Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (18)

Συνέχεια από Δευτέρα, 5 Οκτωβρίου 2020

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

        4.  «ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΗ» EΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ: ΑΥΤΟ-ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ Η ΕΡΕΥΝΑ;

                                                                 ( 4η συνέχεια )

      Μπορώ ωστόσο να επισημάνω μιαν εντελώς «ανέπαφη» απ’ την οντολογικο-επιστημολογική φιλονικία, ψυχολογική κατάσταση, που αξίζει παρ’ όλ’ αυτά να αναφερθή, επειδή σ’ αυτήν εκφράζεται σχεδόν ακούσια η αξιολογική υποκειμενικότητα του φυσικού ερευνητή, καταθέτοντας πέρα από κάθε επιμέρους άποψη τη μαρτυρία της για το αντικείμενο τής γνώσης, ακόμα κι αν αυτό θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα με κάποιαν απ’ αυτές τις απόψεις, καθεαυτό βουβό. Πρόκειται για το γεγονός ότι ακόμα και η πιο ουδέτερη και  νηφάλια «οικονομική», αιτιώδης εξήγηση των πραγμάτων μπορεί να συνδυαστή πολύ καλά, σύμφωνα με την εμπειρία μας, με έναν θαυμασμό για την «αβροφροσύνη», τη λεπτότητα, τον πλούτο και την ωραιότητα των μορφών τής φύσης, και με μιαν έκπληξη για το απροσδόκητο σύμπλεγμα μορφολογικής και λειτουργικής οργάνωσης, που αποκαλύπτεται, με την αναλυτική ακριβώς «εμβάθυνση», στην κάθε φαινομενικά απλή, ξεχωριστή περίπτωση. Μπορεί να πη βέβαια κανείς ότι αυτό δηλώνει, εφ’ όσον ισχύει, κάτι που αφορά μόνο στον άνθρωπο, και όχι στη φύση – να πη  δηλ. μαζί με τον Καντ, ότι πρόκειται για μια «χρήση» τής κριτικής μας δύναμης, που  δεν δεσμεύει τη λογική στη θεωρία-θεώρηση τού αντικειμένου  (( ! )) . Αυτός όμως ο θαυμασμός και η έκπληξη μπορούν να επηρεάσουν, ακόμα και εντελώς «αδογμάτιστα», τη στάση μας απέναντι στο αντικείμενο έτσι, ώστε να δημιουργηθή, ακόμα κι απ’ αυτήν την αισθητική τρόπον τινά (και σίγουρα υποκειμενική) και αποστασιοποιημένη από κάθε «θεωρία» πλευρά (με την οποία θα «έμπλεκε» εντελώς απρόθυμα ο κάθε σύγχρονος ερευνητής), ένας σεβασμός για το «ενεργοποιημένο» ‘Ολον. Ένας σεβασμός για την αυταξία άρα τού αντικειμένου μας. Χωρίς να χρειάζεται να θεωρείται λοιπόν, ακόμα και η αυστηρότερη και αναλυτικώτερη επιστημονικότητα «ουδέτερη» ή «ελεύθερη» από κάθε (χωρίς καμμιάν άρα…) αξία.  

      Όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα αναφέρονταν στη φυσική επιστήμη, η οποία κατέστη βέβαια – από την ανάδειξη του λογικού, τουλάχιστον, θετικισμού – το ιδανικό πρότυπο κάθε επιστημονικότητας. Θα θέλαμε όμως να θέσουμε, έστω και εντελώς «επιφανειακά», το ερώτημα για το τί συμβαίνει με την «ελευθερία από κάθε αξία» στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Θυμόμαστε, ότι η πρόσκληση για μια τέτοια, αξιακή ελευθερία «ακούστηκε» κατηγορηματικά, απ’ την πλευρά τής κοινωνικής επιστήμης, από τα χείλη τού Μαξ Βέμπερ· μια ελευθερία που ήταν αυτονόητη, θα μπορούσαμε να πούμε, στη φυσική επιστήμη, έπρεπε όμως να δεχθή μια «προσταγή» για να εφαρμοσθή στην κοινωνική. Γιατί, ενώ είναι δυνατόν να αρνηθή  κανείς, ότι αποτελεί έναν «τόπο» αξιών η ίδια η φύση  – αν  μπορή βέβαια να τη θεωρήση ποτέ κανείς, σαν να μην ήταν ένας τέτοιος «τόπος»  –, κάτι παρόμοιο είναι αδύνατον, έστω και ως επινόηση, ως προς το αντικείμενο της κοινωνικής επιστήμης. Εφ’ όσον αποτελούν αξίες κάθε είδους το ζωντανό ακριβώς στοιχείο αυτού τού αντικειμένου, καλώντας μάλιστα συνεχώς τον ερευνητή να «συμμετάσχη», καθώς τις συναντά συνεχώς στο πεδίο τής έρευνάς του. Τον ερευνητή, ο οποίος πρέπει όμως να απέχη από κάθε τέτοια συμμετοχή, περιγράφοντας εντελώς αδιάφορα, ως απλά φαινόμενα, όλες τις αξιολογήσεις, τις αξιακές δημιουργίες, αξιακές συγκρούσεις, αξιακές μεταβολές κ.τ.λ. που υφίστανται (παρ’ όλ’ αυτά…) μπροστά του, ερμηνεύοντάς τες μάλιστα ως (αναπόφευκτη…) συνέπεια κάποιων προϋποθέσεων. Η οντολογική θέση ενός αποξενωμένου από κάθε αξία και αδιάφορου αντικειμένου παραλείπεται συστηματικά εδώ:  η μεθοδολογική «ελευθερία από κάθε αξία» και η καταπίεση των αξιών τού ίδιου του ερευνητή πρέπει να διαφυλαχθούν, με πλήρη «εγκράτεια», προς χάριν μιας «αντικειμενικότητας»! 

      Πόσο είναι όμως δυνατή μια «συναναστροφή» με αξίες, και με αξιολογικές επίσης πράξεις, χωρίς αξιολόγηση, πόσο είναι επιθυμητή, ή και πραγματικά κατάλληλη για το εκάστοτε «αντικείμενό» μας; Το ότι πρέπει να είμαστε «δίκαιοι» με το αντικείμενο, έστω και αντίθετα προς τις δικές μας συμπάθειες και προκαταλήψεις, είναι κάτι το αυτονόητο! Η δικαιοσύνη μπορεί να ζητά όμως περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι η ουδετερότητα. Δεν καλείται άραγες να επηρεαστή ελεύθερα, θετικά και αρνητικά, ένας ερευνητής απ’ τις αξίες που περιέχονται στο αντικείμενό του, και να μεταφέρη μετά ολόκληρο αυτό το περιεχόμενο στα πορίσματά του; Χωρίς να μπορούμε να παραβλέψουμε μάλιστα, ότι υπάρχει επίσης μια οντολογική θέση, έστω κρυμμένη, στη μεθοδολογική εντολή περί «ουδετερότητας», εφ’ όσον πρόκειται κι εδώ για μιαν ερμηνεία. Δεν είναι εντελώς «ουδέτερο» το ότι ο Μαξ Βέμπερ εμπλέκει στα επιχειρήματά του την «απομάγευση του κόσμου», την οποία προκάλεσε η φυσική επιστήμη. Η ιστορική, αιτιώδης ερμηνεία ακολουθεί κι αυτή «πρόθυμα» (όχι στον ίδιον τον Μαξ Βέμπερ!) τον «αναγωνιστικό» δρόμο, όπως τον προτείνει η «απομάγευση»· η σφαίρα τών αξιών παρουσιάζεται, συλλογικά και ατομικά, ως μια λειτουργία στοιχειωδών προϋποθέσεων, ως το εποικοδόμημά τους, ως ο «εξαγνισμός» τους και άλλα παρόμοια, «ισοπεδωμένη» έτσι σε ένα απλό και μόνο, αιτιωδώς ερμηνευμένο γεγονός, χωρίς καμμιάν αξιολογική απαίτηση. Η εικόνα τού «γυμνού βασιλιά» ταιριάζει, πράγματι, ιδιαιτέρως εδώ.  

      Κανένας δεν εξασκεί όμως έτσι αληθινά ιστορική, κοινωνική και πολιτική επιστήμη. Κανένας δεν διακρίνει χωρίς αξιολόγηση τη διαφορά ανάμεσα στη μεγάλη ποίηση και την τετριμμένη λογοτεχνία, δεν βλέπει πως δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο η Θεία Κωμωδία και ο Rinaldo Rinaldini. Και πώς θα μπορούσαμε άραγες να φανταστούμε μιαν «αναξιολόγητη» ανάλυση του ναζιστικού φαινομένου;  Όχι, δεν πρέπει να μας «υφαρπάζουν» την επιστημονική και ιστορική αλήθεια ούτε τα πρότυπα ούτε τα «φόβητρα»,  που απευθύνονται στη δική μας αξιακή συναίσθηση. Γιατί ακόμα και η «ισοπέδωση» αποτελεί μιαν ηθική  πράξη, αδικώντας τόσο το αντικείμενο όσο και το υποκείμενο της γνώσης, καθώς είναι κι αυτή εντέλει πλασματική. Το υποκείμενο που αξιολογεί δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να «εξαφανισθή» απ’ το πεδίο τής γνώσης. Κερδίζουμε άραγες ή χάνουμε εδώ σε αντικειμενικότητα; Την απάντηση «δικαιούμαι» να την παραχωρήσω στους  επιστήμονες των ανθρωπιστικών επιστημών, εφ’ όσον τα δικά μας ερωτήματα «κινούνται» στον χώρο τών φυσικών επιστημών, που θεμελιώνουν τη σύγχρονη τεχνολογία. Εκεί εντάσσεται άλλωστε εξαρχής η λεγόμενη «αξιακή ελευθερία», και μόνον εκεί  εγείρεται και το δεύτερο ερώτημα, περί ελευθερίας τής έρευνας, προς το οποίο και θα στραφούμε τώρα.   

Πρόκειται για ένα ερώτημα, που δεν είναι ασφαλώς, εντελώς ανεξάρτητο απ’ το προηγούμενο, εφ’ όσον ένα αξιακά αδιαφοροποίητο αντικείμενο επιτρέπει πλήρη ελευθερία στη «συναναστροφή» μαζί του, χωρίς κανέναν φραγμό φόβου ή συστολής στη χειραγωγημένη και αναλυτική «διείσδυσή» μας. Ένας τέτοιος «φόβος» θα αποτελούσε ασφαλώς μια προσωπική και συναισθηματική κατ’ αρχάς υπόθεση, που απέναντί της θα μπορούσαμε να τοποθετηθούμε με διαφορετικόν ο καθένας τρόπο, χωρίς να υπάρχη δυνατότητα για κανενός είδους «διαταγή». Η ελευθερία τής έρευνας καθίσταται κατ’ αρχάς ηθικό πρόβλημα, όταν συναρτηθή με το διαπροσωπικό και με το κοινό καλό, με τα οποία μπορεί και να «συγκρουστή», τόσο λόγω τών διαδικασιών που ακολουθεί η σύγχρονη έρευνα, όσο και λόγω των μελλοντικών συνεπειών της. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να πούμε κάποια πράγματα και γι’ αυτό.   

    ( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Η ελευθερία τής έρευνας και το κοινό καλό » )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου