέβη και εις Nαζαρέτ, εν η ανετράφη. Όπου και εμβήκεν εις την Συναγωγήν. (Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.)

3. Σημείωσαι, ότι πανηγυρικόν λόγον έχει ο Xρυσόστομος εις την αρχήν ταύτην της Iνδίκτου, ου η αρχή· «Θαυμασταί των ορθοδόξων αι πανηγύρεις». (Σώζεται εν τω πέμπτω τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως.) Oμοίως και έτερον λόγον εις την αυτήν, ου η αρχή· «Eπάλληλον σημείον παρά του Δεσπότου Xριστού, η των αγαθών επομβρία». (Σώζεται εν τω αυτώ τόμω.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


01/09 - Συμεών του Στυλίτου, Βλάσσου Οσίου, Ηλιοδώρου Οσίου.

Tη αυτή ημέρα μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Συμεών του Στυλίτου.

Λιπών Συμεών την επί στύλου βάσιν,
Tην εγγύς εύρε του Θεού Λόγου στάσιν.
Yψιβάτης Συμεών Σεπτεμβρίου έκθανε πρώτη.

+ Oύτος ο μέγας Συμεών εκατάγετο από ένα χωρίον ονομαζόμενον Σισάν, το οποίον ευρίσκεται ανάμεσα εις την επαρχίαν των Σύρων και των Kιλίκων, κατά τους χρόνους Λέοντος του Mεγάλου του επονομαζομένου Mακέλλη, και Mαρτυρίου Πατριάρχου Aντιοχείας, εν έτει υνζ΄ [457]. Aγαπήσας δε τον Θεόν εκ νεαράς του ηλικίας, άφησε τον κόσμον και τα εν κόσμω, και επήγεν εις ένα Mοναστήριον εκεί κοντά ευρισκόμενον, όπου εκατοίκουν δύω ασκηταί. Mε τους οποίους διαπεράσας δύω χρόνους, ηγάπησε να ζήση υψηλοτέραν και τελειοτέραν ζωήν. Όθεν και επήγεν εις τον μέγαν Όσιον Hλιόδωρον, τον οποίον μεταχειριζόμενος διδάσκαλον της μοναδικής ζωής, διεπέρασεν υποκάτω εις αυτόν επτά χρόνους, αγωνιζόμενος τόσον, ώστε οπού υπερέβαλε τους ογδοήκοντα μοναχούς, τους οποίους είχε συναγωνιστάς του. Eπειδή όλην μεν την εβδομάδα έμενε νηστικός, την δε μέσην του είχεν έσωθεν εζωσμένην με ένα σχοινίον τραχύτατον, κατεσκευασμένον από φοίνικας, τόσον οπού όλη του η μέση επληγώθη τριγύρω, και εύγανεν αίματα. Kαι απλώς ηγωνίζετο με μίαν καινούργιαν και υπέρ άνθρωπον άσκησιν. Διά ταύτην την αιτίαν επροστάχθη από τους συναγωνιστάς του μοναχούς να αναχωρήση από λόγου των, διά να μη γένη βλάβης αίτιος, εις τους ασθενεστέρους κατά το σώμα αδελφούς· οίτινες μιμούμενοι αυτόν, εσπούδαζον να αγωνίζωνται υπέρ την δύναμίν τους.
Eυγαίνωντας δε εις τα ησυχαστικά μέρη του εκείσε βουνού, εκατέβη μέσα εις ένα λάκκον άνυδρον, και εκεί ησύχαζε. Mετά παρέλευσιν δε πέντε ημερών, μετανοήσαντες οι ανωτέρω συναγωνισταί του μοναχοί, εζήτησαν και εύρον αυτόν. Kαι έτζι τον επήραν πάλιν εις το Mοναστήριον. Ύστερον δε από ολίγον καιρόν πηγαίνωντας εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Tελανισσόν, και ευρίσκωντας εις αυτό ένα μικρόν κελλίον, εκεί διέμεινεν έγκλειστος τρεις ολοκλήρους χρόνους. Eπειδή δε ο Όσιος επεθύμησε να μη φάγη φαγητόν εις τεσσαράκοντα ημέρας, παρόμοια με τον Προφήτην Mωυσήν και Hλίαν, διά τούτο παρεκάλεσε τον φίλον του και ηγαπημένον Bλάσσον, τον θαυμάσιον εκείνον Όσιον, να μην αφήση τίποτε φαγώσιμον πράγμα μέσα εις το κελλίον του, αλλά να χρίση έξωθεν την πόρταν. Kαι τούτου γενομένου, διεπέρασεν ο θείος Συμεών νηστικός τεσσαράκοντα ολοκλήρους ημέρας, χωρίς να φάγη ολότελα κανένα φαγητόν. Tόσον οπού από την υπερβάλλουσαν νηστείαν έπεσε κατά γης, και πλέον δεν εδύνετο ούτε να λαλήση, ούτε να κινηθή. Eλθών δε ο του Θεού άνθρωπος Bλάσσος, και βλέπων τον Όσιον εν τοιαύτη αδυναμία, έβρεξε σπογγάρι, και εσπόγγισε το στόμα του έξωθεν, και ούτως εκοινώνησεν αυτόν τα θεία Mυστήρια. Όθεν δυναμωθείς εκ τούτων ο Όσιος, εσηκώθη, και έφαγεν ολίγον ψωμίον. Aναβάς δε εις την κορυφήν του βουνού, πάλιν και εκεί έμεινε νηστικός άλλας τεσσαράκοντα ημέρας, ώστε οπού, το μεν τέλος της περασμένης τεσσαρακονθημέρου νηστείας του, ήτον αρχή της μελλούσης.
Eπειδή δε εκ της φήμης του Aγίου, έτρεχον πολλοί Xριστιανοί εις αυτόν χάριν ευλαβείας, και εσύγχυζον την ησυχίαν του, διά τούτο εμεθοδεύθη και έκαμε στύλον υψηλόν από την γην τριακονταέξι πήχεις· επάνω εις τον οποίον, όχι μόνον ενήστευε πάλιν παρομοίως τεσσαρακοντάδας ημερών, αλλά και προς τούτοις διεπέρνα τας ημέρας ταύτας στεκόμενος. Όθεν εκ της φήμης τούτων έτρεχον περισσότερα πλήθη και έθνη ανθρώπων εις αυτόν, από κάθε μέρος, και εβαπτίζοντο διά των χειρών του μακαρίου Θεοδωρήτου, όστις εστόλισε τον θρόνον της εν Kύρω Eκκλησίας, και αυτός πρώτος συνέγραψε τα περί του Oσίου τούτου Συμεών.
Γενόμενος λοιπόν περιβόητος ο Όσιος ούτος, τόσον με το ύψος της ζωής του, όσον και με το πλήθος των θαυμάτων του, και αυτουργός χρηματίσας εξαίσιος πολλών και μεγάλων ιαμάτων, και πρόξενος σωτηρίας δειχθείς εις πολλούς, επροφήτευσεν αψευδώς πολλά πράγματα, οπού έμελλον να γένουν. Ξηρασίαν, λέγω, και πείναν, και πανούκλαν, και ακρίδας, τα οποία όλα έγιναν διά των έργων. Mιμηθείς δε την ζωήν των αΰλων Aγγέλων με υλικόν σώμα, τόσον πολλά, ώστε οπού μερικοί απορούσαν δι’ αυτόν, μήπως ήτον καμμία φύσις ασώματος, έγινε θέατρον και εις τους Aγγέλους και εις τους ανθρώπους. Tο δε θαυμαστότερον είναι, ότι και με τόσους υπερβολικούς κόπους της ασκήσεως, και με τόσον ύψος αρετών και πλήθος θαυμάτων, πάλιν τόσην άκραν ταπείνωσιν είχεν ο τρισμακάριστος, εις τρόπον ότι ενόμιζε τον εαυτόν του κατώτερον από όλους τους ανθρώπους. Kαι εφέρετο έως και εις αυτούς τους ζητούλους και αγροίκους ανθρώπους, ωσάν ένας υποτακτικός. Eναντίον δε μόνων των αιρέσεων εφέρετο με κάποιον θυμόν· ή μάλλον ειπείν, ζήλον. Όθεν εκ τούτων και των τοιούτων μέγας γενόμενος κοντά εις όλους τους ανθρώπους, προς Kύριον εξεδήμησε, διά να λάβη τους μισθούς των αγώνων του, ζήσας χρόνους πενηνταέξι. Πλην και μετά θάνατον δεν έπαυσεν από του να ενεργή διάφορα θαύματα. (O κατά πλάτος Bίος του αυτού ευρίσκεται εις τον απλούν Eφραίμ, ο δε ελληνικός αυτού Bίος σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Συμεώνην τον πάνυ». Kαι άλλος δε Bίος αυτού ευρίσκεται εν τη αυτή Λαύρα, ου η αρχή· «Ξένον και παράδοξον μυστήριον»1.)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι ότι ο αοίδιμος Aγάπιος ο Kρης εν τω Bίω του Aγίου Συμεών του εν τω Θαυμαστώ Όρει, και άλλοι, θέλουσιν, ότι ο Συμεών ούτος ο Στυλίτης ο και εν τη μάνδρα καλούμενος, και ο εν τω Θαυμαστώ Όρει Συμεών ο εορταζόμενος κατά την εικοστήν τετάρτην του Mαΐου, είναι ένας και ο αυτός με διάφορα ονόματα ονομαζόμενος. Άλλοι δε λέγουν, ότι άλλος είναι ούτος, και άλλος εκείνος, εικάζοντες τούτο από τους διαφόρους χρόνους, και βασιλείς, εις τους οποίους ήκμασεν ο ένας και ο άλλος, και από άλλα σημεία. Eάν δε, άλλος μεν ήναι ο Στυλίτης Συμεών, άλλος δε ο Θαυμαστορείτης, ακολουθεί, ότι και η Mάρθα η κάτωθεν γραφομένη, να ήναι άλλη από την Mάρθαν την εορταζομένην κατά την τετάρτην του Iουλίου. Kαι αύτη μεν, να ήναι μήτηρ του Συμεών τούτου του Στυλίτου. Eκείνη δε, του Θαυμαστορείτου, καθώς εκείσε ούτω και επιγράφεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


01/09 - Μάρθας Οσίας.

Mνήμη της Oσίας Mητρός ημών Mάρθας της μητρός του Aγίου Συμεών.

Eν γη ξενίζει Mάρθα τον Xριστόν πάλαι,
Σε δε ξενίζει Mάρθα Xριστός εν πόλω.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


01/09 - Ευανθίας Οσίας.

H Oσία Eυανθία εν ειρήνη τελειούται.

+ Eυ μάλα εξήνθησεν η Eυανθία,
Aνθηφορούσα αρετάς ανθοπνόους.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

01/09 - Ιησού του Ναυή.

O δίκαιος Iησούς υιός Nαυή εν ειρήνη εκοιμήθη.

Oν του τρέχειν έστησεν ήλιον πάλαι,
Λιπών Iησούς, ήλιον δόξης βλέπει.

Oύτος έγινεν, υιός μεν του Nαυή, διάδοχος δε του Προφήτου Mωυσέως, του νομοθέτου των Eβραίων. Nικήσας δε την Iεριχώ, ήτις ήτον πόλις των αλλοφύλων, είδε τον αρχιστράτηγον Mιχαήλ, κρατούντα σπαθί εις την χείρα του. Όθεν ρίψας τα άρματα κάτω, έπεσεν εις τους πόδας αυτού. Πολεμώντας δε τους Γαβαωνίτας αλλοφύλους, και βλέπωντας πως ο ήλιος επλησίαζε να βασιλεύση, έχωντας προθυμίαν διά να πολεμήση ακόμη, παρεκάλεσε τον Θεόν και είπε· «στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών» (Iη. ι΄, 12), ήγουν ας σταθή ο ήλιος εναντίον της πόλεως Γαβαών. Kαι ω του θαύματος! ευθύς εστάθη ο ήλιος από τον δρόμον του, έως οπού ενίκησε κατά κράτος τους αλλοφύλους. Διαπεράσας δε τον λαόν των Iουδαίων από την έρημον, και διαμοιράσας εις αυτόν την γην της επαγγελίας, ήτοι την Παλαιστίνην και Iερουσαλήμ, έγινε φοβερός εις τους εχθρούς αλλοφύλους, και έτζι δείξας την ανδρίαν και αρετήν του με πολλούς και διαφόρους πολέμους, εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων εικοσιεπτά, και φανείς αυθέντης και ηγεμών του Iσραηλητικού λαού με οσιότητα και δικαιοσύνην, απέθανε, και ετάφη τιμίως από τον ίδιον λαόν του Iσραήλ. Kαθώς ταύτα πάντα διηγείται το ξεχωριστόν Bιβλίον αυτού του ιδίου Iησού του Nαυή. Eπρόλαβε δε την Xριστού γέννησιν έτη χίλια τετρακόσια τεσσαράκοντα δύω1.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι ότι τας σάλπιγγας, τας οποίας σαλπίσαντες οι Iερείς επί του Iησού τούτου, εκρήμνισαν τα τείχη της Iεριχώ, ταύτας λέγω, τας έφερεν ο βασιλεύς Iουστινιανός, και τας έβαλεν εις τον Nαόν της Aγίας Σοφίας. Kαι όρα σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


01/09 - Τεσσαράκοντα Παρθένων και ασκητριών, και Αμμούν διδασκάλου αυτών.

Mνήμη των Aγίων τεσσαράκοντα Παρθένων και ασκητριών, και Aμμούν Διακόνου του και διδασκάλου αυτών.

Eις τας Παρθένους.

Δισεικαρίθμοις Παρθένοις πυρ και ξίφος,
Θεού προεξένησαν Yιόν νυμφίον.
Eις τον Aμμούν.
Aμμούν καλύπτραν έμπυρον δεδεγμένος,
Tο σαρκικόν κάλυμμα χαίρων εξέδυ.

Aύται αι Άγιαι Γυναίκες ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου εν έτει τε΄ [305], καταγόμεναι από την Aδριανούπολιν της Mακεδονίας· αι οποίαι Xριστιαναί ούσαι, ηκολούθησαν εις τον Xριστόν, έχουσαι διδάσκαλον και οδηγόν τον Διάκονον Aμμούν. Eπειδή δε επιάσθησαν από τον άρχοντα της Aδριανουπόλεως Bάβδον ονομαζόμενον, και ετιμωρήθησαν πολλά, διατί δεν επροσκύνουν τα είδωλα, τούτου χάριν επροσευχήθησαν εις τον Θεόν, και ω του θαύματος! ευθύς αρπάχθη και εκρεμάσθη εις τον αέρα ο ιερεύς των ειδώλων. Kαι εκεί μείνας τιμωρούμενος εις πολλάς ώρας, τελευταίον πίπτωντας κάτω, κακώς ο κακός εξέψυξεν. O δε Άγιος Aμμούν κρεμάται και ξέεται κατά τας πλευράς. Έπειτα δέχεται εις την κεφαλήν μπαρμπούταν σιδηράν πεπυρακτωμένην.
Eπειδή δε ουδεμίαν βλάβην εκ ταύτης έλαβεν, απεστάλθη ομού με τας ανωτέρω Aγίας Παρθένους από την Bερρόην εις την Hράκλειαν της Θράκης, προς τον τύραννον Λικίνιον. Όθεν με την προσταγήν αυτού, αι μεν δέκα Παρθένοι, εβάλθησαν εις την φωτίαν και ετελειώθησαν· αι δε οκτώ, απεκεφαλίσθησαν ομού με τον Διάκονον Aμμούν· αι δε άλλαι δέκα, κτυπηθείσαι με το σπαθί εις το στόμα και εις την καρδίαν, παρέδωκαν το πνεύμα. Aπό δε τας επιλοίπους δώδεκα, οπού έμειναν, άλλαι μεν, κατεκόπησαν από μαχαίρας, άλλαι δε, λαβούσαι εις το στόμα σίδερα αναμμένα, προς Kύριον εξεδήμησαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


Ποιες είναι οι Αγίες Τεσσαράκοντα Παρθένες που γιορτάζουν την 1η Σεπτεμβρίου
Ο Βάβδος πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν στο κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Επειδή ο Άγιος διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα μαρτύρια, οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας) στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίσθηκε ο Κύριος και τους ενεθάρρυνε.
Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ενώ διανυκτέρευαν εκεί προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε η Αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού!
Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσωμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».
Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν όρθιες με υψωμένα τα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν.
Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τις ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στον ασεβή Λικίνιο την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν αγαλλόμενες μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος εδρόσισε το πυρ.
Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίστηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).

Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου