Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

Ξεκινώντας από την απάντηση στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν τα χρηματιστήρια να έχουν ανακάμψει σε τέτοιο βαθμό, φτάνοντας σε ύψη ρεκόρ μετά το μικρό κραχ του Μαρτίου, αφού ακολούθησε η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω της πανδημίας, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι, σε περιόδους κρίσεων συμβαίνουν πολλές ανακατατάξεις σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στις αγορές – ενώ οι πραγματικές αλλαγές χρειάζονται καταλύτες. Για παράδειγμα, η Τουρκία εμφανίζεται ως ο καταλύτης σημαντικών αλλαγών στην Ευρώπη – σε συνδυασμό με την κρίση, με τη βαθιά ύφεση καλύτερα που προκάλεσε ο COVID 19 και το κλείδωμα των οικονομιών. Εν προκειμένω, παρουσιάζεται μία μοναδική ευκαιρία στη Γαλλία να πάρει τα ηνία από τη Γερμανία τόσο στην ΕΕ, όσο και στην Ευρωζώνη – ενώ στην ουσία δεν έχει άλλη επιλογή, αφού βυθίστηκε σε μία τρομακτική ύφεση, όταν ήδη αδυνατούσε να ανταγωνισθεί οικονομικά τη Γερμανία. Μπορεί όμως να την ανταγωνισθεί στρατιωτικά, έχοντας κατά κάποιον τρόπο την άδεια τόσο των Η.Π.Α., όσο και της Ρωσίας – εκμεταλλευόμενη τη σύγκρουση της Ελλάδας με την Τουρκία, με επιλογή της τελευταίας, ο δικτάτορας της οποίας δεν βλέπει άλλο τρόπο για να διατηρηθεί στην εξουσία και να μην καταρρεύσει η οικονομία του. Το ενδεχόμενο αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να ξεφύγει από τα θανατηφόρα δεσμά των μνημονίων – καθώς επίσης την Ευρώπη από την πολιτική λιτότητας που της επιβάλει η καγκελάριος, με στόχο τη μετατροπή της σε μία γερμανική αυτοκρατορία με αποικίες χρέους της όπως την Ελλάδα. Διαφορετικά η Γερμανία θα κυριαρχήσει – με τη βοήθεια του τεράστιου οικονομικού οπλοστασίου που έχει συγκεντρώσει τα τελευταία δέκα χρόνια.
.

Ανάλυση

Ολόκληρος ο κόσμος γνωρίζει, εκτός ίσως από εμάς τους οικονομολόγους που δεν θέλουμε να πιστέψουμε, πως οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου λογικοί, αλλά σε μεγάλο βαθμό συναισθηματικά όντα. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό τους που χρησιμοποιούν πάντοτε οι περισσότεροι πολιτικοί, έχει καθοριστική επίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές – οι οποίες είναι ξεκάθαρα μανιοκαταθλιπτικές. Ειδικότερα, δεν ισορροπούν ποτέ σε ένα λογικό σημείο – όπου όταν επικρατεί ο πανικός, οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων βυθίζονται στο ναδίρ εκτός εάν επέμβουν τα κράτη, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, σε αυτή της ευφορίας, τείνουν να υπερβάλουν σε υπερθετικό βαθμό.
Το συγκεκριμένο γεγονός οδήγησε τον H. Minsky στο βασικό συμπέρασμα της θεωρίας του για την οικονομική, για την εγγενή καλύτερα αστάθεια του καπιταλισμού (ανάλυση) – σύμφωνα με το οποίο, σε αντίθεση με τις κανονικές αγορές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, στις χρηματοπιστωτικές η άνοδος των τιμών δεν οδηγεί στη μείωση, αλλά στην αύξηση της ζήτησης. Η αιτία είναι το ότι, οι συμμετέχοντες στην αγορά υποθέτουν πως οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται και στο μέλλον – ενώ τα περιουσιακά στοιχεία θα μπορέσουν να πουληθούν σε υψηλότερες τιμές.
Η υπόθεση αυτή, η πεποίθηση δηλαδή των συμμετεχόντων στην αγορά πως θα συμβούν τα παραπάνω, τους οδηγεί να αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερα χρέη – συνήθως με εγγύηση τις αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών τους στοιχείων. Έτσι δημιουργούνται οι γνωστές «φούσκες» έως ότου σπάσουν, «εκραγούν» – οπότε η δομή του χρέους παύει πια να είναι βιώσιμη, αφού τα δάνεια γίνονται υψηλότερα από τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων που τα εγγυώνται και που καταρρέουν. Λογικά λοιπόν ο Minsky συμπέρανε  πως η σταθερότητα δημιουργεί αστάθεια – όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, στις οποίες οι συμμετέχοντες δεν είναι λογικά, αλλά συναισθηματικά όντα.



Παρεμπιπτόντως, επειδή αρκετοί αναρωτιούνται πώς θα μπορούσε να επιλυθεί το πρόβλημα του κόκκινου ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα και των τραπεζών μαζί, η απάντηση είναι απλή: με την άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων που έχουν καταρρεύσει, μέσω της αύξησης της ρευστότητας και των μισθών, χωρίς όμως να χαθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας – κάτι που επιτυγχάνεται με τη διενέργεια σωστών επενδύσεων, εντός ενός καινούργιου οικονομικού μοντέλου. Η λύση βέβαια είναι αρκετά δύσκολη, αλλά όχι ανέφικτη, αρκεί να δρομολογηθούν τα κατάλληλα μέτρα – ενώ χρειάζεται ένα σοβαρό οικονομικό σχέδιο και όχι λογιστική διαχείριση, όπως δυστυχώς συμβαίνει στην Ελλάδα.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, το Μάρτιο του 2020 διαπιστώθηκε πως εμφανίσθηκε η ίδια γνωστή δυναμική – όπου οι χρηματιστηριακές αγορές κατέρρευσαν, η αστάθεια έφτασε σε ακραία επίπεδα, ενώ όλοι αναρωτιούνταν έως ποιο σημείο θα έπεφταν ακόμη οι τιμές. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή παρέμβηκαν οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις αποφασιστικά – εμποδίζοντας για μία ακόμη φορά μετά το 2008 την πλήρη κατάρρευση. Ακόμη λοιπόν και εάν εκ των υστέρων φαίνεται πως ήταν βέβαιη η γρήγορη ανάκαμψη των αγορών, τότε είχε επικρατήσει η καθολική αβεβαιότητα και ο πανικός – ενώ σχεδόν κανένας δεν προέβλεπε την αντιστροφή της τάσης.
Εν τούτοις, τίθεται το εξής σημαντικό ερώτημα: πώς είναι δυνατόν τα χρηματιστήρια να έχουν ανακάμψει σε τέτοιο βαθμό φτάνοντας σε ύψη ρεκόρ, αφού ακολούθησε η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας και η μαζική αύξηση της ανεργίας, λόγω της πανδημίας; Εν προκειμένω, το παρακάτω γράφημα περιγράφει την εξέλιξη ορισμένων από τους σημαντικότερους χρηματιστηριακούς δείκτες κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών: του αμερικανικού S&P 500, του γερμανικού DAX, του βρετανικού FTSE 100 και του γαλλικού CAC40.
Όπως διαπιστώνεται, όλοι οι δείκτες κατέρρευσαν μαζικά το Μάρτιο – ενώ σε μερικές περιπτώσεις έχασαν πάνω από το 30% της αξίας τους, σε σχέση με την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου. Αμέσως μετά, ειδικά ο αμερικανικός S&P 500 σημείωσε μία απότομη ανοδική πορεία, έχοντας πλέον καταρρίψει όλα τα προηγούμενα ρεκόρ του – με το γερμανικό DAX να έχει επίσης μία καλή απόδοση, ενώ τόσο ο βρετανικός FTSE 100, όσο και ο γαλλικός CAC40 ευρίσκονται σε κατάσταση στασιμότητας από το Μάιο, μετά την ανάκαμψη τους.
Περαιτέρω, η αστάθεια της αγοράς μετρείται από τον δείκτη μεταβλητότητας VIX – ο οποίος υποδεικνύει τις διακυμάνσεις των τιμών των μετοχών που αναμένουν οι συμμετέχοντες στα χρηματιστήρια, στις επόμενες 30 ημέρες. Ο δείκτης αποκαλείται επίσης «βαρόμετρο φόβου» – ενώ από το γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται πως οι προσδοκίες των συμμετεχόντων στις αγορές ήταν αρκετά σταθερές έως την άνοιξη, με τον πανικό να ξεσπάει αμέσως μετά.
Παρά το ότι τώρα η μεταβλητότητα έχει μειωθεί σημαντικά από τότε, εξακολουθεί να ευρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα – τώρα στο 30,34 από 75,91 στα μέσα Μαρτίου (πηγή). Τεκμηριώνεται λοιπόν πως οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν εμπιστεύονται ακόμη πλήρως τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης των τελευταίων μηνών – αλλιώς θα ήταν κάτω από το 15. Εύλογα, αφού είναι κάτι περισσότερο από εντυπωσιακή η διαφορετική εξέλιξη των αγορών, από αυτήν της πραγματικής οικονομίας, σε επίπεδα ρεκόρ και από τις δύο πλευρές μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο: έκρηξη στα χρηματιστήρια, θηριώδης ύφεση στην οικονομία!
Δίκαια λοιπόν αναρωτιούνται αρκετοί εάν η συγκεκριμένη εξέλιξη οφείλεται στο γνωστό ως «Dead Cat Bounce» – δηλαδή μεταφορικά στο αναπήδημα μίας γάτας που πέφτει από μεγάλο ύψος μετά το πρώτο θανατηφόρο χτύπημα της στο έδαφος, όπως συνέβη με τη φούσκα του διαδικτύου το 2000/2001. Ουσιαστικά επίσης με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, εάν δεν είχαν επέμβει αμέσως μετά οι κεντρικές τράπεζες – ή με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010, πριν από τη «διάσωση» της Ελλάδας και την επέμβαση της ΕΚΤ το 2012.

Οι τιμές των μετοχών

Συνεχίζοντας, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, η τιμή μίας μετοχής θα πρέπει στην πραγματικότητα να αντικατοπτρίζει την παρούσα αξία όλων των μελλοντικών μερισμάτων της εταιρείας (πηγή) – εάν δεχθούμε βέβαια την υπόθεση της «αποτελεσματικότητας της αγοράς», σύμφωνα με την οποία οι τιμές των εκάστοτε περιουσιακών στοιχείων, όπως είναι οι μετοχές, παρέχουν ήδη όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες. Το «γεγονός» αυτό καθιστά αξιωματικά αδύνατη την αγορά «υποτιμημένων» ή «υπερτιμημένων» μετοχών, από αυτούς που λειτουργούν ορθολογικά, έχοντας γνώση και κρίνοντας αντικειμενικά.
Από την άλλη πλευρά, με δεδομένες τις καταστροφικές οικονομικές συνέπειες της κρίσης της πανδημίας και την αδυναμία πολλών κυβερνήσεων να ανταποκριθούν λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα, αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να υπάρχει αυτή η ασυμφωνία μεταξύ των τιμών των μετοχών και της πραγματικής οικονομίας (γράφημα).
Αρκετοί όμως, στην ουσία σωστά, υποστηρίζουν πως οι τιμές των μετοχών αντικατοπτρίζουν ήδη ορισμένες πραγματικές αλλαγές στην οικονομία. Όπως πιστεύουν, αυτό που συνέβη πριν τον COVID 19, δηλαδή η ψηφιοποίηση και η άνοδος των FAANG (Facebook, Amazon, Apple, Netflix, Google), επιταχύνθηκε και δεν επιβραδύνθηκε από την κρίση – ενώ σε άλλους τομείς που δεν κέρδισαν από την κρίση αλλά επλήγησαν σοβαρά, δεν υπήρξε ανάκαμψη των μετοχών.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται εάν ανατρέξει  κανείς στους δείκτες MSCI στο επόμενο γράφημα – δηλαδή, στους δείκτες που αφορούν την εξέλιξη περισσοτέρων από 1.600 μετοχές, από 23 βιομηχανικές χώρες. Εν προκειμένω, οι εταιρείες τεχνολογίας στον MSCI Index συνέχισαν να αναπτύσσονται με μεγάλο ρυθμό, μετά από ένα μικρό πτωτικό διάλειμμα – ουσιαστικά ακόμη πιο γρήγορα, αφού πλέον όλο και περισσότερες δραστηριότητες διενεργούνται στο διαδίκτυο.
Στο σύνολο του ο δείκτης MSCI έχει μεν ανακάμψει αρκετά, αλλά όχι τόσο γρήγορα, ούτε πολύ έντονα – γεγονός που σημαίνει πως η τεχνολογική έκρηξη (ή η φούσκα της τεχνολογίας, ακόμη δεν γνωρίζουμε) δίνει την ώθηση που διαπιστώνουμε στις αγορές μετοχών. Αντίθετα άλλες εταιρίες, ιδίως οι αεροπορικές και οι τράπεζες, είτε έχουν ανακάμψει ελάχιστα, είτε καθόλου – κάτι που σημαίνει ξεκάθαρα πως οι επιπτώσεις της πανδημίας αντικατοπτρίζονται πλήρως στις τιμές των μετοχών.
Εκτός αυτού η επεκτατική νομισματική πολιτική, η αύξηση της ρευστότητας δηλαδή εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, ωθεί σε άνοδο τις τιμές των μετοχών – πόσο μάλλον σε συνδυασμό με την ενεργό δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων, κυρίως των Η.Π.Α. Η θετική επίδραση της δημοσιονομικής πολιτικής στις αγορές οφείλεται στο ότι, οι συμμετέχοντες γνωρίζουν πολύ καλά πως το δημόσιο χρέος και οι συναφείς δαπάνες που το αυξάνουν, σημαίνουν ανάλογα έσοδα για τον ιδιωτικό τομέα – οπότε για τις επιχειρήσεις και τις μετοχές τους.
Με απλά λόγια, τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα αυξάνουν τα κέρδη του ιδιωτικού τομέα, ενώ τα πλεονάσματα προκαλούν ακριβώς το αντίθετο – κάτι που έχουμε διαπιστώσει στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια των μνημονίων, όπου ο στόχος ήταν η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, με αποτέλεσμα την εκτόξευση του κόκκινου ιδιωτικού χρέους.
Επομένως υπάρχει μία συγκεκριμένη σύνδεση μεταξύ των χρηματιστηρίων και της πραγματικής οικονομίας, η οποία αιτιολογεί πλήρως την άνοδο των μετοχών – ενώ συμβαίνει κάτι ακόμη: οι προσδοκίες στις αγορές είναι τέτοιες, ώστε να αναμένεται να παραμείνουν για πάντα τα επιτόκια χαμηλά και οι τιμές των ομολόγων αντίστοιχα υψηλές, οπότε οι αποδόσεις τους σχεδόν μηδενικές. Ως εκ τούτου είναι εύλογο να τοποθετούνται όλα τα χρήματα στα χρηματιστήρια, αφού δεν υπάρχουν εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές.

Η υποβάθμιση των θεμελιωδών μεγεθών

Περαιτέρω, το κοινό στοιχείο που έχουν τα παραπάνω επιχειρήματα που αιτιολογούν την άνοδο των μετοχών, είναι η υποβάθμιση των θεμελιωδών παραγόντων – σε ορισμένες περιπτώσεις δε διαπιστώνεται μία αφελής εμπιστοσύνη, όσον αφορά τα στοιχεία που δημοσιεύονται επίσημα από τις εταιρείες. Παράδειγμα το ράλι της μετοχής της Tesla (βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή της απάτης, έγραψε γνωστός επενδυτής στους Financial Times – πηγή) – ενώ η πεποίθηση πως οι τεχνολογικές εταιρείες, ως οι μεγάλοι οδηγοί της ανόδου των χρηματιστηρίων, θα συνεχίσουν να παράγουν τόσο υψηλά έσοδα, ανεξάρτητα από τις αρνητικές εξελίξεις στην υπόλοιπη οικονομία, είναι παράλογη, ανορθολογική.
Ειδικότερα, οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις, από τους τεχνολογικούς γίγαντες, αυξάνουν το τζίρο τους και κερδίζουν χρήματα κυρίως από την πώληση δεδομένων – καθώς επίσης από τη στοχευμένη τοποθέτηση διαφημίσεων. Όταν όμως θα λειτουργήσουν σε μία οικονομία που θα υποφέρει από υψηλή ανεργία, από μειωμένα εισοδήματα των νοικοκυριών και από κάποιον σχετικό αποπληθωρισμό λόγω της μειωμένης κατανάλωσης (ήδη ευρίσκεται στο -1,8% στην Ελλάδα που συνήθως προηγείται στις αρνητικές εξελίξεις), η κατάρρευση της ζήτησης θα επηρεάσει αναπόφευκτα τα έσοδα τους – αφού δεν θα έχουν λόγο να διαφημίζουν οι επιχειρηματίες τα προϊόντα τους σε καταναλωτές που δεν θα έχουν χρήματα για να τα αγοράσουν.
Το γεγονός αυτό έχει επίσης διαπιστωθεί στην Ελλάδα, όπου ένα από τα πρώτα αποτελέσματα της κρίσης χρέους ήταν η κατάρρευση των διαφημιστικών εσόδων – οπότε των ΜΜΕ που ζουν από αυτά (τα περισσότερα είναι χρεοκοπημένα), των διαφημιστικών εταιριών κλπ. Ακόμη λοιπόν και αν κατέχουν μονοπωλιακή θέση στην αγορά, όπως οι FAANG, δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν τα υπερβολικά επίπεδα εσόδων και περιθωρίων κέρδους τους – κάτι που θα αποτυπωθεί αργά ή γρήγορα στις τιμές των μετοχών τους.
Σε κάθε περίπτωση έχει ήδη ξεκινήσει ένα μεγάλο κύμα πτωχεύσεων, τόσο στις Η.Π.Α. συμπεριλαμβανομένων μεγάλων εταιριών (πηγή), όσο και αλλού – ενώ η κατάρρευση των αγορών εργασίας είναι δεδομένη. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να παραμείνει αλώβητος ο τεχνολογικός τομέας, μη συνδεδεμένος με την πραγματική οικονομία – ενώ μόλις συμβεί το αυτονόητο, σε ένα καταθλιπτικό μακροοικονομικό περιβάλλον, θα ακολουθήσει η επιδείνωση του δείκτη P/E. Δηλαδή της σχέσης της τιμής των μετοχών των εταιρειών ως προς τα κέρδη τους – ενώ όπως τεκμηριώνεται από το δείκτη «Shiller PE ratio» στο γράφημα που ακολουθεί, το σημερινό χρηματιστηριακό ράλι είναι το ισχυρότερο από το 1900 (με εξαίρεση το κραχ του 1929 και το σπάσιμο της φούσκας του διαδικτύου το 2001).
Εν προκειμένω, ο δείκτης «Shiller PE ratio» εκφράζει τις τιμές των μετοχών σε σχέση με τα μέσα κέρδη τους τα προηγούμενα δέκα χρόνια, προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό – ενώ είναι ένας από τους πλέον δημοφιλείς δείκτες, όσον αφορά τη μέτρηση του κατά πόσον οι αγορές είναι υπερτιμημένες ή υποτιμημένες. Με απλά λόγια, όσο υψηλότερος είναι, τόσο πιο υπερτιμημένες είναι οι μετοχές – ενώ όσο πιο χαμηλός, τόσο πιο υποτιμημένες.
Σήμερα ο δείκτης αυτός είναι στα επίπεδα πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, παραμένοντας άνω του 30 από το 2016 – περίπου στο σημείο δηλαδή που ήταν λίγο πριν το κραχ του 1929. Ως εκ τούτου, εάν η κρίση κλιμακωθεί και τα εταιρικά κέρδη μειωθούν, θα επηρεασθεί επίσης ο κλάδος της τεχνολογίας – οπότε η αποτίμηση του (=τιμή μετοχών προς κέρδη) θα επιδεινωθεί σημαντικά. Κάποια στιγμή λοιπόν, όταν οι μεγάλοι επενδυτές αποσύρουν τα χρήματα τους έτσι ώστε να κερδίσουν από τις υψηλές αποτιμήσεις προτού καταρρεύσουν (ήδη λέγεται πως ο WBuffet αποσύρεται σταδιακά, τοποθετούμενος στο χρυσό), θα επικρατήσει ο πανικός – οδηγώντας τα χρηματιστήρια σε μία μεγάλη διόρθωση.
Υποθέτουμε όχι σε κραχ, αφού οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις δεν θα το επιτρέψουν – αν και τίποτα δεν είναι σίγουρο, επειδή τα επίπεδα χρέους πολλών κρατών, τραπεζών και επιχειρήσεων είναι μη βιώσιμα. Φυσικά κανένας δεν ξέρει πότε θα συμβεί, ενώ ακόμη και οι κεντρικές τράπεζες εκφράζουν την ανησυχία τους σχετικά με την απόσταση που υπάρχει μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και των αγορών – όπως η ΕΚΤ ήδη από το 2019, πριν τον COVID 19, στην έκθεση της για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα (πηγή).
Εάν βέβαια οι κεντρικές τράπεζες εισέλθουν απ’ ευθείας στις χρηματιστηριακές αγορές, όπως η Τράπεζα της Ιαπωνίας στο παρελθόν, εφευρίσκοντας διάφορες ανόητες δικαιολογίες όπως την αποτροπή της εξαγοράς δυτικών εταιριών από την Κίνα, τότε η άνοδος των μετοχών θα συνεχισθεί ακάθεκτη παρά τις υπερτίμηση τους  – δημιουργώντας μία τεράστια φούσκα. Επομένως δεν είναι δυνατή κανενός είδους πρόβλεψη, εκτός του ότι βιώνουμε έναν ορθολογικό ανορθολογισμό, αλλά όχι για πρώτη φορά στην ιστορία. Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνονται μαζικές αγορές μετοχών τεχνολογικών εταιριών για κερδοσκοπικούς λόγους – όπως από την ιαπωνική Softbank (πηγή).

Επίλογος  

Ολοκληρώνοντας, σε περιόδους κρίσεων συμβαίνουν πολλές ανακατατάξεις σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στις αγορές – ενώ οι πραγματικές αλλαγές χρειάζονται καταλύτες. Για παράδειγμα, η Τουρκία εμφανίζεται ως ο καταλύτης σημαντικών αλλαγών στην Ευρώπη – σε συνδυασμό με την κρίση, με τη βαθιά ύφεση καλύτερα που προκάλεσε ο COVID 19 και το κλείδωμα των οικονομιών.
Εν προκειμένω παρουσιάζεται μία μοναδική ευκαιρία στη Γαλλία να πάρει τα ηνία από τη Γερμανία τόσο στην ΕΕ, όσο και στην Ευρωζώνη – ενώ στην ουσία δεν έχει άλλη επιλογή, αφού βυθίστηκε σε μία τρομακτική ύφεση (-5,8% το πρώτο τρίμηνο και -13,8% το δεύτερο), την οποία επιχειρεί να καταπολεμήσει με την αύξηση των ελλειμμάτων της και άρα των χρεών της, όταν ήδη αδυνατούσε να ανταγωνισθεί οικονομικά τη Γερμανία.
Τη μοναδική χώρα που κατάφερε τα τελευταία δέκα χρόνια να περιορίσει τα χρέη της κάτω από το 60% του ΑΕΠ της εις βάρος των εταίρων της, μέσω των δίδυμων πλεονασμάτων της – διαθέτοντας σήμερα ένα τεράστιο οικονομικό οπλοστάσιο, με το οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει οικονομικά τις περισσότερες άλλες χώρες της Ευρώπης, ιδίως τις αδύναμες του νότου.
Μπορεί όμως να την ανταγωνισθεί στρατιωτικά, έχοντας κατά κάποιον τρόπο την άδεια τόσο των Η.Π.Α., όσο και της Ρωσίας – εκμεταλλευόμενη τη σύγκρουση της Ελλάδας με την Τουρκία, με επιλογή της τελευταίας, ο δικτάτορας της οποίας δεν βλέπει άλλο τρόπο για να διατηρηθεί στην εξουσία και να μην καταρρεύσει η οικονομία του. Το ενδεχόμενο αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να ξεφύγει από τα θανατηφόρα δεσμά των μνημονίων – καθώς επίσης την Ευρώπη από την πολιτική λιτότητας που της επιβάλει η καγκελάριος, με στόχο τη μετατροπή της σε μία γερμανική αυτοκρατορία, με αποικίες χρέους της όπως την Ελλάδα. (παρεμπιπτόντως, ο γόρδιος δεσμός των δίδυμων χρεών μας έχει μία μόνο λύση: το κόψιμο του).
Τα γεγονότα αυτά πάντως κάνουν ακόμη δυσκολότερες τις προβλέψεις για το μέλλον – ενώ η κρίση έχει δώσει επί πλέον θηριώδη όπλα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, ειδικά στις Η.Π.Α., στις οποίες οι μεγάλες εταιρείες τρέφονται πια με τις σάρκες των μικρότερων που χρεοκοπούν μαζικά, σε μία αγορά που συρρικνώνεται με ιλιγγιώδη ρυθμό. Τα πάντα στον πλανήτη είναι λοιπόν ρευστά – ενώ στο θέμα της ανέκαθεν συμμάχου της Τουρκίας, της Γερμανίας, η οποία εκτός των άλλων έχει σημαντικότατα οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, είμαστε σίγουροι πως θα προσπαθήσει να παγιδεύσει τόσο τη Γαλλία, όσο και την ΕΕ, εμφανιζόμενη δήθεν διαλλακτική.
Βιβλιογραφία: Bundesbank, Makrokop


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου