Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ο απών Θεός (2)

 Συνέχεια από: Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Ο απών Θεός
The Absent God
Susan Anima Taubes, Journal of Religion, 1955
II
Οι διαλογισμοί τής Simone Weil επικεντρώνονται στο πρόβλημα τού κακού και την επίδραση τής ασθένειας-αδυναμίας (affliction) στην ψυχή. Η ασθένεια, σε αντιδιαστολή προς το απλό βάσανο, σημαίνει το ολοκληρωτικό ξερίζωμα όλων των πτυχών τής ζωής - της κοινωνικής, της ψυχικής, αλλά και της φυσικής. Η ασθένεια «καταλαμβάνει την ψυχή και την σφραγίζει ολοκληρωτικά με το ιδιαίτερο σήμα της, το σήμα τής σκλαβιάς». Σφραγίζει τον άνθρωπο με την σφραγίδα τής περιφρόνησης, της αηδίας, του αυτομίσους, τής αίσθησης τής ενοχής και ακαθαρσίας, την οποία έπρεπε να επιφέρει κάποιο διαπραχθέν έγκλημα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Η ανάλυση τής επίδρασης τής ασθένειας στην ανθρώπινη ψυχή που κάνει η Simone Weil, εμφορείται από ένα αμείλικτο ρεαλισμό, που φαίνεται πως καταπνίγει κάθε προσπάθεια δοξασμού της ασθένειας. Θέλουμε να πιστεύουμε, πως η ασθένεια καθιστά ευγενή τον άνθρωπο, αλλά το αντίθετο είναι αληθές, καθώς το ασθενές πρόσωπο δεν αναλογίζεται την ασθένεια του, «έχει γεμίσει την ψυχή του με ευτελή άνεση στην οποία κατεύθυνε την καρδιά του». Η ασθένεια μειώνει όποιον την αγγίξει και μπορεί να προκαλέσει μόνο αποστροφή για αυτούς που την συντηρούν.

Το μοντέλο του σκλάβου, και όχι το μοντέλο του ήρωα ή του μάρτυρα, καθορίζει την ανάλυση της Simone Weil για την ασθένεια. Η ασθένεια προκύπτει από την τυχαιότητα και τήν τυφλή μηχανική διεργασία. «Η ασθένεια είναι ανώνυμη και προηγείται όλων των πραγμάτων, αφαιρεί από τα θύματα της την προσωπικότητα και τα καθιστά πράγματα». Ο σκλάβος αναδύεται ως μοντέλο για την ασθένεια στην τεχνολογική κοινωνία, ο τυφλός μηχανισμός της οποίας καθιστά τόσο τον ήρωα όσο και τον μάρτυρα ως μια ανθρώπινη δυνατότητα άνευ σημασίας. Το μοντέλο τού σκλάβου απεικονίζεται στο αδύναμο θύμα, τον βιομηχανικό εργάτη ή τον κρατούμενο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, που υποφέρει όχι ως άνθρωπος από ανθρώπους, αλλά ως πράγμα περικυκλωμένο από απρόσωπες δυνάμεις. Είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο ο άνθρωπος ως άνθρωπος, ως αυτόνομη προσωπικότητα και πηγή δράσης, δεν έχει ύπαρξη. Η προσωπικότητα και ο οργανισμός αποδομούνται και ξεπέφτουν σε ένα απλό υπολογισμό (μαθηματικό) δυνάμεων. Αυτό που παραμένει είναι η διάκριση μεταξύ δυο τάξεων αναγκαιότητας: βαρύτητα (gravity) και χάρις (grace).

Η Simone Weil αντιλαμβάνεται την βαρύτητα ως την πιο αυστηρή μορφή καρτεσιανής αιτιοκρατίας, που κυβερνά όλα τα φυσικά φαινόμενα, και εξαιτίας της οποίας η ψυχή, αλλά και το σώμα τού ανθρώπου, είναι αιχμάλωτη του κόσμου. Η κοινωνική συμπεριφορά τού ανθρώπου, η φαντασία του, τα συναισθήματά του, οι επιθυμίες και οι πεποιθήσεις του -εν ολίγοις όλες οι φυσικές κινήσεις τής ψυχής- ακολουθούν ποσοτικούς νόμους, τόσο σκληρούς, όσο και αυτοί που καθορίζουν τα φυσικά φαινόμενα. Δια του νόμου τής αναπλήρωσης, το βάσανο μετατρέπεται αναγκαστικά είτε σε βία είτε σε μίσος. Κάθε χτύπημα που μας κάνει να υποφέρουμε, είτε με την μορφή του πόνου είτε πληγώματος, κοινωνείται αυτόματα σε κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο έξω από μας, μέ τρόπο τόσο υλικό, όσο υλική είναι και η μεταφορά δυνάμεως κατά την δράση και αντίδραση μεταξύ των ατόμων.

Η ασθένεια κόβει μια από τις αναρίθμητες κλωστές που μας ενώνουν με τον κόσμο. Το κενό που δημιουργείται στην ψυχή, η ψυχή προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτό, είτε μεταφέροντάς το (κενό) σε άλλο δημιούργημα ή «γεμίζοντας» το με την δράση τής αναπληρωματικής φαντασίας. Η ψυχή κυβερνάται ουσιαστικά από το τρόμο για το κενό (horror vacui).  Δεν μπορεί να ανεχτεί κανένα κενό και η βασική της δραστηριότητα είναι να γεμίζει το κενό, για το οποίο πληροφορείται διαρκώς από τις άλλες ψυχές, που είναι επίσης αποφασισμένες να απαλλαγούν από το κενό. Κάτω από την κυριαρχία του νόμου της βαρύτητας, τόσο η συγχώρεση όσο και η συμπάθεια είναι αδύνατες. Η πραγματικότητα τών ανθρωπίνων σχέσεων παριστάνει ένα πεδίο δυνάμεως, όπου λαμβάνει χώρα μια διαρκής μεταφορά κακού από άνθρωπο σε άνθρωπο. Εάν δεν υποθέσουμε πως δρα μια δύναμη ριζικά διαφορετική από την βαρύτητα, είναι απολύτως πέραν της δύναμης τού ανθρώπου να σταματήσει το κακό.

Διαλογιζόμενη την «ανθρώπινη μηχανική» έφτασε στο συμπέρασμα πως η χάρις είναι αναγκαία. Η δυνατότητα ύπαρξης μιας δύναμης που μπορεί να αντισταθεί στην δύναμη τής βαρύτητας και να αντέξει το κενό που δημιουργείται στην ψυχή από την ασθένεια, υπονοεί την επέμβαση δύναμης μιας άλλης τάξεως, δηλαδή την υπερφυσική δράση τής χάριτος.

Μόνη η χάρη μπορεί να δώσει στη ψυχή τη δύναμη να υποφέρει το κενό, να «συνεχίσει να αγαπάει στο κενό». Δεν αγαπάμε τον Θεό γιατί υπάρχει: η αγάπη μας είναι η απόδειξη και η ίδια η ουσία της πραγματικότητάς του. «Ο Θεός απουσιάζει από τον κόσμο εκτός από την ύπαρξη εκείνων στον κόσμο στους οποίους ζει η αγάπη του». Έτσι, για να επιβεβαιώσουμε και ταυτόχρονα να αρνηθούμε την ύπαρξη του Θεού, είναι μια «περίπτωση αντιφάσεων που είναι αληθινές. Ο Θεός υπάρχει, ο Θεός δεν υπάρχει. Πού είναι το πρόβλημα; Είμαι βέβαιος ότι υπάρχει Θεός με την έννοια ότι εγώ είμαι βέβαιος ότι η αγάπη μου δεν είναι ψευδής. Είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει Θεός υπό την έννοια ότι είμαι βέβαιος ότι τίποτα πραγματικό δεν μπορεί να είναι κάτι σαν αυτό που μπορώ να συλλάβω όταν προφέρω αυτόν τον λόγο».

Ο «αθεϊσμός ως κάθαρση» σύμφωνα με την Simone Weil έχει προεκτάσεις... εφόσον ο Θεός μπορεί να είναι παρών στον κόσμο μόνο ως απουσία, «πρέπει να πιστεύουμε σε ένα Θεό, ο οποίος είναι σε όλα του τά χαρακτηριστικά ίδιος με τον αληθινό Θεό, αλλά απλώς δεν υπάρχει». Η αγάπη μας είναι αληθινή στον βαθμό που αποσυνδέσαμε από την αγάπη μας για τον Θεό ακόμα και την ελάχιστη αίσθηση παρηγοριάς (συμπεριλαμβανόμενης και της παρηγοριάς ότι ο Θεός υπάρχει). Τα υποκειμενικά και πραγματιστικά κίνητρα, τα οποία ανακάλυψε η μοντέρνα ψυχολογία και κοινωνιολογία σε όλες τις μορφές θρησκευτικότητας, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μια κυνική στάση. Το αντίθετο μάλιστα, υπηρετεί την κάθαρση της σημασίας που προσδίδουμε στο υπερφυσικό.

Η Simone Weil ασκεί κριτική στις βασικές διδασκαλίες τού Χριστιανισμού περί αθανασίας της ψυχής, αναστάσεως, θείας πρόνοιας και εσχατολογικής ελπίδας, ως μορφών παρηγοριάς που αποτελούν εμπόδιο για την πίστη. Ενώ η πίστη στον Θεό ως παρηγοριά απομονώνει την ψυχή από την επαφή με τον αληθινό Θεό, ο αθεϊσμός που αντέχει το κενό της απουσίας τού Θεού είναι μια κάθαρση. Η αμφιβολία δεν είναι ασύμβατη με την πίστη, γιατί η πίστη δεν είναι ταυτόσημη με την πεποίθηση. Καθώς η πίστη «αγαπά το κενό», είναι «πιστότητα στο κενό».


Ο μυστικισμός τού αθεϊσμού τής Simone Weil θυμίζει την «σκοτεινή νύχτα τής ψυχής» του αγίου Ιωάννη του Σταυρού, στον οποίο αναφέρεται συχνά στις σημειώσεις της. Ενώ όμως ο Ισπανός μυστικός περιγράφει μια εκστατική εμπειρία τού θανάτου τής ψυχής πριν την αναγέννησή της εν Θεώ, η σκοτεινή νύχτα τής απουσίας του Θεού, είναι για την Simone Weil η ίδια η επαφή τής ψυχής με τον Θεό. Όταν μιλά για την «ανέκφραστη παρηγοριά» που γεμίζει την ψυχή, αφού τα έχει αποποιηθεί όλα, ακόμα και την επιθυμία για χάρι, δεν εννοεί πως η υπερφυσική αγάπη είναι κάτι διαφορετικό από την αποδοχή του κενού. Το να αντέξουμε το κενό, να υποφέρουμε το κακό, είναι η επαφή μας με τον Θεό. Η πορεία τής σκέψης τής Simone Weil «από την ανθρώπινη μιζέρια προς τον Θεό» έχει την σημασία τής «συσχέτισης» και όχι της αναπλήρωσης. Η ασθένεια περιέχει τον σπόρο της θείας αγάπης. «Ο Θεός είναι παρών στο ακρότατο κακό δια τού λυτρωτικού βασανισμού. Γιατί η απουσία τού Θεού είναι ο τρόπος θείας παρουσίας που ανταποκρίνεται στο κακό-απουσία το οποίο είναι αισθητό».

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου