Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (20)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 16 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 20: Τρόπος τὸ ἀγαθό, ἀνερμήνευτο ἢ παρερμηνευμένο τὸ κακό

Ἂν ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί (ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ τὴν ὕπαρξη ὡς ἀγάπη), τότε ἡ ἀγάπη, ὁ τρόπος τῆς ὑπαρκτικῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς, ταυτίζεται γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ μὲ τὸν τρόπο τῆς ὄντως ὕπαρξης καὶ ζωῆς, δηλαδὴ μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἀγαθό: τὴν πληρότητα τῆς ὕπαρξης, πληρότητα ἐλευθερίας, κάλλους, χαρᾶς.

Καὶ ἀφοῦ τὸ ἴδιο τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς προκύπτει μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ταυτίζεται μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἀγαθό, τότε μένει ἀναντίρρητη ἡ πιστοποίηση πού, στὴ διήγηση τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης, περαιώνει τὴν περιγραφὴ τῆς συμπαντικῆς δημιουργίας: Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν (1, 31).

Ὅταν λέμε ὅτι ἡ συμπαντικὴ δημιουργία προέκυψε ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὑποστασιάζει, μαρτυρεῖ-φανερώνει καὶ ὑπηρετεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ δημιουργοῦ της, τότε βεβαιώνουμε ὅτι τὰ πάντα (τὰ ὑπαρκτὰ στὸ σύνολό τους) συνιστοῦν καὶ φανερώνουν τὴν ἀλήθεια (τρόπο) τῆς θείας ὕπαρξης καὶ ἐνέργειας — αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός: ἡ Αἰτιώδης Ἀρχὴ τῶν ὑπαρκτῶν, ὡς ἀγάπη.

Παραμένει καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀνυπέρβλητη ἡ ἐκφραστικὴ τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν Συγγραφῶν (Περὶ θείων ὀνομάτων, Κεφ. 4 §Χ καὶ ΧΙΙΙ, Migne P.G., τόμος 3, στ. 708ΑΒ καὶ 712ΑΒ.):
Αὐτὸς ὁ πάντων αἴτιος, 
δι’ ἀγαθότητος ὑπερβολὴν 
πάντων ἐρᾷ, πάντα ποιεῖ, πάντα τελειοῖ, 
πάντα συνέχει... 
δι’ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος 
ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται... 
καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει 
καὶ ἔρωτι θέλγεται· 
καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου 
πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται 
κατ’ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν 
ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ

Ποὺ σημαίνει: Ὁ πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπαρκτὰ (ἡ πέρα ἀπὸ τὰ αἰτιατὰ Αἰτία τῶν ὑπαρκτῶν) κτίζοντας ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἔρωτα τὰ κτιστά, «βγαίνει» ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ κατεβαίνει στὴ συνάφεια μὲ ὅλα ὅσα κτίζει. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅλα τὰ κτιστὰ ἀποτυπώνουν καὶ φανερώνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός: ἀγάπη, ἔρωτας, ἀγαθότητα.

Στὴ θεώρηση αὐτὴ δὲν ὑπάρχει περιθώριο ἢ ἐνδεχόμενο νὰ ἐμφιλοχωρήσει κάπου τὸ «κακὸ» — ἕνα «ἔλλογο» φίδι μέσα στὸν «παράδεισο τῆς τρυφῆς», ἕνας «σατὰν»-«Βεελζεβοὺλ» στὴν ἐπουράνια αὐλὴ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἶναι ὅλα «καλὰ λίαν», πλάσματα καὶ φανερώσεις τῆς σοφίας, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ποιός δημιούργησε (ἔδωσε ὕπαρξη) στὸ φίδι ποὺ παρέσυρε σὲ ἀνταρσία τοὺς πρωτόπλαστους ἀνθρώπους ἢ στὴ «λεγεώνα» τῶν δαιμόνων ποὺ βασάνιζε τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν (Λουκ. 8, 26-39) καὶ μύριους ἄλλους πρὶν καὶ μετά;

Τὸ ἐρώτημα μοιάζει ἴσως θεωρητικό, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Ἡ κοινὴ ἀνθρώπινη ἐμπειρία διαπιστώνει ὅτι ἡ ὕπαρξή μας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καὶ ἡ συμπαντικὴ κτιστὴ πραγματικότητα, εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπαχθοῦν στὴν πιστοποίηση: εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. Ἡ ἐμπειρικὴ βεβαιότητα γιὰ τὴν παράλληλη ὕπαρξη «κακοῦ» μέσα στὴ θαυμαστὴ καὶ μεγαλειώδη δημιουργία τοῦ Θεοῦ εἶναι πανανθρώπινη καὶ διαχρονική. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ἐντοπιστεῖ συγκεκριμένη πηγή, αἰτιώδης ἀρχὴ καὶ ἀφετηρία τοῦ «κακοῦ».

Στὰ χρόνια ποὺ γράφεται ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἡ δαιμονολογία εἶναι μιὰ κατεστημένη καὶ αὐτονόητη κυρίαρχη γλώσσα στὸν χῶρο τοῦ ὑπερβατικοῦ, τόσο ὅσο καὶ ἡ «βασιλειολογία», ἡ ἀναφορὰ σὲ βασιλιάδες καὶ βασίλεια στὸν χῶρο τοῦ ἐγκόσμιου. Οἱ Χριστιανοί, ἑπομένως καὶ οἱ συγγραφεῖς τῶν κειμένων τῆς ΚΔ, τὴ χρησιμοποιοῦν αὐτονόητα, δηλαδὴ ὑποχρεωτικὰ — δὲν ἐπιλέγουν τὴ δαιμονολογία οὔτε αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ διευκρινίσουν τὸ ὀντολογικό της περιεχόμενο. Εἶναι ἡ κατεστημένη, κοινὴ ἐκφραστική.

Τὶς καταβολὲς αὐτῆς τῆς δαιμονολογίας ἡ νεότερη ἱστορικο-φιλολογικὴ ἔρευνα τὶς ἀνιχνεύει στὶς ἀρχαῖες θρησκεῖες τῶν φυλῶν τοῦ μεσανατολικοῦ χώρου: Ἰδιαίτερα στὴ βαβυλωνιακὴ θρησκεία, στὶς δοξασίες τῶν Ἀσσυρίων, σὲ περσικὲς θρησκευτικὲς παραδόσεις. Τὰ ὀνόματα Σατάν, Βεελζεβούλ, Ἀσμοδαῖος μοιάζουν μᾶλλον σὲ εὐρύτατη χρήση, προτοῦ τὰ προσλάβουν οἱ Ἑβραῖοι [Werner FOERSTER, «Σατανᾶς», στὸ Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament (KITTEL), τόμος 7, σελ. 151-164. — Τοῦ ἴδιου, «Die alttestamentliche und spätjudische Dämonenanschauung», ὅ.π., τόμος 2, σελ. 10-21. — Père BRUNO De Jésus-Marie, Satan, Paris (Desclée de Brouwer) 1952. — B.J. BAMBERGER, Fallen Angels, Philadelphia (Jewish Publication Society) 1952].

Μὲ αὐτονόητη αὐτὴ τὴ διαθρησκειακὴ ἐκδοχὴ τῆς δαιμονολογίας διατυπώνεται καὶ ἡ πρώτη στὴν ἑβραϊκὴ γραπτὴ παράδοση ἀναφορὰ σὲ πηγὴ τοῦ «κακοῦ» ποὺ προϋπάρχει τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὴ μορφὴ ἔλλογου φιδιοῦ ἐξαπατᾶ τοὺς πρωτόπλαστους. Ἡ (πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ) ἑρμηνεία τοῦ ἀλληγορικοῦ ἀφηγήματος τῆς Γένεσης ὡς ἱστορικοῦ συμβάντος (κυρίως ἢ μόνον αὐτὴ) ὁδήγησε χριστιανοὺς συγγραφεῖς νὰ ἀναζητήσουν τὴν «ὀντολογικὴ» καταγωγὴ τοῦ «κακοῦ» σὲ μιὰ «πτώση» μερίδας τῶν «ἀγγελικῶν» ὑπάρξεων προγενέστερη τῆς «πτώσης» τῶν ἀνθρώπων, μεγεθύνοντας ἔτσι στὸ ἔπακρο καὶ πληθύνοντας τὶς ἀντιφάσεις καὶ τὰ ἑρμηνευτικὰ κενὰ τοῦ ὀντολογικοῦ θεμελίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καὶ μαρτυρίας γιὰ τὸ «κακό».

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμφανίζεται κατεπείγουσα ἡ ἀνάγκη μιὰ Σύνοδος ἐκκλησιαστικὴ νὰ φωτίσει τὸ πρόβλημα τοῦ «κακοῦ», τῆς «πτώσης» καὶ τῶν «δαιμόνων», μὲ ἐκκλησιαστικὴ (ἑπομένως ὀντολογικὴ) ὀπτική. Ἔτσι, ὅπως σύνοδοι πατέρων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος (ἐπισκόπων μὲ τὸ χάρισμα τοῦ γεννήτορα καὶ ὄχι ἁπλῶς τοῦ παιδαγωγοῦ – 1 Κορ. 4, 15) φώτισαν μὲ τὴ γλώσσα τῆς ὀντολογίας (καὶ ὄχι ἀφοριστικῶν ἀπριορισμῶν ἢ νοητικῶν παιγνίων) τὴν τριαδικότητα τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ καὶ τὸν ρεαλισμὸ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ.

Ὅταν ἐκκρεμεῖ ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ ἄρση βασανιστικῶν τοῦ ἀνθρώπου παρανοήσεων, παρεξηγήσεων ἢ διαστροφῶν τοῦ εὐ-αγγελίου τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐξαιρετικὰ ὀδυνηρὸ νὰ ἐπιδιώκεται σύγκλιση «συνόδων» γιὰ νὰ ἀνασυντάξει τὴν ἱεράρχηση «πρωτείων τιμῆς» τῶν πατριαρχείων ἢ νὰ ἀναθεωρήσει κανόνες νηστείας!

Τὸ πρόβλημα τοῦ «κακοῦ», τῆς «πτώσης» καὶ τῶν «δαιμόνων» περιμένει νὰ ἀντιμετωπιστεῖ καὶ φωτιστεῖ ἀπὸ σύνοδο πατέρων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Οἱ ἐδῶ ἀναλύσεις καὶ προτάσεις δὲν ἔχουν ἀπὸ μόνες τους καμιὰ ἑρμηνευτικὴ ἐγκυρότητα. Εἶναι μόνο κατάθεση προβληματισμοῦ πού, στὴν ἐπιεικέστερη ἐκδοχή, θὰ μποροῦσε νὰ διακονήσει τὴ συνειδητοποίηση τῆς ἀνάγκης νὰ συγκληθεῖ σύνοδος τῆς καθόλου Ἐκκλησίας γι’ αὐτὸ τὸ πρόβλημα.

ΣΧΟΛΙΟ: ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.  ΕΑΝ ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ Κ.Δ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ ΚΟΙΝΗ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΗ, ΕΣΥ κ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΠΩΣ ΞΕΦΥΓΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ; Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΟΥ;
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΣΟΥ. ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ.
Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΜΩΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΤΩΝ ΝΟΩΝ, ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΙ ΕΝΩΝΕΙ ΟΡΑΤΟ ΚΑΙ ΑΟΡΑΤΟ ΣΑΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ. 
ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΕ ΜΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΕ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ. ΑΓΟΝΗ, ΚΕΝΗ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΗ. 
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΟ ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου